Γύρισε το βλέμμα του αργά. Μας έκοψε. Η ματιά του ήταν διαπεραστική. Ξέσπασε απότομα σ’ έναν τρελό θρήνο: Ο κόσμος είναι γεμάτος αινίγματα που μόνο οι νεκροί μπορούν να λύσουν. Οι θεοί στέκουν παράμερα σιωπηλοί και απορούν. Οι πρόγονοι στέκουν παράμερα σιωπηλοί και απορούν. Πετρώσατε τις καρδιές σας. Δεν ακούτε τους προφήτες. Κι όσοι τους ακούτε, δεν τους πιστεύετε. Όσοι χρησιμοποιούν μόνο τα μάτια τους δεν βλέπουν! Όσοι χρησιμοποιούν μόνο τα αυτιά τους δεν ακούν! Γιατί τα ζώα και τα πουλιά και τα ψάρια καταλαβαίνουν το πεπρωμένο τους; Γιατί όχι ο άνθρωπος; Γιατί δεν υπάρχει ανάπαυση για την ψυχή σας;
Όταν κοιτάζετε γύρω σας και βλέπετε άδειους χώρους να προσέχετε! Σ’ αυτούς τους χώρους υπάρχουν πόλεις, αόρατοι πολιτισμοί, μελλοντικές ιστορίες. Τα πάντα είναι εδώ. Πρέπει να δείτε τον κόσμο με καινούργια μάτια. Πρέπει να δείτε τους εαυτούς σας διαφορετικά. Είστε πιο ελεύθεροι απ’ ότι νομίζετε. Δεν έχετε αρχίσει να ζείτε ακόμη. (Kikuyu medicine man and warrior)
Οι σκοτεινές νύχτες για τις οποίες κρατάνε το νερό με το φεγγάρι δεν είναι οι ώρες από τη δύση μέχρι την ανατολή. Είναι η εποχή της απίστευτης άγνοιας, της αυτάρεσκης μοναχικότητας, της πεισματικής αποξένωσης, των σκοτεινών πόθων. Μερικοί άνθρωποι, αν και μοιάζουν σαν άνθρωποι, δεν είναι άνθρωποι. Παράξενοι άνθρωποι κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Άνθρωποι που ονειρεύονται να εξαφανίσουν και εξαφανίζουν άλλους ανθρώπους.
Όταν ένας άνθρωπος μένει μόνος του, ένα φάντασμα έρχεται και του κάνει παρέα. Κι αυτή είναι μια από τις αρρώστιες που θεραπεύουν με το νερό που αιχμαλώτισαν το φεγγάρι. Είναι κρύο και θλιβερό για τους ανθρώπους να είναι ή να αισθάνονται μόνοι τους. Ειδικά το χειμώνα. Τότε που οι νύχτες είναι πιο σκοτεινές και πιο μακριές. Τότε κάτι αρρωστημένο θεριεύει μέσα τους. Κάτι που μόνιμα διψάει και πεινάει και απομυζά. Και δεν είναι οι ορέξεις τους. Αυτές αντιμετωπίζονται εύκολα. Είναι κάτι άλλο, πιο σκληρό, πιο μοναχικό, πιο άγριο. Δεν τους αφήνει σχεδόν ποτέ. Ίσως μόνο όταν κοιμούνται. Μπορεί κι όταν αρχίζουν τις συζητήσεις για τις άσχημες εξελίξεις και την πιθανότητα του πολέμου. Η οσμή του θανάτου τους αποζημιώνει.
Οι θεοί και οι πρόγονοι σας στέκουν παράμερα σιωπηλοί, απορούν και ανυπομονούν να μεγαλώσετε. Οι μηχανές, τα δηλητήρια και τα εγωιστικά όνειρα θα σας καταστρέψουν. Αυτό που φοβούνται περισσότερο οι άνθρωποι δεν είναι ο θάνατος, είναι η αγάπη. Είναι πιο δύσκολο ν’ αγαπάς, παρά να πεθαίνεις. Δεν έχετε ακόμη αρχίσει να ζείτε και επιμένετε να μην θέλετε να ζήσετε. Φοβάστε. Και το ξέρετε. Κανένας δεν μπορεί να υποτάξει ή να νικήσει τον άνθρωπο που το νερό με το φεγγάρι άναψε το φως μέσα στο κεφάλι του. Είστε θεοί και δεν το ξέρετε.
Όπως ξέσπασε απότομα, έτσι ξαφνικά σταμάτησε. Τράβηξε το βλέμμα του από μας. Σηκώθηκε σβέλτα και ανάλαφρα, σαν το σώμα του να μην είχε βάρος. Γύρισε και απομακρύνθηκε δυτικά με σίγουρο και σταθερό βήμα. Ο ήλιος βασίλευε. Η πύλη ανάμεσα στους δύο κόσμους άνοιγε. Το φεγγάρι είχε ανατείλει.
Παραπομπή:
1. Αλλότριο φως νυκτόφαντο, περιφερόμενο γύρω από την Γη.