Για να κάνουμε αυτό που πρέπει, πρέπει να καταλάβουμε τι συνέβη. Μετά πρέπει να βρούμε ποιες αιτίες το δημιούργησαν. Εκεί θα βρούμε και γιατί ο Χ Κίσινγκερ θεωρεί άκαιρη και αντιπαραγωγική τη διαφωνία για το παρελθόν.
Αν δεν θέλουμε ή αν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη μ’ όλα αυτά τα πρέπει, μπορούμε να μείνουμε στην ανώδυνη και υπνωτική παρηγοριά της κακής μας τύχης, έτσι όπως την δημιουργήσαμε για να δικαιολογούμε την παραλυτική ανοησία μας.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Το τι σημαίνει ύφεση, πόση θα είναι αυτή και τι μας περιμένει, ανακοινώνεται διαρκώς και σχεδόν με χαιρέκακη επιμονή. Οι ανθρωπολογικές επιπτώσεις αγνοούνται ή απλώς δεν ενδιαφέρουν. Το πιθανότερο είναι ότι συμβαίνουν και τα δύο. Ερευνητικές ομάδες των Πανεπιστημίων Warwick, Glasgow-Adam Smith Business School και του The Alan Turing Institute μελέτησαν τη σχέση οικονομίας και προσδόκιμου ζωής. Το φθινόπωρο του 2019 ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους1. Κατέληξαν στο ότι κάθε χρόνος στο προσδόκιμο ζωής των πολιτών στις δυτικές χώρες ισούται με διακύμανση έως και 4,3% στο ΑΕΠ. Αυτή είναι η πρώτη ανάγνωση της απλής αυτής εξίσωσης. Οι πολλαπλασιαστές που τη συνοδεύουν σχετίζονται με την απλή και μετρήσιμη αλήθεια ότι ο πλούτος και φέρνει την ευτυχία και διώχνει τη δυστυχία. Είναι ενδεικτική και θλιβερή μια πρόσφατη διαπίστωση του Economist ό,τι στην ισχυρότερη χώρα του πλανήτη οι θάνατοι από αλκοολισμό και αυτοκτονίες, δηλαδή τα κατ’ εξοχήν θύματα του κοινωνικού αποκλεισμού και της απόγνωσης, έχουν αυξηθεί μεταξύ 1999 και 2017 κατά 40,6% και 38,3% αντίστοιχα.
Όσον αφορά τη δημοκρατία, αν οι κίνδυνοι για το πολίτευμα προέρχονταν κυρίως ή μόνο από τις παρακολουθήσεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κακό είναι σχετικά μικρό. Και πριν τις αποκαλύψεις στο Permanent Record του Edward Snowden ο καθένας που κατείχε ένα smartphone γνώριζε ή υπέθετε βάσιμα ότι τον παρακολουθούσαν και τον κατέγραφαν. Και όχι μόνο οι διάφορες κρατικές υπηρεσίες.
Οι θρήνοι για τη δημοκρατία είναι όψιμοι. Η δημοκρατία πέθανε από καιρό. Τα δάκρυα, αν δεν είναι υποκριτικά ή αφελή, αφορούν το μνημόσυνό της. Όλοι έβλεπαν και όφειλαν να ξέρουν τι συνέβαινε. Ωστόσο ο καθένας αποτραβηγμένος στην εικονική νησίδα του ασφαλισμένου μικρόκοσμού του, ένιωθε προστατευμένος και διαμαρτύρονταν νωχελικά, γενικά και αόριστα. Τώρα, βλέποντας ότι όσο εικονική ήταν η νησίδα του, άλλο τόσο εικονική αποδεικνύεται και η ασφάλειά του, μπορεί να ωρύεται όσο θέλει. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτό θα συμβαίνει στα όρια του επιβεβλημένου περιορισμού στο μικρόκοσμό του. Αν έχει συνειδητοποιήσει τι του συνέβη, οι κραυγές του θα έχουν περιεχόμενο. Θα τις απευθύνει όμως ως ακίνδυνος τρελός από το μπαλκόνι του, σαν σκύλος που γαβγίζει στο φεγγάρι, όπως αυτός στην εικόνα της επικεφαλίδας. Και πάντως όχι σαν λύκος2. Ή στο διαδίκτυο ανάμεσα σε συμβουλές lifestyle και συνταγές μαγειρικής. Εναλλακτικά μπορεί και να χειροκροτεί από το μπαλκόνι του, περιμένοντας κάνα voucher.
