Η ευελιξία των Γερμανών και Σοβιετικών της εποχής, που πρώτα αιφνιδίασαν και μετά γελοιοποίησαν τον πολιτικό δογματισμό και τους διπλωματικούς τακτικισμούς, κυρίως των Βρετανών και των Γάλλων, έχει ιδιάζουσα επικαιρότητα, όπως αυτή προκύπτει από την έκδηλη διάθεση αναθεώρησης του υφιστάμενου status quo στην ευρύτερη περιοχή. Καθώς πυκνώνουν οι όψιμες και φολκλορικές διαπιστώσεις ότι ο Κόσμος και ιδιαίτερα η Ευρώπη ζουν σε μια περίοδο όμοια με εκείνη του Μεσοπολέμου, η εμβληματική για τον πραγματισμό της συμφωνία κι ακόμη περισσότερο η διπλωματική πορεία προς αυτήν, αποκτά μια παραδειγματική αξία για όσους μπορούν να δουν τις αλληλουχίες και τις συνάφειες, κάνοντας τις αναγκαίες προβολές στο παρόν. (Στην ένθετη φωτογραφία γελοιογραφία της πολωνικής σατιρικής εφημερίδας Mucha, 8 Σεπτεμβρίου 1939, με τίτλο: πρωσικός φόρος τιμής στη Μόσχα)
Πριν συνεχίσω μια σύντομη παρέκβαση για δύο απαραίτητες εξηγήσεις. Εκτιμώ τις διαπιστώσεις ως όψιμες. Ήταν στα τέλη του 2013, στις 13 Δεκεμβρίου, όταν ένας Νέστορας της Διπλωματίας, ο ενενήντα ενός ετών τότε Egon Bahr, αρχιτέκτονας της Ostpolitik του Willy Brandt, δήλωνε στην εφημερίδα Rhein-Neckar-Zeitung ότι ζούμε σε μια προπολεμική περίοδο, όμοια μ’ εκείνη των δεκαετιών του 1920-30. Δηλαδή αρκετά πριν ο εθνικισμός αναπτυχθεί στο σημερινό βαθμό στην Ευρώπη και τον Κόσμο. Τις χαρακτήρισα επίσης και ως φολκλορικές. Το φολκλόρ στην πολιτική και στην ιστορία αναφέρεται στην τάση να προβάλλονται οι συνέπειες ως αιτίες και τα φαινόμενα ως πραγματικότητα. Έτσι εξυπηρετείται η συστηματική αναπαραγωγή απλοϊκών στερεοτύπων, δηλαδή μια εκδοχή των γεγονότων, που χωρίς να εξηγεί σχεδόν τίποτε έχει επικρατήσει να αποκαλείται η ιστορία μας. Με μια άλλη διατύπωση η επικίνδυνη ανάπτυξη του λαϊκίστικου εθνικισμού, που συχνά περιβάλλεται τον σαγηνευτικό μανδύα του άδολου πατριωτισμού, στα σημερινά απειλητικά επίπεδα είναι ένα σύμπτωμα, όχι η ασθένεια.
Την 15η Μαρτίου 1939, όταν πλέον η Γερμανία είχε καταλάβει και το υπόλοιπο των τσέχικων εδαφών της Τσεχοσλοβακίας, οι δυτικοί αναγκάζονταν να παραδεχτούν ότι η πολιτική του κατευνασμού, όπως τον εννοούσαν οι ίδιοι με τη Συμφωνία του Μονάχου της 29ης Σεπτεμβρίου 1938, είχε πλέον αποτύχει. Πρέπει να σημειωθεί και θα διευκολύνει στην κατανόηση όσων ακολουθούν, ότι στο διαμελισμό της Τσεχίας συμμετείχαν επίσης και η Πολωνία και η Ουγγαρία. Η πρώτη είχε καταλάβει στρατιωτικά μεταξύ 2 και 11 Οκτωβρίου 1938 τα εδάφη της επαρχίας Olsa με έκταση 869 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η δεύτερη απαιτούσε και ενσωμάτωνε προκλητικά από τις αρχές Νοεμβρίου 1938 και μέχρι τις αρχές Μαρτίου 1939 στην επικράτειά της ένα εκτεταμένο μέρος των εδαφών που της είχε επιβληθεί να εκχωρήσει στις 4 Ιουνίου 1920 με τη Συνθήκη του Τριανόν στη νεοσύστατη τότε Τσεχοσλοβακία. Στις 14 Μαρτίου 1939 ανακηρύσσονταν η Σλοβακία ως κράτος-δορυφόρος της Γερμανίας και στις 16 Μαρτίου 1939 δημιουργούνταν το Προτεκτοράτο Βοημίας-Μοραβίας με πρώτο Διοικητή τον Γερμανό διπλωμάτη Κόνσταντιν φον Νόιρατ. Στις 17 Μαρτίου 1939 ο Βρετανός Πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν δήλωνε, ίσως προσποιούμενος, τον ισχυρό και αμετάκλητο κλονισμό της εμπιστοσύνης του εξαιτίας της σημαντικότερης μέχρι τότε από μια σειρά αθετήσεις του Χίτλερ και ανακαλούσε επ’ αόριστον