Πάρε το δύσκο τούτονε που γράφη τ’ όνομά μου, κε πέστους να σου δόσουναι να φάναι τα πεδγιά μου.
Κε παρακάλα Παναή με δάκρηα στα μάτια, κτηπόν αράδα μέγαρα κε μπένον εις παλάτια.
Πήτε μπίτε1, μπήτε βγήτε κι εν ανάγκη κσαναμπήτε. Κι αν δεν λάβετε των μάρκων αποκεί μην ξεκολείτε.
(Όπου Παναής Αλέξιος. Όπου Βόνη Βερολίνο. Όπου μάρκα ευρώ. 1. μπίτε: φωνολογική απόδοση του γερμανικού ρήματος bitten, που σημαίνει κυρίως παρακαλώ.)
Η περί πολλά σκωπτική και επίκαιρη αυτή δημιουργία χρονολογείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Χρύσανθος (Μέντης) Μποσταντζόγλου, (Μπόστ),1918-1995. Αμίμητος, Διαχρονικός, Καίριος.