Η δυτική εκδοχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας υπήρξε το πολίτευμα των μεσαίων τάξεων. Η σταδιακή οικονομική εξουθένωσή τους οδήγησε αργά και σταθερά στην κοινωνική τους υποβάθμιση. Μαζί τους μαράζωσαν κυρίως τα σοσιαλδημοκρατικά και μέχρι ένα βαθμό τα κεντροδεξιά κόμματα που τους εκπροσωπούσαν. Οι πολίτες οχυρώθηκαν στην επίπλαστη ασφάλεια που υπόσχονται τα εθνικά τείχη. Δεν υπάρχουν πλέον εθνικά τείχη. Η ασύδοτη ελευθερία που εξασφάλισε η παγκοσμιοποίηση στην κυκλοφορία του χρηματιστικού κεφαλαίου τα ισοπέδωσε. Η εθνική κυριαρχία με τα χέρια απλωμένα στις αγορές είναι σχήμα αντιφατικό και οξύμωρο. Γι αυτό το λόγο συγκεκριμένοι πολιτικοί κατευθύνουν την εκτόνωση της κοινωνικής οργής και του οικονομικού άγχους σε εύκολους και πρόχειρους στόχους, όπως είναι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Η παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον στη μορφή και την έκταση που τη γνωρίσαμε, κάπου εδώ τελειώνει. Αφού πρώτα σκότωσε τη δημοκρατία, τώρα πεθαίνει η ίδια εγκαταλελειμμένη από τους εμπνευστές της. Ως εδώ βέβαια εξασφάλισε στους περισσότερους από αυτούς τη δυνατότητα εύκολης και πλούσιας εκμετάλλευσης των ασιατικών πόρων. Η αμερικανική δεξαμενή σκέψης Center for a New American Security προειδοποιούσε μόλις πριν την κρίση για τον κίνδυνο η Κίνα, διαθέτοντας τεράστια δικά της κεφάλαια, να υποσκελίσει τις ΗΠΑ σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι κβαντικοί υπολογιστές και η γονιδιωματική και να διευρύνει την επιρροή της στη νοτιοανατολική Ασία, όπου, όπως είναι γνωστό, κατοικεί πάνω από το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού. Η πανδημία απλώς επιτάχυνε όλες αυτές τις εξελίξεις, ασφαλίζοντας μας στην προστατευτική άνεση του μικρόκοσμού μας.
Ας δούμε όμως πότε δημιουργήθηκε, ποια ήταν αυτή η παγκοσμιοποίηση και σε βάρος ποιων λειτούργησε.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και από τις αρχές τις αρχές της δεκαετίας του ’70 οι εγγενείς αδυναμίες της Συμφωνίας του Bretton Woods3, προκαλούσαν σοβαρές δυσχέρειες στην αμερικανική οικονομία. Τα οικονομικά προβλήματα εντείνονταν επιπρόσθετα και σημαντικά από τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Η αμερικανική οικονομία είχε υποχωρήσει από το 35% ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ το 1950 στο 27% το 1969. Το 1971 η ανεργία στη χώρα έφτανε στο 6,1% και ο πληθωρισμός στο 5,84%. Το δημόσιο χρέος, αν και είχε υποχωρήσει από το 53% το 1960, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 παρέμενε στο 35%. Το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, αν και κινούνταν οριακά θετικά, έβαινε διαρκώς μειούμενο. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών απέβαινε αρνητικό: -3,1% και -2,5% για τα έτη ’69 και’70 αντίστοιχα.
