18:40  Σάββατο, 21  Δεκέμβριος  2024 
elendetr

Τα Λόγια της Λάχεσης προς τις Εφήμερες Ψυχές. Κύριο

Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου 2024 04:28
Διαβάστηκε 319 φορές
Τα Λόγια της Λάχεσης προς τις Εφήμερες Ψυχές. Pieter Thijs (1624–1677), Time and the Three Fates,c. 1665.This classical depiction of the Fates shows, from the left, Lachesis, Atropos wielding her shears, and Clotho with her distaff and spindle.

Για το αδράχτι έλεγε ότι περιστρεφόταν πάνω στα γόνατα της Ανάγκης. Επάνω σε κάθε κύκλο του στεκόταν από μια Σειρήνα που γύριζε κι αυτή μαζί, και έψελνε πάντα με την ίδια φωνή και στον ίδιο τόνο κι από τη φωνή των οκτώ Σειρήνων, σχηματιζόταν μια αρμονική συμφωνία. Και υπήρχαν άλλες τρεις καθισμένες γύρω–γύρω σε ίσες αποστάσεις, καθεμιά σ' ένα θρόνο, οι κόρες της Ανάγκης, οι Μοίρες, ντυμένες στα άσπρα, φορώντας στο κεφάλι στέμμα, η Λάχεση, η Κλωθώ, και η Άτροπος, και τραγουδούσαν πάνω στη μελωδία των Σειρήνων, η Λάχεση τα περασμένα, η Κλωθώ τα παρόντα και η Άτροπος τα μελλοντικά.

Και τότε ένας προφήτης, αφού πρώτα τους έβαλε να παραταχθούν με τάξη, πήρε έπειτα από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και παραδείγματα τρόπων ζωής κι αφού ανέβηκε σ' ένα ψηλό βήμα είπε: Αυτά τα λόγια ανήκουν στην παρθένα Λάχεση, την κόρη της Ανάγκης. Ψυχές εφήμερες, αρχίζει για το θνητό γένος μια άλλη ζωή με κατάληξη το θάνατο. Δεν θα σας διαλέξει ο δαίμων με κλήρο, αλλά εσείς θα διαλέξετε το δαίμονά σας. Οποιανού λάχει ο πρώτος κλήρος, αυτός πρώτος ας διαλέξει τη ζωή που αναγκαστικά θα ζήσει. Δεν έχει δεσπότη η αρετή· ανάλογα αν την τιμάει κανείς ή την περιφρονεί, θα 'ναι και πιο μεγάλο ή πιο μικρό το μερτικό του επάνω της. Η ευθύνη είναι αυτουνού που διαλέγει· ο θεός είναι ανεύθυνος.

