Εκτύπωση αυτής της σελίδας

αριστερά & νεοφιλελευθερισμός

Παρασκευή, 28 Ιουνίου 2019 20:44
Διαβάστηκε 3918 φορές
αριστερά & νεοφιλελευθερισμός Black in Deep Red. Mark Rothko. 1957

Χαλεπόν ἐσθλόν ἔμμεναι1.

Στο κείμενο που ακολουθεί εξιστορείται η καθοριστική συμβολή της ελληνικής αριστεράς στην πρωταρχική επιβολή της εγχώριας εκδοχής του νεοφιλελευθερισμού στην ελληνική κοινωνία. Το πραγματικό ύφος της, δηλαδή το περιεχόμενο της πολιτικής της, όπως αυτό αποτυπώθηκε στις θεμελιώδεις αποφάσεις της στα χρόνια της διακυβέρνησής της, δείχνει ότι παραμένει πιστή και συνεπής στην τότε επιλογή της. Κι μ’ αυτό δεν εννοείται μόνο η συγκυβέρνηση και η συνέχισή της με την ένταξη των ''υπερ''πατριωτών στελεχών στα ψηφοδέλτια του κυβερνητικού κόμματος.

Το άρθρο είναι μακροσκελές. Επιμένω στις λεπτομέρειες γιατί ο στόχος είναι η κατά το δυνατόν τεκμηριωμένη ενημέρωση και όχι η ύπουλη προπαγάνδα. Με την παράθεση των πηγών εξασφαλίζεται στον αναγνώστη η δυνατότητα, διασταυρώνοντας τα δεδομένα και αξιολογώντας τις αναφορές, να σχηματίσει τη δική του άποψη. Έτσι, αν και παίρνω θέση απέναντι στα γεγονότα, κανένας δεν χρειάζεται να παρασύρεται από τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματά μου.

Η επιμονή μου προκύπτει κι από δύο ακόμη λόγους. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Google οι περισσότεροι επισκέπτες, πιο συγκεκριμένα το 61%, όσων επιλέγουν την ιστοσελίδα είναι από 18 έως 34 ετών. Αν στους προηγούμενους προστεθούν και όσοι είναι μέχρι τα 45, το ποσοστό ανεβαίνει στο 76,5%. Πρόκειται δηλαδή για νέους ή εν πάση περιπτώσει κυρίως για άτομα που, αν και βρίσκονται στο αποκορύφωμα της κοινωνικής τους δράσης, αναζητούν. Αυτό συνάγεται και από τον μέσο χρόνο παραμονής στην ιστοσελίδα, που φτάνει τα 2,31 λεπτά, με 2,56 σελίδες ανά χρήστη. Όσοι έχουν στοιχειώδη γνώση του αντικειμένου αντιλαμβάνονται τι σημαίνουν αυτά. Σύμφωνα με την Google τα 40 δευτερόλεπτα παραμονής είναι ήδη αρκετά για κατάταξη στις πρώτες τέσσερις θέσεις των αποτελεσμάτων. Εκτεταμένα ή και μακροσκελή κείμενα πολιτικού ή ιστορικού ενδιαφέροντος αναζητήθηκαν χιλιάδες φορές (Ι Α Καποδίστριας 4.041, Δεύτερος Γύρος 4.000, Τρομοκρατία 3.134) Κι όλα αυτά χωρίς καμία διαφημιστική υποστήριξη ή άλλη τεχνική υποβοήθηση. Κάποιοι ψάχνουν.

Μερικοί ψάχνουν για να διασκεδάσουν την πλήξη τους. Άλλοι πάλι θέλουν να ανακαλύψουν πως φτάσαμε ως εδώ, για να κατανοήσουν πληρέστερα την εποχή και το πολιτικό περιβάλλον. Έτσι θα μπορέσουν να προσδιορίσουν ακριβέστερα τη θέση τους στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συντεταγμένες και να καθορίσουν την παραπέρα στάση τους. Όταν συμβαίνουν αυτά, είναι η στιγμή που το παρελθόν συναντάει το μέλλον. Είναι δηλαδή η στιγμή που, ποιητικά διατυπωμένα, για τους συγκεκριμένους γεννιέται η ιστορία. Είναι η στιγμή που οι άνθρωποι καταλαβαίνουν. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η ιστορία αποτελεί απαράβατο συνταγολόγιο λήψης πολιτικών αποφάσεων ή εγχειρίδιο χάραξης ατομικών διαδρομών. Η κυκλικότητα των κοινωνικών φαινομένων συμβαίνει με διαφορετικές κάθε φορά αναλογίες και άλλους πρωταγωνιστές. Και μ’ αυτόν τον πομπώδη και εμφατικό τρόπο, για μια σχετικά περιθωριακή ιστοσελίδα, λέω ότι προσπαθώ να είμαι οπωσδήποτε έντιμος απέναντι σ’ εκείνους που ανέφερα. Όπως και απέναντι σ’ ότι αποκαλείται ιστορική αλήθεια, με το περιεχόμενο που δίνει κάθε εποχή στην έννοια. Είπα περιθωριακή με την έννοια της τελικής απήχησης και του επηρεασμού. Περιθωριακή δεν σημαίνει της πλάκας. Ούτως ή άλλως πάντα και πρώτα μ’ ενδιέφερε ποιοι και μετά πόσοι επισκέπτονται τη σελίδα. Δηλαδή δεν αποβλέπω στην εμπορεύσιμη δημοσιότητα. Εκείνο που κατ’ αρχήν εξυπηρετείται εδώ είναι η αριστοτελική άσκηση ότι όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους επιθυμούν την γνώση. (Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει. Αριστοτέλους, Μετά τά Φυσικά Α΄. Αξίζει να σημειωθεί ότι το απαρέμφατο εἰδέναι και το ουσιαστικό ἱστορία προέρχονται από το ρήμα εἴδω, που μεταξύ άλλων σημαίνει βλέπω πνευματικά, διανοητικά. )

Ο άλλος και εξίσου σημαντικός λόγος για την επιμονή μου είναι η δημοσία πολιτική συζήτηση. Στο πεδίο αυτό κυριαρχούν δύο βασικά είδη σχολιαστών.

Την πρώτη κατηγορία αποτελούν οι ευνοούμενοι εκείνων που δημιούργησαν αυτό που ονομάστηκε κρίση και σχεδόν δεν επηρέασε τους εντολείς τους, μερικοί από τους οποίους ωφελήθηκαν κιόλας. Αυτοί προσεγγίζουν τα γεγονότα φολκλορικά. Παρουσιάζουν δηλαδή τις συνέπειες για αιτίες και έτσι, γενικεύοντας σκόπιμα και απλουστευτικά, καταλήγουν να κατακεραυνώνουν το λαό. Για αυτούς οι πολίτες είναι υπεύθυνοι για την κατάστασή τους. Πιο συγκεκριμένα για την κερδισμένη κατάντια τους. Πρόκειται για την κατηγορία των αυλικών της εξουσίας. Ανιαρά υποχείρια και απολογητές μιας αξιοθρήνητης και παραπειστικής παράδοσης με το αζημίωτο.

Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από εκείνους που σχεδίασαν και υλοποίησαν τις πολιτικές τους σταδιοδρομίες πάνω στην ύπουλη κατασυκοφάντηση και επιλεκτική απαξίωση συγκεκριμένων περιόδων της μεταπολιτευτικής εποχής και των πρωταγωνιστών τους. Ιδιαίτερα εκείνων των περιόδων διακυβέρνησης που τους είχαν καταστήσει πολιτικά περιττούς. Συνεπείς, συνεπέστατοι μέχρι κεραίας, συνεχιστές της μεθοδολογίας του τυχοδιωκτισμού του αυτοαποκαλούμενου προοδευτικού χώρου. Ευνοημένοι, αλλά όπως όλα δείχνουν προσωρινοί, επικαρπωτές της συστημικής παθογένειας του βαθέος ελληνικού κατεστημένου. Επιλεγμένοι από εκείνη τη μερίδα της κοινωνίας που απολάμβανε προνόμια, επειδή απλώς ήταν εκεί. Την κρίσιμη μάζα των συνελλήνων που εξαργύρωνε την ευκαιριακά αμειβόμενη προσήλωση στο σύστημα με τη συμφεροντολογική δέσμευσή της σ’ όποιο κόμμα βρισκόταν στα πρόθυρα της εξουσίας.