Το 1966 οι Κεντρικές Τράπεζες των χωρών που μετείχαν στο σύστημα του Bretton Woods διατηρούσαν αποθέματα 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Την ίδια εκείνη χρονιά η αξία των αποθεμάτων χρυσού των ΗΠΑ έφτανε στα 13,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Από αυτά τα αποθέματα μόνο ένα μέρος περί τα 3,2 δισεκατομμύρια σε χρυσό κάλυπτε τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της αμερικανικής κυβέρνησης στο εξωτερικό. Οι βασικοί αυτοί δείκτες αποκάλυπταν ότι το δολάριο ήταν υπερτιμημένο. Παρεπόμενα αρνητικές ήταν οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας. Η χώρα εκτοπίζονταν σταδιακά από τις διεθνείς αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Οι οικονομίες των αναπτυσσομένων χωρών κέρδιζαν σταθερά έδαφος. Σ’ αυτές διακρίνονταν ιδιαίτερα οι εμπορικές επιδόσεις των ηττημένων του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Πρωτίστως οι οικονομίες της Ιαπωνίας και της (Δυτικής) Γερμανίας, που από το 1952 μετείχαν στο Σύστημα Μπρέτον Γουντς και αναπτύσσονταν ταχύτατα.
Τα αδιέξοδα που θα προέκυπταν είχαν επισημανθεί από τον John Maynard Keynes ήδη στην κατάρτιση της Συμφωνίας. Ο Geoffrey Crowther, εκδότης του Economist εκείνη την περίοδο, προειδοποιούσε: Lord Keynes was right ... The world will bitterly regret the fact that his arguments were rejected.Όπως ήταν αναμενόμενο στη διάσκεψη επικράτησαν οι απόψεις του Harry Dexter White, επικεφαλής της αμερικανικής ομάδας των εκπροσώπων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Harry Dexter White υπήρξε έμπιστος του Προέδρου F D Roosevelt και αργότερα, το 1948, κατηγορήθηκε για κατασκοπεία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης.
Η εμπιστοσύνη στο δολάριο είχε κλονιστεί καίρια, όσο και δικαιολογημένα. Η αποκατάσταση της οικονομικής αξιοπιστίας των ΗΠΑ στο εξωτερικό απαιτούσε δραστικά δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα στο εσωτερικό, αλλά με το ανάλογο πολιτικό και κοινωνικό κόστος. Αντί γι αυτά την Κυριακή στις 15 Αυγούστου 1971 ο τότε Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον εγκατέλειψε την αρχική Συμφωνία του Μπρέτον Γουντς. Βραχυπρόθεσμα επέλεξε το πολιτικό όφελος του αρχικά θετικού αντίκτυπου των μέτρων που ανακοίνωσε. Μακροπρόθεσμα έθεσε τις βάσεις για την επικράτηση του χρηματιστικού κεφαλαίου σε βάρος του βιομηχανικού.
Η απόφαση του Προέδρου έμεινε στην ιστορία με την ονομασία Nixon Shock και συνοψίζονταν στη μονομερή κατάργηση της άμεσης μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό και στην επιβολή πρόσθετων προστατευτικών δασμών 10% στα εισαγόμενα προϊόντα. Προβλέπονταν ακόμη φορολογικές ελαφρύνσεις, πάγωμα στις αυξήσεις μισθών, όπως και απαγόρευση της ανόδου στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών για 90 ημέρες. Στο σκεπτικό της απόφασης υπογραμμίζονταν ότι έτσι θα προλαμβάνονταν ενδεχόμενες πληθωριστικές πιέσεις. Το αμερικανικό δολάριο έπαυε πλέον και τυπικά να καλύπτεται και αποδίδονταν ελεύθερο στις ανταγωνιστικές δυνάμεις της αγοράς, αλλά και των κερδοσκόπων. Εκείνο που αποσιωπούσε στην ομιλία του ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ήταν ό,τι η αμερικανική κυβέρνηση αδυνατούσε ήδη από χρόνια να τηρήσει τη δέσμευσή της να καλύπτει με χρυσό τα δολάρια που κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό. Ωστόσο στο λόγο του που επιγράφονταν “The Challenge of Peace” τόνιζε με πατριωτική έμφαση: There is no longer any need for the United States to compete with one hand tied behind her back. Στην έκδοσή τους της 16ης Αυγούστου 1971 οι New York Times υποδέχτηκαν διθυραμβικά την απόφαση: we unhesitatingly applaud the boldness with which the President has moved. Ο αμερικανικός λαός πανηγύριζε ενθουσιασμένος. Στη διάσκεψη των Υπουργών Οικονομικών της Ομάδας των G-10 4 στη Ρώμη, 30. 11-1. 12. 1971, που ανησυχούσαν για τον εισαγόμενο πληθωρισμό που απειλούσε τις οικονομίες των χωρών τους, ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ John Connally, που είχε σχεδιάσει τα μέτρα του Nixon Shock, είχε απαντήσει αποστομωτικά: The dollar is our currency, but it's your problem.
