Με την ανακοίνωσή τους αυτή οι μεγαλόσχημοι διαμορφωτές της παγκόσμιας κοινής γνώμης διαπιστώνουν αργοπορημένα αυτό που εδώ και καιρό αποτελεί μια θλιβερή και επικίνδυνη πραγματικότητα. Ήδη σχεδόν ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι αναγκάζονται να επιβιώνουν με ακατάλληλο νερό. Δηλαδή με νερό που η ποιότητά του δεν ανταποκρίνεται στις στοιχειώδεις προδιαγραφές της υγιεινής. Άλλα 2,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε συνθήκες μόνιμης ανεπάρκειας, καλύπτοντας περιοδικά και μόνο τις βασικότερες βιοτικές τους ανάγκες. Υπολογίζεται ότι 842 χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους λόγω των ελλείψεων σε καθαρό νερό. Δεν υπάρχει άλλη μεσομακροπρόθεσμη ανάλυση και πρόβλεψη του ΟΗΕ, που να έχει πέσει τόσο έξω, όσο αυτή που αφορά το νερό. Στις 28 Ιουλίου 2010 ο Οργανισμός αναγνωρίζοντας την παταγώδη αστοχία του αναγκάστηκε να συμπεριλάβει την εξασφάλιση επαρκούς ποσότητας πόσιμου ύδατος στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν βέβαια αυτό έχει κάποια πρακτική αξία. Το επίκαιρο ερώτημα δείχνει ότι το συγκεκριμένο αγαθό έχει πάψει προ πολλού να θεωρείται απλώς δημόσιο αγαθό, ανθρώπινο δικαίωμα ή καταναλωτικό προϊόν. Ως το πολυτιμότερο μέσο για την επιβίωση αποτελεί εκτός των άλλων και μια σπουδαία επενδυτική ευκαιρία. Όπως θα δούμε η αργοπορία των σοφών στο Davos και η αστοχία των ευαίσθητων στον ΟΗΕ ίσως και να μην είναι τόσο αθώα. Είναι ευρέως γνωστό το 71% του πλανήτη καλύπτεται από νερό. Αυτό που ίσως δεν είναι τόσο γνωστό ή αρκετά συνειδητοποιημένο είναι το γεγονός ότι μόνο το 2,5% από τις ποσότητες αυτές είναι γλυκό και μάλιστα σκανδαλωδώς άνισα κατανεμημένο. Όσον αφορά την περιοχή μας και όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος στο χάρτη που έχει επισυναφθεί, η κατάσταση χαρακτηρίζεται ήδη ως οριακή. Σύμφωνα με τις υφιστάμενες προγνώσεις, αν διατηρηθούν οι ίδιες παράμετροι στις περιβαλλοντικές εξελίξεις, το αργότερο μέχρι τα μέσα αυτού του αιώνα οι περιοχές γύρω και κυρίως βόρεια της Μεσογείου θα έχουν σχεδόν ερημοποιηθεί. Το ίδιο ισχύει και για τη Μέση Ανατολή, περιοχές των Ινδιών, της Κίνας και της Αυστραλίας. Με τις αναλογίες αλμυρού και γλυκού νερού να παραμένουν σταθερές, αλλά τον παγκόσμιο πληθυσμό να έχει τριπλασιαστεί από το 1950 μέχρι σήμερα και την κατανάλωση να έχει εξαπλασιαστεί, εύκολα αντιλαμβάνεται ο καθένας την εκρηκτικότητα του μίγματος. Πιο συγκεκριμένα οι περιβαλλοντικές συνθήκες στο θέμα του νερού εστιάζουν ουσιαστικά στις άμεσες επιπτώσεις από τη διαχείριση των υδάτινων πόρων. Σε παγκόσμιο επίπεδο το 70% της κατανάλωσης το απορροφά η αγροτική παραγωγή, χρησιμοποιώντας το αναντικατάστατο αυτό μέσο σαν να είναι ανεξάντλητο. Οι αριθμοί που ακολουθούν είναι ενδεικτικοί: για την παραγωγή ενός λίτρου γάλακτος απαιτούνται 1.020 λίτρα νερού, για ένα κιλό τυρί 5.060 λίτρα, για ένα κιλό βοδινό κρέας 15.500 λίτρα. Τα αποτελέσματα της αλόγιστης χρήσης φαίνονται πλέον στην Καλιφόρνια, όπου η παρατεταμένη ξηρασία οδήγησε αρκετές περιοχές, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό, στην ανθρωπιστική κρίση. Οι γεωτρήσεις στην εν λόγω πολιτεία φτάνουν συχνά σε βάθη κάτω από τα 350 μέτρα, όταν πρίν την υδατική κρίση σπάνια περνούσαν κατά μέσο όρο τα 100 μέτρα. Εννοείται με ότι συνεπάγεται αυτό για τις συνθήκες ζωής και το κόστος παραγωγής για έναν κλάδο που δαπανά το 80% των υδάτινων πόρων, από τα οποία τα 2/3 είναι υπόγεια, συνεισφέροντας όλο κι όλο το 2% στις συνολικές οικονομικές επιδόσεις της Καλιφόρνια. Αυτό όμως που δεν ήθελαν να δουν ή να κατανοήσουν οι πολιτικές ηγεσίες σχεδόν απανταχού της γης το κάνουν ήδη οι επενδυτικοί σύμβουλοι των μεγάλων τραπεζών. Ο Willem Buiter, επικεφαλής οικονομολόγος της Citibank, υποστήριζε ήδη πριν μερικά χρόνια την τοποθέτηση και τη δημιουργία θέσεων σε εταιρίες και επενδυτικά κεφάλαια με αντικείμενο το νερό. Συνεχίζει να επιμένει ότι δεν θα αργήσει ο καιρός, όπου η σπανιότητα και η αναγκαιότητα του συγκεκριμένου πόρου θα επισκιάσει ως εμπορική