Τώρα ο καιροσκοπισμός τους επιταχύνει και επαυξάνει την τελική ανταμοιβή τους. Η ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών, στην περίπτωση των συνταξιούχων για να αναφέρω ένα παράδειγμα, έδειξε ότι η συγκεκριμένη κατηγορία αποστράφηκε την κυβερνητική παράταξη. Η μονοδιάστατη διάσωση της περιβόητης προσωπικής διαφοράς απέβη μπούμερανγκ. Η συμπεριφορά των προηγούμενων επαληθεύει τη θέση ότι η κοινωνία αντιδρά ως σώμα. Δηλαδή ως αγέλη που κατατρέχει αυτούς που σπάνε την ομοιομορφία. Με τη μυωπική συμπεριφορά της η κυβερνητική παράταξη, αποσκοπώντας ψηφοθηρικά στην προνομιακή προστασία ενός μέρους της εκλογικής βάσης, φαίνεται να χάνει το όλον. Και για να κλείσω αυτήν την παρέκβαση, πιάνοντας το νήμα της αρχικής αφήγησης, θεωρώ ότι με τον τρόπο αυτό η κυβερνώσα αριστερά διευκολύνει έμμεσα, αλλά καίρια, την επιστροφή του νεοφιλελευθερισμού στην εξουσία. Και μάλιστα της εγχώριας ολιγαρχικής, για να το θέσω κομψά, εκδοχής του.

Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν επιπλέον λόγοι που κατά τη γνώμη μου ματαιώνουν τις προσδοκίες του κυβερνώντος κόμματος να κεφαλαιοποιήσει την έκτακτη ανάδειξή της με τη συγκυριακή στήριξη της μεσαίας τάξης. Η σταθερά χαμηλή συσπείρωση της κυβερνητικής παράταξης είναι ενδεικτική ως προς αυτό. Ποιους και πόσους να συσπειρώσουν; Η ενίσχυση της συσπείρωσής τους θα κινηθεί αντιστρόφως ανάλογα των εκλογικών ποσοστών τους. Θα οφείλεται δηλαδή στη μείωση του αριθμού εκείνων που θα τους ψηφίσουν. Γίνεται επίσης αναφορά στην υπερφίαλη και προσβλητική απαίτησή τους να ηγεμονεύσουν στο χώρο της κεντροαριστεράς.

Και είναι ανερμάτιστη η υπερφίαλη απαίτησή τους, γιατί επιζητούν να στηριχτούν στις πλάτες εκείνων που τιμώρησαν ή επέβαλαν ένα σημαντικό μέρος της ποινής που συνδιαμόρφωσαν μαζί και για λογαριασμό της ελληνικής συντήρησης. Τώρα, προεκλογικά πάντα, προσποιούνται ότι ενδιαφέρονται για την κοινωνική αλληλεγγύη και την προστασία των αδυνάμων.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το καλοκαίρι του 1989, είχαν πλειοδοτήσει εμφατικά στην ανάσχεση της κοινωνικής προόδου, όπως καταγράφονταν την εποχή εκείνη. Παράλληλα προλείαναν το έδαφος για την υπαγωγή της χώρας στο έλεος των διεθνών πιστωτών. Ο λαός τους είχε χαρακτηρίσει δίκαια, τόσο αυτούς όσο και τους ορθόδοξους αποκαλούμενους συντρόφους τους, ως νεκροθάφτες του λαϊκού κινήματος. Στις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993 οι πολίτες θα τους απέβαλαν και από τη Βουλή. Ούτε και οι ορθόδοξοι αποκαλούμενοι σύντροφοί τους, παρά τον εκφρασμένο σκοπό και πόθο τους να λεηλατήσουν εκλογικά από κοινού με τους αναθεωρητές συγγενείς τους το χώρο της κεντροαριστεράς, θα συνέρχονταν από το άγος της σύμπραξης. Ο Μίμης Ανδρουλάκης3 διατυμπάνιζε στεντόρεια τη χαιρέκακη αδημονία τους να γίνουν βεζίρηδες στη θέση του βεζίρη.

Μετά τη διάσπασή τους το Σεπτέμβρη του 1989 και με επικείμενη τότε την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, θα περιοριζόντουσαν σ’ ένα 4,54%. Στις ίδιες αυτές εκλογές ο Ανδρέας Παπανδρέου θα θριάμβευε μ’ ένα απίστευτο 46,88%, κερδίζοντας 47 επιπλέον έδρες και θετική διαφορά 8,27% σε σχέση με την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση. Ο συνεταίρος τους Κων. Μητσοτάκης θα ηττούνταν επίσης, χάνοντας 7,59% και 39 έδρες, εκπίπτοντας και από την αρχηγία του κόμματος, στο οποίο είχε προσκολληθεί το 1978 και το οποίο τον είχε αναδείξει. Επιπρόσθετα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1993, θα δοκίμαζε από το ίδιο πικρό ποτήρι της ανατροπής, από το ίδιο που είχε προσφέρει στον Γεώργιο Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965. Η Μούσα της Ιστορίας γνωρίζει να επιβάλει τιμωρίες. (Το ρήμα τῑμωρέω-ῶ, όταν συντάσσεται με δοτική, σημαίνει βοηθώ κάποιον που έχει αδικηθεί, παίρνω εκδίκηση για εκείνον.)

Και είναι προσβλητική η αξίωσή τους επειδή εκτός του προηγούμενου υπήρξαν συμπρωταγωνιστές και στην απόπειρα της πολιτικής και ηθικής εξουδετέρωσης του γενάρχη της σύγχρονης κεντροαριστεράς στη χώρα. Είχαν αναλάβει ψυχρά και υπολογιστικά, σε συνεννόηση με τον πρωτομάστορα του είδους Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, την ευθύνη ακόμη και της ενδεχόμενης φυσικής εξόντωσης του τότε βαριά άρρωστου Ανδρέα Παπανδρέου. Τώρα αξιώνουν δεσπόζουσα θέση σ’ έναν χώρο, που πέρα από την ευκαιριακή υποστήριξη που απόλαυσαν από ένα μέρος του, η απήχησή τους υπήρξε και παραμένει από ανύπαρκτη έως αμελητέα. Τα άτομα στα οποία απευθύνθηκαν, και εκείνα δέχτηκαν να ενταχθούν στις γραμμές τους, αποδεικνύονται ετερόφωτα. Δηλαδή πρόσωπα, που σκωπτικά αλλά και εύστοχα, είχαν αποκληθεί και συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται ως κηπουροί. Εξάλλου αυστηρή προϋπόθεση για την επιλογή και ενσωμάτωσή των προηγούμενων ήταν η διατήρηση της προϋπάρχουσας ιεραρχίας του κομματικού μηχανισμού του 3% ή 4,5%. Δηλαδή δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να διαταραχθούν οι κατανομές στην απόλαυση των προνομίων, για όσο ο μηχανισμός τους θα ασκούσε εξουσία.     

Η κυβερνητική παράταξη έχει να προσφέρει ακόμη πολλά ποσοστά. Τα αποτελέσματα των εκλογών, ιδιαίτερα των αυτοδιοικητικών, αποκαλύπτουν μια πραγματικότητα, που για τους κυβερνητικούς μπορεί να χαρακτηριστεί αυξανόμενα αποκαρδιωτική. Η διαφορά διευρύνεται. Η επίσπευση των εθνικών εκλογών δεν προέκυψε από τη θεσμική ευαισθησία της Κυβέρνησης. Το κύκνειο άσμα της, με τις καταγγελλόμενες μεθοδεύσεις στη δικαιοσύνη, τις προκλητικές μετατάξεις και την κουτοπονηριά2 των τροπολογιών το επιβεβαιώνει μελαγχολικά. Όχι όμως αναπάντεχα. Τουλάχιστον για όσους θέλουν να θυμούνται ή επιθυμούν να γνωρίζουν. Πρόκειται για τακτικό ελιγμό, με το σκεπτικό: ότι προλάβουμε από τη ζημία είναι κέρδος. Καλυμμένα βέβαια πίσω από τη δήθεν ανάγκη της ανανέωσης της λαϊκής εντολής. Ως το φθινόπωρο η σοβαρή υποχώρηση που καταγράφεται, θα εξελισσόταν σε εκτεταμένο εκφυλισμό.

