16:41  Παρασκευή, 19  Απριλίου  2024 
elendetr

Μικρά Ασία

Κυριακή, 14 Σεπτεμβρίου 2014 22:49
Διαβάστηκε 9997 φορές

‘Με δύναμη αλεπούς και πείνα αρκούδας’

Η Μεγάλη Ιδέα - Η Αναίτια Καταστροφή

Τέτοιες μέρες πριν 92 χρόνια έπεφτε η αυλαία της απρόκλητης τραγωδίας του μικρασιατικού ελληνισμού. Στο χρονικό που ακολουθεί αποκαλύπτεται το μέγεθος της υποκρισίας και της αρπακτικότητας των κυρίαρχων τάξεων της ελληνικής κοινωνίας εκείνης της περιόδου. Οι ‘αλύτρωτοι αδελφοί μας, που στέναζαν κάτω από τον τούρκικο ζυγό’, έγιναν μετά το Σεπτέμβρη του 1922 ‘η ζημιογόνος αγέλη των προσφύγων και οι τουρκόσποροι που θα μόλυναν την Ελλάδα και τους αληθείς Έλληνας’. Σίγουροι ότι δεν είχαν τίποτε να χάσουν οι ίδιοι και οι προστατευόμενοί τους, οι ηγέτες της περιόδου επέδραμαν στα οικονομικά πιο ανεπτυγμένα ανατολικά παράλια του Αιγαίου και στην Ανατολική Θράκη, με σκοπό την οικονομική του ενοποίηση του χώρου.(Στη φωτογραφία η πρώτη σελίδα της εφημερίδας του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, της 15 Μαίου 1919, με τίτλο Ο λαός άφωνος και θλιμένος παρακολούθησε:Χτές καταλήφθηκε η Σμύρνη.) op

 

Πρωτεύουσα, αν και επίσημα ανομολόγητη, επιδίωξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και διακαής πόθος των ηγέτιδων τάξεων της ελληνικής κοινωνίας υπήρξε η αναβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το κίνητρο ήταν κυρίως επιχειρηματικό και αποσκοπούσε στην οικονομική ενοποίηση των πλουσιότερων, όπως ομολογούσαν οι εμπνευστές της πολιτικής αυτής, βορείων (Μακεδονία-Θράκη) και ανατολικών (Μικρά Ασία) επαρχιών με το ελληνικό κράτος, συμπεριλαμβανομένης και της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα ενθάρρυναν τα αιτήματα αυτονόμησης στην επαρχία του Πόντου, με την οποία θα επεδίωκαν προνομιακές σχέσεις. Ως ιδεολογικό σχήμα εκφράστηκε με το δόγμα της Μεγάλης Ιδέας και περιβλήθηκε τον συναισθηματικά αμάχητο μανδύα του Αλυτρωτισμού, για να απαιτήσει εθνολογικά την κυριαρχία επί των εκτάσεων της παραπαίουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1918), διαβιούσαν ελληνόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί.

Οι πρώτες αναφορές στην έννοια της Μεγάλης Ιδέας έγιναν τον Ιανουάριο του 1844 από τον Ι. Κωλλέτη, σε μια συζήτηση της τότε Βουλής, σχετική με την ιθαγένεια. H διατύπωση μιας τέτοιας σκέψης από έναν απολύτως διεφθαρμένο και άκρως αυταρχικό πολιτικό, που για την προσωπική του επικράτηση δεν δίστασε να λεηλατήσει την Πελοπόννησο το Μάρτιο 1832, χρησιμοποιώντας μάλιστα και τουρκαλβανικά ληστρικά αποσπάσματα (Θ Παναγόπουλου: Όλα στο φως) δεν αφήνει περιθώρια σκέψεων για εθνικά εμφορούμενα κίνητρα. Όπως ήταν επόμενο την πρόταση υιοθέτησαν με ικανοποίηση οι παρατάξεις των νέων αρχόντων (κοτζαμπάσηδες) και των μεγαλογαιοκτημόνων (τσιφλικάδες) και σταδιακά επικράτησε ως βασική επιδίωξη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Λίγοι, όπως ο Χ Τρικούπης, μπόρεσαν να αντισταθούν στη γοητεία της. Η προσπάθεια υλοποίησής της από τον αντίπαλό του, Θ Δεληγιάννη, οδήγησε στην ταπεινωτική ήττα και τις βαριές κυρώσεις σε βάρος της χώρας, μετά την περιπέτεια της ένοπλης επαιτείας του 1897. Οι ολιγαρχικοί κύκλοι και η μοναρχία δεν είχαν κανέναν λόγο να διδαχτούν από τα προηγούμενα, αφού οι θεσμοί που εξασφάλιζαν τα προνόμια τους δεν απειλήθηκαν. Έτσι μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους, λόγω της σύμπραξης και άλλων περιφερειακών δυνάμεων (Σερβίας – Ρουμανίας) και κυρίως της συμμετοχής Αγγλίας – Γαλλίας, που οδήγησαν στη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) η εθνική έξαρση και ο μεγαλοϊδεατισμός αποχαλινώθηκαν πλήρως. Στη σαγήνη της Μεγάλης Ιδέας ενεπλάκη και Ε Βενιζέλος, αν και είχε κληθεί (1909 – Κίνημα στο Γουδί) να καθοδηγήσει την ελληνική κοινωνία στην αστική της μεταρρύθμιση και μετέπειτα στην εξυγίανση της οικονομίας και στην ενσωμάτωση των νέων χωρών στην επικράτεια. Εκπροσωπώντας στο κόμμα του (Φιλελεύθεροι) τις ανερχόμενες τάξεις των τραπεζιτών, εμπόρων και βιομηχάνων, έδειξε παρ’ όλ’ αυτά ευαισθησία για τους εργάτες και αγρότες (αρχή δημιουργίας κοινωνικού κράτους). Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής αντιπαρατέθηκε στις έκνομες παρεμβάσεις του μονάρχη, χωρίς όμως να συγκρουστεί και με τον θεσμό της μοναρχίας, και εν τέλει επικράτησε, ύστερα από τα γνωστά διχαστικά γεγονότα (1915-1916), με την ουσιαστική συμβολή των Αγγλογάλλων, οι οποίοι επέβαλαν αυταρχικά (κατάληψη Ισθμού, αποκλεισμός Πειραιά, κανονιοβολισμός Ανακτόρων) την αποπομπή του βασιλιά και οδήγησε την Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Εγκάρδιας Συμμαχίας (Αγγλία – Γαλλία – Ρωσία). Θιασώτες μιας συμμαχίας με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες (Αυστροουγγαρία - Γερμανία) υπήρξαν οι μοναρχικοί κύκλοι. Την περίοδο που η Ελλάδα ετοιμαζόταν να εισέλθει στον πόλεμο, έχοντας αποκαταστήσει επίπλαστα την ομόνοια στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο, στα δημόσια οικονομικά η κατάσταση ήταν τουλάχιστον δραματική. Ο τιμάριθμος με βάση το 1914 στο 100 έφτασε το 1918 στο 366. Το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα, που το 1914 ανέρχονταν σε 285 δρχ, κατρακύλησε τα επόμενα χρόνια στις 251 δρχ. Ωστόσο για κάποιες επαγγελματικές ομάδες, ειδικά στο χώρο του εμπορίου και της ναυτιλίας, τα οφέλη από τον πόλεμο ήταν τεράστια, ενώ τα σκάνδαλα που συνδέονταν με τον επισιτισμό της χώρας αμαύρωναν ακόμη περισσότερο την κυβερνητική εικόνα: ‘άλλοι κουδουνούσαν τις καμπάνες, άλλοι κουδουνούσαν στις τσέπες τους τις χρυσές δραχμές, κι άλλοι κουδουνούσαν κόκκαλα και σκόρπια παλιοσίδερα στα άγρια πλατώματα. Ήταν το υλικό που έφτιαχνε τις χρυσές δραχμές στις πλούσιες τσέπες.’ (Ριζοσπάστης 11 1934)

Οι προσπάθειες άντλησης εσόδων με άμεση φορολογία απέτυχαν παταγωδώς, όπως ατυχής υπήρξε και η προσπάθεια σύναψης εξωτερικού δανείου ενός δις φράγκων, παρά τους ευνοϊκούς όρους. Η λύση που αναζητήθηκε στην αύξηση της έμμεσης φορολογίας δεν απέβη αρκετή. Για να μπορέσει η χώρα να ανταποκριθεί στις πολεμικές της υποχρεώσεις το 1918 έμενε μόνο η οικονομική ενίσχυση των συμμάχων, οι οποίοι άνοιξαν πιστώσεις ύψους 850 εκ δραχμών, που χρησίμευσαν κυρίως ως κάλυμμα για την κυκλοφορία του νομίσματος. (Κ. Κωστής : Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, 2013). Κι όλ’ αυτά παρά το γεγονός ότι μετά τους βαλκανικούς πολέμους η έκταση της Ελλάδας από τα 64 χιλ τετραγωνικά χλμ έφτασε στα 120 χιλ τετραγωνικά χλμ, ο πληθυσμός από τα 2,8 εκ στα 5 εκ, ενώ στην επικράτεια προστέθηκαν 2.000 χλμ αμαξιτών οδών, 500 χιλ σιδηροδρομικών γραμμών και ο δημόσιος προϋπολογισμός αυξήθηκε κατά 100 εκ χρυσές δρχ. (Γ Βεντήρης : Η Ελλάς του 1910 - 1920). Την κρίσιμη αυτή περίοδο (Ιούλιος 1917) και λίγο πριν την έξοδο της Ελλάδας στα πεδία του πολέμου, έκαναν την επίσημη εμφάνισή τους οι οργανώσεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος, προδρομικής μορφής του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκπροσωπούμενες από δύο βουλευτές, και πήραν θέση απέναντι στα γεγονότα : ‘ευχόμενοι ολοψύχως υπέρ της ήττης του πρωσικού μιλιταρισμού, δηλώνοντας ότι ‘η ήττα αυτή πρέπει να προέλθη όχι μόνον από την στρατιωτικήν προσπάθειαν των κρατών της Αντάτ, αλλά και από την σύγχρονον ενέργειαν του διεθνούς προλεταριάτου.’(Τ Βουρνάς : Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας).

