Στου κακού το προσκεφάλι ο Σατανάς Τρισμέγιστος
Το μαγεμένο πνεύμα μας πολύν καιρό αιωρεί,
Και το πολύτιμο μέταλλο της θέλησης μας
Ολόκληρο εξατμίστηκε απ’ το σοφό αλχημιστή.
Τα νήματα που μας κινούν ο Διάβολος κρατά!
Θέλγητρα ανακαλύπτουμε σ΄ αντικείμενα αποκρουστικά·
Κάθε μέρα ένα βήμα κατεβαίνουμε στην Κόλαση,
Δίχως φρίκη ανάμεσα σε σκότη ρυπαρά.
Σαν το φτωχό αμαρτωλό που τρώει και φιλά
Τον κόρφο το μαρτυρικό αρχαίας πόρνης,
Κλέβουμε στο διάβα μια λαθραία χαρά
Και σαν πορτοκάλι υπερώριμο τη στύβουμε δυνατά.
Συμπιεσμένος, αεικίνητος, καθώς μυριάδες έλμινθες,
Στο μυαλό μας μεθά ένας λαός από Δαίμονες,
Και, όταν ανασαίνουμε, στα πνευμόνια μας ο Θάνατος
Κατεβαίνει, ποτάμι αόρατο, με υπόκωφα παράπονα.
Αν ο βιασμός, το φαρμάκι, το στιλέτο, η πυρκαγιά,
Δεν κέντησαν ακόμη με όμορφα σχέδια
Το φτηνό καμβά της θλιβερής μας μοίρας,
Αλίμονο, είναι γιατί η ψυχή μας! Δεν τολμά αρκετά.
Αλλά μες στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τα κυνηγόσκυλα,
Τις μαϊμούδες, τους σκορπιούς, τας όρνια, τα ερπετά,
Τα τέρατα που γαυγίζουν, ουρλιάζουν, γρυλίζουν, έρπουν,
Μες το αισχρό θηριοτροφείο των διαστροφών μας.
Είναι απ’ όλα ένα, πιο ελεεινό, πιο ζοφερό, πιο μιαρό!
Αν και δε χειρονομεί, μηδέ κραυγάζει,
Πρόθυμα θα μετέβαλε σ’ ερείπια τη γη
Και μ’ ένα χασμουρητό τον κόσμο θα κατάπινε·
Είναι η ανία! Το μάτι φορτωμένο αθέλητο δάκρυ,
Ικριώματα ονειρεύεται καπνίζοντας το ναργιλέ
Το λεπταίσθητο αυτό θηρίο, το γνωρίζεις, αναγνώστη,
- Υποκριτή αναγνώστη, - Όμοιέ μου – Αδελφέ μου.
Τα Άνθη του Κακού, Σαρλ Μπωντλαίρ, 1821 – 1867.
Μετάφραση Δέσπω Καρούσου.