Η εγκατάλειψη του κυβερνώντος κόμματος απ’ όσους πολίτες προέρχονταν από τον συντηρητικό και τον μεσαίο λεγόμενο χώρο βρίσκεται στην αρχή της. Στην πρώτη αυτή φάση απομακρύνθηκαν κυρίως οι συντηρητικοί ψηφοφόροι. Στο επόμενο στάδιο η εγκατάλειψη θα συνεχιστεί από τους κεντρώους.

Ποιοι είναι όμως αυτοί που τώρα αποστρέφονται την κυβερνητική παράταξη. Θα τους προσεγγίσουμε, αποφεύγοντας όσο είναι δυνατό τις ηθικολογικές αξιολογήσεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα ιστοριογραφικά κείμενα, που παίρνουν υπόψη τους τις απαιτήσεις της αμεροληψίας, ακόμη κι όταν είναι βιωματικά, δεν πρέπει να υποδαυλίζουν τα πολιτικά πάθη. Τα πάθη θολώνουν την κρίση. Τότε η ιστορική αλήθεια, που ποτέ δεν μπορεί να ανοικοδομηθεί ολοκληρωτικά, γίνεται χιμαιρική. (Λέω πως πρέπει να γράφεται ένα κείμενο ιστορίας. Δεν υποστηρίζω ότι το πετυχαίνω κιόλας. Αντικειμενικός είναι μόνο ο Θεός, αλλά κι αυτός υπερβατικά. Αντικειμενικοί όσον αφορά τα εγκόσμια είναι ο Ηρόδοτος κι ο Θουκυδίδης. Ο πρώτος έμαθε στον κόσμο τι είναι ιστορία. Ο δεύτερος αποτύπωσε τους νόμους της. Όσοι ακολούθησαν είναι στις ευτυχέστερες περιπτώσεις, υπομνηματιστές ή μιμητές τους. Για περισσότερα ανατρέξτε στους Bruno Snell, Jacqueline de Romilly, Albin Lesky) Για να τους καταλάβουμε λοιπόν πρέπει να κάνουμε μια αναδρομή στο πότε και στο πως δημιουργήθηκαν. Έτσι θα αποκαλυφτούν και οι ορίζουσες της πολιτικής τους συμπεριφοράς, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στις εκλογικές τους προτιμήσεις τους.

Πρόκειται για τα μεσοστρώματα της ελληνικής κοινωνίας που αναπτύχθηκαν μετά τη μεταπολίτευση, κυρίως από το 1981 έως το 1989, και δημιούργησαν τα πλειοψηφικά ρεύματα στα οποία στηρίχτηκαν όλες οι κυβερνήσεις από τότε. Οι πολιτικές ηγεσίες εδραίωναν τη θέση τους, συνεχίζοντας να εξασφαλίζουν την υποστήριξη, με παροχές μέσω της κατακόρυφης αύξησης των κοινωνικών δαπανών. Οι οικονομικοί πόροι προέρχονταν από δανεισμό και δεν συναρτήθηκαν σχεδόν ποτέ με τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Σύμφωνα με τη μελέτη ‘‘Κράτος και ομάδες συμφερόντων’’ του Καθηγητή Χρυσάφη Ιορδάνογλου (2013), οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα το 1980 ήταν στο 29% του ΑΕΠ, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος των δεκαπέντε ευρωπαϊκών χωρών της τότε ΕΟΚ έφτανε 45,6%. Στο διάστημα από τα τέλη του 1981 μέχρι και το καλοκαίρι του 1989 είχαν φτάσει στο 49% του ελληνικού ΑΕΠ. Αυτό ήταν αναγκαίο σε μια χώρα που ήθελε να λέγεται ευρωπαϊκή, έστω κι αν βρισκόταν στα πολιτικά ταλαιπωρημένα και οικονομικά καθυστερημένα Βαλκάνια.

Ωστόσο, όπως παρουσιάζει η μελέτη ‘‘Η ελληνική οικονομία 1960-1997’’ της Διεύθυνσης Μακροοικονομικής Ανάλυσης του ΥΠΕΘΟ (1998), το ίδιο αυτό διάστημα, ’81-’89, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα κινούνταν αρνητικά με -5,5%, έναντι αύξησης του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μεγέθους κατά 20,1%. Το ελληνικό κράτος πλήρωνε για τόκους το 1980 ποσά που έφταναν στο 2% του ΑΕΠ. Το μέγεθος αυτό είχε εκτιναχτεί στο 4,9% του ΑΕΠ το 1985, για να διπλασιαστεί, φτάνοντας σχεδόν στο 10% στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το ελληνικό κράτος του Ανδρέα είχε ανατείλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και έβρεχε επί δικαίους και αδίκους. Ο αναπτυξιακός νόμος 1262/1982 επέτρεψε την πρόσβαση σε κεφάλαια, που με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, εξασφάλισαν την ανάπτυξη σε εκατοντάδες χιλιάδες υποαπασχολούμενους περιθωριοποιημένους πολίτες. Χρηματοδοτικός πακτωλός κατευθύνθηκε προς στον αγροτικό τομέα. Πέρα από τις ενισχύσεις που εξασφαλίζονταν από τα διάφορα προγράμματα της ΕΟΚ. Μια δανειοδοτική αναφορά κατά κλάδους θα ήταν εκτός των πλαισίων του συγκεκριμένου άρθρου. Αλλά για να εκτιμηθεί το μέγεθος των χρηματοδοτήσεων της περιόδου, αρκεί να αναφερθεί ότι το ύψος των κρατικών εγγυήσεων προς τις ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις το 1989 έφτανε στο 32% των 36,3 δισεκατομμυρίων ευρώ του ΑΕΠ της χώρας εκείνη τη χρονιά.

Παρόλα αυτά η οικονομική κατάσταση του ελληνικού δημοσίου, όπως θα παρουσιαστεί παρακάτω, ήταν ακόμη διαχειρίσιμη.

Ο προνομιούχος ελληνικός αστισμός, κυρίως αυτοί από αποκλήθηκαν εύστοχα λούμπεν μεγαλοαστική τάξη, όπως επίσης και οι κομμουνιστές των σαλονιών (Salonkommunisten), θα μισούσαν θανάσιμα και δεν θα συγχωρούσαν ποτέ, ούτε μετά το θάνατό του, τον Ανδρέα Παπανδρέου για τις προτεραιότητές του αυτές. Για το γεγονός δηλαδή ότι προσέφερε αδιάκριτα στον ελληνικό λαό οικονομική αυτοπεποίθηση και πολιτική αφύπνιση. Το γεγονός ότι αρκετοί απέτυχαν, επειδή δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν την ευημερία τους και την ελευθερία που αυτή τους εξασφάλιζε, υπάγεται στην ατομική ευθύνη και τις προσωπικές ικανότητες του καθένα. Όσο λυπηρό κι αν είναι αυτό. Όσο αμφισβητήσιμη κι αν είναι η κυβερνητική επιλογή να παραλείψει τον έλεγχο στη διανομή των παροχών.

Η τελευταία αυτή παράμετρος, της παραγωγικότητας, έμεινε στη διακριτική ευχέρεια των πολιτών ως ιδιωτική άσκηση ωριμότητας. Η άσκηση αποδείχτηκε απαιτητική. Έτσι οι περισσότεροι ή σε κάθε περίπτωση πολλοί απέτυχαν.