Τον Ιούνιο του 1917 ο Ε Βενιζέλος επιστρέφει στην Αθήνα, επαναφέρει την προγενέστερη του διχασμού βουλή, τη λεγόμενη Βουλή των Λαζάρων, και παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης με συντριπτική πλειοψηφία. Μετά τον εκδηκητισμό, τους διωγμούς και τις εξορίες, που αιτιολογήθηκαν ως αντίποινα για όσα είχαν προηγηθεί από τους αντιβενιζελικούς, ανάμεσα σ’ αυτά και το μεσαιωνικής έμπνευσης ‘ανάθεμα’ του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεόκλητου κατά του Ε Βενιζέλου, το επόμενο έτος (1918) θέτει στη διάθεση των συμμάχων, πιο συγκεκριμένα των γάλλων, εννέα μεραρχίες στο μακεδονικό μέτωπο. Ο ελληνικός στρατός υπό την ηγεσία του Λ Παρασκευόπουλου πετυχαίνει σπουδαίες νίκες το Μάιο του 1918 στο Σκρά του Κιλκίς, προελαύνει και υποχρεώνει τους συμμάχους των Κεντρικών Αυτοκρατοριών Βούλγαρους σε ανακωχή στα μέσα του Σεπτέμβρη. Λίγες μέρες πριν, στις αρχές του ίδιου μήνα, υποκύπτουν και οι Τούρκοι στα συμμαχικά και ελληνικά στρατεύματα, που μάχονται μαζί στη Θράκη και καταθέτουν άνευ όρων τα όπλα στη συνθήκη, που υπογράφεται στο λιμάνι του Μούδρου της Λήμνου τον Οκτώβρη του 1918. Άρχιζε ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός για την Κωνσταντινούπολη, στην οποία οι σύμμαχοι, συνοδευόμενοι από τμήματα του ελληνικού στρατού και μια μοίρα ναυτικού, εισέρχονται τροπαιοφόροι. Η δήθεν αυταπάτη του μεγαλοϊδεατισμού, όπως επικράτησε να λέγεται, πήρε πλέον διαστάσεις συλλογικής παράκρουσης, η οποία μεταφράστηκε σε άκρατη πολιτική κερδοσκοπία. Στην άλλη πλευρά η ταπεινωτική ήττα και η διάλυση της αυτοκρατορίας αφύπνισαν τα ένστικτα επιβίωσης και εθνικής υπερηφάνειας των Τούρκων, που στο πρόσωπο του Mustafa Kemal, βρήκαν τον ηγέτη, που θα τους οδηγούσε στη νέα πραγματικότητα.k Από λαϊκή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, γεννημένος το 1881, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Κωνσταντινούπολης, διακρίθηκε αρχικά στην υπεράσπιση της Καλλίπολης. Κεφαλαιώδους σημασίας για την κατανόηση της τελικής έκβασης είναι η θεμελιώδης πολιτειακή αλλαγή στην τσαρική Ρωσία. Τον Οκτώβρη του 1917 επικράτησε η επανάσταση των μπολσεβίκων, των οποίων οι ηγέτες απέμπλεξαν τη χώρα τους από τη Συμμαχία της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Entente Cordiale) και τερμάτισαν τον πόλεμο, υπογράφοντας τη Συνθήκη του Brest Litovsk (03 1918) με τους Γερμανούς. Ο Σουλτάνος και η κυβέρνησή του, υπό την επίβλεψη των Συμμάχων, ανέλαβαν να υλοποιήσουν τους εξοντωτικούς όρους της ανακωχής, προετοιμάζοντας τη χώρα τους για το συνέδριο της ειρήνης, που άρχισε τις εργασίες του στο Παρίσι το Δεκέμβρη του 1918. Στο εν λόγω συμβούλιο των τεσσάρων μεγάλων (Αγγλίας - Αμερικής - Γαλλίας - Ιταλίας) ο Ε Βενιζέλος υπέβαλε υπόμνημα με τις ελληνικές διεκδικήσεις, εναρμονισμένες με το πνεύμα της αυτοδιάθεσης των λαών της διακήρυξης του αμερικανού Προέδρου W Wilson, δηλώνοντας ότι ‘ η Ελλάς δεν πηγαίνει εκεί, όπου της λείπει η εθνολογική βάσις’. Γνώριζε όμως ότι αυτό που βάσει των απογραφών ίσχυε για τη βόρεια Ελλάδα, όπου το ποσοστό των κατοίκων με ελληνική συνείδηση ήταν πλειοψηφικό (53%), δεν συνέβαινε στη Μικρά Ασία, όπου το συγκεκριμένο ποσοστό δεν έφτανε, ακόμη και με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, ούτε στο ένα πέμπτο (19%). Στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και σε άλλα αστικά κέντρα οι συγκεντρώσεις ήταν πυκνότερες και τα ποσοστά σαφώς υψηλότερα, φτάνοντας σε κάποιες περιπτώσεις και στο 40%, χωρίς ωστόσο να συνιστούν πλειοψηφίες. Έτσι δεν απέκλειε αμοιβαίες μετακινήσεις πληθυσμών, ώστε να επιτευχθεί εθνική ομοιογένεια στις περιοχές που θα κατακυρώνονταν τελικά. Στις ελληνικές διεκδικήσεις πρωταρχικό μέλημα αποτελούσε η Σμύρνη, η οποία διοικητικά ανήκε στην οθωμανική επαρχία Αϊδινίου, εμπορικά ήταν ο μεγαλύτερος κόμβος και το σπουδαιότερο λιμάνι της Ανατολής, ξεπερνώντας την Αθήνα, και πληθυσμιακά (350 χιλ έναντι 250 χιλ), με έντονη την ελληνική παρουσία και μόνιμα στο στόχαστρο του εθνικιστικού επεκτατισμού (R Clogg, A Concise history of Greece). Παράλληλα διεκδικούσε ολόκληρη την περιοχή Θράκης, μέχρι και τα πρόθυρα της Οθωμανικής Πρωτεύουσας, για την οποία δεχόταν διεθνή κηδεμονία υπό την Κοινωνία των Εθνών ή των Η Π Α. Χάριν αυτών ήταν μάλιστα έτοιμος να δείξει ελαστικότητα ως προς τις απαιτήσεις της Ελλάδας για τα Δωδεκάνησα (Ιταλική κυριαρχία από το 1915) και τη βόρεια Ήπειρο (Αλβανική κυριαρχία από το 1913). Αιτούνταν επίσης τα νησιά Ίμβρο, Τένεδο και Καστελόριζο (Γαλλική κυριαρχία από το 1915). Για τα εδάφη του Πόντου, όπου κατά τόπους ζούσαν επίσης συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, δεν ήγειρε αξιώσεις, θεωρώντας ανέφικτη την προσάρτηση και επειδή οι Σύμμαχοι δεν πρόκριναν τη συγκεκριμένη αξίωση εκτιμώντας το ποσοστό των ελλήνων στην περιοχή ως πολύ χαμηλό. Ενθαρρύνονταν όμως, από τον Ε Βενιζέλο, η σύμπραξη με το Αρμενικό στοιχείο και προκρίθηκε η λύση της Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας. Όταν έλαβε γνώση των ελληνικών διεκδικήσεων ο γάλλος πρόεδρος Κλεμανσό φέρεται να σχολίασε δηκτικά : ‘Με δύναμη αλεπούς και πείνα αρκούδας’ ή σύμφωνα με άλλους ‘ δύναμη Ελβετίας, όρεξη Ρωσίας’ (R Clogg, A Concise history of Greece). Ωστόσο κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου και πριν την επίτευξη οποιουδήποτε διακανονισμού, την άνοιξη του 1919, τμήματα του ιταλικού στρατού αποβιβάστηκαν στη νοτιοδυτική Τουρκία, στη περιοχή της Αττάλειας και κινούνταν προς την Σμύρνη. Το γεγονός αιφνιδίασε την ελληνική κυβέρνηση και ανησύχησε, μάλλον υποκριτικά, τους συμμάχους, κυρίως Γάλλους και Άγγλους. Η Ιταλία όμως εφάρμοζε τους όρους της Συμφωνίας του Αγίου Ιωάννη της Μωριέννης του 1917, που τροποποιούσε την μεταξύ τους προηγούμενη Συνθήκη του Λονδίνου του 1915. Στη νέα Συμφωνία ανάμεσα στους επικεφαλής της αγγλικής και γαλλικής κυβέρνησης, Λόιντ Τζόρτζ και Ριμπό και της ιταλικής, Μποζέλι, παραχωρήθηκε στην Ιταλία μια ζώνη που περιελάμβανε το Ικόνιο και τη Σμύρνη, με αντάλλαγμα να αποκηρύξει η ιταλική Κυβέρνηση τις διεκδικήσεις της στα Άδανα και τη Μερσίνη και να αποδεχτεί την εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο Ε Βενιζέλος έσπευσε να εκμεταλλευτεί τους οικονομικούς ανταγωνισμούς Άγγλων και Ιταλών για την επικράτηση στην πετρελαιοφόρο περιοχή της Μοσούλης, την οποία είχαν καταλάβει προσωρινά οι Βρετανοί το φθινόπωρο του 1918, προελαύνοντας μάλιστα και μετά την υπογραφή της ανακωχής. Επίσης εξαργύρωνε την ατυχή εμπλοκή της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική ουκρανική εκστρατεία στις αρχές του 1919, που στόχευε στην ανατροπή των μπολσεβίκων, γεγονός που έφερε ακόμη πιο κοντά τους αντιστεκόμενους Τούρκους επαναστάτες με τη σοβιετική ηγεσία και προκάλεσε ένα κύμα εκπατρισμού περίπου μισού εκατομμυρίου Ελλήνων από τη νότια Ρωσία και την Υπερκαυκασία. Πέραν αυτών, δεν πρέπει να υποτιμάται και η άμεση επιρροή των μεγάλων επιχειρηματικών παραγόντων στην