Από μια παρόμοια πηγή άντλησε την έμπνευσή του ο Αλέκος Φασιανός και την απέδωσε παραστατικά με τη διαχρονική ζωντάνια του έργου του στην απέριττη γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων: Ο παππούς μου ήταν πάπας ... Από πολύ μικρός και εξ αιτίας του παππού μου, τριγύρναγα στις μισοσκότεινες μεταβυζαντινές εκκλησίες ... Πιο πολύ όμως και από το θρησκευτικό μέρος με είλκυαν οι εικόνες οι βυζαντινές η οι λαϊκές ... είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων, στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων ... πάντα σκεφτόμουνα τους αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα η άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες ... Και τώρα αυτά που ζωγραφίζω κρατούν φλεγόμενα σπαθιά όπως οι βυζαντινοί άγιοι.
Φτωχαίνουμε. Αλλά μάλλον έχουμε αποδεχτεί τη γύμνια. Κάποιες μοναχικές φωνές στο περιθώριο επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
(*Πέτρος Αβελάρδος,Ρογήρος Βάκων,Μποναβεντούρα,Βαρλαάμ ο Καλαβρός)