Το αποτέλεσμα ήταν η ελληνική εκδοχή του καπιταλισμού να μεταλλάξει την ταξική σύνθεση και την ψυχική ποιότητα του πληθυσμού. Οι παθογένειες των εντόπιων αρχουσών τάξεων, που είχαν αποτύχει να αναπτύξουν έστω και με στοιχειώδη αυτοτέλεια τη χώρα, επεκτείνονταν στο λαό. Κύρια χαρακτηριστικά των προηγούμενων ήταν και παραμένουν η διαρπαγή του δημόσιου πλούτου, η απουσία δημιουργικότητας, ο πολιτισμικός μεταπρατισμός. Τα στοιχεία αυτά υιοθετήθηκαν και αναπαράχθηκαν και από την εκλογική πελατεία των μεσοστρωμάτων που διογκώνονταν εκείνη την εποχή. Αυτά περιλάμβαναν τους ανώτερους δημόσιους υπάλληλους, τα μεσαία στρώματα της γραφειοκρατίας, τους αργόμισθους διανοούμενους, τους κρατικοδίαιτους καλλιτέχνες, τους πάσης φύσεως επιχορηγούμενους πανεπιστημιακούς, την εργατική αριστοκρατία των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, τα ρετιρέ όπως είχαν χαρακτηριστεί και τις ‘‘ευγενείς’’ επαγγελματικές κατηγορίες που σιτίζονταν έμμεσα και πλουσιοπάροχα από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Τα οικονομικά προνόμια, που αποκτήθηκαν άκοπα και χορηγήθηκαν καθολικά και ανεξέλεγκτα, απελευθέρωσαν και τα καταπιεσμένα στερητικά σύνδρομα του νεοελληνικού ψυχισμού. Ο ατομισμός, ο καταναλωτισμός, η έπαρση, η σπατάλη, εκδηλώθηκαν σε σημείο παροξυσμού και αναδείχτηκαν σε δημόσιες αρετές. Ήταν, και σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει να είναι, η εποχή που μεσουρανούν η ματαιοδοξία του lifestyle και το πολιτισμικό kitsch. Είναι επιπόλαιο και παραπλανητικό να πιστεύεται ότι τα προηγούμενα αποτελούν αποκλειστικά παρεπόμενα του καπιταλισμού.

Όσες παραδοσιακές αξίες ανιχνεύονταν στην ελληνική κοινωνία, ακόμη και στην επαρχία, διαβρώθηκαν ή και εξανεμίστηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά. Το πνεύμα της ευρηματικότητας, της εγκράτειας και της εργατικότητας της γενιάς των πατέρων μας υποκαταστάθηκε από τη ανευθυνότητα, τη χαύνωση και τον κυνισμό. Αρκετά και μάλιστα σημαίνοντα στελέχη του πολιτικού προσωπικού της εποχής υπήρξαν πρότυπα που ενσάρκωναν και πρόβαλαν τα προηγούμενα εκφυλιστικά χαρακτηριστικά. Τα πολιτισμικά θεμέλια αποδείχτηκαν σαθρά. Η πλέον ολέθρια και μακροπρόθεσμα επικίνδυνη επίπτωση υπήρξε η απώλεια της αίσθησης του μέτρου. Η επίπτωση αυτή προέκυψε ως βασική παρενέργεια της ανεξάντλητης αφθονίας που, αν και προσφέρονταν από την ηγεσία, ερμηνεύτηκε και παρουσιάστηκε ως λαϊκή κατάκτηση. Το αντίτιμο της μακάριας άνεσης αποδείχτηκε ακριβό. Οι δυνατότητες των πολιτών να ελέγχουν αξιόπιστα την εξουσία περιορίστηκαν σημαντικά. Μεγάλη μερίδα του λαού εξαγοράστηκε συνειδητά, υποθηκεύοντας το μέλλον του. Αρκετοί υποθηκεύοντας και το μέλλον των παιδιών τους: Μην πιστεύετε, λοιπόν, με τη μια στην ανθρώπινη δυστυχία. Ρωτήστε τους μονάχα αν μπορούν ακόμα να κοιμηθούν…Αν ναι, όλα εντάξει. Φτάνει. Αυτό είναι ένα σχόλιο του Λουί Φερτινάν Σελίν4, που παρά την καυστική του ωμότητα, δεν παύει να είναι μια θλιβερή αλήθεια. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα, όπου δηλαδή απουσιάζουν, αν και ποτέ δεν συμβαίνει ολότελα, οι φανεροί ή κρυμμένοι αποκλεισμοί, η αποτυχία είναι πρώτα και κύρια μια ιδιωτική υπόθεση.

Το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού ανέβηκε και μάλιστα αισθητά. Θα περιοριστώ να μνημονεύσω τη δημιουργία του ΕΣΥ. Επίσης και τη σκανδαλώδη διευκόλυνση όσων επιθυμούσαν να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παρέχονταν η δυνατότητα να διακρατούν αποτελέσματα μεμονωμένων εισαγωγικών μαθημάτων ακόμη και πέραν της τριετίας. Η θεσμοθετημένη προστασία και επιβράβευση της ήσσονος προσπάθειας ή και της ανεπάρκειας θα προκαλούσε ασφυξία στην αγορά εργασίας, δημιουργώντας ορδές εξειδικευμένων προλεταρίων. Θεμελιώδης για την πραγματική εθνική συμφιλίωση υπήρξε η ανταπόκριση στην απαίτηση της έμπρακτης αποκατάστασης σημαντικού τμήματος του ελληνικού λαού, συμπεριλαμβανομένων και των πρώην μελών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και των οικογενειών τους, που για δεκαετίες βρισκόταν στο περιθώριο της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου από τις κυβερνήσεις της Δεξιάς.

Όλα αυτά δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Μιας δεκαετίας που για τους απολογητές της εγχώριας συντήρησης ή ακριβέστερα της εντόπιας αντίδρασης, θεωρείται μια χαμένη δεκαετία ή η δεκαετία του λαϊκισμού. Και σίγουρα για κάποιους νταβατζήδες, όπως εύστοχα θα αποκαλούνταν αργότερα, υπήρξε μια περίοδος απώλειας κάποιων προνομίων και περιορισμού της ασύδοτης οικονομικής κραιπάλης. Χαρακτηριστική, αλλά και συνήθης για τη συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, ήταν η περίπτωση της Πειραϊκής-Πατραϊκής του Φ Στράτου. Η εταιρία που ήδη παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα είχε δανειοδοτηθεί με 550 εκ. δραχμές το 1976, με επιδοτούμενο επιτόκιο και την εγγύηση του κράτους. Ο ιδιοκτήτης εξήγαγε το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων στο εξωτερικό, όπου εξαγόρασε μια επιχείρηση του κλάδου, αφήνοντας την εγχώρια εταιρία να μαραζώνει. Ο ίδιος αργότερα θα παρίστανε τον νεοφιλελεύθερο και θα μέμφονταν τις κυβερνήσεις της δεκαετίας του ’80 για την παρακμή της ελληνικής βιομηχανίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι ίδιοι κύκλοι κατηγορούσαν και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για ‘‘σοσιαλμανία’’ λόγω των εθνικοποιήσεων που είχε αναγκαστεί να κάνει τη δεκαετία του ’70, όπως της Εμπορικής Τράπεζας του Ανδρεάδη. Και βέβαια η συμπεριφορά του κύκλου των μεγαλοαστών παραμένει σταθερά προκλητικά αποικιοκρατική απέναντι στην ίδια τη χώρα τους ακόμη και σήμερα. Η οικογένεια των Αγγελόπουλων (Χαλυβουργική) με την ύποπτη ανοχή και εκκωφαντική σιωπή της ‘‘αριστερής προοδευτικής’’ Κυβέρνησης χρωστάει μόνο στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού πάνω από 32 εκατομμύρια ευρώ. Οι Στασινόπουλοι (Βιοχάλκο) μετέφεραν το 2013 την έδρα της εταιρίας τους στο Βέλγιο, παρά τις ικεσίες του τότε Πρωθυπουργού Α Σαμαρά, αφήνοντας στη χώρα μεταξύ άλλων και το υπόλοιπο των δανείων τους, ύψους περί τα 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Η ‘‘αριστερή προοδευτική’’ Κυβέρνηση θα μπορούσε άραγε να αποκαλύψει τι ανταλλάγματα προσέφερε για να διατηρήσει τα προστατευτικά προνόμια του ελληνικού εφοπλισμού, ο οποίος φορολογείται με 0,05 ευρώ στο χιλιάρικο, οικειοθελώς και με ανώτερο ποσό τα 74 εκατομμύρια για το σύνολο των εταιριών του κλάδου; Ενός κλάδου που διατηρεί τα κεφάλαιά του στο εξωτερικό και τα δάνειά του στη χώρα για να συμβάλει με ένα 9,7% στο ΑΕΠ. Πάντως το πάρα πολύ μακρινό 2012, ως αντιπολίτευση η σημερινή Κυβέρνηση, κατέθετε επερωτήσεις στη Βουλή και ωρύονταν για τα 53 προκλητικά ειδικά προνόμια των εφοπλιστών. Πάντως οι εργαζόμενοι στον κλάδο πληρώνουν μεγαλύτερο ποσό φόρου από τους εργοδότες τους.     