Σαν τα 'πε αυτά έριξε τους κλήρους κι ο καθένας έπαιρνε αυτόν που έπεσε δίπλα του, εκτός από τον Ήρα, γιατί ο κήρυκας δεν του το επέτρεψε. Και παίρνοντας καθένας τον κλήρο του έβλεπε με ποια σειρά θα διάλεγε. Αμέσως μετά άπλωσε μπροστά τους, καταγής, τα παραδείγματα των βίων, πολύ περισσότερα απ' όσους ήσαν εκεί. Κι ήσαν δείγματα κάθε λογής· βίοι όλων των ζώων και βέβαια όλοι οι τρόποι της ανθρώπινης ζωής. Ανάμεσά τους υπήρχαν παραδείγματα από τυραννίδες, εν μέρει από αυτές που δεν τελειώνουν ποτέ, εν μέρει από αυτές που κάποια στιγμή πέφτουν και καταλήγουν στη φτώχεια, την εξορία και τη ζητιανιά. Υπήρχαν ακόμη βίοι ανθρώπων ξακουστών για τη μορφή, το κάλλος και την άλλη δύναμη και μαχητικότητά τους ή πάλι για την καταγωγή και τις αρετές των προγόνων τους, κι ακόμη παραδείγματα ανθρώπων άσημων ως προς αυτά τα πράγματα ― επίσης βίοι γυναικών. Δεν υπήρχε κάποια ποιοτική κατάταξη των ψυχών γιατί καθεμιά τους είναι αναγκασμένη να γίνεται διαφορετική ανάλογα με τη ζωή που θα διαλέξει· τα άλλα όμως είχαν αναμιχτεί μεταξύ τους και με τον πλούτο και με τη φτώχεια, κάποια άλλα με αρρώστιες και υγεία, ορισμένα άλλα πάλι έπαιρναν ενδιάμεσες καταστάσεις. Κι εδώ, καθώς φαίνεται, αγαπητέ μου Γλαύκωνα, είναι όλος ο κίνδυνος για τον άνθρωπο, και γι' αυτόν το λόγο πρέπει να φροντίζουμε πρωτίστως και κυρίως με ποιον τρόπο καθένας μας, αφήνοντας κατά μέρος κάθε άλλο μάθημα, θα επιδιώξει με ζήλο να προσοικειωθεί τούτη τη μάθηση μήπως μπορέσει πουθενά να αντιληφθεί και να βρει ποιος θα του δώσει τη δύναμη και τη γνώση να διακρίνει το καλό και το κακό στη ζωή, ώστε να διαλέγει πάντα κατά το δυνατόν το καλύτερο. Να αναστοχάζεται όλα όσα είπαμε ως τώρα, είτε συνδυάζοντας το ένα με το άλλο είτε και το καθένα χωριστά, για να αξιολογήσει την επίδρασή τους στην αρετή του βίου και να κατανοήσει έτσι ποιες είναι οι κακές ή οι αγαθές συνέπειες της ομορφιάς, αν συγκεραστεί με τη φτώχεια ή με τον πλούτο και με αυτήν ή την άλλη ψυχική διάθεση να δει την ευγενική και την ταπεινή καταγωγή, την ιδιωτική ζωή και τα αξιώματα, τις σωματικές δυνάμεις και την ανημποριά του σώματος, την ευχέρεια με την οποία μαθαίνει κανείς ή την ακαταλληλότητά του για μάθηση, και για όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία είναι από τη φύση βαλμένα στην ψυχή ή είναι επίκτητα, να δει ποιες επιπτώσεις έχουν, όταν αναμιχθούν το ένα με το άλλο, έτσι ώστε, αφού τα λογαριάσει όλα, να μπορεί, έχοντας στραμμένο το βλέμμα του στη φύση της ψυχής, να κάνει την επιλογή του, ποιος είναι ο χειρότερος και ποιος ο καλύτερος βίος, χαρακτηρίζοντας ως χειρότερο το βίο ο οποίος θα κάνει την ψυχή πιο άδικη και ως καλύτερο εκείνον που θα την κάνει πιο δίκαιη. Όλα τα άλλα θα τον αφήσουν αδιάφορο. Γιατί εμείς το έχουμε δει ότι και για τούτη τη ζωή και για την άλλη αυτή είναι η πιο στέρεη επιλογή. Και παίρνοντας κανείς το δρόμο για τον Άλλο Κόσμο πρέπει την πίστη αυτή να την έχει μέσα του στερεή σαν από διαμάντι, ώστε να μπορέσει και εκεί να μη θαμπωθεί από πλούτη κι άλλα τέτοια κακά, και να μην ξεπέσει σε τυραννικές και άλλες παρόμοιες πράξεις, προκαλώντας πολλά κι ανεπανόρθωτα δεινά. Και για να μην πάθει κι ο ίδιος ακόμη μεγαλύτερα παθήματα αλλά να μάθει σε τέτοια πράγματα να διαλέγει πάντα μια ζωή μεσότητας αποφεύγοντας τις υπερβολές προς τη μια ή την άλλη πλευρά, τόσο σε τούτη εδώ τη ζωή όσο, κατά το δυνατόν, και σε ολόκληρη τη μέλλουσα. Γιατί έτσι ο άνθρωπος γίνεται τρισευτυχισμένος.

Και όπως ανακοίνωσε ο αγγελιοφόρος του Κάτω Κόσμου, ο προφήτης πρόσθεσε κι αυτόν το λόγο: Ακόμη και γι᾽ αυτόν που θα ᾽ρθεί τελευταίος, αρκεί αν κάνει την εκλογή του με φρόνηση, και ζει με αυστηρό τρόπο, υπάρχει εδώ ζωή ευχάριστη και όχι άσχημη. Ας προσέξει λοιπόν ο πρώτος που θα κάνει την εκλογή, και ο τελευταίος ας μην απελπίζεται.

