Διερωτώνται λοιπόν ορισμένοι, κάποιοι σίγουρα αφελώς, για το πως είναι δυνατόν να είναι ή να έγιναν Έλληνες-Μακεδόνες οι Πόντιοι, ενώ ζουν στη Βόρεια Ελλάδα μόλις 95 χρόνια, και όχι οι Σλάβοι, που ζουν σε μακεδονικές περιοχές εδώ και 1369 χρόνια. Επιχειρείται δηλαδή, εντελώς ανιστόρητα και εξοργιστικά, μια απίστευτα αυθαίρετη σύγκριση.
Από τη μια μεριά οι Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας, που είχαν σε τέτοιο βαθμό αναπτυγμένη την εθνική τους συνείδηση, ώστε να πάρουν τα όπλα εναντίον των Οθωμανών, ακόμη και πριν την απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη στις 16 Μαΐου 1919, με τη φρούδα ελπίδα ότι θα ενσωμάτωναν τις περιοχές τους στην ελληνική επικράτεια.
Σ’ αυτούς λοιπόν αντιπαραβάλλεται ο μετά το 1913 αποσχιστικός αγώνας ενός μέρους των Σλάβων κατοίκων της Μακεδονίας, που αυτοπροσδιορίζονταν ως τέτοιοι από τις αυτονομιστικές τους ενέργειες, και υποκινημένοι από Σέρβους, Βούλγαρους και Ρώσους, επιδίωκαν να αποκόψουν βόρειες περιοχές από την ελληνική επικράτεια3.
Και με αφορμή τις κριτικές αναφορές στη στάση της Τρίτης Διεθνούς το 1934 όσον αφορά το μακεδονικό να υπενθυμίσω εδώ κάποιες σχετικά άγνωστες πτυχές του ζητήματος, που στην ένταση των ημερών αγνοήθηκαν ή αποσιωπούνται.
Στις αρχές Νοεμβρίου 1944 ο ΕΛΑΣ ήταν αναγκασμένος να δίνει διμέτωπο αγώνα, καθώς εκτός των αντιπάλων στο εσωτερικό, απέκρουε τη διείσδυση σλαβόφωνων μονάδων στα βόρεια της Φλώρινας. Ο τοποτηρητής του Τίτο στα Σκόπια Σφέτοζαρ ‘Τέμπο’ Μπουκμάνοβιτς απειλούσε οργισμένος τους επικεφαλής των Ελλήνων Ανταρτών: ‘Φοβούμαι πάρα πολύ πως το ΚΚΕ μαζί με τους Βρετανούς θα βρεθούν αντιμέτωποι με τη Νέα Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική Ένωση. Το απόσπασμα που έφθασε θα εξοπλισθεί από μας και θα σταλεί προς νότο. Αν ο ΕΛΑΣ αποπειραθεί να το παρεμποδίσει, θα αμυνθεί. Εάν τους επιτεθείτε, θα στείλουμε βοήθεια’.
Το Αρχηγείο Μακεδονίας του ΕΛΑΣ με τηλεγραφήματα του Καπετάνιου Λεωνίδα ζητούσε οδηγίες από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και συγκεκριμένα από τον Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος διέθετε σημαντική επιρροή στις διοικήσεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, για το χειρισμό των τεταμένων σχέσεων με τους Παρτιζάνους του Τίτο4 .
Η κρισιμότητα της κατάστασης φαινόταν και από την έκθεση των Βρετανών διπλωματών Ρέτζιναλτ Λήπερ και Χάρολντ ΜακΜίλαν, την οποία τηλεγραφούσαν στον Ουίνστων Τσώρτσιλ από την Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 1944 υποστηρίζοντας ότι ‘εάν ο εμφύλιος συνεχισθή επί πολύ ακόμη, οι Έλληνες ίσως δυσκολευθούν πολύ να ξανακερδίσουν την Μακεδονία, που είναι ο παράδεισος για Σλάβους επαναστάτες διαφόρων ειδών και τις διεισδύσεις των οποίων οι Βρετανοί δεν είναι σε θέση να ελέγχουν, ενώ το Κρεμλίνο δεν φαίνεται διατεθειμένο να ελέγξη’5
Επίσης στις 26 Δεκεμβρίου 1944 ο Αμερικανός Υπουργός των Εξωτερικών, E Stetinius, διεμήνυε με εγκύκλιο προς τις διπλωματικές του αποστολές στα Βαλκάνια ότι ‘ οποιαδήποτε συζήτηση περί μακεδονικού έθνους, μακεδονικής μητέρας πατρίδας ή μακεδονικής εθνικής συνείδησης αποτελεί αθεμελίωτη δημαγωγία, που δεν αντιστοιχεί σε εθνική ή πολιτική πραγματικότητα και δεν είναι παρά ο μανδύας για την εκπλήρωση επεκτατικών διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδος’ 6
Είναι γνωστό ότι πριν την μετονομασία της περιοχής το 1944 σε Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας από τον Στρατάρχη Τίτο η συγκεκριμένη περιφέρεια της Γιουγκοσλαβίας ονομαζόταν Vardarska Banjovina.