Αναφέρθηκε πιο πάνω ότι η οικονομική κατάσταση, παρά τις παροχές, ήταν διαχειρίσιμη. Ας δούμε κάποια ποσοτικά στοιχεία.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρέλαβε τη χώρα τον Οκτώβριο του 1981 σε ύφεση -1,55%. Το έλλειμα έφτανε στο 8% και ο στασιμοπληθωρισμός στο 24,2%. Ως κύριοι λόγοι αναφέρονται η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του 1979, η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της οικονομίας και η γλίσχρα κοινωνική πολιτική της δεκαετίας του ‘70. Το ΑΕΠ έφτανε στα 8,2 δισεκατομμύρια ευρώ και το δημόσιο χρέος των 2,2 δισεκατομμυρίων ευρώ περιορίζονταν στο 26,8%. Τον Ιούνιο του 1989 παρέδωσε πληθωρισμό στο 13,1%, το ΑΕΠ είχε αυξηθεί πάνω από τέσσερις φορές, φτάνοντας τα 36,3 δισεκατομμύρια ευρώ, το δημόσιο χρέος είχε σχεδόν τριπλασιαστεί, στα 23,3 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά ως ποσοστό επί του ΑΕΠ διατηρούνταν σε αξιοπρεπή όρια, υπερβαίνοντας μόλις το 64%. Πρέπει επίσης να σημειωθεί, και έχει ιδιαίτερη αξία για ότι ακολούθησε μετά το 1989, ότι το 80% του δημόσιου χρέους ήταν εσωτερικό. Αυτό σημαίνει ότι βρισκόταν στην κατοχή των ελληνικών τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, στην ουσία δηλαδή καλύπτονταν από τις αποταμιεύσεις των Ελλήνων πολιτών. Η βελτίωση της κατάστασης ήταν εντυπωσιακή, με εξαίρεση το έλλειμα που στο 12,1% ήταν ανησυχητικά υψηλό. Τα προηγούμενα βέβαια ευνοήθηκαν και από τις δύο διαδοχικές υποτιμήσεις της δραχμής, το 1983 και το 1985, που ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τονώνοντας τις εξαγωγικές δυνατότητες της χώρας, αλλά περιόρισαν την αγοραστική δύναμη των πολιτών, κάνοντας τα εισαγόμενα αγαθά ακριβότερα. Ωστόσο το κατά κεφαλήν πραγματικό εισόδημα εκφρασμένο σε δολάρια αυξήθηκε από τα 13.443$ το 1981 σε 14.148$ το 1989, δηλαδή σωρευτικά κατά 5,2%5.

Αλλά, όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή, μόνο ένας περιορισμένος αριθμός πολιτών μπόρεσε να αντισταθεί στις προκλήσεις και στις υπερβολές και να προστατέψει την όποια ευημερία του ή έστω να μην μεταθέσει σιωπηρά τις υποχρεώσεις που δημιούργησε με την άνετη διαβίωσή του στους απογόνους του. Πρόκειται γι αυτούς που αξιοποίησαν τις δυνατότητες των οικονομικών παροχών για να βελτιωθούν ατομικά, αποκτώντας γνώσεις και δεξιότητες, ώστε να καταστούν παραγωγικοί σε τελική ανάλυση για τον ίδιο τον εαυτό τους και το περιβάλλον τους.

Πρόκειται γι αυτούς που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν αρνήθηκαν ποτέ τους κομματικούς σχηματισμούς που τους ανέδειξαν κοινωνικά. Αυτοί που, κι όταν ακόμη δυσφόρησαν και αποστασιοποιήθηκαν, δεν παρασύρθηκαν από τις σειρήνες του ισοπεδωτικού και ανεύθυνου λαϊκισμού. Είναι εκείνοι που αποτελούν τον κορμό της συνειδητής αποχής μέχρι τώρα.

Η ανάσχεση της κοινωνικής πορείας, που περιγράφηκε πιο πάνω και η κυριαρχία της εγχώριας εκδοχής του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού δεν θα ήταν εφικτές χωρίς την ενεργό και υστερόβουλη σύμπραξη της ελληνικής Αριστεράς. Τόσο της αναθεωρητικής, όσο και της ορθόδοξης. Οι ηγεσίες τους πρόσφεραν από κοινού και σε αγαστή συνεργασία με την πολιτικά πιο αδίστακτη και οικονομικά, για το διάστημα της διακυβέρνησής της, πιο αποτυχημένη ηγεσία της ελληνικής Δεξιάς τη στήριξή τους στο κατεστημένο. Στο σύστημα που θεωρητικά ‘‘πολεμούσαν’’, το οποίο με τη σειρά του θα οδηγούσε στην απόλυτη πλέον εξάρτηση του ελληνικού λαού από τις δυτικές τράπεζες, την τότε ΕΟΚ και το ΔΝΤ.

Στα τέλη Αυγούστου του 1988 τα σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα του Ανδρέα Παπανδρέου δεν μπορούσαν πλέον να αποσιωπηθούν. Ο Πρωθυπουργός, ύστερα από την ανυποχώρητη επίμονη του Καθηγητή Δημήτριου Κρεμαστινού, επισκέπτονταν νύχτα το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών. Το γεγονός έγινε γνωστό. Οι αντίπαλοί του εκμεταλλεύτηκαν αμέσως την ευκαιρία να οργανώσουν την επίθεσή τους. Αφού δεν μπορούσαν να αναμετρηθούν με τον Ανδρέα όσο ήταν όρθιος και υγιής, θα τον χτυπούσαν όσο θα πάλευε για τη ζωή του στο κρεβάτι της εντατικής.

Οι Χαρίλαος Φλωράκης και Λεωνίδας Κύρκος έλυσαν γρήγορα, μετά το Δεκέμβριο του 1989, τις διαφορές που τους χώριζαν. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ τους είχε στερήσει το μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου, επί του οποίου απαιτούσαν να ηγεμονεύουν περίπου αυτοδίκαια. Τα διαφαινόμενα πολιτικά ρήγματα στο Τείχος στο Βερολίνο και σ’ ότι αυτό αντιπροσώπευε που τελικά θα κατέρρεε την επόμενη χρονιά, στις 9 Νοεμβρίου 1989, επέτειναν την απαξία της ιδεολογίας και του συστήματος που εκπροσωπούσαν.

Στην άλλη πλευρά του κοινωνικού φάσματος τα βαριά ονόματα του κρατικοδίαιτου ελληνικού μεγαλοαστισμού, που δεν συγχωρούσαν στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ τις εθνικοποιήσεις6 και τον περιορισμό του χαριστικού τραπεζικού δανεισμού, είχαν διακρίνει στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη τον πλέον αξιόπιστο πολιτικό εκπρόσωπο τους. Η σφοδρή απέχθεια των πολιτών προς τους προηγούμενους, ακόμη και χρόνια αργότερα, θα αποτυπώνονταν σε ένα άρθρο του Γιάννη Μαρίνου στην εφημερίδα Βήμα της 28ης Απριλίου 2002, όπου, σχεδόν δύο μήνες πριν την μάλλον συμπτωματική εξάρθρωση της 17 Ν, αναφερόμενος σε σχετική δημοσκόπηση διαπίστωνε αγανακτισμένα: Το 23,7% των ερωτηθέντων, που αντιστοιχεί σε 2.370.000 συνέλληνες, αποδέχεται τις ιδεολογικές θέσεις της 17 Νοέμβρη, άρα συμπαθεί τους ‘‘αγωνιστές’’ της και επικροτεί ή έστω ανέχεται το δολοφονικό και τρομοκρατικό έργο της.    