Θα περνούσαν χρόνια για να συνειδητοποιήσουν οι πολίτες, κυρίως όμως οι απόγονοί τους, τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής απόφασης.
Αν και όπως αναφέρθηκε ήδη, η εμπιστοσύνη στο δολάριο είχε κλονιστεί καίρια και δικαιολογημένα, η ηγεμονία του νομίσματος δεν αμφισβητούνταν. Το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών διενεργούνταν σε δολάρια και παρέμενε το κύριο νόμισμα των κρατικών συναλλαγματικών αποθεμάτων. Οι αποφάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης είχαν παγκόσμια αντανάκλαση και επηρέαζαν, όπως και επηρεάζουν την οικονομία διεθνώς. Μελέτες δείχνουν ότι ένα ισχυρό δολάριο συμπιέζει το διεθνές εμπόριο, ενώ αντίθετα μια περιοριστική νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ δυσχεραίνει τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Οι αναπτυσσόμενες χώρες, έχοντας αποκτήσει πικρές εμπειρίες από τις οι οικονομικές θύελλες που προκαλούσαν οι κατευθυνόμενες ιδιοτροπίες του αμερικανικού νομίσματος, αμύνθηκαν. Ένα από τα κύρια μέσα της προστασίας τους ήταν η σταδιακή δημιουργία σημαντικών αποθεμάτων σε δολάρια. Τα αποθέματα των αναπτυσσόμενων χωρών, που άρχισαν να μεγεθύνονται ιδιαίτερα από το 1990 και κορυφώθηκαν έως το 2014, διατηρούσαν το δολάριο υπερτιμημένο, ενισχύοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητά τους. Στις ΗΠΑ διευρύνθηκαν και παγιώθηκαν θηριώδη ελλείματα στον τρεχούμενο λογαριασμό. Μ’ άλλα λόγια, ο καταναλωτικός παροξυσμός των Αμερικανών πολιτών χρηματοδοτούνταν με δανεικά από τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες επένδυαν τα δολάρια τους σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία· κυρίως ομόλογα. Στις 12 Αυγούστου του 2005, δύο χρόνια πριν την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-8, ο Paul Krugman περιέγραφε την κατάσταση στους NY Times: Americans make a living selling each other houses, paid for with money borrowed from the Chinese. Σ’ αυτή τη διαδρομή των κεφαλαίων από τις αναπτυσσόμενες χώρες που δημιουργούσαν αποθεματικά, με πρώτη ανάμεσά τους την Κίνα, προς την Αμερική και από τους Αμερικανούς καταναλωτές πίσω στις αναπτυσσόμενες χώρες που δημιουργούσαν αποθεματικά, θεμελιώθηκε πολιτικά και λειτούργησε οικονομικά όλη η προηγούμενη περίοδος που ονομάστηκε αναδρομικά Bretton Woods II5.
