Η θρησκεία αναπτύχθηκε από τη σχέση του ανθρώπου με το καθολικό του περιβάλλον, η ηθική από τη συναναστροφή του με τους συνανθρώπους του. Η εισαγωγή του νομίσματος τον 7ο π.Χ. αιώνα, που απογείωσε τις δυνάμεις της οικονομίας, περιορίζοντας τις κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στους αγαθούς γαιοκτήμονες και τους κακούς ακτήμονες και η δράση των Ιώνων φυσικών φιλοσόφων την ίδια εκείνη περίοδο που δίδαξαν την απαλλαγή από τα παραλυτικά δεσμά του υπερφυσικού δέους και του δισειδαιμονικού άγχους, είχαν προκαλέσει την εκ βάθρων αναθεώρηση του μέχρι τότε κοσμοειδώλου.
Ο διαχωρισμός σε ιστορικές περιόδους είναι συμβατικός. Σύγχρονοί μας είναι φορείς αρχαϊκών αντιλήψεων και οι ρίζες ιδεών που προβάλλονται ως σύγχρονες ανιχνεύονται στα βάθη των αιώνων. Η μνήμη προηγείται της γέννησης. Φαντάσματα*, χαμένα σ’ ένα δάσος από σύμβολα, ψάχνουμε τη θέση μας στον κόσμο. Αυτό είναι ακόμα πιο ευδιάκριτο στους αμνήμονες αρνητές που αναπαράγουν άκριτα και μηχανικά την παράδοση, ευτελίζοντας τη μουσειακή εκδοχή της οποίας ενσαρκώνουν. (*Πρβ Σοφοκλέους, Αίας, 125)
Κυριολεκτικά μας έχουν αφήσει στο έλεος του Θεού, είχε πει αρχικά ο ηγούμενος του ιστορικού μοναστηριού του Οσίου Δαυίδ στη βόρεια Εύβοια. Και είχε συμπληρώσει, λέγοντας ότι: Είναι ωραίο πράγμα να είσαι στο έλεος του Θεού, το καλύτερο θα έλεγα, αλλά είναι πολλά τα μέτωπα. Τελικά ο ίδιος απέδωσε τη σωτηρία της μονής σε θαύμα. Οι εθελοντές που είχαν προστρέξει σε βοήθεια, όπως δήλωσε ο ίδιος, υποβαθμίστηκαν σε ασήμαντους κομπάρσους της θεϊκής επέμβασης. Το ίδιο υποβαθμίστηκαν και οι σωτήριες ρίψεις νερού από το πυροσβεστικό ελικόπτερο τις κρίσιμες στιγμές που η φωτιά απειλούσε άμεσα το μοναστήρι, όπως αναγκάστηκε να παραδεχτεί ο ίδιος δημόσια μετά τις ήρεμες αλλά επίμονες ερωτήσεις του δημοσιογράφου.
Περιορίζομαι σ’ αυτήν την περίπτωση. Θα μπορούσα να συνεχίσω με πολλές παρόμοιες χωρίς να σχετίζονται απαραίτητα με τις καταστροφικές πυρκαγιές που βρίσκονται σε εξέλιξη. Αλλά και μόνο αυτή είναι ενδεικτική και αρκετή για να επιβεβαιώσει και να υπογραμμίσει την έννοια της αιώνιας επιστροφής και μετάβασης.
Στην αφετηρία της κλασικής εποχής έναν αιώνα πριν τη συμβατική χρονολογική αφετηρία της βρίσκεται η προδρομική μορφή του Σόλωνα και της μεταρρύθμισης προς τη θεμελίωση της δημοκρατίας που εισηγήθηκε με τους νόμους του περί το 592 π.Χ.