ανάθεση της εντολής για απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Σημειώνεται ότι ο υπουργός εξωτερικών της Βρετανίας, λόρδος Κόρζον, ήταν μεγαλομέτοχος αγγλικής εταιρίας πετρελαίου και ο ελληνικής καταγωγής μεγιστάνας Ζαχάρωφ από τους σημαντικότερους προμηθευτές οπλισμού και αεροπλάνων του βρετανικού στρατού. Έτσι με προκάλυμμα τα ‘ιστορικά δικαιώματα’ στην περιοχή της Ιωνίας και σκοπό την προστασία των ‘αλύτρωτων’ χριστιανών αδελφών, ο Ε Βενιζέλος, τον οποίο ο Άγγλος Πρωθυπουργός Λόιντ Τζόρτζ θεωρούσε ως τον πιο αξιόλογο πολιτικό που ανέδειξε η Ελλάδα μετά τον Περικλή, έλαβε στα τέλη Απριλίου την εντολή κατάληψης της Σμύρνης με κάποια ενδοχώρα, συνολικής έκτασης 17,5 χιλ. τετραγωνικών χλμ, ώσπου να υπογραφεί η τελική συνθήκη. Την απόφαση της εντολής προκάλεσε ο Άγγλος πρωθυπουργός, την υποστήριξε ο Αμερικανός πρόεδρος, παρά τις διαφωνίες των εμπειρογνωμόνων του, με τη σχετικά ψυχρή συναίνεση του Γάλλου Προέδρου και τη δυσανασχέτηση των Ιταλών, τους οποίους καθησύχασε ο Κλεμανσό λέγοντας : ‘Σήμερα η Σμύρνη δεν ανήκει σε κανέναν’. Σε εκτέλεσή της το πρωί της 2 Μαΐου 1919 εύζωνες της Ιης μεραρχίας, υπό τον συνταγματάρχη Ν Ζαφειρίου, αποβιβάζονταν στο λιμάνι της πόλης, όπου το ελληνικό στοιχείο τους υποδέχτηκε ως ελευθερωτές, μέσα σε κλίμα ‘εθνικής παραφροσύνης’. Οι αντιδράσεις των χριστιανών κατοίκων ήταν αναμενόμενες, αφού από τους βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και μετά οι πιέσεις ακόμη και οι διωγμοί εναντίον τους, από την πλευρά του οθωμανικού κράτους, για εγκατάλειψη της Ανατολίας, είχαν ενταθεί και μερικώς επιτύχει. Ως προανάκρουσμα του τι επρόκειτο να ακολουθήσει, οι ταραχές ξεκίνησαν την ίδια μέρα. Ούτε η διασυμμαχική επιτροπή, που διερεύνησε τα γεγονότα, δε μπόρεσε να ξεκαθαρίσει από πού έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί και ίσως δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία αυτό καθ’ αυτό το γεγονός. Οι συμπλοκές κλιμακώθηκαν και άφησαν στο τέλος των πρώτων ημερών περίπου 350 τούρκους και 100 έλληνες νεκρούς και βαριές κατηγορίες για ληστείες και βιασμούς σε βάρος των μουσουλμάνων κατοίκων. Η επιτροπή καταλόγισε σοβαρότατες ευθύνες στις ελληνικές πολιτικές, στρατιωτικές και θρησκευτικές αρχές, που δεν έλαβαν προληπτικά μέτρα για την εξασφάλιση της τάξης, αλλ' αντιθέτως : ‘η υπό του μητροπολίτου γενομένη τελετή, όπως ευλογήση τα όπλα την προηγουμένην της αποβιβάσεως, είχε δυσάρεστον επίδρασιν’. Ο Ε Βενιζέλος αναγκάστηκε να τηλεγραφήσει στον Ν Ζαφειρίου : ‘ θα καλέσητε Μητροπολίτην και Προκρίτους δια να παραπονεθήτε κατά της διαγωγής των καθαρμάτων ά λέγονται Έλληνες’ (Β Τζανακάρης : Δακρυσμένη Μικρασία). Πρέπει ωστόσο ν' αναφερθούν και οι υποψίες ότι τις παραμονές της αποβίβασης Μουσουλμάνοι κάτοικοι είχαν εξοπλιστεί από τις αποθήκες του οθωμανικού στρατού της περιοχής Σμύρνης, του οποίου η Διοίκηση, υπό τον Αντιστράτηγο Ναδίρ, και το προσωπικό (30 ανώτεροι αξιωματικοί, 123 κατώτεροι, 540 οπλίτες και 2.000 άτακτοι) παραδόθηκε χωρίς να προβάλει αντίσταση. Σταδιακά η κατάσταση άρχισε να ελέγχεται εν μέρει, μετά τη σύσταση Στρατοδικείου και την άφιξη του έμπειρου σε θέματα διοίκησης κατεχομένων περιοχών Αριστείδη Στεργιάδη, ως ύπατου αρμοστή. Ο Α Στεργιάδης, που έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης του Πρωθυπουργού, σύντομα κατηγορήθηκε από τις ελληνικές αρχές της Σμύρνης ως προστάτης των μουσουλμάνων κατοίκων. Παρά τις διοικητικές ‘αστοχίες’ και τις ‘αδυναμίες’ στην τήρηση της τάξης, για τις οποίες επέχαιραν οι αντιπολιτευόμενοι στην Αθήνα, ο ελληνικός στρατός, προφασιζόμενος την προστασία των χριστιανών κατοίκων, επέκτεινε διαρκώς την ακτίνα δράσης του, εισδύοντας ακόμη και μέσα στην ιταλική ζώνη κατοχής, με σκοπό τη δημιουργία τετελεσμένων. Σοβαρά ανήσυχος με τις εξελίξεις ο Ε Βενιζέλος τηλεγραφούσε τον Ιούλιο του 1919 προς τον Έλληνα Υπουργό των Εξωτερικών, Α Διομήδη, μεμφόμενος τις ελληνικές αρχές για υπέρβαση καθήκοντος, συστήνοντας στους στρατιωτικούς να δυσπιστούν στις καταγγελίες των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής, φοβούμενος ότι : ‘η Ελληνική κατοχή της Σμύρνης θ’ αποδειχθή ότι εφώτισε μόνον την ελληνικήν αθλιότητα’. Την ίδια περίοδο, υπό την καθοδήγηση του τότε συνταγματάρχη Mustafa Kemal, οργανώνονταν με ταχείς ρυθμούς το κίνημα εθνικής αντίστασης των Τούρκων. Αντιτάσσοντας το σύνθημα ‘Türkiye Türklerin’ (η Τουρκία στους Τούρκους), επεδίωκαν την απομάκρυνση των ξένων δυνάμεων, την απαλλαγή από τις διομολογήσεις και αναγνώριζαν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, όσο αυτά δεν θα απειλούσαν την εθνική ενότητα του κράτους. Στο κάλεσμα του κινήματος αντίστασης ανταποκρίθηκε ο τουρκικός λαός. Τον Ιούλιο του 1919 πραγματοποιήθηκε το πρώτο συνέδριο στο Ερζερούμ, όπου και διατυπώθηκαν οι παραπάνω αρχές. Δύο μήνες αργότερα, έλαβε χώρα το δεύτερο συνέδριο στη Σεβάστεια, όπου αποφασίστηκε ο αγώνας κατά της προσάρτησης ανατολικών και δυτικών περιοχών στην Αρμενία και την Ελλάδα και διατυπώθηκαν οι θεμελιώδεις αρχές του εθνικού συμφώνου, που θα προτείνονταν στην σουλτανική παράταξη, ως βάση συνεννόησης. Ο Σουλτάνος, που κάτω από την ‘προστασία’ των Συμμάχων, είχε διαλύσει την εθνική συνέλευση, υπό την πίεση των νέων πολιτικών συνθηκών, προκήρυξε εκλογές για τον Νοέμβριο. Το κίνημα σάρωσε. Ο αρχηγός του, αν και εκλέχτηκε δεν εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εγκαταστάθηκε στην Άγκυρα, που επελέγη ως η πρωτεύουσα του νέου κράτους και με τους συνεργάτες του επιδόθηκε στη δημιουργία εθνικού λαϊκού στρατού. Οι εργασίες της βουλής, που είχε προκύψει, ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 1920 και στα τέλη του μήνα ψηφίστηκε το εθνικό σύμφωνο, βάσει των αρχών των δύο επαναστατικών συνεδρίων. Το κίνημα εθνικής αντίστασης συγκάλεσε τον Μάρτιο τη μεγάλη εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα, η οποία ψήφισε επιτρόπους, που θα ήταν υπόλογοι σ’ αυτήν, θεώρησε τον Σουλτάνο αιχμάλωτο και αναγνώρισε τον Mustafa Kemal, ως τον ηγέτη της. Θορυβημένοι οι Άγγλοι κατέλαβαν στρατιωτικά, τον Μάρτιο, την Κωνσταντινούπολη και διέλυσαν τη βουλή. Οι προσπάθειές τους να υποκινήσουν εμφύλιο πόλεμο, κατά την προσφιλή τακτική τους, απέβησαν άκαρπες. Με τις ενέργειες αυτές ενίσχυσαν στη συνείδηση του τουρκικού λαού το αίσθημα της αντίστασης κατά της ξενικής κατοχής και επιτάχυναν τις διπλωματικές κινήσεις των ηγετών του κινήματος, οι οποίοι αναζήτησαν και βρήκαν τις ανάλογες συμμαχίες. Την ίδια εποχή (Απρίλιος 1920) επέστρεφε από τη συνάντηση στο Σαν Ρέμο ο πρωθυπουργός, οι Φιλελεύθεροι τον υποδέχτηκαν ως θριαμβευτή και αυτός ξεδίπλωσε το χάρτη των νέων ορίων της χώρας, της Μεγάλης Ελλάδας, των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, όπως σχεδιάστηκε να υπαγορευτεί στους ηττημένους στην επικείμενη Συνθήκη. Το ανώτατο συμβούλιο των συμμάχων, που είχε προεγκρίνει την επέκταση της ζώνης κατοχής των δυτικών παραλίων από τα 50 χλμ στα 100 χλμ, επέτρεψε