Τότε, από τις αρχές του 1989, άρχιζαν τα μεταξύ τους παζάρια, στα γνωστά δείπνα της συναγρίδας, οργανωμένα από τον άλλοτε προοδευτικό και αντιστασιακό δημοσιογράφο Γιάννη Βούλτεψη, ο οποίος από το 1984 και μέχρι το 1993 υπήρξε Διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας και διατηρούσε πολύ φιλικές σχέσεις με τον Κ. Μητσοτάκη. Και η παράδοση των αγαστών σχέσεων της οικογένειας Μητσοτάκη με πρώην στελέχη της Αριστεράς συνεχίζεται. Στην προκριμένη περίπτωση με τον Τάκη Θεοδωρικάκο, ο οποίος, αφού ηγήθηκε της ΚΝΕ το 1990-1991, μεταπήδησε στο ΝΑΡ και συμπορεύτηκε με το ΠΑΣΟΚ, τώρα στελεχώνει επιτελικά τον τομέα επικοινωνίας και στρατηγικής της Νέας Δημοκρατίας.    

Η ανανεωτική αριστερά υμνούσε έναν δικής της έμπνευσης νεολογισμό, που τον ονομάτιζε δημοκρατικό καπιταλισμό. Η κομμουνιστική αριστερά πρωτοστατούσε στις διαδικασίες σύστασης της κυβέρνησης συνεργασίας του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου και της Νέας Δημοκρατίας στις 2 Ιουλίου 1989. Επρόκειτο για την κυβέρνηση της ‘‘κάθαρσης’’ υπό τον Τζανή Τζαννετάκη. Η περιβόητη ‘‘κάθαρση’’ εστίαζε κυρίως στις δραστηριότητες του ‘‘επιχειρηματία’’ Γεώργιου Κοσκωτά. Η περίπτωση είχε χαρακτηριστεί ως σκάνδαλο μετά τον προσεταιρισμό του εν λόγω από το βαθύ σύστημα του ΠΑΣΟΚ.

Η ελληνική Αριστερά αυτοανακηρύσσονταν σε τιμητή και κατήγορο. Ωστόσο συναλλάσσονταν μαζί του, τουλάχιστον για όσο διάστημα ο Γ Κοσκωτάς τελούσε υπό την πολιτική προστασία και επιχειρηματική κηδεμονία (Γραμμή ΑΕ) του Παύλου Μπακογιάννη, ο οποίος παρείχε τις υπηρεσίες του με το αζημίωτο. Ο Π Μπακογιάννης είχε εμφανίσει ως δικό του το ιδρυτικό κεφάλαιο της Γραμμή ΑΕ, που είχε υπεξαιρέσει ο Γ Κοσκωτάς από την Τράπεζα Κρήτης7. Η ΕΑΡ έπαιρνε δάνεια από την τράπεζά του (Τράπεζα Κρήτης). Το ΚΚΕ την ενίσχυε με καταθέσεις, απολαμβάνοντας το προϊόν των ανταγωνιστικών επιτοκίων που προσέφερε άνετα ο ‘‘τραπεζίτης’’ από τα κλεμμένα.

Και ενώ οι κατεστημένες ηγεσίες του προοδευτικού αποκαλούμενου χώρου και διάφορα άτομα που είχαν αυτοανακηρυχθεί σε προσωπικότητες ‘‘αγωνίζονταν’’ να απαλλάξουν τη χώρα από τη ‘‘μάστιγα’’ του ΠΑΣΟΚ, προωθώντας τον ‘‘ακέραιο στυλοβάτη’’ της δημοκρατίας Κων. Μητσοτάκη, μια πραγματικά εμβληματική φυσιογνωμία της Αριστεράς, ο Μάρκος Βαφειάδης8 , έμπαινε επικεφαλής στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του Κινήματος.

Στη σύντομη περίοδο της κυβέρνησης Τζ. Τζανετάκη (2 Ιουλίου 1989-11 Οκτωβρίου 1989) ο Συνασπισμός, που μετείχε στο σχήμα με τους Φ Κουβέλη και Ν Κωνσταντόπουλο, παρείχε την πλήρη και αμέριστη κοινοβουλευτική του συγκατάθεση σε καθοριστικές αποφάσεις. Τέτοιες ήταν μεταξύ άλλων οι αναθέσεις των ψηφιακών παροχών στη Siemens και η παραχώρηση των τηλεοπτικών συχνοτήτων σε ιδιώτες. Πρόκειται για τις περίφημες τηλεοπτικές άδειες, για τις οποίες η ακόμη κυβερνητική παράταξη διατείνεται ότι επέβαλε και λαμβάνει αντίτιμο και μάλιστα υψηλό9.

Ιστορικά απαράδεκτη, όσο και ύποπτη, παρά τους θεατρινισμούς των Χ Φλωράκη και Λ Κύρκου, υπήρξε η συγκατάθεση των ηγεσιών της Αριστεράς στην καταστροφή των φακέλων της Ασφάλειας, πλην ενός αριθμού περί τους 2.100-2.500, από τους οποίους επιλεκτικά αφαιρέθηκαν στοιχεία. Με το πρόσχημα της εθνικής συμφιλίωσης είχε καεί ένα τεράστιο και πολύτιμο αρχείο πλέον των 17 εκατομμυρίων εγγράφων της σύγχρονης ιστορίας της χώρας. Ήταν οι φάκελοι των δημοκρατικών και αριστερών πολιτών της περιόδου από το 1936 έως και το 1980. Με την ψευδεπίγραφη ‘‘πρωτοβουλία’’ αριστερών και δεξιών ο κάθε διπρόσωπος ‘‘αγωνιστής’’, ο κάθε ‘‘προοδευτικός’’ καταδότης, ο κάθε ‘‘δωσίλογος’’ πατριώτης, ο κάθε μαυραγορίτης ‘‘entrepreneur’’ αναβαπτίζονταν στην πολιτική Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο Αναξαγόρας έλεγε: ὄψις γὰρ τῶν ἀδήλων τὰ φαινόμενα. (VS 59 B 21a. Απ’ αυτά που φαίνονται μπορούμε να δούμε εκείνα που δεν φαίνονται.) Ήταν κι αυτός ένας λόγος της διάσπασης της ΚΝΕ και του ΚΚΕ το Σεπτέμβριο-Νοέμβριο του '89. Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του Κώστα Κάππου ως κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΚΚΕ στη Βουλή: Ψήφισα λευκό γιατί είμαι αντίθετος στη συνεργασία του Συνασπισμού με τη Νέα Δημοκρατία (...) Πιστεύω επίσης ότι η συνεργασία αυτή είναι ολέθρια για τo ΚΚΕ (...) Το ΚΚΕ τείνει να υποταχτεί σε μικροαστικές και αστικές "εκσυγχρονιστικές θέσεις" (...) Αποκορύφωμα αυτής της στάσης υποταγής είναι η στήριξη της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας από τον Συνασπισμό (...) Βεβαίως, είμαι κατά της συνεργασίας του Συνασπισμού και με το ΠΑΣΟΚ (...)