Η απαξιωτική συμπεριφορά του ‘Typhoon’, όπως τον χαρακτήριζαν οι Ιάπωνες, John Connally ήταν περισσότερο το αποτέλεσμα πολιτικών διεργασιών που βρίσκονταν σε εξέλιξη, παρά η εκρηκτική εκδήλωση ενός κυνικού χαρακτήρα. Σχεδόν πέντε μήνες πριν τη διάσκεψη των G 10 στη Ρώμη και έναν μήνα πριν τη δημοσιοποίηση των μέτρων, στις 15 Ιουλίου 1971, ο Λευκός Οίκος κατέπλησσε τον κόσμο. Την ημέρα εκείνη ο Πρόεδρος Richard Nixon ανακοίνωνε την απόφασή του να επισκεφτεί το Πεκίνο στις αρχές του επομένου έτους. Οι προσπάθειες διπλωματικής προσέγγισης των δύο χωρών μετά από 25 χρόνια αποξένωσης είχαν αρχίσει διστακτικά από τα τέλη του 1969. Ένα χρόνο αργότερα, στα τέλη του 1970 ο Πρόεδρος Mao Tse-tung σε συνέντευξή του προς τον Αμερικανό δημοσιογράφο Edgar Snow προσκαλούσε τον Ρίτσαρντ Νίξον να επισκεφτεί την Κίνα. Μερικούς μήνες αργότερα ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Προέδρου - ο τώρα δεν χρειάζεται να διαφωνούμε για το παρελθόν - Henry Kissinger, που τυπικά επισκέπτονταν το Πακιστάν, μετέβη μυστικά στο Πεκίνο, όπου συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό Zhou Enlai για να προετοιμάσουν το πρόγραμμα της επίσκεψης του Richard Nixon. Την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου του 1972 ο Αμερικανός Πρόεδρος πραγματοποιούσε το ταξίδι. Οι μέρες εκείνες, από τις 21 έως τις 28 Φεβρουαρίου χαρακτηρίστηκαν ως η εβδομάδα που άλλαξε τον κόσμο. Αμερικανοί ιστορικοί, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι αξιολογούν το ταξίδι εκείνο ακόμη και μέχρι σήμερα ως τη σημαντικότερη επίσκεψη Αμερικανού Προέδρου που πραγματοποιήθηκε ποτέ στο εξωτερικό. Η προσέγγιση, στον απόηχο της ρήξης των σινοσοβιετικών σχέσεων, που άρχισαν να διαταράσσονται σοβαρά από το 1956 και κορυφώθηκαν το 1966, αποσκοπούσε πρωτίστως στην ανάσχεση της περαιτέρω σοβιετικής εξάπλωσης στην Ασία. Οι δύο Πρόεδροι υπόσχονταν ακόμη ότι θα διατηρούσαν την υπάρχουσα ισορροπία στις ζώνες επιρροής στη νοτιοανατολική Ασία και στον Ειρηνικό ευρύτερα. Αναμφισβήτητα η συμφωνία διεύρυνε το στρατηγικό βάθος και των δύο χωρών. Μερικά χρόνια αργότερα οι δύο Πρόεδροι δεν υπήρχαν πια. Ο Μάο πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 1976·ο Νίξον παραιτήθηκε στις 9 Αυγούστου 1974. Στη μάχη της προεδρικής διαδοχής στην Κίνα επικράτησε το 1978 ο Deng Xiaoping. Ο νέος Πρόεδρος είχε ζήσει και σπουδάσει και στη Γαλλία, είχε διωχθεί και υποβαθμιστεί στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης από τον Μάο, ο οποίος τον θεωρούσε κρυφό οπαδό του καπιταλισμού. Το σίγουρο είναι ότι ο Ντένκ Ξιαοπίνγκ δεν ήταν δογματικός, ενώ υπήρξε τολμηρός μεταρρυθμιστής. Με σύνθημα: Δεν έχει σημασία αν ο γάτος είναι μαύρος ή άσπρος, το σημαντικό είναι να πιάνει ποντίκια, κάλεσε ως οικονομικό Σύμβουλό του, ήδη από τα τέλη του 1979, τον περιβόητο Αμερικανό οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν (Nobel 1976). Έτσι επέβαλε στην Κίνα ένα υβριδικό οικονομικό σύστημα, που έχει επικρατήσει να περιγράφεται ως κρατικός καπιταλισμός ή σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά.
