Όπως είναι γνωστό μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 – 2009 οι τιμές παρέμεναν πεισματικά χαμηλές παρά την αθρόα προσφορά χρήματος και τα επιτόκια παρέμεναν σε μηδενικά επίπεδα ή κινούνταν και αρνητικά σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες. Η νομισματική θεωρία του Friedman, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να ακολουθήσει υψηλός πληθωρισμός, δεν επαληθεύτηκε. Ούτε και οι αναθερμασμένες νέο-κεϋνσιανές θεωρίες μπόρεσαν να ερμηνεύσουν επαρκώς το φαινόμενο. Την περίοδο της πανδημίας, όταν οι κυβερνήσεις ξόδευαν γενναιόδωρα, πολλοί οικονομολόγοι, ακόμη και κεντρικοί τραπεζίτες, αντιμετώπισαν επιπόλαια, ίσως και σκόπιμα αφελώς, την εξέλιξη του πληθωρισμού. Τον θεωρούσαν συγκυριακό και συνεπώς παροδικό. Όπως πλέον ξέρουμε και αυτοί διαψεύστηκαν.
Η κεντρική ιδέα του έργου του John Cochrane μπορεί να συνοψιστεί στη θέση πως το δημόσιο χρέος μπορεί να καταγραφεί σαν ένα στοιχείο της καθαρής θέσης1 μιας επιχείρησης υπολογισμένο με βάση τις αποδόσεις που αποφέρει στους κατόχους του.
Το επίπεδο των τιμών θα προσαρμόζεται – προκαλώντας πληθωρισμό ή αποπληθωρισμό – ώστε να εξασφαλίζεται πως η πραγματική αξία του χρέους θα ισοσκελίζεται από τις παρούσες, δηλαδή τις προεξοφλημένες, αξίες του συνόλου των μελλοντικών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Έτσι, όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, η πραγματική αιτία της ανόδου του πληθωρισμού είναι το δημόσιο χρέος και όχι η νομισματική πολιτική. Με την ίδια έννοια η αξία του νομίσματος έγκειται στο ότι με αυτό πληρώνονται φόροι και δημιουργούνται πλεονάσματα.
Η νέα προσέγγιση δεν έχει και πολλές διαφορές από τον κανόνα του χρυσού, με τη διαφορά πως στη συγκεκριμένη θεώρηση δεν είναι ο χρυσός που καλύπτει το νόμισμα, αλλά οι φόροι.
Στο έργο2 του, έναν τόμο 600 σελίδων, ο συγγραφέας, που μελετάει τον πληθωρισμό εδώ και τέσσερις δεκαετίες, είναι αρκετά προσεκτικός ώστε να επισημαίνει πως η προσαρμογή του επιπέδου των τιμών δεν συμβαίνει αυτόματα. Ο κόσμος μπορεί να κάνει εσφαλμένες εκτιμήσεις για την κυβερνητική αξιοπιστία όταν πρόκειται για την αποπληρωμή των υποχρεώσεών της. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τις μετοχές, οι αξίες μπορεί βραχυχρόνια να αποκλίνουν από τα θεμελιώδη μεγέθη. Μακροπρόθεσμα όμως προσαρμόζονται. Από την άλλη βέβαια μια κυβέρνηση που μοιράζει χρήματα χωρίς να δημιουργεί πλεονάσματα δεν θα μπορεί να αποφεύγει μόνιμα τον πληθωρισμό.
Υποστηρίζεται από πολλούς ειδικούς και είναι πλέον ευρέως γνωστό πως εδώ και μερικά χρόνια έχουμε περάσει σε μια οικονομική εποχή που ονομάζεται de-dollarisation. Αργά αλλά σταθερά το αμερικανικό δολάριο υποκαθίσταται ως αποθετικό νόμισμα. Πλέον αποτελεί μετά βίας το 60% των παγκόσμιων αποθεμάτων από το 80% που αποτελούσε πριν δύο δεκαετίες. Σε όλο και πιο αυξανόμενα ποσοστά στα συμβόλαια αγοραπωλησίας πετρελαίου, που είναι και ο βασικός πυλώνας της κυριαρχίας του αμερικανικού νομίσματος, το δολάριο υποκαθίσταται από άλλα νομίσματα, όπως το κινέζικο γουάν. (Δείτε το σχόλιο της ένθετης εικόνας.)
