Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις της εποχής συμβούλεψαν την ελληνική πλευρά να αποδεχτεί την πρόταση, πριν μεταβάλλει την απόφασή του ο Σουλτάνος Abdülhamid II. Ως εναλλακτική υπήρχε η αβέβαιη έκβαση ενός πολέμου με τους Οθωμανούς. Σε μια τέτοια περίπτωση όμως οι Ευρωπαίοι διεμήνυαν ότι θα τηρούσαν ουδέτερη ή και αρνητική στάση. Η νέα γαλλική κυβέρνηση του J Ferry, με υπουργό εξωτερικών τον B Saint Hilaire, ανέτρεπε τη γραμμή L Gambetta και προσέγγιζε τον Σουλτάνο, συμπαρασύροντας και τις Βρετανία και Γερμανία. Ο Πρωθυπουργός εκτιμώντας σωστά ότι αφενός η χώρα ήταν στρατιωτικά απροετοίμαστη, όπως πράγματι ήταν και θα αποδεικνύονταν ακόμη και 16 χρόνια αργότερα στον καταστροφικό πόλεμο του 1897, και αφετέρου θα πρόσθετε στην Ελλάδα σημαντικά εδάφη και μάλιστα ειρηνικά, στις 31 Μαρτίου 1881 απάντησε θετικά αποδεχόμενος την πρόταση.
Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα δυσαρεστήθηκε. Στο λαό είχαν καλλιεργηθεί, στο κλίμα του τότε μεγαλοϊδεατισμού, ανεδαφικές προσδοκίες από την πολιτική ηγεσία, συμπεριλαμβανομένου ατυχώς και του ίδιου του κατά τα άλλα συνετού Πρωθυπουργού. Οι Έλληνες μονοπωλούσαν τότε το θέμα της εξέγερσης κατά των κατακτητών Οθωμανών και ταύτιζαν τον εαυτό τους με τον χριστιανισμό, επισκιάζοντας φυλετικές διακρίσεις ή πάντως ιμπεριαλιστικές διαθέσεις βάσει φυλετικών κριτηρίων2.
Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι την ίδια εκείνη περίοδο, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, έπαιρνε σάρκα και οστά η πανσλαβιστική κίνηση από την πλευρά της Βουλγαρίας με χαρακτηριστικά όμοια με εκείνα των ελληνικών ιμπεριαλιστικών διαθέσεων με ρωσική ενορχήστρωση.
Έτσι μια πραγματικά σοβαρή διπλωματική επιτυχία παρουσιάζονταν ως αποτέλεσμα ταπεινωτικών υποχωρήσεων. Η αντιπολίτευση είχε αποχαλινωθεί. Ο Α Κουμουνδούρος χαρακτηρίζονταν ως αδέξιος διπλωμάτης, απρόβουλος πολιτικός, σφαγεύς της Ηπείρου, καταχρηστής των δημοσίων χρημάτων, άνθρωπος άνευ αρχών. Ακόμη και ο μετέπειτα σπουδαίος Χαρίλαος Τρικούπης, του οποίου το άστρο τότε ανέτειλε, είχε παρασυρθεί στον πολιτικό τυχοδιωκτισμό, αφού έκρινε εθνικό θέμα με βάση κομματικές σκοπιμότητες. Φοβούμενος ότι οι βουλευτές των νέων περιφερειών θα συντάσσονταν με τον Πρωθυπουργό, υποστήριζε ότι δεν θα έπρεπε να γίνουν δεκτοί στην εθνική αντιπροσωπία, επειδή η προσάρτηση είχε γίνει με απλό βασιλικό διάταγμα χωρίς τη σύμπραξη της Βουλής. Ωστόσο ο Χ Τρικούπης λησμόνησε τις ενστάσεις του, όταν οι εν λόγω βουλευτές, με εξαίρεση τους δύο εκλεγμένους Οθωμανούς-Τούρκους εκπροσώπους, τάχτηκαν υπέρ του υποψηφίου της αντιπολίτευσης στην κρίσιμη εκλογή του Προέδρου του Σώματος.
Έκπληκτος ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος (1815 – 1883) βρέθηκε σε θέση απολογουμένου, αν και είχε προσθέσει εκτεταμένα εδάφη στην επικράτεια. Εξηγούσε ήρεμα ότι στις συγκεκριμένες περιστάσεις δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτε καλύτερο και πρόσθετε με λεπτή ειρωνεία, αλλά και ειλικρινή απορία ότι επιτέλους, αν οι Έλληνες ήσαν τόσο φιλοπόλεμοι, δεν θα τους έβλαπτε σε τίποτε να εκστρατεύσουν από τον Πηνειό (Λάρισα) αντί του Σπερχειού (Φθιώτιδα).
Βαθιά απογοητευμένος από τον πρωτογονισμό των πολιτικών ηθών και την αισχρή και απίστευτη σε βάρος του αδικία, ο μειλίχιος και ακέραιος Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, γόνος οικογένειας αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 από τη δυτική Μάνη, δεν άντεξε την ήττα, όταν ακόμη και οι βουλευτές που είχαν ανακτήσει την ελευθερία τους επί των ημερών του στράφηκαν εναντίον του. Αποσύρθηκε από το προσκήνιο και την επόμενη χρονιά πέθανε. Στον επικήδειό του ο Χαρίλαος Τρικούπης θρηνούσε την στέρησιν ανδρός όστις ηδύνατο εν δεδομέναις περιστάσεσι να στηριχθή επί τας πεποιθήσεις της Ευρώπης, όπως ποδηγετήση την Ελλάδα εν δυσχερείαις.
Ο Γεώργιος Σουρής εύστοχα και μελαγχολικά εκτιμούσε την προσήνεια του Α Κουμουνδούρου ως ελάττωμα: Αν ήτο λίγο πιο κακός, αν πάντα δεν ωμίλει και εις εχθρούς και φίλους του με όψι γελαστή, αν του ’λειπε και μια φορά το γέλιο απ’ τα χείλη, κι αν κάπου κάπου έμενε η στέγη του κλειστή, ω, πιο πολύ θα του ’καιε το έθνος του λιβάνι, η Δόξα θαλερώτερο θα του ’πλεκε στεφάνι.
Παραπομπές:
1 Σύμφωνα με την Χάνα Άρεντ: ο σωβινισμός είναι ένα σχεδόν φυσικό προϊόν της εθνικής αρχής στο βαθμό που ξεπηδά κατευθείαν από την παλαιά ιδέα της εθνικής αποστολής. Μια εθνική αποστολή θα μπορούσε να ερμηνευθεί με ακρίβεια ως η διαφώτιση (από το έθνος με την αποστολή αυτή) άλλων, λιγότερο τυχερών λαών οι οποίοι, για κάποιο λόγο, έχουν από θαύμα αφεθεί από την ιστορία χωρίς μια εθνική αποστολή.
2 Σπ Β Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, Τόμος Β΄, Σελ 158.