Η συνέχεια ήταν απλούστερη. Από τις 23 Νοεμβρίου 1989 θα συμμετείχαν στην οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Με τον τρόπο αυτό διευκόλυναν τη μεθόδευση της τότε ηγεσίας της ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για διάλυση της βουλής με αφορμή την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, προκαλώντας έτσι τις πρόωρες εκλογές της 8ης Απριλίου 1990. Ακόμη και τότε οι συνασπισμένες δυνάμεις αριστεράς και δεξιάς δεν κατόρθωσαν να εκλέξουν τον Κων. Μητσοτάκη. Χρειάστηκε η συμφωνία του Κωστή Στεφανόπουλου, προέδρου της Δημοκρατικής Ανανέωσης, με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για παραχώρηση της μιας έδρας, ώστε να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση. Μετά τον σχηματισμό Κυβέρνησης το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση, σύμφωνα με την οποία είχε γίνει λάθος στην κατανομή των εδρών, στερώντας από τη Νέα Δημοκρατία μια έδρα. Η έδρα αποδόθηκε στη Νέα Δημοκρατία και πλέον και η Κυβέρνηση βρέθηκε με 152 έδρες στη Βουλή.               

Όταν τον Σεπτέμβριο του 1993 έπεφτε η Κυβέρνηση του Κων. Μητσοτάκη ο αντίκτυπος στην εθνική οικονομία υπήρξε καταστροφικός. Το δημόσιο χρέος τριπλασιάστηκε: από τα 23,3 δισεκατομμύρια δραχμές το 1989 εκτινάχτηκε στα 69,2 δισεκατομμύρια το 1993. Ως ποσοστό επί του ΑΕΠ από το 64,% το 1989 έφτασε στο 99,2% το 1993. Ο πληθωρισμός, που τον Ιούνιο του 1989 η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου τον παρέδιδε στο 13,1%, έναντι του 24,2% που είχε παραλάβει τον Οκτώβριο του 1981, εκτινάσσονταν ήδη το 1990 στο 20,4%. Σύμφωνα με τη μελέτη του Στέργιου Τσολάκη για την εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής και Κεντρικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1992-2002, στο διάστημα 1992-1996, ο ρυθμός αύξησης του ακαθάριστου ελλείμματος της Κεντρικής Κυβέρνησης ήταν 16.98%, δηλαδή περίπου κατά 32% μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης, 12.89%, του ΑΕΠ.

Όπως προαναφέρθηκε το δημόσιο χρέος έως το 1989 διακρατούνταν από τις ελληνικές τράπεζες, δηλαδή ήταν εγχώριο, σε ποσοστό 80%. Από τότε οι κυβερνήσεις στράφηκαν στις ξένες τράπεζες, καθιστώντας το ελληνικό κράτος έρμαιο του ξένου κεφαλαίου, με τις ανάλογες επιπτώσεις στις κυριαρχικές επιλογές της χώρας. Στις αρχές του 1992, στις 7 Φεβρουαρίου, η Ελλάδα θα υποτάσσονταν στις επιταγές της Συνθήκης του Μάαστριχτ, της μήτρας όλων των Μνημονίων.

Ακροθιγώς θα αναφέρω ότι, σύμφωνα με την ίδια μελέτη, μόλις από το διάστημα 1996 και έως το 1999, η κατάσταση αντιστρέφεται. Δηλαδή ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν 8.86%, άρα περίπου 2.5 φορές υψηλότερος από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης, -6.44%, του ακαθάριστου ελλείμματος της Κεντρικής Κυβέρνησης.

Εκτός των προηγουμένων την περίοδο 1989-1993 επιταχύνθηκε η γιγάντωση του τριτογενούς τομέα, δηλαδή η παροχή υπηρεσιών, ο οποίος συνεχίζει να παραμένει υπερτροφικός. Αυτό δρομολογήθηκε σε βάρος του πρωτογενούς τομέα, δηλαδή κυρίως της γεωργίας, κτηνοτροφίας, αλιείας, ο οποίος υπονομεύτηκε μεθοδικά, αλλά και του δευτερογενούς, δηλαδή της μεταποίησης, που κυριολεκτικά σαρώθηκε.

Όσοι πιστεύουν ότι οι Έλληνες είναι περιορισμένης αντίληψης αυτοκαταστροφικοί, εξαιτίας της αλλαγής των κομματικών τους προτιμήσεων, ας κοιτάξουν τους Βρετανούς. Τις επόμενες εβδομάδες τα 160 χιλιάδες μέλη του Συντηρητικού Κόμματος θα επιλέξουν έναν από τους δύο υποψηφίους, που προκρίθηκαν πρόσφατα από το σύνολο των ενδιαφερομένων, ως τον επόμενο Αρχηγό και Πρωθυπουργό των 66 εκατομμυρίων κατοίκων του Ηνωμένου Βασιλείου. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: Η Βρετανία δεν διαθέτει Σύνταγμα, τουλάχιστον όπως το εννοούν οι χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης10. Στην τελευταία έκδοσή του ο βρετανικός Economist προτείνει τη μελέτη της Πολιτείας του Πλάτωνα. Ο συντάκτης ελπίζει ότι ο φιλόσοφος κάνει λάθος στην προκειμένη περίπτωση. Συστήνει όμως στους αναγνώστες του να είναι προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο ότι έχει δίκιο.

Όσον αφορά την περιφρόνηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης από μια μερίδα αυτοαποκαλούμενων προοδευτικών, αλλά και κάποιων συντηρητικών, έχω να υπενθυμίσω το εξής, τηρουμένων εννοείται των αναλογιών.

Σ’ ένα εσωτερικό υπόμνημα που είχαν συντάξει και διακινούσαν διάφοροι δυτικοί φωστήρες-αναλυτές, στο οποίο σκιαγραφούσαν τη φυσιογνωμία του νέου Προέδρου της Ρωσίας στις αρχές του 2000, υποστήριζαν μεταξύ άλλων: Τα τελευταία δέκα χρόνια ο Πούτιν εκτελούσε κυρίως τις διαταγές άλλων. Δεν έχει εμπειρία σχετικά με πολιτικές αποφάσεις και βασίζεται μόνο στον εαυτό του. Είναι ακόμη αιφνιδιασμένος από τη γενναιοδωρία του Γιέλτσιν. Έχει μια νοοτροπία υποτέλειας και αισθάνεται εξαρτημένος από τη φατρία του Μπερεζόφσκι.11

Μερικά χρόνια αργότερα, όταν από το 2013 κορυφώνονταν ο συριακός εμφύλιος, ο-έχει μια νοοτροπία υποτέλειας-Βλαντίμιρ Πούτιν αποκαθιστούσε τη λεηλατημένη Ρωσία που είχε παραλάβει στη χορεία των μεγάλων δυνάμεων. Την ίδια εκείνη χρονιά, στις 23 Μαρτίου, ο Μπόρις Μπερεζόφσκι, που ύστερα και από μια αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής του Πούτιν είχε καταφύγει στο Londongrad, αυτοκτονούσε εγκαταλελειμμένος, κατεστραμμένος οικονομικά, έχοντας αποτύχει στην παράκλησή του προς τον Ρώσο Πρόεδρο να τον συγχωρήσει και να επιτρέψει την επιστροφή του στην πατρίδα.

Για το τι θα επακολουθήσει δεν χρειάζεται διορατικό χάρισμα. Έτσι κλείνοντας την εκτεταμένη αυτή παρουσίαση θα περιοριστώ στη μελαγχολική διαπίστωση του Πατέρα της Ιστορίας: ἐχθίστη δὲ ὀδύνη [ἐστὶ] τῶν ἐν ἀνθρώποισι αὕτη, πολλὰ φρονέοντα μηδενὸς κρατέειν. Ηρόδοτος 9.16.5 (Ο χειρότερος καημός στην ανθρώπινη ζωή είναι να καταλαβαίνεις πολλά και να μην εξουσιάζεις κανένα)

Παραπομπές:    

1 Δύσκολο να είσαι ενάρετος. Πιττακός ο Μυτιληναίος, 650-570 π.Χ.

2 Οι τροπολογίες που κατατίθενται προς ψήφιση στη Βουλή υποβάλλονται από υπουργούς ή βουλευτές. Οι τροπολογίες που κατατίθενται από υπουργούς πρέπει να συνοδεύονται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το κόστος που προκαλούν και αναρτώνται στην ιστοσελίδα της Βουλής. Οι τροπολογίες που κατατίθενται από βουλευτές δεν συνοδεύονται από κοστολογική έκθεση του ΓΛΚ και δεν αναρτώνται στην ιστοσελίδα της Βουλής. Παναγιώτης Καρκατσούλης, Καθηγητής, Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.