και την περαιτέρω ενίσχυση της στρατιωτικής αποστολής, η οποία στη Σμύρνη ανερχόταν πλέον στις 90.000 μάχιμους   Οι προωθήσεις της στρατιωτικής αποστολής και στα δύο μέτωπα (Θράκη – Μικρασία) άρχιζαν όμως να συναντούν πιο οργανωμένες και ισχυρότερες αντιδράσεις, όπως το αυτονομιστικό κίνημα του Τζαφέρ Ταγιάρ στην ανατολική Θράκη και η προσωρινή κατάληψη της Νικομήδειας από τον τουρκικό στρατό. Οι ελληνικές δυνάμεις, υπό τον σμυρναίο Λ Παρασκευόπουλο, επικράτησαν και στις δύο περιπτώσεις, οι σύμμαχοι όμως απείχαν από τις επιχειρήσεις με το αιτιολογικό ότι οι δυνάμεις τους ήταν περιορισμένες και οι στρατιώτες τους κουρασμένοι και αδιάφοροι. Παρ’ όλ’ αυτά οι Έλληνες συνέχισαν: Τον Ιούνιο του 1920 αποβιβάστηκαν στην νότια ακτή της Προποντίδας και κατέλαβαν την Προύσα. Εναπόκειτο στους προωθούμενους Έλληνες να προλειάνουν το έδαφος για την ουσιαστική επιβολή των όρων της Συνθήκης, που τελικά υπογράφτηκε στα τέλη του ίδιου μήνα (Ιούλιος 1920) στο προάστιο των Σεβρών. Λίγες εβδομάδες πριν την υπογραφή, η ελληνική διοίκηση, εκτιμώντας ως οριστική την αυτόκλητη εκπολιτιστική της αποστολή, προχώρησε στην ίδρυση του Ιωνικού Πανεπιστημίου στη Σμύρνη, άρχισε μάλιστα και αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή της Εφέσου. Η υπογραφή της πολυθρύλητης Συνθήκης των Σεβρών, κάτω από συνθήκες ψυχικού εξαναγκασμού των εκπροσώπων του Σουλτάνου, σήμανε το οριστικό τέλος και τον πλήρη διαμελισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφού αποσπούσε από αυτήν και εδάφη, που κατοικούνταν από πλειοψηφικά συμπαγείς πληθυσμούς, με τούρκικη, όπως επικράτησε από τότε να λέγεται, συνείδηση. Έτσι εκτός του συνόλου των αραβικών επαρχιών, αποσπόνταν οι περιοχές του Πόντου και της Αρμενίας. Επίσης το Κουρδιστάν, η Κύπρος που προσαρτούνταν στη Βρετανία, η Κιλικία, η Αττάλεια, τα Δωδεκάνησα, η Σμύρνη υπό την επικυριαρχία όμως του Σουλτάνου, η περιοχή των Στενών και της Κωνσταντινούπολης υπό τον έλεγχο των Συμμάχων, η Ανατολική Θράκη και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος. Για την ελληνική πλευρά, σε συμβατικό επίπεδο πάντα, σήμαινε την εκπλήρωση των επεκτατικών προσδοκιών των αρχουσών τάξεων της κοινωνίας και πανηγυρίστηκε ανάλογα. Ενθουσιώδης υπήρξε αρχικά και η υποδοχή της από το λαό, αν και η μέχρι τότε εμπειρία του από τη διεύρυνση της επικράτειας δεν επέτρεπε αισιοδοξία για βελτίωση και της δικής του θέσης. (Παρά τον σχεδόν διπλασιασμό της χώρας, όπως είδαμε παραπάνω, οι ακτήμονες δεν είχαν αποκατασταθεί, τα πάνω από οκτώ χιλ τσιφλίκια των Νέων Χωρών παρέμεναν αδιανέμητα, αντιθέτως βαριά παρέμενε η φορολογία και οι πολίτες βρισκόντουσαν σε μόνιμο πολεμικό συναγερμό από το 1912). Ακόμη και η έως τότε αντιτιθέμενη στη Μικρασιατική Εκστρατεία αντιπολίτευση αντέδρασε θετικά, αν και συγκρατημένα. Θλιμμένοι έως θανάτου οι Τούρκοι υποδέχτηκαν την αγγελία της συνθήκης και έστρεψαν τα βλέμματά τους, στην πραγματική λαϊκή εξουσία, στο κίνημα της εθνικής αντίστασης και στον αρχηγό της, Mustafa Kemal, του οποίου η μορφή άρχιζε να παίρνει θρυλικές διαστάσεις. Διαστάσεις που ξεπερνούσαν τα όρια της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας: Για τους μπολσεβίκους ήταν ο επαναστάτης, που αντιστέκονταν στην ιμπεριαλιστική εισβολή. Για τους εθνικιστές ήταν ο υπερασπιστής της πατρίδας. Οι μουσουλμάνοι έβλεπαν σ’ αυτόν τον προστάτη των ιερών παραδόσεων απέναντι στην επιθετικότητα των χριστιανών : ‘ Ο αγώνας δεν είναι μόνο για την Τουρκία. Είναι για την Ανατολή’ έλεγε και ενέπνεε, ειδικά όσους διαβιούσαν κάτω από αποικιοκρατικά καθεστώτα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα κεφάλαια για την ίδρυση της πρώτης τουρκικής τράπεζας (Türkiye İş Bankası) προήλθαν από εισφορές Ινδών (Khilafet Committee Bombay). Η επιφανειακή, όπως προαναφέραμε, πολιτική ηρεμία θρυμματίστηκε με την απόπειρα κατά της ζωής του Ε Βενιζέλου στο Παρίσι, από δύο απότακτους αντιβενιζελικούς αξιωματικούς, ενώ ο πρωθυπουργός ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ελλάδα. Τα πάθη είχαν εξαφτεί και θύμα των βενιζελικών έπεσε ο Ίων Δραγούμης, επιφανές στέλεχος της αντιπολίτευσης, ο οποίος ‘εκτελέστηκε’. Τα ελληνικά πολιτικά ήθη, προϊόντα μιας άθλιας παράδοσης και μιας μισαλλόδοξης αγωγής, που προήγαγαν (και προάγουν) κυρίως την υποκρισία και τη βαρβαρότητα, επέτειναν (όπως και επιτείνουν) τα δυσμενή σχόλια κατά της χώρας, τα οποία όμως προσέκρουαν, (όπως προσκρούουν) στους πολιτισμικά αδιαπέραστους πρωταγωνιστές της εγχώριας πολιτικής σκηνής. Με την επιστροφή του, ο Ε Βενιζέλος, που είχε τραυματιστεί ελαφρώς, κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο για την κύρωση της συνθήκης, υποστηρίζοντας ότι αυτή πρέπει να γίνει από τη βουλή, που θα προκύψει από τις εκλογές, οι οποίες προκηρύχτηκαν για τα τέλη Οκτωβρίου. Πριν τη διάλυση της βουλής με πρόταση του προέδρου της Θ Σοφούλη (Αύγουστος 1920)m ο Ε Βενιζέλος κηρύχτηκε ‘άξιος της Ελλάδος, ευεργέτης και σωτήρας της Πατρίδος’ Οι εκλογές, που τελικά διενεργήθηκαν δύο εβδομάδες αργότερα, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του βασιλιά Αλέξανδρου, κάτω από το φως των διπλωματικών επιτυχιών και τη σκιά δολοφονικών ενεργειών, πήραν και πολιτειακό χαρακτήρα. Οι Φιλελεύθεροι (βενιζελικοί) ταυτίστηκαν με τους αντιβασιλικούς και η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις, υπό τους Γούναρη, Στράτο, Ράλλη, με τους βασιλόφρονες. Οι αντιπολιτευόμενοι, που ήταν εξ αρχής αντίθετοι με τη Μικρασιατική Εκστρατεία, υποσχόμενοι τερματισμό του πολέμου νίκησαν, για να δηλώσουν αμέσως μετά την επικράτησή τους ότι θα συνέχιζαν τον πόλεμο και την ίδια εξωτερική πολιτική. Κάλεσαν μάλιστα και νέες κλάσεις εφέδρων και ψήφισαν νέο δάνειο 625 εκ δρχ για τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Στις εν λόγω εκλογές πήρε μέρος και το Κ Κ Ε, μετάλλαξη του Σοσιαλεργατικού Κόμματος Ελλάδος από τον Απρίλη του 1920, που είχε προσχωρήσει στην Τρίτη Διεθνή της Μόσχας από τον Αύγουστο του ίδιου έτους, παίρνοντας περί τις 100 χιλ ψήφους, σύμφωνα με τον τότε Γραμματέα του Ν Δημητράτο.