Ο αδερφός του σώπαινε, κι ο Εδουάρδος συνέχισε: Αν του έλεγες την αλήθεια μονάχα, αυτό που σκέφτεσαι πραγματικά γι αυτόν, θα σημαίνει ότι δέχεσαι να κάνεις σοβαρή συζήτηση μ’ έναν τρελό και ότι είσαι τρελός ο ίδιος. Ε λοιπόν, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον κόσμο που μας περιβάλλει. Αν επέμενες να του λες την αλήθεια κατάμουτρα, θα σημαίνει ότι τον παίρνεις στα σοβαρά. Και να παίρνεις στα σοβαρά κάτι τόσο ασήμαντο, ισοδυναμεί με το να γίνεσαι ασήμαντος ό ίδιος. Εγώ, βλέπεις, είμαι αναγκασμένος να λέω ψέματα για να μην παίρνω τους τρελούς στα σοβαρά και για να μην τρελαθώ ό ίδιος.
Και ξαφνικά σκέφτηκε ότι όλοι οι άνθρωποι που συναναστρέφονταν σ’ αυτή την πόλη δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά γραμμές απορροφημένες σ’ ένα φύλλο στυπόχαρτου, υπάρξεις μ’ εναλλασσόμενες στάσεις, πλάσματα χωρίς στέρεα ουσία· το χειρότερο όμως ήταν, το τρισχειρότερο ήταν - σκέφτηκε ξανά -ότι ο ίδιος δεν ήταν παρά η σκιά όλων αυτών των φαντασματικών προσώπων, γιατί εξαντλούσε τις δυνατότητες της εξυπνάδας του με μοναδικό σκοπό να προσαρμοστεί σ’ αυτούς και να τους μιμηθεί, και μολονότι τους μιμούνταν με ειρωνική ξεγνοιασιά, χωρίς να τους παίρνει στα σοβαρά, μολονότι πάσχιζε με τον τρόπο αυτό να τους γελοιοποιήσει κρυφά - και να δικαιολογήσει την προσπάθεια προσαρμογής του – αυτό δεν άλλαζε τίποτε, γιατί μια μίμηση, έστω και σκληρή, εξακολουθεί να είναι μίμηση, ακόμη και μια σκιά που σαρκάζει εξακολουθεί να είναι σκιά, κάτι δεύτερο παράγωγο, άθλιο, τίποτε άλλο παρά μια σκιά. Ήταν ταπεινωτικό, φοβερά ταπεινωτικό.
Ο Εδουάρδος δεν βρήκε ποτέ τίποτε το ουσιαστικό ούτε στους έρωτές του, ούτε στη δουλειά του, ούτε στις ιδέες του. Είναι πολύ διορατικός για να νομίζει ότι βρίσκει το ουσιαστικό στο μη ουσιαστικό, αλλά και πολύ αδύναμος για να μην επιθυμεί κρυφά το ουσιαστικό.
Πόσο θλιβερό είναι να ζούμε, όταν δεν μπορούμε να πάρουμε τίποτε και κανέναν στα σοβαρά.
Γι αυτό ο Εδουάρδος νιώθει τη δίψα για το Θεό, γιατί μόνο ο Θεός απαλλάσσεται από την υποχρέωση να εμφανίζεται και μπορεί να αρκείται στο να είναι, γιατί μονάχα Εκείνος – Εκείνος μονάχα, Μοναδικός και Ανύπαρκτος - αποτελεί την ουσιαστική αντίθεση αυτού του κόσμου που γίνεται πιο υπαρκτός επειδή είναι μη υπαρκτός.
Έτσι ο Εδουάρδος έρχεται πότε πότε να καθίσει στην εκκλησία και υψώνει προς το θόλο τα ονειροπόλα μάτια του. Το απόγευμα πλησιάζει να τελειώσει, η εκκλησία είναι σιωπηλή και έρημη, ο Εδουάρδος κάθεται σ’ έναν ξύλινο πάγκο και νιώθει θλίψη στη σκέψη ότι δεν υπάρχει Θεός. Εκείνη όμως τη στιγμή, η θλίψη του είναι τόσο μεγάλη που βλέπει ν’ αναδύεται ξαφνικά το πραγματικό και ζωντανό πρόσωπο του Θεού. Κοιτάξτε! Είναι αλήθεια! Ο Εδουάρδος χαμογελά. Χαμογελά και το χαμόγελό του είναι ευτυχισμένο…
Κρατήστε στη μνήμη σας, σας παρακαλώ, την εικόνα αυτού του ανθρώπου που χαμογελά.
Μίλαν Κούντερα, Γελοίοι Έρωτες, Εκδόσεις Οδυσσέας 1984, Σελ 276-281.