τον Πρέσβη του απο το Βερολίνο. Παρόλα αυτά, όπως θα γινόταν γνωστό από τον βρετανικό τύπο στις 31 Ιουλίου 2013, η Τράπεζα της Αγγλίας στις 21 του μήνα, δηλαδή τέσσερις ημέρες μετά τις διαμαρτυρίες του Ν Τσάμπερλεν, με εντολή της Τράπεζας Διεθνών Συμψηφισμών (BIS) μετέφερε το χρυσό της Εθνικής Τράπεζας της Τσεχοσλοβακίας που φυλάσσονταν στις εγκαταστάσεις της, αξίας 5,6 εκατομμυρίων λιρών ή 850 εκατομμυρίων ευρώ σε τιμές του 2013, στο λογαριασμό της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας. Μια μικρότερη σε όγκο μεταφορά χρυσού, αξίας 440 χιλιάδων λιρών, θα ακολουθούσε την 1η Ιουνίου 1939, δηλαδή τρείς μόλις μήνες πριν αρχίσει ο πόλεμος. Οι ΗΠΑ θα αντιδρούσαν επίσης στις 17 Μαρτίου 1939 επιβάλλοντας δασμούς 25% επί των γερμανικών εισαγωγών. Η γερμανική κυβέρνηση εξέλαβε την ενέργεια αυτή ως κήρυξη εμπορικού πολέμου. Η στάση της Γαλλίας ήταν τουλάχιστον ασυνεπής, δεδομένου ότι ήταν η βασική σύμμαχος της Τσεχοσλοβακίας, ήδη από την 25η Ιανουαρίου 1924, την οποία δεν υποστήριξε ούτε στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη Συμφωνία του Μονάχου, ούτε πολύ περισσότερο όταν την καταλάμβανε η Γερμανία. Όπως θα φανεί στη συνέχεια η τύχη της Τσεχοσλοβακίας δεν δίδαξε τίποτε στον υπουργό εξωτερικών της Πολωνίας Józef Beck, ο οποίος ήδη μετά την υπογραφή των Συνθηκών του Λοκάρνο της 5ης -16ης Οκτωβρίου 1925 δήλωνε ότι από τη Γερμανία ζητήθηκε επισήμως να επιτεθεί προς ανατολάς, με αντάλλαγμα την ειρήνη προς δυσμάς. Ο Στάλιν επίσης αδράνησε. Η Τσεχοσλοβακία είχε αναγνωρίσει την οντότητα της ΕΣΣΔ μόλις το 1934 και υπήρχε το αρνητικό ιστορικό προηγούμενο της Τσεχικής Λεγεώνας, που το 1918 αριθμούσε τους 40.000 μάχιμους και είχε εμπλακεί στο ρωσικό εμφύλιο υποστηρίζοντας τις αντεπαναστατικές δυνάμεις. Εκτός αυτών η συμμαχία Τσεχοσλοβακίας-Σοβιετικής Ένωσης της 16ης Μαΐου 1935, η οποία ήταν περισσότερο ένα προσάρτημα της Συνθήκης Αμοιβαίας Βοήθειας Γαλλίας-Σοβιετικής Ένωσης της 2ης Μαΐου 1935, είχε κατόπιν επιμονής της τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης ως όρο για την ενεργοποίησή της, την προηγούμενη εμπλοκή της Γαλλίας υπέρ του αμυνομένου. (Συμφωνία του Μονάχου, 29-30 Σεπτεμβρίου 1939. Από δεξιά: Τσάμπερλεν, Νταλαντιέ, Χίτλερ, Μουσολίνι, Τσιάνο)
Η επιδρομή στο υπόλοιπο της Τσεχίας εξασφάλιζε στη Γερμανία τον εξαιρετικά πλούσιο και άριστο εξοπλισμό των σαράντα μεραρχιών του τσεχοσλοβάκικου στρατού, όπως και τις εγκαταστάσεις του βιομηχανικού συμπλέγματος της Σκόντα στην πόλη Πίλσεν. Στις 28 Απριλίου 1939 ο Χίτλερ θα κόμπαζε στη γερμανική βουλή ότι είχαν περιέλθει στον γερμανικό στρατό μεταξύ άλλων 1.582 αεροπλάνα, 501 αντιαεροπορικά, 2.175 πυροβόλα, 469 άρματα και 43.876 πολυβόλα. Σημαντική λεία υπήρξε και η κατάληψη του εκτεταμένου και άρτιου δικτύου των σιδηροδρόμων της χώρας, το οποίο ήταν συμβατό με το αντίστοιχο αυστριακό. Όπως εκτιμούσε ο Τσώρτσιλ η παραγωγή υλικού πολέμου της Τσεχοσλοβακίας, κυρίως του συμπλέγματος Σκόντα, της περιόδου από τον Αύγουστο του 1938 και μέχρι τον Σεπτέμβριο 1939 ήταν σχεδόν ισοδύμανη με εκείνην της Βρετανίας. Μελετητές της περιόδου, όπως ο Ελβετός ιστορικός Walther Hofer, υποστηρίζουν κατηγορηματικά ότι οι γερμανικές στρατιωτικές επιτυχίες του 1939-40, οι γνωστές ως Blitzkrieg και Blitzsieg, δεν θα ήταν εφικτές χωρίς αυτές τις αρπαγές.