( Νεώτερες εκτιμήσεις, όπως του Η Νικολακόπουλου, περιορίζουν το μέγεθος στις 45 χιλ ψήφους). Οι νικητές της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης έθεσαν θέμα επιστροφής του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου και διενήργησαν δημοψήφισμα, τον Ιανουάριο του 1921 σε συνθήκες τρομοκρατίας, πετυχαίνοντας σχεδόν παμψηφία. Την ίδια περίοδο (Νοέμβριος 1920) η επαναστατική λαϊκή εξουσία της Τουρκίας, που δεν είχε αποδεχτεί τη συνθήκη των Σεβρών και αγωνιζόταν για την ανατροπή της, κέρδισε τον πόλεμο κατά της Αρμενίων, οι οποίοι νικήθηκαν στο Ερζερούμ και συνθηκολόγησαν. Τότε έκανε την εμφάνιση της και η σοβιετική διπλωματία, η οποία υπογράφοντας με τους επαναστάτες Τούρκους τη Συνθήκη του Alexandropol (Δεκέμβρης του 1920) διευθετούσε το αρμενικό ζήτημα με διανομή των εδαφών και την ανακήρυξη της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Αρμενίας. Η πράξη αυτή, που αναγνώριζε και επίσημα την επαναστατική τουρκική εξουσία, οδήγησε ή μάλλον εξανάγκασε τους συμμάχους, το Φλεβάρη του 1921, να ζητήσουν από τον M Kemal να στείλει, χώρια από το Σουλτάνο, εκπρόσωπό του στη συνδιάσκεψη που οργάνωναν στο Λονδίνο για την επίλυση του Μικρασιατικού προβλήματος. Κλήθηκε και η ελληνική πλευρά, την οποία εκπροσώπησε ο Ν Καλογερόπουλος, στον οποίο χωρίς περιφράσεις ανακοίνωσαν ότι ζητούσαν νέες έρευνες για την εθνολογική σύνθεση των περιοχών, που η συνθήκη των Σεβρών είχε επιδικάσει στην Ελλάδα και πρότειναν διαιτησία των Μεγάλων Δυνάμεων, την οποία αρχικά αποδέχτηκαν οι Τούρκοι εκπρόσωποι και την απέρριψε, με αγανάκτηση μάλιστα, η ελληνική πλευρά. Ακόμη και η παρέμβαση του Lloyd George, ένθερμου και ίσως μοναδικού υποστηρικτή των ελληνικών διεκδικήσεων, για αποδοχή της πρότασης διαιτησίας, που στην πράξη σήμαινε επαναπροσδιορισμό των όρων της Συνθήκης των Σεβρών, την οποία ούτως ή άλλως δεν είχε επικυρώσει κανένα συμμαχικό Κοινοβούλιο, έπεσαν στο κενό. Σχολιάζει σχετικά ο Σπ. Μαρκεζίνης : ‘Ούτε επί Βενιζέλου, ούτε επί Κωνσταντίνου έγινε ποτέ ψύχραιμη και αντικειμενική εκτίμηση της όλης διεθνούς κατάστασης, ως διεμορφώθη αύτη μετά το 1918. Και ο ένας και ο άλλος συνέχεαν την πολιτικήν του Lloyd George με εκείνη της Αγγλίας και το χειρότερον, τις διαθέσεις εκείνου με τις πραγματικές του δυνατότητες. Αυτό θα είναι το μέγα ατύχημα που ουδέποτε εννόησαν οι Έλληνες’. Ύστερα απ’ αυτήν την εξέλιξη οι εκπρόσωποι της Τουρκίας απέκρουσαν τους όρους, που αφορούσαν την Ανατολική Θράκη, τη Σμύρνη, τα Στενά και επιπλέον τους οικονομικούς και στρατιωτικούς περιορισμούς. Ουσιαστικά απαιτούσαν τις περιοχές της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, στις οποίες είχαν την πληθυσμιακή πλειοψηφία. Οι σύμμαχοι, εν όψει της υπογραφής συμφώνου φιλίας μεταξύ Τουρκίας – Σοβιετικής Ένωσης (Φλεβάρης 1921) και για τον επιπρόσθετο λόγο της επιστροφής του Βασιλιά Κωνσταντίνου, δεν είχαν πλέον λόγους να υποστηρίζουν τις διεκδικήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, για τη εγκυρότητα των οποίων ούτως ή άλλως εξ αρχής αμφέβαλαν. Της κυβέρνησης και όχι του ελληνικού λαού, που με την ψήφο του εκφράστηκε για τον τερματισμό του πολέμου. Έτσι οι Ιταλοί και οι Γάλλοι υπέγραψαν (Μάρτιος 1921) συμφωνίες αποχώρησης από τη νοτιοδυτική και νοτιοανατολική Τουρκία, έναντι ανταλλαγμάτων προς επιχειρήσεις τους, και απεμπλάκησαν αφήνοντας το πολεμικό τους υλικό στον επαναστατικό στρατό και τα λιμάνια ανοιχτά για ανεφοδιασμό. Αν και το διπλωματικό και όχι μόνο κλίμα επιδεινώνονταν ραγδαία, το Μάρτιο το επιτελείο, υπό τον νέο αρχιστράτηγο Α Παπούλα, αποφάσισε να προελάσει ανατολικότερα στη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχειας – Αφιόν Καραχισάρ. Το Μάιο έφτασε στη Σμύρνη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με το επιτελείο του, εκτός του Ι Μεταξά, που συνέχιζε να μη μετέχει, αμφισβητώντας τη σκοπιμότητα και τις δυνατότητες επιτυχίας της επιχείρησης, επισύροντας την οξύτατη κριτική ακόμη και των πολιτικών του φίλων, όπως του Γ Βλάχου της Καθημερινής. Ο ίδιος σημείωνε στο ημερολόγιο του: ‘αρνήθηκα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στο κόμμα τους. Όχι στην πατρίδα’. Οι συστάσεις των συμμάχων για αναστολή των επιχειρήσεων τον Ιούνιο επίσης απορρίφθηκαν, αν και τους προηγούμενους μήνες στις δύο μάχες του İnönü (Ιανουάριος και Μάρτιος ΄21) ο τούρκικος στρατός υπό τον στρατηγό İsmet,  μετέπειτα πρωθυπουργό και πρόεδρο της δημοκρατίας, είχε αποκρούσει αποτελεσματικά τις ελληνικές δυνάμεις. Τον επόμενο μήνα ο ελληνικός στρατός προωθήθηκε έως την Κιουτάχεια, όπου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη και με τη συμμετοχή της πολιτικής ηγεσίας, όπου παρά τους ενδοιασμούς μεταξύ άλλων και του ίδιου πλέον του Αρχιστράτηγου Α Παπούλα, ο οποίος είχε αντιληφθεί το σχέδιο των Τούρκων, αποφασίστηκε η συνέχιση της προέλασης προς το Σαγγάριο. Άπρακτη έφυγε από την εν λόγω σύσκεψη και μια αντιπροσωπεία των Ποντίων, η οποία είχε αιτηθεί στρατιωτική υποστήριξη για τις αντάρτικες ομάδες της, που αριθμούσαν περί τους 7.000 αγωνιστές, με την αιτιολογία, από τον Δ Γούναρη, ότι θα αποψιλώνονταν η δύναμη της Στρατιάς Μικράς Ασίας, η οποία στο μεταξύ είχε φτάσει στο απόγειο της επιχειρησιακής δύναμής της : Αριθμούσε σχεδόν 6.000 Αξιωματικούς, 190.0000 Στρατιώτες, από τους οποίους 60.000 ήταν Έλληνες της Ανατολής, Αρμένιοι και Κιρκάσιοι. Διέθετε επίσης πάνω από 4.000 φορτηγά, περίπου 1.800 αυτοκίνητα και 63.000 μεταφορικά ζώα. Τα διαμειφθέντα στη συγκεκριμένη σύσκεψη περιήλθαν στη γνώση του τούρκικου επιτελείου, όπως μαρτυρεί υπεύθυνα στρατιωτικός της εποχής (Σπυρίδωνος, Πόλεμος και Ελευθερία. Τ Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας). Ωστόσο αν και οι Σύμμαχοι απέρριψαν το αίτημα για αποκλεισμό των λιμανιών του Πόντου, επέτρεψαν τον βομβαρδισμό τους από το ελληνικό πολεμικό ναυτικό: από τον Ιούνιο έως και το Σεπτέμβριο επλήγησαν επανειλημμένα η Τραπεζούντα, η Σινώπη, η Νικομήδεια, η Ριζούντα, η Ινέμπολις, η Σαμψούντα με σκοπό να περιοριστούν οι δυνατότητες ανεφοδιασμού των Τούρκων. (The Greco – Turkish War 1919 – 1922, Συλλογικό έργο, Wikipedia). Όλη αυτή την περίοδο οι Τούρκικες δυνάμεις, όπως είχε προαναγγείλει ο M Kemal σε συνέντευξή του (10 1920, Matin, Β Τζανακάρης, Δακρυσμένη Μικρασία) υποχωρούσαν οργανωμένα και τακτικά, ενισχυόμενες από το σύνολο του αμυνομένου πληθυσμού, παρενοχλώντας τις ελληνικές δυνάμεις με σκοπό να εξακριβώνουν τα κάθε φορά επίπεδα αντοχών του και προσαρμόζοντας ανάλογα τη σταδιακά αυξανόμενη αντίστασή τους : ‘ Η οθωμανική αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να καταβάλει τους Έλληνες και τους Σέρβους, όταν διεκδίκησαν την ανεξαρτησία της πατρίδας τους. Τώρα είναι η σειρά των Τούρκων ν’ ανέβουν στα βουνά και να πολεμήσουν. Για εμάς δεν υπάρχει γραμμή άμυνας. Υπάρχει περιοχή άμυνας κι αυτή είναι η έκταση της Μητέρας Πατρίδας. Δεν θα εγκαταλειφθεί ούτε μια πιθαμή από το έδαφός της, αν δεν ποτιστεί πρώτα με το αίμα των ανθρώπων της.’ Γνωρίζοντας τις δηλώσεις αυτές και απομακρυνόμενη διαρκώς από τις βάσεις της, η Στρατιά Μικράς Ασίας εξέθετε τις γραμμές ανεφοδιασμού της στις πλαγιοκοπήσεις του ιππικού του Στρατηγού Altay και των ατάκτων, που διέβρωναν τα μετόπισθεν σχεδόν ανενόχλητοι. Πέρα από την υποτίμηση του αντιπάλου, τον οποίο θεωρούσαν αδύναμο και ανοργάνωτο, δεν αξιολογήθηκαν από τους ‘κουραμπιέδες’, όπως απαξιωτικά χαρακτήριζαν οι μάχιμοι τους αξιωματικούς και το προσωπικό των γραφείων, ούτε οι δυσχέρειες της προέλασης στα σκληρά και άξενα υψίπεδα της ενδοχώρας. Εξαντλημένη η στρατιά έφτασε στον ποταμό Σαγγάριο. Οι αμυνόμενοι αποσύρθηκαν και οχυρώθηκαν πέρα απ’ αυτόν. Το Σώμα, που διοικούσε ο πρίγκιπας Ανδρέας συνέχισε να καταδιώκει τους αντιπάλους προελαύνοντας στην Αλμυρά Έρημο για να υποστεί συντριπτική ήττα και να υποχωρήσει. Το Ελληνικό Επιτελείο αποφάσισε σύμπτυξη στη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ, μετρώντας όμως πάνω από 25.000 νεκρούς και τραυματίες, σημαντικές απώλειες σε πολεμικό υλικό και την απογοήτευση του προσωπικού. Το γεγονός γιορτάστηκε στην Άγκυρα ως νίκη, που κι αν ακόμη δεν ήταν τέτοια, δεν έπαυε να είναι η αρχή του τέλους. Ενός προαναγγελθέντος, βασανιστικού και ανθρωποβόρου τέλους, που τα φαντάσματά του έμελλε να στοιχειώνουν για χρόνια. Τα προβλήματα όμως της Ελλάδας δεν περιορίζονταν μόνο στην αποτυχία της αλλοπρόσαλλης και τυχοδιωκτικής εκστρατείας στο Σαγγάριο, όπως τη χαρακτήρισε ο στρατηγός Β Δούσμανης, ήδη από το σχεδιασμό της στη σύσκεψη της Κιουτάχειας, όπου είχε πάρει μέρος και ο ίδιος. Συνεχίζοντας τις πολυσήμαντες κινήσεις στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής ο M Kemal υπέγραφε συμφωνίες τόσο με τους ευρωπαίους, όσο και με τη σοβιετική ηγεσία, που επέτειναν τη διπλωματική απομόνωση της Ελλάδας. Τον Οκτώβρη του 1921 υπογράφηκε το γαλλοτουρκικό σύμφωνο (Franklin-Bouillon), που δεν μνημόνευε καθόλου την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, αναγνωρίζοντας de facto την κυβέρνηση της Άγκυρας ως την νόμιμη εξουσία της χώρας. Παράλληλα υπεγράφησαν συμφωνίες συνεργασίας με τις σοβιετικές δημοκρατίες της Γεωργίας, του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας. Τα γεγονότα αυτά θορύβησαν τόσο την ελληνική όσο και την βρετανική κυβέρνηση και προκάλεσαν και την θεωρητική, όπως πάντοτε άλλωστε, αναστάτωση σε προοδευτικούς πολιτικούς κύκλους των Αθηνών (Ομάδα των Κοινωνιολόγων), οι οποίοι πρόσθεσαν τις φωνές της διαμαρτυρίας τους στις ήδη διακηρυγμένες ιδεολογικές αντιρρήσεις των κομμουνιστών. Οι προβληματισμοί τους, που δεν απέφευγαν την παγίδα του σωβινισμού, εκφράστηκαν με τη δημοσίευση, το Φλεβάρη του 1922, του Δημοκρατικού Μανιφέστου, από τον Α Παπαναστασίου και τους συνεργάτες του, οι οποίοι δήλωναν ότι η κατάσταση για τη χώρα εξελίσσονταν δυσάρεστα με ευθύνη των κυβερνήσεων, που είχαν προκύψει μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, οι οποίες χαρίζονταν στην Κίρκη της Αυλής. Οι πρωταγωνιστές της πρωτοβουλίας αυτής δικάστηκαν στο κακουργιοδικείο Λαμίας και καταδικάστηκαν σε τριετή φυλάκιση. Για απαγκίστρωση από την ενδοχώρα και αυτονόμηση της ελληνικής ζώνης κατοχής στη Μικρασία μιλούσε και η ομάδα των βενιζελικών αξιωματικών, που δρούσε στην Κωνσταντινούπολη με το ελληνικό απόσπασμα της διασυμμαχικής κατοχής, γνωστή ως επιτροπή ‘Εθνικής Αμύνης’, ρίχνοντας προκηρύξεις στο μέτωπο με σκοπό να πείσει τον αρχιστράτηγο Α Παπούλα και τους αξιωματικούς για το σκοπό αυτό, ουσιαστικά όμως επιβαρύνοντας περαιτέρω το ήδη πτοημένο ηθικό των στρατιωτών. Ωστόσο και οι δύο προηγούμενες ομάδες, Προοδευτικών και Εθνικής Αμύνης, ήταν προσκολλημένες στο ουτοπικό όραμα του καταστροφικού μεγαλοϊδεατισμού. Οι ενστάσεις τους δεν ήταν παρά μια αφελής και εθνικιστικά χρωματισμένη κριτική της ακολουθούμενης τακτικής και όχι του ολέθριου στρατηγικού προσανατολισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγο πριν, στα τέλη του 1921, είχε κάνει την εμφάνισή του το κίνημα των Τουρκορθόδοξων, υπό τον papa Eftim (Ιερέας Ευθύμιος Καραχισαρίδης), που μετά την κατάργηση του θεσμικού πλαισίου των οθωμανικών Millet, ζητούσε και έλαβε διαβεβαιώσεις μειονοτικής αναγνώρισης από την Άγκυρα, καλούσε τους ορθοδόξους να μη μετακινηθούν προς τις περιοχές της ελληνικής ζώνης κατοχής και αντιστρατεύονταν το Πατριαρχείο θεωρώντας το, όπως και η νέα τούρκικη ηγεσία, όργανο της ελληνικής κυβέρνησης. Το κίνημα, αν και ήσσονος σημασίας για την τελική έκβαση, ήταν ενδεικτικό του εκφυλισμού της ιδέας της ‘αποστολής’ για την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών της Μικρασίας στη συνείδηση σημαντικού μέρους των χριστιανών της Ανατολής. Ενώ η ελληνική στρατιά παρέμενε εγκλωβισμένη στη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχειας – Αφιόν Καραχισάρ, κατέχοντας περίπου 100.000 τετραγωνικά χλμ, δηλαδή μια έκταση σχεδόν όση η Ελλάδα, και ούτε να προελάσει τολμούσε, ούτε να υποχωρήσει αποφάσιζε, η πολιτική ηγεσία της χώρας είχε την ευκαιρία να προκαλέσει ρήγματα στη διπλωματική ασπίδα της Τουρκίας : Απεσταλμένος της σοβιετικής ένωσης, πληρεξούσιος των Ζηνιόβεφ, Τρότσκι, Τσιτσέριν, έφτασε μυστικά, με σουηδικό διαβατήριο, στην Αθήνα τον Απρίλη του 1922, συναντήθηκε με τον τότε γραμματέα του Κ Κ Ε , Ι Κορδάτο και τον ενημέρωσε για τις προθέσεις της σοβιετικής ηγεσίας να παρέμβει στην Άγκυρα για την παραμονή της ελληνικής μειονότητας στη Μικρά Ασία, όχι από αισθηματισμό, άλλα με σκοπό να χρησιμοποιηθεί αυτή ως τροχοπέδη σε έναν ενδεχόμενο δυτικό προσανατολισμό της Τουρκίας. Η κυβέρνηση Δ Γούναρη, και συγκεκριμένα ο υπουργός Α Καρτάλης, αντιμετώπισε προσβλητικά και απέπεμψε τον Ι Κορδάτο, αρνούμενος οποιαδήποτε επαφή με τον απεσταλμένο. Λίγες ημέρες πριν όμως, στα τέλη Μαρτίου, δεχόταν την πρόταση των Συμμάχων, με πολύ πιο δυσμενείς όρους αυτή τη φορά σε σχέση με την προηγούμενη πρόταση του 1921. Ουσιαστικά τώρα προτείνονταν η ανατροπή των όρων της συνθήκης των Σεβρών και η εκκένωση της Μικρασίας από τον ελληνικό στρατό, χωρίς υποσχέσεις ασφαλούς προστασίας του ελληνικού πληθυσμού. Ωστόσο οι όροι είχαν πλέον αντιστραφεί. Η τούρκικη ηγεσία γνωρίζοντας ότι μπορεί να επιβάλει τους όρους της δυναμικά απέστεργε. Μια τελευταία απόπειρα διατήρησης των κεκτημένων της απρόκλητης εισβολής, με την αυτονόμηση της περιοχής Σμύρνης, ήταν η παράφρων απόπειρα στρατιωτικής κατάληψης της Κωνσταντινούπολης, ώστε να πειθαναγκαστούν οι Τούρκοι να προσέλθουν στις διαπραγματεύσεις. Ο αντικαταστάτης μάλιστα του Α Παπούλα, αρχιστράτηγος Γ Χατζανέστης είχε αποσπάσει για το σκοπό αυτό στα μέσα Ιουλίου τρία συντάγματα και δύο τάγματα της στρατιάς και είχε μεταβεί και ο ίδιος στη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης. Την εισβολή απέτρεψε η αποφασιστική άρνηση του αρχιστρατήγου των συμμαχικών δυνάμεων, Άγγλου Χάρινγκτον, ο οποίος απείλησε ότι θα απέκρουε με στρατιωτική βία ενδεχόμενη επέμβαση στην πρώην πρωτεύουσα. Με την απόλυτη και αποκλειστική ευθύνη της πολιτικής, θρησκευτικής, οικονομικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας η Μεγάλη Καταστροφή μπορούσε ν’ αρχίσει. Πριν τη δούμε οφείλουμε μια σύντομη αναφορά στη διαρκώς προβληματική οικονομική κατάσταση της χώρας, ενδεικτικής της ιδιοτελούς και υστερόβουλης συμπεριφοράς, της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών των κυρίαρχων τάξεων της κοινωνίας μας, για τα οποία το δημόσιο συμφέρον και οι εθνικές ανάγκες αποτελούν διαχρονικά τα αποδοτικότερα επιχειρηματικά πεδία και τα ασφαλέστερα προσωπικά καταφύγια. Εν μέσω αλλεπάλληλων αποκαλύψεων σκανδάλων και καταχρήσεων, λύση στην αδυναμία δανειοδότησης από το εξωτερικό βρήκε η κυβέρνηση Δ Γούναρη με την απλοϊκή και ληστρική επινόηση, του υπουργού της των οικονομικών Π Πρωτοπαπαδάκη, της διχοτόμησης του νομίσματος, το οποίο διατήρησε τη μισή του αξία, ενώ το υπόλοιπο μισό μετατράπηκε