Το αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων φάνηκε αμέσως και υπήρξε εντυπωσιακό: Το πραγματικό κατά κεφαλήν παραγόμενο προϊόν της Κίνας που από το 1950 έως το 1973 αυξάνονταν κατά μέσο όρο με 2,9%, από το 1978 και έως το 2013 τριπλασιάστηκε, φτάνοντας κατά μέσο όρο το 9,5%. Η εμπορική συμφωνία που υπογράφτηκε το 1979 με τις ΗΠΑ είχε έναν αρχικό όγκο εισαγωγών-εξαγωγών 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το 2017, δηλαδή πριν τη χρονιά που οι ΗΠΑ επέβαλαν τους προστατευτικούς δασμούς, ο μέγεθος είχε φτάσει στα 600 δισεκατομμύρια δολάρια. Πρέπει να τονιστεί ότι η κινεζική ηγεσία, σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις άλλων χωρών, απαίτησε διαχρονικά και αποφασιστηκά για το άνοιγμα της κολοσσιαίας αγοράς πρόσβαση στη σύγχρονη τεχνολογία και συμμετοχή στην παραγωγή με προτεραιότητα στους Κινέζους προμηθευτές. Μόνο η αξία της τεχνολογίας που αποκτήθηκε με τον τρόπο υπολογίστηκε, από δυτικούς ωστόσο αναλυτές, για το 2019 τουλάχιστον στα 300 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας τα τελευταία 32 χρόνια, προσαρμοσμένος σε σημερινές τιμές, έφτανε στο 15,8%. Το 1994 πέτυχε ιστορικό υψηλό στο 36,41% και το 1999 ιστορικό χαμηλό στο 6,25%. Η κινέζικη οικονομία ξεπέρασε την ιταλική το 2000, τη γαλλική του 2005, την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου το 2006, τη γερμανική το 2007 και την ιαπωνική το 2010. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και υπολογισμένο σε διεθνή δολάρια ή ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης (purchasing power parity) το οικονομικό μέγεθος της Κίνας ξεπέρασε εκείνο των ΗΠΑ από το 2014.
Το 2000 μόνο ένα 4% του κινέζικου πληθυσμού ανήκε στη μεσαία τάξη. Το 2018 το ποσοστό έφτασε στο 30% των κατοίκων της χώρας, δηλαδή πάνω από 400 εκατομμύρια ανθρώπους, με τον μέσο όρο της ηλικίας στα 37 χρόνια. Σύμφωνα με την McKinsey το μέγεθος θα εκτιναχτεί ή τουλάχιστον θα εκτινάσσονταν υπό κανονικές συνθήκες στο 76% ή στα 856,4 εκατομμύρια ανθρώπους το 2022. Πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάταξη στη μεσαία τάξη της Κίνας προϋποθέτει σαφώς χαμηλότερα εισοδήματα, από τα 9 έως τα 34 χιλ. δολάρια το χρόνο, σε σχέση με τις πλούσιες χώρες της δύσης, αλλά παρόμοιες ή ίδιες με τις περιφέρειες της Δύσης. Κι αυτά εννοείται πριν την παρούσα οικονομική κρίση.
Από μια άλλη σκοπιά η παγκοσμιοποίηση επέφερε μια ιδιότυπη, αν και μονοδιάστατη, οικουμενική ισορροπία: όσο εισόδημα αφαιρέθηκε από τις μεσαίες τάξεις των δυτικών κοινωνιών, προστέθηκε στις ανατολικές κοινωνίες, δημιουργώντας και αναπτύσσοντας τις εκεί αντίστοιχες τάξεις. Οι αμερικανικές κυβερνήσεις χωρίς απαραίτητα να το θέλουν και το κινέζικο κομμουνιστικό κόμμα συνειδητά πέτυχαν, τουλάχιστον προς τη μια κατεύθυνση, έναν σπουδαίο και καθοριστικό διεθνιστικό άθλο. Η κίνηση των κεφαλαίων δεν υπήρξε ποτέ αμφίδρομη. Τα κέρδη της Apple στην Κίνα για το 2019 έφτασαν τα 44 δισεκατομμύρια δολάρια. Είναι αμφίβολο αν ο αμερικανικός λαός ωφελήθηκε έστω και κατ’ ελάχιστον. Οι πωλήσεις του ομίλου της Volkswagen για το 2019 ανήλθαν στα 186 δισεκατομμύρια ευρώ. Τα 65,07 δισεκατομμύρια από αυτά και τα μισά από τα πάνω από 14 δισεκατομμύρια ευρώ κέρδη επιτεύχθηκαν στην Κίνα. Και στην περίπτωση αυτή τα κέρδη οδηγήθηκαν στους λογαριασμούς των μετόχων. Είναι αμφίβολο αν και κατά πόσο ο γερμανικός λαός ωφελήθηκε απ’ όλα αυτά. Τα δύο αυτά παραδείγματα είναι ενδεικτικά και αρκετά.