Αφού είπε αυτά, εκείνος στον οποίο έλαχε ο πρώτος κλήρος ευθύς όρμησε και, χωρίς να υπολογίσει αρκετά τα πάντα, διάλεξε την πιο μεγάλη τυραννία· η αφροσύνη τον παράσυρε και η απληστία κι έτσι δεν είδε ότι μέσα κει πεπρωμένο ήταν να φάει τα ίδια του τα παιδιά και άλλα εγκλήματα να κάμει· όταν όμως ήσυχα κάθισε και τα στοχάσθηκε αυτά, άρχισε να χτυπιέται και να οδύρεται για την εκλογή του ξεχνώντας τα όσα είχε πει ο προφήτης. Δεν κατηγορούσε δηλαδή τον εαυτό του για τη συμφορά του αλλά την τύχη και τους δαίμονες και κάθε άλλον παρά τον εαυτό του. Κι όμως αυτός ήταν από κείνους που ήρθαν από τον ουρανό και είχε ζήσει την προγενέστερη ζωή του μέσα σε πολιτεία καλά οργανωμένη, κι είχε αποκτήσει αρετή, αλλά τη χρωστούσε μάλλον στη συνήθεια παρά στη φιλοσοφία. Πρέπει άλλωστε να ειπωθεί ότι δεν ήσαν λιγότεροι όσοι έφταναν από τον δρόμο του ουρανού, και όμως έπεφταν έξω στην εκλογή τους, γιατί δεν ήταν ασκημένοι στους πόνους της ζωής· ενώ απεναντίας πολλοί από κείνους που έρχονταν από τη γη, επειδή και οι ίδιοι είχαν υποφέρει πολλά και είχαν ιδεί και άλλους να υποφέρουν, δεν έκαναν απερίσκεπτα την εκλογή τους. Γι᾽ αυτό τον λόγο και από την τύχη ακόμη του κλήρου συνέβαινε πολλές ψυχές ν᾽ αλλάξουν ζωή, από τα καλά να πάνε στα κακά και ανάποδα· γιατί αν κάποιος, κάθε φορά που έρχεται στην επίγεια ζωή, αφοσιώνεται στην υγιή φιλοσοφία, αρκεί μόνο να μην πέφτει από τον κλήρο ανάμεσα στους τελευταίους στη σειρά της εκλογής, είναι πάρα πολύ πιθανό, κατά τα λεγόμενα του Ηρός του Αρμενίου, όχι μόνο εδώ να ζήσει ευτυχισμένος, αλλά και η πορεία που θ’ ακολουθήσει από εδώ στον άλλο κόσμο και το αντίστροφο, δεν θα είναι υπόγεια και τραχιά, αλλά ομαλή και ουράνια.  

Άξιζε λοιπόν, όπως έλεγε, να δει κανείς το θέαμα εκείνο, πώς δηλαδή διάλεγε κάθε ψυχή τη ζωή της. Το θέαμα ήταν ελεεινό να το βλέπει κανείς αλλά και γελοίο κάποτε, καθώς και παράδοξο. Γιατί ως επί το πλείστον έκαναν την εκλογή τους σύμφωνα με τις συνήθειες της προηγούμενης ζωής. Γιατί είδε, όπως έλεγε, την ψυχή, που κάποτε ήταν του Ορφέα, να διαλέγει τη ζωή του κύκνου από μίσος για το γυναικείο γένος, επειδή είχε βρει τον θάνατο από γυναίκες, και δεν ήθελε να χρωστάει τη γέννησή της σε γυναίκα. Είδε και την ψυχή του Θαμύρου να διαλέγει τη ζωή αηδονιού, είδε κι έναν κύκνο πάλι ν᾽ αλλάζει, διαλέγοντας ανθρώπινη ζωή, καθώς και άλλα μουσικά ζώα να κάνουν το ίδιο. Μια ψυχή που της έλαχε ο εικοστός κλήρος διάλεξε τη ζωή λεονταριού· αυτή ήταν του Αίαντα, του Τελαμώνιου, που απόστεργε να γίνει πάλι άνθρωπος, επειδή θυμότανε την κρίση για τα όπλα. Εκείνη που ερχόταν ύστερα ήταν του Αγαμέμνονα· και αυτή από έχθρα προς το ανθρώπινο γένος, για όσα είχε πάθει, προτίμησε τη ζωή αετού. Η ψυχή της Αταλάντης, που είχε λάχει έναν από τους μεσαίους κλήρους, στοχαζόμενη τις μεγάλες τιμές των αθλητών, δεν μπόρεσε ν᾽ αντισταθεί στην επιθυμία της να διαλέξει κι αυτή μια τέτοια ζωή. Μετά απ᾽ αυτήν είδε την ψυχή του Επειού, του γιού τού Πανοπέα, να παίρνει τη φύση εργάτριας γυναίκας επιτήδειας στα έργα του χεριού. Μακριά, ανάμεσα στους τελευταίους, είδε την ψυχή του γελωτοποιού Θερσίτη να ντύνεται το σχήμα πιθήκου. Κατά τύχη, είδε και και την ψυχή του Οδυσσέα, που της έλαχε ο τελευταίος κλήρος απ᾽ όλους, και ήρθε κι αυτή να κάνει την εκλογή της. Αναθυμούμενη τα βάσανα που είχε περάσει και απαυδισμένη πια από τη φιλοδοξία, γύριζε και αναζητούσε πολύ καιρό την ήσυχη ζωή ενός απλού ιδιώτη χωρίς πολλά έργα. Επιτέλους την ανακάλυψε κάπου καταφρονημένη από τους άλλους και μόλις την είδε είπε ότι, και αν ακόμα ο κλήρος της επέτρεπε να διαλέξει πρώτη, το ίδιο θα έκανε, και την πήρε με χαρά μεγάλη. Και από τα άλλα ζώα πολλά επίσης άλλαξαν τον βίο τους με τον ανθρώπινο και μεταξύ τους, τα άδικα πήραν των άγριων τον βίο και τα δίκαια των ήμερων κι έτσι γίνονταν όλων των ειδών οι αναμείξεις.