Ως έμπειρος και διορατικός νομοθέτης ωστόσο δεν είχε αυταπάτες για τη φιλαυτία κυρίως της αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων που θα προσπαθούσαν να αλλοιώσουν το περιεχόμενο των ήπιων αλλαγών που είχε θεσπίσει. Πολιτικό του σύνθημα ήταν άλλωστε το: μηδέν άγαν (τίποτε σε υπερβολή). Επιχείρησε να τους νουθετήσει με μια ποιητική παρακαταθήκη. Ήταν όμως αργά. Και η δική του πίστη στην ευθύδικη αγανάκτηση και την τιμωρητική επέμβαση των εξωλογικών δυνάμεων είχε κλονιστεί:
Η δική μας πόλη δεν πρόκειται ποτέ να χαθεί, όσο εξαρτάται από τις αποφάσεις του Δία και από τις διαθέσεις των μακάριων θεών.
Γιατί μια τέτοια προστάτιδα, η Παλλάδα Αθηνά, μεγαλόπνοη κόρη παντοδύναμου πατέρα, έχει τα χέρια της απλωμένα πάνω από την πόλη.
Αλλά μόνοι τους οι πολίτες θέλουν να καταστρέφουν τη μεγάλη πόλη με τις απερισκεψίες τους, παρασυρμένοι από φιλοχρηματία, και ο άδικος νους των αρχόντων του λαού.
Είναι επόμενο γι αυτούς εξαιτίας της μεγάλης αλαζονείας τους να πάθουν πολλά κακά.
Γιατί δεν ξέρουν να συγκρατούν την πλεονεξία και να απολαμβάνουν τα στρωμένα ευφρόσυνα συμπόσια με κοσμιότητα, πλουτίζουν παρασυρμένοι σε άδικες πράξεις και, χωρίς να λογαριάζουν ούτε τα ιερά κτήματα ούτε και τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου, κλέβουν με αρπακτικές διαθέσεις άλλος από δω και άλλος από κει και δεν σέβονται τους ιερούς θεσμούς της Δίκης, η οποία, μολονότι σιωπά, γνωρίζει αυτά, που γίνονται και θα γίνονται και τα παρελθόντα, και με τον χρόνο συνήθως έρχεται οπωσδήποτε, για να επιβάλλει τιμωρία.(Σόλων, 4.5)
Σχεδόν ενάμιση αιώνα αργότερα, το 458 π.Χ., ο Αισχύλος, που επίσης αναγνώριζε και υποστήριζε την αναγκαιότητα των συνεργατικών αξιών, θεωρούσε σκόπιμο να υπογραμμίσει την αναντικατάστατη χρησιμότητα του φόβου που πρέπει να εμπνέει ο νόμος στη σφυρηλάτηση της κοινωνικής συνοχής:
Υπάρχει ένας τόπος όπου είναι καλό ο φόβος να μένει καθισμένος ως φρουρός του νου. Αξίζει να σωφρονεί κάποιος και με το στανιό. Και ποια πόλη ή άνθρωπος που στο φως της καρδιάς του δεν τρέφει τη σκιά του φόβου θα συνέχιζε να σέβεται τη δικαιοσύνη; (Ευμενίδες, 517-525)
Μια στοιχειώδης γνώση της τρέχουσας πραγματικότητας είναι αρκετή για να καταδείξει την επίκαιρη σπουδαιότητα στο νόημα της προτροπής του Αισχύλου. Και το νόημα αυτό στηρίζεται στις παραδοχές ότι η πρωτογενής λειτουργία της κοινωνίας είναι καταναγκαστική και ότι το ποινικό δίκαιο προηγείται του αστικού.
Μερικές δεκαετίες ύστερα από τη διδασκαλία της τριλογίας Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες) που ορισμένοι την αξιολογούν ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ανθρώπινης σκέψης*, το 424 π.Χ., ο Ηρόδοτος, με τα λόγια του Περίανδρου της Κορίνθου που ηχούν προγραμματικά ως τις μέρες μας, συνοψίζει το κυρίαρχο πνεύμα στην αυγή της εποχής του αχαλίνωτου ατομικισμού (*Albin Lesky, 370):
Κατάλαβε λοιπόν πόσο καλύτερο είναι να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται. ( Ηρόδοτος, 8.109.3)