Αυτές τις θέσεις επαναλάμβανε στις 2 Οκτωβρίου 1992 ο Μπιλ Κλίντον πριν την εκλογή του στην Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών Κυβερνήτης στην επίσημη γραπτή δήλωσή του: ‘Περί τα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η χρήση αυτού του ονόματος για το νότιο τμήμα της Γιουγκοσλαβίας χαρακτηρίστηκε από τον τότε υπουργό Εξωτερικών της χώρας μας ‘ως προκάλυμμα για επιθετικές ενέργειες εναντίον της Ελλάδας, ενώ θα μπορούσε, επίσης, να αποτελέσει και πάλι πηγή αποσταθεροποίησης και διαμάχης’.
Αντίθετες όμως ήταν οι θέσεις του απερχομένου Προέδρου Τζώρτζ Μπους, τις οποίες τελικά υιοθέτησαν και οι Ευρωπαίοι. Η στάση των δυτικών συμμάχων συμπαρέσυρε και τις ελληνικές κυβερνήσεις. Οι ηγεσίες ωστόσο, υπολογίζοντας εσφαλμένα το εκλογικό κόστος, δείλιασαν, αυτοπαγιδεύτηκαν και αδράνησαν, οδηγώντας τις σχέσεις στο μακροχρόνιο και αμοιβαία επιβλαβές τέλμα της ενδιάμεσης συμφωνίας.
Την άρση αυτού του αδιεξόδου επιχείρησαν και πέτυχαν οι Α Τσίπρας και Ν Κοτζιάς. Και είναι φυσικό κι επόμενο να αναβαπτίζονται πλέον σε Statesmen, όπως ήδη τους χαρακτηρίζει, ειδικά τον πρώτο, ο δυτικός τύπος. Επίσης φυσικό κι επόμενο είναι η αντιπολίτευση, κυρίως η αξιωματική, καθώς ταυτίζεται πλήρως με τα απλοϊκά και χυδαία εθνικιστικά γρυλλίσματα και ορισμένων στελεχών της, να επισύρει την έμπρακτη δυσαρέσκεια των δυτικών ηγεσιών, προσθέτοντας ένα ακόμη σοβαρό εμπόδιο στο δρόμο προς μια εκλογική επιτυχία.
Το ενδεδειγμένο αντίδοτο στις (δήθεν πολιτικές) υστερίες είναι η νηφάλια ανάγνωση του κειμένου της συμφωνίας, ειδικά αν υπάρχει και κάποια σχετική ιστορική κατάρτιση. Αν αυτά φαντάζουν πολλά διαβάστε απλώς τα άρθρα 1, 3 και 7. Και πάντως ακούστε με επιφύλαξη τις διάφορες αναλύσεις, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Σχεδόν στο σύνολό τους εμπίπτουν στην κατηγορία εκείνων που ο Ιωάννης Καποδίστριας χαρακτήριζε ως ‘ονειροπολήματα των λογιωτάτων, ξένων πρακτικής ζωής’.
Μπορεί κάποιος να κατηγορεί ή και να βρίζει τον Α Τσίπρα για πολλά άλλα πράγματα, πάντως όχι για τη Συμφωνία των Πρεσπών, την περίσωση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις ή την επικείμενη αύξηση του υποκατώτατου και κατώτατου μισθού.
Παραπομπές:
1. Από τον πρόλογο του βιβλίου του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου: Το ημερολόγιο ενός πολιτικού – Η εμπλοκή των Σκοπίων,1994, Σελ 11.
2. Λουί Φερντινάν Σελίν, Ταξίδι στα βάθη της νύχτας, Σελ 91.
3. Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου 28 Ιουλίου (π.ημ.) / 10 Αυγούστου (ν.ημ.) του 1913 μεταξύ των τότε Βασιλείων της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, και του Μαυροβουνίου αφενός και της Βουλγαρίας αφετέρου. Η συνθήκη αυτή επισφράγισε το τέλος του Β' Βαλκανικού Πολέμου μετά την ήττα της Βουλγαρίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Σερβία είχε ήδη αναγνωρίσει τα σύνορά της με την Ελλάδα, όπως τα είχε οριοθετήσει ειδική σερβο-ελληνική επιτροπή. Με βάση την εισήγηση της επιτροπής υπογράφτηκε Πρακτικό στις 3 (ν.ημ.) Αυγούστου του 1913 στο Βελιγράδι από τους Πρωθυπουργούς Ελευθέριο Βενιζέλο και Νίκολα Πάσιτς.
4. Ε Κωφός, Εθνικισμός και Κομουνισμός στη Μακεδονία, 1964, Σελ 123. Τηλεγράφημα 75 α & β της 4ης Νοεμβρίου 1944.
5 & 6. Χάρολντ ΜακΜίλαν, Απομνημονεύματα, Σελ 517, 1969 και The State Department, Foreign relations of the United States. Diplomatic papers, Vol III, Dec 1944, στο βιβλίο του Ιωάννη Ο. Ιατρίδη, Εξέγερση στην Αθήνα, 1973.