3 Η περίπτωση του Μίμη Ανδρουλάκη υπήρξε ενδεικτική της αναβίωσης της μεσοπολεμικής πρακτικής των στελεχών του γραφειοκρατικού μηχανισμού των κομματικών σχηματισμών. Ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και της ευρύτερης Αριστεράς. Στενός συνεργάτης του Χαρίλαου Φλωράκη για πάνω από 20 χρόνια. Υπεύθυνος από το Πολιτικό Γραφείο, για την ιδεολογία, τον τύπο, τις εκδόσεις και για την ενότητα της Αριστεράς. Βουλευτής και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ενιαίου Συνασπισμού. Ωστόσο ήδη από το 1990, διαισθανόμενος τι θα ακολουθούσε, πήρε πρωτοβουλίες για την υπέρβαση του σχίσματος ΠΑΣΟΚ – Αριστεράς. Από το 1993, διαπιστώνοντας την ιδεολογική σύγχυση του εγχειρήματος και πριν την εκλογική καταδίκη της σύμπραξης, θα στήριζε το ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τον αγνόησε. Ο Κώστας Σημίτης τον απέφυγε. Ωστόσο ο Γεώργιος Παπανδρέου τον συμπεριέλαβε στους καταλόγους των υποψηφίων. Από το 2004 και έως το 2012 θα διατελούσε βουλευτής του κόμματος, του οποίου επεδίωκε την καταστροφή. Μετά την εκλογή του Ευάγγελου Βενιζέλου, στις 12 Μαρτίου 2012, στη θέση του Προέδρου του κόμματος και την εκλογική υποχώρηση του Κινήματος στις 17 Ιουνίου του 2012 στο 13,18%, ως τρίτης δύναμης μετά τον Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο Δημήτριος (Μίμης) Ανδρουλάκης, παρά την επανεκλογή του με το ΠΑΣΟΚ τον Ιούνιο, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς θα ανεξαρτητοποιούνταν. Στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και του Σεπτεμβρίου 2015 δεν πολιτεύθηκε. Παραμένει άγνωστο αν αυτό υπήρξε προσωπική επιλογή ή αδυναμία ένταξης σε κομματικό σχηματισμό με προοπτικές επανεκλογής.          

4 Λουί Φερτινάν Σελίν, Ταξίδι στα Βάθη της Νύχτας, Εστία 1986, Σελ 284 & 480. Ο Τσάρλς Μπουκόβσκι υποστήριζε ότι το Ταξίδι στα Βάθη της Νύχτας είναι το σημαντικότερο βιβλίο που γράφτηκε τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια. (Louis-Ferdinand Céline, wikipedia. De)

5 Πάνος Καζάκος, Παροχές και λιτότητα: η οικονομία στη δεκαετία του 1980. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών 2000, Σελ 364-371. Σωτήρης Νίκας, Κατακόρυφη άνοδος του ΑΕΠ, του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων, Καθημερινή, 16.10.2011.

6 Ενδεικτικά τέτοιες υπήρξαν οι περιπτώσεις των ΛΑΡΚΟ και ΠΥΡΚΑΛ του Μποδοσάκη-Αθανασιάδη, της ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ των Τσάτσων, της Ελληνικής Χαλυβουργίας, των ναυπηγείων Σκαραμαγκά του Νιάρχου, της Πειραϊκής-Πατραϊκής του Στράτου και της πολυεθνική ΕΣΣΟ-Πάππας

7 Σύμφωνα με το πόρισμα της έρευνας του Εισαγγελέα Εφετών Ευθυμιάδη. Ναυτεμπορική, Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν, Τετάρτη, 02 Απριλίου 2003, Μέρος 5/9.

8 Ο Μάρκος Βαφειάδης, Ερζερούμ 1906 - Αθήνα 1992 υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του ΚΚΕ στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Ως Αρχηγός της Ομάδας Μεραρχιών του ΕΛΑΣ Μακεδονίας, έχοντας γνώση και συνείδηση της Συμφωνίας των Ποσοστών Στάλιν-Τσώρτσιλ της 9ης Οκτωβρίου 1944, σε στενή συνεργασία με τον ‘‘κόκκινο συνταγματάρχη’’ του τακτικού στρατού και εξέχοντα αντιστασιακό Ευριπίδη Μπακιρτζή, μετά την αποχώρηση των Γερμανών από τη Θεσσαλονίκη στις 30 Οκτωβρίου 1944, αρνήθηκε να συγκρουστεί με τους Βρετανούς και να αιματοκυλίσει την πόλη. Ριζικά αντίθετος με βασικές θέσεις του Ν Ζαχαριάδη, ο οποίος το 1946, όταν είχε εξαπολυθεί το κύμα της Λευκής Τρομοκρατίας της Δεξιάς, επιζητούσε την επανέναρξη των συγκρούσεων με σκοπό τη δημιουργία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Ελλάδας. Ο Μάρκος αντιπρότεινε τη συνέχιση του αντάρτικου αγώνα με σκοπό την επίτευξη συμβιβασμού. Ύστερα από εντολή του κόμματος ανέβηκε στα βουνά για να οργανώσει τους καταδιωκόμενους από τη Λευκή Τρομοκρατία πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ. Τον Οκτώβριο του 1946 σε σύσκεψη των Καπεταναίων εκλέχθηκε Ανώτατος Στρατιωτικός Διοικητής του ΔΣΕ. Από το Δεκέμβριο του 1947 Πρωθυπουργός στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση. Τον Ιανουάριο του 1949 απομακρύνθηκε από τον Ν Ζαχαριάδη ως τιτοϊκός. Διαγράφηκε επανειλημμένα από το μηχανισμό του κόμματος. Έντονα επικριτικός τόσο έναντι των σταλινικών, όσο και των αναθεωρητών αριστερών. Οι αντίπαλοί του, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, αναγνώριζαν τις ηγετικές του ικανότητες. Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος, ο σημαντικότερος επιχειρησιακός ηγέτης του τακτικού στρατού στη διάρκεια του Εμφυλίου, θα δηλώσει αργότερα πως ο Μάρκος υπήρξε ο πιο άξιος αντίπαλός του. Ιστορικά φορτισμένη υπήρξε η χειραψία των δύο στις 23 Μαΐου του 1984. Ο Θ Τσακαλώτος είχε το σθένος να δηλώσει: Κάναμε λάθος τότε. Ο Μ Βαφειάδης είχε απαντήσει: Μάλλον στρατηγέ μου.

9 Με την έκπτωση του συντελεστή του φόρου, από το 20% στο 5% από την 1η Απριλίου 2018 στα έσοδα από τις διαφημίσεις που προβάλλονται από την τηλεόραση εξασφαλίστηκε έμμεσα η επιστροφή των κεφαλαίων που κατέλαβαν οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών. Παράγραφος 12 του άρθρου 5 του Ν.3845/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 12 του Ν. 4499/2017.

10 Ως Σύνταγμα ορίζεται το άθροισμα των νόμων, των αρχών και των παραδόσεων που απαρτίζουν το πολιτικό σώμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Δεν υφίσταται κάποιο ενιαίο συνταγματικό έγγραφο. Πρόκειται δηλαδή για ένα ακωδικοποίητο πλαίσιο καταστατικών, δικαστικών αποφάσεων, έργα αρχών και συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων των κοινοβουλευτικών συμβάσεων και άλλων άγραφων πηγών. Το Ηνωμένο Βασίλειο κυβερνάται μ’ αυτόν τον τρόπο από την Ένδοξη Επανάσταση του 1688. Δηλαδή τα τελευταία 331 χρόνια. Ωστόσο χωρίς να έχει αντιμετωπίσει παρόμοιο θέμα.

11 The New York Times. The Logic of Vladimir Putin, March 19th 2000. Στο: Πούτιν-Η εξουσία εκ των έσω. Χούμπερτ Ζάιπελ, Εκδόσεις Καστανιώτη 2016, Σελ 152 & 329.  

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)