Μόνο τρεις κατηγορίες όντων δεν φιλοσοφούν: οι θεοί, οι σοφοί και οι μωροί1α.
Δεν φιλοσοφούν οι θεοί. Δεν χρειάζεται. Τα ξέρουν όλα. Στα πάντα που ξέρουν περιλαμβάνεται και η τέχνη της παραπλάνησης: Τούτα τα λόγια πρώτα απ᾽ όλα μού είπανε οι θεές, οι Ολυμπιάδες Μούσες, κόρες του Δία που βαστά αιγίδα: Ποιμένες της υπαίθρου, κακές ντροπές, στομάχια σκέτα, γνωρίζουμε να λέμε ψέματα πολλά, με την πραγματικότητα όμοια, μα ξέρουμε, σαν θέλουμε, να ψάλλουμε κι αλήθειες2. Είναι ένας από τους τρόπους να μας δοκιμάζουν. Εναπόκειται στην ικανότητά μας να διακρίνουμε και να επιλέξουμε το θεό που θα πιστεψουμε: Δεν θα σας πάρει με κλήρο κάποιος δαίμονας, εσείς θα τον διαλέξετε το δαίμονα σας3.
Δεν φιλοσοφούν οι σοφοί. Σοφοί είναι εκείνοι που ξέρουν να χρησιμοποιούν κατάλληλα όσα γνωρίζουν χωρίς να ξεφεύγουν από τα όριά τους. Γνωρίζουν τα μέτρα τους. Έχουν επίσης αντιληφθεί πως οι λέξεις μέτρο και μοίρα είναι συγγενικές χωρίς να είναι ομόρριζες.
Επίσης δεν φιλοσοφούν οι χαζοί· δεν τους χρειάζεται.
Όλοι οι υπόλοιποι, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία, φιλοσοφούν. Προσπαθούν να ανακαλύψουν τις αιτίες των πραγμάτων. Δηλαδή να θέσουν καθολικά ερωτήματα και να βρουν καθολικές απαντήσεις. Δηλαδή να παραγάγουν τεκμηριωμένες ερμηνείες.
Για όσο διαρκεί αυτή η επίπονη και μακριά διαδικασία όλοι αυτοί ταλαντεύονται ανάμεσα στη μωρία και τη σοφία1β.
Για τους περισσότερους τα αποτελέσματα είναι οικτρά. Δεν θέλω και ούτε χρειάζεται να επεκταθώ στους λόγους της αποτυχίας. Είναι προφανείς. Θα σημειώσω μόνο πως από τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο μέχρι τον Ιωάννη της Κλίμακας και τον Don Juan Matus η υπερβολική άνεση και ακόμα περισσότερο οι υπέρμετρες απολαύσεις με τη χαύνωση που προκαλούν, όπως επίσης και οι διαρκείς ή συχνές περισπάσεις, αποτελούν τα σημαντικότερα εμπόδια στο δρόμο προς τη σοφία. Δηλαδή στην πορεία προς τη θέαση της ουσίας των πραγμάτων. Με την προϋπόθεση βέβαια πως έχει καλλιεργηθεί η ενδιάθετη ροπή προς τη γνώση4 και το υποκείμενο, δηλαδή αυτός που ψάχνει, έχει κάποια ψυχική σχέση - αυτό που λέμε κλίση - ή μια εσωτερική συγγένεια με το αντικείμενο του οποίου αναζητά την ουσία.
Το πόσο οικτρή, αλλά και επικίνδυνη είναι η κατάληξη διαπιστώνεται από το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στην ψυχική στάση και στην κοινωνική συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων. Το κενό παίρνει τη μορφή μιας εντεινόμενης αντιφατικότητας. Στο πρώτο επίπεδο προσοχής, δηλαδή στις καθημερινές τους δραστηριότητες, τα άτομα λειτουργούν μηχανικά ή σχεδόν ηλίθια. Στο δεύτερο επίπεδο, δηλαδή στην ψυχική τους κατάσταση, κινούνται στις παρυφές της παραφροσύνης5.
Παραπομπές:
1α & 1β. Δες σχετικά: Πλάτων, Συμπόσιον ή Περί Έρωτος Ηθικός, 203 e.
2. τόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον ἔειπον, Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο· ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον, ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα, ἴδμεν δ᾽ εὖτ᾽ ἐθέλωμεν ἀληθέα γηρύσασθαι.
Ησίοδος, Θεογονία, 24 – 29.
(And this word first the goddesses said to me the Muses of Olympus, daughters of Zeus who holds the aegis: “Shepherds of the wilderness, wretched things of shame, mere bellies, we know how to speak many false things as though they were true; but we know, when we will, to utter true things.”
Hesiod, Theogony, 25 – 29.)
3. οὐχ ὑμᾶς δαίμων λήξεται, ἀλλ' ὑμεῖς δαίμονα αἱρήσεσθε.
Πλάτων, Πολιτεία, 617 e.
4. Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει.
Αριστοτέλης, Των Μετά Τα Φυσικά, 980 a.21.
5. Δες σχετικά: Carlos Castañeda, Η Τέχνη των Ονείρων, Σελ. 205.