Το οικονομικό σύστημα Μπρέτον Γουντς ΙΙ δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα σταθερό. Οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να δανείζονται διαρκώς από το εξωτερικό. Τα επίμονα και αυξανόμενα ελλείματα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών αφάνιζαν αργά και σταθερά τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Ήδη από τη δεκαετία του 2000 αναλυτές εκτιμούσαν ότι οι επενδυτές θα έχαναν εντελώς την εμπιστοσύνη τους στο δολάριο, κατάρρευση του νομίσματος και παγκόσμια οικονομική κρίση. Άλλοι προέβλεπαν ότι οι ΗΠΑ θα έχαναν το ενδιαφέρον τους για τη διατήρηση της δεσπόζουσας θέσης τους στο σύστημα ή ότι οι σοβαρές ζημιές στην αμερικανική κοινωνία από την αποβιομηχανοποίηση που διευρύνονταν θα ανάγκαζαν τους πολιτικούς σ’ όλο το πολιτικό φάσμα, όπως και συμβαίνει, να επαναξιολογήσουν τη στάση τους σε σχέση με τη παγκοσμιοποίηση. Ένα σημαντικό τμήμα του αμερικανικού λαού πλήρωσε και πληρώνει βαρύ τίμημα στο βωμό της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή σχεδιάστηκε κυρίως μετά το 1971. Οικονομικές μελέτες διαφόρων think tanks, αποκαλύπτουν ότι το 71% του παραγόμενου πλούτου στις ΗΠΑ αποβαίνει σε όφελος των ανώτερων ή ανώτατων εισοδηματικά τάξεων. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην ΕΕ, αν και το ποσοστό κινείται λίγο πιο πάνω απο το 50%. Η χώρα έσπαγε τα ρεκόρ τον περασμένο Ιούλιο, καταγράφοντας ανάπτυξη για 121 συνεχόμενους μήνες σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Όσοι προειδοποιούσαν, και ήταν αρκετοί, για επικείμενη ύφεση, ιστορικά προδιαγεγραμμένη και οικονομικά αναπόφευκτη, άσχετα από ποια αιτία ή αφορμή θα την προκαλούσε, λοιδορούνταν ως αδαείς μάντεις κακών. Στο μεταξύ οι αναλογίες και οι συσχετισμοί των μεγεθών μιλούσαν και μιλάνε απο μόνοι τους: ενώ το παγκόσμιο ΑΕΠ για το 2019 υπολογίζεται στα 87,3 τρισεκατομμύρια δολαρίων, τα χρέη των κρατών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με το ΔΝΤ, φτάνουν στα 188 τρισεκατομμύρια δολάρια. Εννοείται χωρίς να περιλαμβάνονται σ' αυτά τα μεγέθη οι φούσκες των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, που δεν έχουν καμία σχέση με τη δημιουργία πλούτου με βάση την παραγωγή και κατανάλωση πραγματικών αγαθών και υπηρεσιών.
Η οικονομία των ΗΠΑ για το 2019 αντιστοιχούσε στο 15% του παγκόσμιου ΑΕΠ και η συμμετοχή της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο φτάνει στο 10%. Το 50% των διεθνών συναλλαγών και του εμπορίου τιμολογούνται και διενεργούνται σε δολάρια, τα 2/3 του εξωτερικού χρέους των αναπτυσσόμενων αγορών είναι σε δολάρια και τα 2/3 των συναλλαγματικών αποθεμάτων παγκοσμίως είναι επίσης σε δολάρια. Το μέγεθος της κινεζικής οικονομίας συνιστά το 16,3% του παγκόσμιου μεγέθους και πραγματοποιεί το 13,1% των εξαγωγών παγκοσμίως. Ωστόσο σε renminbi, δηλαδή στο κινέζικο νόμισμα γουάν, πραγματοποιείται μόνο το 2% των συναλλαγών παγκοσμίως. Οι κινεζικές τράπεζες διακρατούν κρατικά αμερικανικά ομόλογα αξίας 1,07 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Σ’ ένα συνολικό μέγεθος των 6,7 τρισεκατομμυρίων αυτό αποτελεί το 16%. Με τον όγκο αυτό κατατάσσονται πλέον στη δεύτερη θέση μετά τους Ιάπωνες, αφού από το 2013 άρχισαν να μειώνουν τα αποθέματά τους σε δολάρια. Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στον περιορισμό της σύνδεσης του γουάν με το δολάριο και την παρεπόμενη αύξηση της διεθνούς κυκλοφορίας του κινεζικού νομίσματος. Η διαδικασία αυτή εκτιμούνταν ότι θα διαρκούσε ίσως και μια δεκαετία. Εκτιμάται ότι τώρα η εξέλιξη θα επιταχυνθεί. Σε σχέση με τα προηγούμενα αξίζει να σημειωθεί ότι η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος για τουλάχιστον 92 οικονομίες του πλανήτη.