σε αναγκαστικό δάνειο. Η αποκάλυψη και δημοσίευση των προθέσεων της Κυβέρνησης στο Ελεύθερον Βήμα, είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο δικαστήριο και να καταδικαστεί σε τρίμηνη φυλάκιση, χωρίς αναστολή μάλιστα, ο Δ Λαμπράκης. Στις φυλακές οδηγήθηκε και ο διευθυντής του Ριζοσπάστη Ι Πετσόπουλος με τρεις ακόμη αρθρογράφους, μεταξύ αυτών και ο Ι Κορδάτος, κατηγορούμενοι για εσχάτη προδοσία, με το αιτιολογικό ότι τούρκικα αεροπλάνα είχαν ρίξει στο μέτωπο φύλλα με αντιπολεμικά άρθρα. Κατά καιρούς είχαν ριχτεί και φύλλα άλλων εφημερίδων, όπως της Καθημερινής του Γ Βλάχου, χωρίς να ενοχληθεί κανείς. Την ίδια περίοδο, σύμφωνα με το Ημερολόγιο του Ι Μεταξά, φιλοκυβερνητικές εφημερίδες είχαν χρηματοδοτηθεί αδρά, με 100 χιλ δρχ η κάθε μία, σε μια περίοδο που το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν 2.293,39 δρχ, για να παρουσιάσουν θετικά την απόφαση του αναγκαστικού δανείου. Παρά τις πιστώσεις που είχαν χορηγηθεί στην Ελλάδα επί Ε Βενιζέλου και το δάνειο που είχε ψηφίσει η Κυβέρνηση Δ Γούναρη ακόμη και η επιμελητεία του στρατεύματος ήταν αξιοθρήνητη. Το προσωπικό σχεδόν υποσιτίζονταν και ο Α Παπούλας, πριν την αντικατάστασή του, ενημέρωνε εμπιστευτικά την κυβέρνηση ότι τα χρέη της στρατιάς περνούσαν τα 120 εκατομμύρια δραχμές, δηλαδή το 1% του Α Ε Π εκείνης της χρονιάς (12.000 εκ δρχ) με τους αξιωματικούς απλήρωτους επί μήνες (Τ Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας). Την περίοδο αυτή, που ο Αρχιστράτηγος Γ Χατζανέστης στην δεκαπενθήμερη επίσκεψή του στο μέτωπο διαπίστωνε την επιχειρησιακή ετοιμότητα και το ακμαίο ηθικό του στρατεύματος, με το ελληνικό επιτελείο να θεωρεί ότι ο τούρκικος στρατός δεν ήταν σε θέση να επιτεθεί, οι δυνάμεις των κεμαλικών με νυχτερινές κινήσεις ακροβολίζονταν προετοιμαζόμενες. Ακόμη και η μεταφορά του βαρέος πυροβολικού γινόταν με την κάλυψη του σκότους μέσα από δύσβατα ορεινά περάσματα, ενώ οι πληροφορίες από αυτομόλους και αιχμαλώτους ήταν τις περισσότερες φορές ασαφείς και παραπλανητικές. Τα αναγνωριστικά αεροπλάνα είχαν σημειώσει κάποιες κινήσεις, περιορισμένης όμως κλίμακας. Η τεράστια συγκέντρωση και μετακίνηση των δυνάμεων του αντιπάλου, έγινε αόριστα γνωστή τις τελευταίες ημέρες πριν την εκδήλωση της μεγάλης επίθεσης (Büyük Taarruz), η οποία ξέσπασε με κάποιες παραπλανητικές κινήσεις τη νύχτα της 12ης προς 13η Αυγούστου 1922. Ο ίδιος ο M Kemal με τους στρατηγούς Fevzi Γενικό Επιτελάρχη, İsmet Διοικητή Μετώπου και Nurettin Διοικητή Στρατιάς, είχε εγκατασταθεί στο Κοçα Tepe, στο παρατηρητήριο της 1ης Στρατιάς, για να παρακολουθεί και να συντονίζει προσωπικά τις επιχειρήσεις των 21 μεραρχιών πεζικού και 5 μεραρχιών ιππικού, συνολικού αριθμού 120.000 ανδρών, που είχε αντιπαρατάξει. Την ελληνική στρατιά διοικούσε ο αρχηγός της Γ Χατζανέστης από απόσταση 600 χλμ, από την έδρα του στη Σμύρνη. Έτσι όταν ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων επέπεσε στα δύο σώματα (α΄ και β΄), που έδρευαν στο Αφιόν Καραχισάρ, ο Διοικητής του Μετώπου Στρατηγός Ν Τρικούπης, έπρεπε να απευθύνεται στη Σμύρνη, απ’ όπου θα διατάσσονταν το β΄ σώμα, που ήταν στην περιοχή, να τον ενισχύσει. Ο Αρχιστράτηγος αισιοδοξούσε με την ιδέα της αντεπίθεσης του β΄ σώματος προς Çay, αν και ο Nurettin είχε υπερφαλαγγίσει το Ελληνικό Μέτωπο από τη δεύτερη κιόλας ημέρα. Στις 18 Αυγούστου έφταναν στη Σμύρνη οι υπουργοί Θεοτόκης και Στράτος για να πληροφορηθούν ότι ο αιφνιδιασμός προκάλεσε τη συμφορά του ελληνικού στρατού και ο αρχηγός της στρατιάς δεν είχε αποφασίσει την αποστολή ούτε ενίσχυσης. Μέσα σε λίγες ημέρες το μέτωπο διαλύθηκε και ο κύριος όγκος του ηττημένου ελληνικού στρατού τράπηκε σε άτακτη φυγή με κατεύθυνση κυρίως τη Σμύρνη και την Προποντίδα. Ενδεικτική της χαώδους κατάστασης και του πανικού ήταν η ανάθεση της διοίκησης της υποχωρούσας στρατιάς στον στρατηγό Ν Τρικούπη, στις 22 Αυγούστου, ο οποίος ήδη στις 20 Αυγούστου είχε αιχμαλωτισθεί μαζί με το συγκρότημά του, που περιελάμβανε δύο στρατηγούς, έναν μέραρχο, 190 αξιωματικούς και 4.500 στρατιώτες. Η υποχώρηση του στρατού, σύμφωνα με μαρτυρίες και ελλήνων, συνοδεύτηκε από εκτεταμένα κρούσματα λεηλασιών και καταστροφών, σε σημείο που διεθνείς παρατηρητές να γράφουν για οργανωμένο σχέδιο καμένης γης. Σύμφωνα με τον αμερικανό πρόξενο James Park, που περιηγήθηκε την περιοχή, πόλεις όπως η Μαγνησία και ο Κασσαμπάς (Turgutlu) αφανίστηκαν κατά 90%. Η Φιλαδέλφεια (Alasehir) και το Salihli πυρπολήθηκαν κατά 70% . Μονό στον Κασσαμπά (Turgutlu) από τις 37.000 Τούρκων κατοίκων είχαν επιζήσει 6.000. Στη Φιλαδέλφεια οι ανθρώπινες απώλειες εκτιμήθηκαν στις 3.000 άτομα. Παρόμοιο είναι και το περιεχόμενο της αναφοράς του ιταλού προξένου Miazzi, το οποίο επιβεβαιώνεται και από τον γάλλο πρόξενο Kocher. Οι αναφορές είναι πολλές και καταθλιπτικές, επιβεβαιώνοντας τους φόβους του Ε Βενιζέλου, που προαναφέραμε. Ο ίδιος ο πρίγκιπας Ανδρέας, διοικητής σώματος, που του είχε αποδοθεί το προσωνύμιο ‘καψοκαλύβας, επειδή πυρπολούσε στην προέλαση και ακόμη περισσότερο στην υποχώρηση τούρκικα χωριά, διέφυγε στο εξωτερικό για να αποφύγει τη σύλληψη και την προσαγωγή σε δίκη από την επαναστατική επιτροπή. Πριν την τελική σύγκρουση και τη συντριβή σε μια ‘προνοητική’, επειδή η ανοησία είναι ο μανδύας της πανουργίας, απόφασή της, στις 16 Ιουλίου η βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών φρόντισε να κλείσει την πόρτα στους μικρασιάτες έλληνες με το γνωστό νόμο των διαβατηρίων: ‘απαγορεύεται η εν Ελλάδι απόβασις αλλοδαπών εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφοδιασμένοι δια τακτικών διαβατηρίων, νομίμως τεθεωρημένων ή δια εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων’ και επιπλέον ‘πας πλοιοκτήτης, πράκτωρ ή πλοίαρχος … όστις ήθελεν αναλάβει, όπως διευκολύνει ή δεχθεί την εις Ελλάδα μεταφοράν … τιμωρείται δια φυλακίσεως και χρηματικής ποινής’. Ο προαναφερθείς ύποπτος τέλεσης εγκλημάτων πολέμου πρίγκιπας Ανδρέας υπερθεμάτιζε μάλιστα σε επιστολή του: ‘θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ δια να τους πετσοκόψει αυτούς τους αχρείους’ (Ι Μεταξά, Ημερολόγιο, Παράρτημα ΄21-΄22, σ 757-760). Λίγες ημέρες πριν την είσοδο των δυνάμεων του στρατηγού Nurettin στην εγκαταλελειμμένη Σμύρνη και ενώ στην πόλη συνέρεαν ήδη τα πλήθη των τρομοκρατημένων προσφύγων, τα θωρηκτά Λήμνος και Κιλκίς και τα τρία αντιτορπιλικά που τα συνόδευαν σήκωναν τις άγκυρές τους, υπό τους ήχους του εθνικού ύμνου της Ελλάδας, που σύμφωνα με τους διεθνείς κανονισμούς παιάνιζαν αγήματα των πολεμικών πλοίων των συμμάχων, τα οποία είχαν ήδη καταπλεύσει για να προστατέψουν τα προξενεία τους, τα σχολεία τους, τα νοσοκομεία και τα συμφέροντα των επιχειρήσεων των χωρών τους. Πανικόβλητη από την ταχύτητα των δυσμενών εξελίξεων ήταν η βασιλική αυλή και η κυβέρνησή της των Γούναρη – Στράτου, η οποία αναζητώντας εξιλαστήρια θύματα, με μια εντελώς αλήτικη ενέργεια του στρατιωτικού διοικητή Αθηνών Κωνσταντινόπουλου, θαμώνα των γραφείων της Καθημερινής, αποπειράθηκε να ‘εκτελέσει’ στις 10 Σεπτεμβρίου την έγκλειστη ηγεσία του Κομουνιστικού Κόμματος. 