Και αφού όλες οι ψυχές διάλεξαν τους βίους τους με την ίδια τη σειρά που τις έδειχνε ο κλήρος τους, με την ίδια τάξη παρουσιάσθηκαν μπροστά στη Λάχεση. Εκείνη έδινε στην κάθε μια τον δαίμονα που διάλεξε, για να του χρησιμεύει ως φύλακας στη νέα του ζωή και να την βοηθάει στην εκπλήρωση του προορισμού της εκλογής της. Αυτός ο δαίμονας οδηγούσε την ψυχή πρώτα στην Κλωθώ, κάτω ακριβώς από το χέρι της για να επικυρώσει εκείνη τη μοίρα που της έλαχε με μια περιστροφή που έδινε στο περιδινούμενο αδράχτι. Αφού ερχόταν σ᾽ επαφή με το αδράχτι, έφερνε την ψυχή εκεί που έγνεθε η Άτροπος κάνοντας έτσι αμετάκλητα όσα είχε κλώσει η Κλωθώ. Κι από εκεί, χωρίς να επιτρέπεται πια να στρέψουν πίσω, πήγαιναν και περνούσαν κάτω από τον θρόνο της Ανάγκης, και έβγαιναν από την άλλη μεριά. Όταν πέρασαν και οι υπόλοιποι, άρχισαν όλοι να πορεύονται προς την πεδιάδα της Λήθης μέσ᾽ από φοβερή και πνιγερή ζέστη, γιατί αυτό το πεδίο ήταν εντελώς χέρσο. Εκεί δεν υπήρχε ούτε δέντρο ούτε τίποτ᾽ απ᾽ όσα βλασταίνουν στη γη. Όταν έφτασε το βράδυ, κατασκήνωναν στις όχθες του ποταμού Αμέλητα, που το νερό του κανένα δοχείο δεν μπορεί να το κρατήσει. Κάθε ψυχή ήταν υποχρεωμένη να πιει ορισμένη ποσότητα απ᾽ αυτό το νερό, μερικοί όμως δεν είχαν αρκετή φρόνηση να συγκρατηθούν και να μην πιούν περισσότερο και τότε έχαναν για πάντα κάθε ανάμνηση των προηγουμένων. Έπειτα έπεσαν για ύπνο και κατά τα μεσάνυχτα, ακούστηκε βροντή και έγινε σεισμός, και τότε ξαφνικά εκσφενδονίστηκαν προς τα πάνω, σαν διάττοντες αστέρες, άλλος εδώ άλλος εκεί, όπου έμελλε ν᾽ αρχίσει η νέα τους ζωή.

Πλάτων, Πολιτεία, 617 b - 621 b.

 #Philosophy #Writing #Destiny 

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Η Χρυσή και Άγια Έλξη.
Copyright Κυριάκος Παράσογλου - CrashNews.gr © 2020. Design by Kostas Tsampalis