Προσέξτε! Ο Μωυσής δεν περιέλαβε το οὐ ψεύσῃ στις δέκα εντολές. Αυτό δεν είναι τυχαίο! Γιατί αυτός που λέει: Μη λες ψέματα πρέπει προηγουμένως να έχει πει: Απάντησε! Ενώ ο Θεός δεν έδωσε σε κανέναν το δικαίωμα να αξιώνει από τον άλλον μια απάντηση. Μη λες ψέματα, Πες την αλήθεια είναι προσταγές που ένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε να απευθύνει σ’ έναν άλλον άνθρωπο, εφόσον τον θεωρεί ίσο του. Ο Θεός μόνο, ίσως, θα μπορούσε, αλλά δεν έχει κανένα λόγο να το κάνει, αφού όλα τα γνωρίζει και δεν έχει καμία ανάγκη απαντήσεων.
Ανάμεσα σ’ αυτόν που διατάζει και σ’ αυτόν που πρέπει να υπακούσει η ανισότητα δεν είναι τόσο ριζική όσο ανάμεσα σ’ εκείνον που έχει το δικαίωμα να αξιώσει μια απάντηση και σ’ εκείνον που έχει την υποχρέωση να απαντήσει. Αυτός είναι ο λόγος που το δικαίωμα να αξιώνεις μια απάντηση δεν έχει ποτέ παραχωρηθεί παρά μόνο κατ’ εξαίρεση. Παραδείγματος χάριν, στον δικαστή που ερευνά μια εγκληματική υπόθεση. Στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, τα κομμουνιστικά και φασιστικά κράτη αντιποιήθηκαν το δικαίωμα αυτό, όχι πια κατ’ εξαίρεση, αλλά διαρκώς. Όσοι βίωσαν ολοκληρωτικά ή δικτατορικά καθεστώτα γνώριζαν ή ξέρουν ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να τους υποχρεώσουν να απαντήσουν: τι έκαναν την προηγουμένη; τι σκέφτονται κατά βάθος; για ποιο πράγμα μιλούν με τον Α; και μήπως έχουν στενές σχέσεις με τον Β; Ακριβώς, αυτή η προστακτική που έγινε: μην λες ψέματα! Πες την αλήθεια!, αυτή η ενδεκάτη εντολή στη δύναμη της οποίας δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν, τους μεταμόρφωνε σε μια συνοδεία ταλαίπωρων. Παρ’ όλα αυτά, από καιρό σε καιρό, βρισκόταν ένας Γ να αρνηθεί πεισματικά να πει για πιο πράγμα είχε μιλήσει με τον Α· για να εκφράσει την εξέγερσή του (συχνά ήταν η μόνη εξέγερση) έλεγε αντί για την αλήθεια ένα ψέμα. Η αστυνομία το ήξερε όμως και εγκαθιστούσε μικρόφωνα στο σπίτι του. Δεν την παρακινούσε κάποιο καταδικαστέο κίνητρο, αλλά η απλή επιθυμία να μάθει μια αλήθεια που ο ψεύτης Γ απέκρυπτε. Θεωρούσε απλούστατα, ότι ήταν ιερό της δικαίωμα να αξιώσει μια απάντηση. Προβάλλοντας ίσως και μια διεστραμμένη αντίληψη της προτροπής του Αυγουστίνου: Dilige, et quod uis fac. (Αγάπα και κάνε ότι θέλεις)
Σε μια δημοκρατική χώρα, κάθε πολίτης θα έβγαζε τη γλώσσα στο αστυνομικό όργανο που θα τολμούσε να τον ρωτήσει για ποιο πράγμα μίλησε με τον Α και αν έχει στενές σχέσεις με τον Β. Εν τούτοις, κι εδώ επίσης, ασκείται η ηγεμονική εξουσία της ενδεκάτης εντολής. Στο κάτω κάτω πρέπει να ισχύσει μια εντολή, σ’ έναν αιώνα που ο Δεκάλογος έχει σχεδόν λησμονηθεί.
Όλο το ηθικό οικοδόμημα της εποχής μας στηρίζεται ή θα έπρεπε να στηρίζεται στην ενδεκάτη εντολή, και ο πολίτης πρέπει ή θα έπρεπε να έχει καταλάβει ότι αυτός πρέπει ή θα έπρεπε να εξασφαλίσει τη διαχείρισή της· αυτό απαιτεί η προσταγή της Ιστορίας, που του παρέχει μια εξουσία την οποία κανένας Χέμινγουεϊ, κανένας Όργουελ δεν τόλμησαν να ονειρευτούν. Όσο βέβαια οι τροχοί της Ιστορίας κινούνταν προς τα εμπρός, γιατί τώρα μάλλον γυρνάνε προς τα πίσω.