'Θα σκηνοθετούσαν εξέγερση του λαού, ο οποίος εξαγριωμένος για την προδοσία των κομμουνιστών θα τους λιντσάριζε'. Το σχέδιο των παρακρατικών μπράβων απέτυχε λόγω της άρνησης του επικεφαλής της φρουράς των φυλακών Κ Βαλίδη να παραδώσει τους φυλακισμένους χωρίς έγγραφη διαταγή (Ι Κορδάτος, Ιστορία, 13 τ, 578 σ). Πιο ψύχραιμος και ευφυέστερος ο Ι Μεταξάς, επισκέφτηκε τους έγκλειστους κομμουνιστές τρεις μέρες αργότερα με σκοπό να τους προσεταιριστεί, προσφέροντάς τους δύο υπουργεία, στην κυβέρνηση, που του είχε αναθέσει να σχηματίσει ο βασιλιάς. Ο γραμματέας του κόμματος Ι Κορδάτος αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι η κίνηση γινόταν με απώτερο σκοπό τη διάσωση της δυναστείας. Η εκτίμηση του Ι Κορδάτου επαληθεύτηκε από τα γεγονότα, καθώς ακόμη και το τελεσίγραφο της βενιζελικής επαναστατικής επιτροπής ( Σ Γονατάς, Ν Πλαστήρας, Α Χατζηκυριάκος), που είχε συσταθεί εκείνες τις ημέρες (11-12 Σεπτεμβρίου) στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και ρίχτηκε με αεροπλάνο στην Αθήνα, στο πρώτο άρθρο του υπαγόρευε την ‘παραίτησιν του βασιλέως, χάριν της πατρίδος και υπέρ του διαδόχου’. Τα τμήματα του ελληνικού στρατού μετά την ήττα και την άτακτη υποχώρηση, όπως προαναφέραμε, συγκεντρώθηκαν κυρίως στη χερσόνησο της Ερυθραίας κι απ’ εκεί υπό την προστασία των πυροβόλων των πολεμικών πλοίων, που παρέπλεαν συνεχώς τις Μικρασιατικές ακτές διαπεραιώθηκαν, στον κύριο όγκο τους, στη Χίο και τη Λέσβο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μόνος που κατόρθωσε να μεθοδεύσει συγκροτημένα την υποχώρηση των τμημάτων του ήταν ο συνταγματάρχης Ν Πλαστήρας. Με γυρισμένη την πλάτη στο δράμα των ελληνικών πληθυσμών, που εκτυλίσσονταν στις μικρασιατικές ακτές, στη δημιουργία του οποίου η ηγεσία του στρατεύματος και σημαντικό μέρος του προσωπικού του είχε ικανά συντελέσει, στραμμένο το βλέμμα προς την Αθήνα, στην ασφάλεια των νησιών, η ανώτερη ηγεσία του 'αφυπνισμένη' από τον άνευ προηγουμένου σε μέγεθος διασυρμό, οργανώνονταν με σκοπό την αναζήτηση των δικών της εξιλαστηρίων θυμάτων, ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενος εμφύλιος και ζητούσε να ενισχυθεί το θρακικό μέτωπο. Οι βασικές παράμετροι, οι πυλώνες του συστήματος και η ιθύνουσα ιδεολογία του θα παρέμεναν, ως είχαν. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, ο τούρκικος στρατός υπό τον Nurettin εισέρχονταν στη Σμύρνη συνοδευόμενος από πλήθη ατάκτων, που στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν άνθρωποι της υπαίθρου, οι οποίοι είχαν πάρει τα όπλα εναντίον των εισβολέων. Όλοι αυτοί, στρατευμένοι και άτακτοι, στη μακριά πορεία τους προς την ανοχύρωτη πόλη υπήρξαν αυτόπτες των καταστροφών, λεηλασιών και φόνων, που είχαν διαπραχτεί σε βάρος άοπλων αμάχων συμπατριωτών ή και συντοπιτών τους. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και σμυρνιοί μουσουλμάνοι, που τα τρία τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τον άγγλο συγγραφέα A Toynbee, είχαν ζήσει σε καθεστώς τρόμου. Η πρώτη επίσημη διαταγή του Τούρκου διοικητή καλούσε: ‘τους Έλληνες και Αρμένιους των απελευθερωθέντων εδαφών από του 18ου έως το 45ου έτους και όσους Έλληνες και Αρμένιους είχαν μεταφερθεί εκεί από τον ελληνικό στρατό και εγκαταλειφθεί, να παραδοθούν πάραυτα, επειδή έλαβον επισήμως τα όπλα εναντίον της πατρίδος και τελευταίως ακόμη επυρπόλησαν πόλεις και χωριά και διέπραξαν ανηκούστους ωμότητας εναντίον του ειρηνικού πληθυσμού. Θα κρατηθούν ως αιχμάλωτοι μέχρι περατώσεως των εχθροπραξιών και δια να μην ενισχύσουν τον εχθρικόν στρατόν, εάν αφεθούν ελεύθεροι’ Καλούσε ακόμη όλους τους υπόλοιπους, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, να επιστρέψουν στις ειρηνικές εργασίες τους. Σε ανταπόδοση του ‘Ζήτω ο Βενιζέλος’, που αναγκάζονταν να ζητωκραυγάζουν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι τρία χρόνια πρίν στη Σμύρνη, οι 'Ελληνες αιχμάλωτοι έπρεπε να φωνάξουν ‘Yaşasin Mustafa Kemal’ ( Ζήτω ο Μουσταφά Κεμάλ). Καμία πειθαρχία, συγνώμη ή επίκληση ανωτέρων δυνάμεων δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη μανιασμένη δύναμη της οργής, που σωρεύονταν από τα γεγονότα των τελευταίων τριών ετών. Στο τέλος της καταστροφής και μετά την πυρκαγιά, που είχε ξεκινήσει από την αρμενική συνοικία και την αφάνισε, όπως και την ελληνική, τα θύματα στη Σμύρνη, σύμφωνα με διάφορες πηγές, πρέπει να έφτασαν ή και να ξεπέρασαν τις 30.000 χριστιανών (R Clogg, Συνοπτική Ιστορία της Ελλλάδας, Σελ 103) Όσον αφορά τις ευθύνες για την πυρκαγιά, αυτές αποδόθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, στην τούρκικη πλευρά, η οποία όμως αντιτείνει ορισμένα εύλογα επιχειρήματα: δεν είχε λόγο να καταστρέψει μια πόλη δικής της, από τις σπουδαιότερες, που είχε μάλιστα ανακαταληφθεί αμαχητί. Επικαλείται την απαλλακτική για την τουρκική πλευρά επίσημη αναφορά, του σερβικής καταγωγής αυστριακού διοικητή της πυροσβεστικής υπηρεσίας Σμύρνης P Grescowich. Επικαλούνται ακόμη την ανταπόκριση του αυτόπτη Α MacLachlan για τους Times, που δημοσιεύθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου ΄22, σύμφωνα με την οποία Αρμένιοι τρομοκράτες φορώντας τούρκικες στρατιωτικές στολές προκάλεσαν τον εμπρησμό, με σκοπό να προκαλέσουν την επέμβαση των δυτικών δυνάμεων. Οι αμφισβητήσεις συνεχίζονται, όπως με τα λεγόμενα Bristol Papers, που έθεσε στη διάθεση του αμερικανικού κογκρέσου ο ναύαρχος M L Bristol. Κάπου εδώ σταματάω το χρονικό της αναίτιας και απρόκλητης καταστροφής του ελληνισμού της Μικρασίας. Αντί επιλόγου παραθέτω ένα απόσπασμα του δριμύτατου κατηγορώ του στρατηγού Νουρεντίν προς το Χρυσόστομο Σμύρνης, που σε τραγική αντίθεση με την υπόλοιπη ελληνική ηγεσία, έμεινε στη θέση του και πλήρωσε με τη ζωή του τις απόψεις και τη δράση του:                                       

‘Έγινες υπαίτιος να σκοτωθούν τριακόσιες χιλιάδες ελληνόπουλα. Τα παραπλανήσατε αυτά τα παιδιά εσύ και ο πρωθυπουργός τους. Τριακόσιες χιλιάδες έλληνες στρατιώτες έδωσαν τη ζωή τους για να εξασφαλίσουν πετρέλαιο στο βρετανικό πολεμικό ναυτικό. Ντροπή σου! Με τις σκευωρίες σου και την ανοχή σου, για προσωπικούς λόγους, έγινες επίσης υπαίτιος να σκοτωθούν μισό εκατομμύριο τουρκόπουλα. Παιδιά που έχασαν τη ζωή τους πριν τη ζήσουν! Γιατί; Επειδή εσύ και μερικοί άλλοι ξιπασμένοι και γελοίοι ψηλομύτηδες αποφασίσατε να ιδρύσετε μια νέα αυτοκρατορία! Για ποιους; Για τους έλληνες εμπόρους, για τους μεγάλους λεφτάδες, βρετανούς, αμερικανούς, εβραίους, για τους κερδοσκόπους. Για όλους αυτούς πήρες στο λαιμό σου τα παιδιά σας και τα παιδιά μας’ (Ηλίας Καζάν, Πέρα απ’ το Αιγαίο)

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(4 ψήφοι)
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Ιστορία Islamic State of Iraq and Syria »
Copyright Κυριάκος Παράσογλου - CrashNews.gr © 2020. Design by Kostas Tsampalis