αξία ακόμη και τα ευγενή μέταλλα, το πετρέλαιο και τα αγροτικά προϊόντα. Οι εκτιμήσεις του ήδη επαληθεύονται, χωρίς να είναι σίγουρο ότι διαθέτει διορατικό χάρισμα. Η νηφάλια και προσεκτική παρακολούθηση των ενεργειών των μεγάλων οικονομικών οργανισμών, όπως της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ακόμη είναι από μόνες τους εύγλωττες και προδιαγράφουν τις εξελίξεις. Είναι γνωστό ότι ειδικά η Παγκόσμια Τράπεζα, όπου εμπλέκεται επιμένει στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων εταιριών ύδατος. Στη Βολιβία αυτό οδήγησε σε αύξηση της τιμής κατά 300% από μια θυγατρική της αμερικανικής Bechtel. Οι κάτοικοι της χώρας θα έπρεπε κατά μέσο όρο να διαθέτουν το 25% του εισοδήματός για να εξοφλούν τους λογαριασμούς τους. Έτσι το έτος 2000 προκλήθηκε ο πρώτος πόλεμος για το νερό (la Guerra del Agua), που διήρκησε τέσσερις μήνες και τελικά ακύρωσε την ιδιωτικοποίηση. Εννοείται δεν ήταν η μοναδική χώρα που ανέτρεψε τέτοιες συμβάσεις, όταν διαπιστώθηκε τι ακριβώς σήμαιναν αυτές: η Αργεντινή, η Ινδονησία, το Μάλι είναι κάποιες από αυτές. Στον πειρασμό της πλήρους ιδιωτικοποίησης των δημόσιων εταιρειών ύδατος είχε ενδώσει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με μια οδηγία της το 2012 άνοιγε το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο η πανευρωπαϊκή κίνηση ενεργών πολιτών ακύρωσε τη συγκεκριμένη απόφαση συγκεντρώνοντας 1,5 εκατομμύρια υπογραφές. Ακόμη και εντός της ευρωζώνης, όπου οι εν λόγω επιχειρήσεις είχαν μερικώς ιδιωτικοποιηθεί, οι εμπειρίες υπήρξαν ιδιαίτερα οδυνηρές, όσο και άστοχες. Στη Στουτγάρδη της Γερμανίας η Υπηρεσία Εποπτείας Ανταγωνισμού του κρατιδίου επέβαλε μείωση της τιμής του νερού κατά 30% και επαναγορά των μετοχών που είχαν πωληθεί σε ιδιώτες. Κάτι ανάλογο συνέβη και στο Βερολίνο. Παρόλα αυτά ο προαναφερθείς επενδυτικός σύμβουλος δικαιώνεται: κατά το διάστημα των τελευταίων δώδεκα μηνών η μετοχή της γαλλικής Veolia αυξήθηκε κατά 64%, τρείς φορές πάνω από την αύξηση του CAC 40. Τα περίπου 15 επενδυτικά κεφάλαια που εξειδικεύονται στο χώρο, όπως το ελβετικό Pichet, προσέφεραν αποδόσεις μέχρι 22,5% την τελευταία τριετία. Οι επενδύσεις στον τομέα εντείνονται. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ μεταξύ 2011 και 2014 έφτασαν στα 84 δισεκατομμύρια δολάρια και προήλθαν κυρίως από τους ηγέτες στο χώρο όπως η γαλλική Suez και η ολλανδική Nestlé, που είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός τροφίμων παγκοσμίως. Σύμφωνα πάντα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης τα απαιτούμενα μεγέθη για τη δημιουργία ικανών υποδομών με σκοπό την εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων καθαρού νερού σε παγκόσμιο επίπεδο, θα έπρεπε να φτάνουν το 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Ένα από τα διευθυντικά στελέχη της Nestlé, ο Peter Brabeck-Letmathe, απευθυνόμενος στις κυβερνήσεις δήλωνε στην Wall Street Journal: ‘χαρίστε το 1,5% του διαθέσιμου νερού. Το υπόλοιπο όμως 98,5% μπορούν να το διαχειριστούν αποτελεσματικότερα οι δυνάμεις της αγοράς’. Βάσει της μέχρι τώρα εμπειρίας από τη συμπεριφορά των ιδιωτών και της διαχειριστικής νωθρότητας του δημοσίου, η αλήθεια μάλλον βρίσκεται κάπου στη μέση.
Για το ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό και επιτακτικό δεν χωράει αμφιβολία, όπως δεν χωράει αμφιβολία και για την ύπαρξη εναλλακτικών τρόπων διατήρησης των ρυθμών παραγωγής στον αγροτικό τομέα. Το παράδειγμα του Ισραήλ είναι ενδεικτικό: το 86% του νερού που χρησιμοποιείται στη γεωργία προέρχεται από ανακύκλωση. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ισπανία, που στα νότια της αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα ανυδρίας, είναι 17% και στις ΗΠΑ μετά βίας φτάνει το 1%. Το Ισραήλ πρωτοστατεί και σε έναν άλλο τομέα: σχεδόν το 30% των αναγκών της χώρας σε γλυκό νερό προέρχεται από εξελιγμένες, δηλαδή κατά 40% λιγότερο ενεργοβόρες, μεθόδους αφαλάτωσης.
(Πηγές: OECD, World Resources Institute, waterfootprint.org, Der Spiegel Nr 33)