Στο βιβλίο του Παγκόσμια Τάξη (Λιβάνης 2014, Σελ 342 & 555) ο Henry Kissinger, επικαλούμενος το έργο Translatio Imperii Mundi (Μεταφορά της Παγκόσμιας Κυριαρχίας) λέει: Άλλωστε είναι ευρέως γνωστό ότι η εξέλιξη των αυτοκρατοριών κινείται από την ανατολή προς τη δύση. Μια ματιά σ' έναν παγκόσιο χάρτη θα ήταν χρήσιμη και διαφωτιστική.
Παραπομπές:
1.^ News Release 14 Oct 2019. Prof. Andrew Oswald, Prof. Daniel Sgroi and Prof. Eugenio Proto, University of Warwick, University of Glasgow, Adam Smith Business School and The Alan Turing Institute, Prof. Thomas Hills, Dr Chanuki Seresinhe.
2.^ Ο λύκος δεν εξημερώνεται. Δεν μπορεί και δεν θέλει να ζει έγκλειστος. Στους ζωολογικούς κήπους θα δείτε τίγρεις, λιοντάρια, ελέφαντες, αρκούδες που χορεύουν και άλλα ζώα. Ποτέ λύκους. Γι αυτούς ισχύει κυριολεκτικά το ελευθερία ή θάνατος. Διαβάστε Το Τοτέμ του Λύκου του Jiang Rong. Εναλλακτικά ξεναγηθείτε στα δάση για μια αναζωογονητική εμπειρία συνάντησης με λύκο. Οι λύκοι ούτε ενοχλούν, ούτε ενοχλούνται.
3.^ Στη Συμφωνία του Μπρέτον Γουντς, 1-22 Ιουλίου 1944, είχε αποφασιστεί η σύνδεση και η μετατρεψιμότητα του αμερικανικού δολαρίου με τον χρυσό. Προβλέπονταν σταθερή ισοτιμία στα 35 δολάρια ανά (ευγενή) ουγκιά, δηλαδή για 31,104 γραμμάρια χρυσού. Στη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου οι ΗΠΑ διατηρούσαν στο έδαφός τους το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού. Το 50% του παγκόσμιου αποθέματος χρυσού ή 574 εκατομμύρια ουγκιές κατέχονταν από τις ΗΠΑ. Τα νομίσματα των σαράντα τεσσάρων χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη στο Bretton Woods του New Hampshire είχαν προσδεθεί στο δολάριο με σταθερές ισοτιμίες. Η συμφωνία επέτρεπε ωστόσο μια δυνατότητα διακύμανσης των νομισμάτων του συστήματος έως 1%. Η Γερμανία και η Ιαπωνία εντάχτηκαν στο σύστημα το 1952, όταν τα κοινοβούλιά τους κύρωσαν τη σχετική συμφωνία. Η Σοβιετική Ένωση είχε επίσης μετάσχει στη διάσκεψη. Αρνήθηκε όμως να κυρώσει τη συμφωνία, καταγγέλλοντας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF) και τη Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (BIRD), που ιδρύθηκαν τότε και από το 1945 θα αναλάμβαναν την εφαρμογή και επιτήρηση των όρων της συμφωνίας, ως παρακλάδια της Γουόλ Στριτ.
4^. Το 1971 μετείχαν στην Ομάδα των G-10 το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ολλανδία, η Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Στην ομάδα μετείχε και η Ελβετία, στην οποία αναγνωρίζονταν ένας περιορισμένος ρόλος.