Η αμερικανική κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να επαναλάβει την περιφρόνησή της, λέγοντας “the dollar is our currency, but it is your problem” που είχε απευθύνει στον δυτικό κόσμο το 1971 ο τότε υπουργός της των οικονομικών John Connally. Τώρα το δολάριο έχει γίνει και δικό της ή μόνο δικό της πρόβλημα. Και ακόμη περισσότερο η αμερικανική κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να βομβαρδίσει "κατά λάθος" κάποια κινεζική πρεσβεία, όπως έκανε στις 7 Μαΐου 1999 στο Βελιγράδι.
Πρόσφατα η Κίνα*, που σε αντίθεση με τις δυτικές δυνάμεις δεν επιχειρεί να εξάγει και να επιβάλει το πολιτικό της σύστημα, ενορχήστρωσε την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στο Ιράν και τη Σαουδική Αραβία. Αμέσως μετά η Σαουδική Αραβία, αν και ο μεγαλύτερος μέτοχος, αρνήθηκε να ενισχύσει κεφαλαιακά την Credit Suisse. Η τράπεζα είχε αποστραγγιστεί από τα ρωσικά και κινέζικα κεφάλαια όταν η Ελβετία για πρώτη φορά στην ιστορία της εγκατέλειψε την ουδετερότητά της και συμμετείχε στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Προκαλεί θυμηδία η περσινή απειλή των κάποιων δυτικών ότι θα εξάλειφαν το ρούβλι, που παρά τον πόλεμο ενισχύεται. (* Η Κίνα έχει αρχίσει από το 2013 να απομακρύνεται από το δολάριο και πλέον, διακρατώντας αμερικανικά ομόλογα ύψους 870 δισεκατομμυρίων, βρίσκεται στη δεύτερη θέση μετά την Ιαπωνία που κατέχει ομόλογα αξίας 1,08 τρισεκατομμυρίων. Το Δεκέμβριο του 2013 η Κίνα κατείχε αμερικανικά ομόλογα αξίας 1,27 τρισεκατομμυρίων με δεύτερη την Ιαπωνία που κατείχε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου αξίας 1,182.5 τρισεκατομμυρίων.)
Παραπομπές:
1. Καθαρή θέση στις επιχειρήσεις ονομάζεται το ποσό του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων το οποίο ανήκει στους ιδιοκτήτες της επιχείρησης, μετά την εξόφληση του παθητικού. Δηλαδή των βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων υποχρεώσεων της επιχείρησης.
2. Ένα βιβλίο αποτελεί έργο όταν ανακεφαλαιώνει ό,τι προηγήθηκε σ’ ένα συγκεκριμένο θέμα και προτείνει μια νέα, άγνωστη ή παραγνωρισμένη αλλά υπαρκτή κατεύθυνση, αποφεύγοντας τις ουτοπίες ή τις δυστοπίες. Τα έργα είναι δημιουργίες συγγραφέων. Τα υπόλοιπα είναι ανιαρά αναγνώσματα που εξυπηρετούν τη ματαιοδοξία των γραφέων τους, αναπαράγοντας χιλιοειπωμένα και πασίγνωστα πράγματα επουσιώδους σημασίας. Οι γραφείς δημοσιεύουν για να γίνουν γνωστοί. Οι συγγραφείς, δηλαδή οι λογοτέχνες, εκδίδουν γιατί έχουν να πουν κάτι νέο.
Σ’ έναν ανυπέρβλητο αφορισμό του στο Πλέξους* ο Χένρι Μίλλερ γράφει: Ο ποιητής μιλάει μόνο στον ποιητή, το πνεύμα απαντάει στο πνεύμα, τα υπόλοιπα είναι σαχλαμάρες. (*Plexus, p. 464: The Poet speaks only to a Poet. Spirit answereth Spirit. The Rest is Hog-Wash.) Η λέξη hog-wash στην κυριολεξία σημαίνει την πολτοποιημένη τροφή για τα γουρούνια. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει την ανοησία, τη σαχλαμάρα, τη βλακεία. Με τη λέξη σαχλαμάρα περιγράφεται η απουσία ειρμού και κυρίως περιεχομένου, η ασυναρτησία.