Διπλωματικά όμως η ζημιά για τη Γερμανία θα ήταν ανεπανόρθωτη. Η απρόκλητη ενέργεια κατά του υπολοίπου της Τσεχίας, που ακύρωνε βάναυσα τη Συμφωνία του Μονάχου, δικαίωνε κατά ένα τρόπο εκείνους, όπως τον Γάλλο Στρατάρχη Φερντινάν Φος που πίστευε ότι τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας θα έπρεπε να τελειώνουν στο Ρήνο ή τον Ουίνστον Τσώρτσιλ που επέμενε ότι οποιαδήποτε παραχώρηση ή ανοχή έναντι του Χίτλερ ήταν εκτός από μάταιη και επικίνδυνη. Σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό Golo Mann ο Χίτλερ αποκαλύπτονταν πλέον ως αναξιόπιστος και ψεύτης. Ο Joachim Fest στη μνημειώδη βιογραφία του Χίτλερ αναφέρει ότι αργότερα και ο ίδιος ο Γερμανός δικτάτορας χαρακτήριζε την ενέργεια του ως ολέθριο λάθος.
Η γερμανική ηγεσία εκτιμούσε σωστά την ανοχή των δυτικών στη σταδιακή, μονομερή και de facto αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών της 28ης Ιουνίου 1919 περισσότερο ως ένδειξη αδυναμίας, παρά ως γενναιόδωρη χειρονομία των Γάλλων και των Βρετανών να υποδεχτούν τη Γερμανία ειρηνικά στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Αυτό βέβαια θα έπρεπε να υλοποιηθεί με τους όρους που την είχαν σχεδιάσει οι νικητές υπό την επιστασία των Η Π Α. Επρόκειτο για μια συνθήκη την οποία ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς είχε χαρακτηρίσει ως Καρχηδονιακή Ειρήνη εξαιτίας των εξοντωτικών όρων της. Το πράγματι κολοσσιαίο ύψος των επανορθώσεων που είχε επιβληθεί στους ηττημένους έφτανε στο ποσό των 132 δισεκατομμυρίων μάρκων της εποχής ή τα 442 δισεκατομμύρια δολάρια σε τιμές 2018. Πέραν αυτών η Γερμανία έχανε και το 1/3 των προπολεμικών εδαφών της. Οι προηγούμενοι, Γάλλοι και Βρετανοί, υπολόγιζαν στα έμμεσα οφέλη από μια σύγκρουση της Γερμανίας με τη Σοβιετική Ένωση, εκτιμώντας την ως τον επόμενο στόχο του Χίτλερ. Ωστόσο κατανοούσαν ότι μέχρι να εκπληρωθεί η προσδοκία τους δεν θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα πραγματικό αποτρεπτικό μέτωπο απέναντι στην αδιαμφισβήτητη γερμανική υπεροχή χωρίς τη Σοβιετική Ένωση, αν και μετά τις εκκαθαρίσεις στο στελεχιακό δυναμικό του Κόκκινου Στρατού ο Νέβιλ Τσάμπερλεν αμφισβητούσε το αξιόμαχο των Σοβιετικών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι υπό την καθοδήγηση του Χιάλμαρ Σάχτ η Γερμανία, υιοθετώντας την πρακτική του clearing με τις χώρες τις Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής που εξαιτίας του Μεγάλου Κραχ του 1929 είχαν τεθεί εκτός του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπου κυριαρχούσε το αμερικανικό νόμισμα, είχε κατορθώσει στα τέλη του 1938 να διπλασιάσει το εθνικό εισόδημα, επιτυγχάνοντας συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Την ίδια περίοδο στις ΗΠΑ, παρά το New Deal του Προέδρου Φράνκλιν Ρούζβελτ, οι άνεργοι αριθμούσαν 10,4 εκατομμύρια.
Το 1938 η γερμανική οικονομία των 79,4 εκατομμυρίων ανθρώπων παρήγαγε 40,57 δισ. δολάρια ή το 8,7 του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η γαλλική, με πληθυσμό 42 εκατομμύρια έφτανε στα 21,45 δισ. δολάρια ή το 4,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το Ηνωμένο Βασίλειο των 47,8 εκατομμυρίων, παράγοντας 32,85 δισ. δολάρια, συνιστούσε το 7,1 του συνολικού όγκου της παγκόσμιας οικονομίας. (Στα μεγέθη δεν συμπεριλαμβάνονται οι οικονομίες και οι πληθυσμοί των αποικιών. Επίσης ένα δολάριο του 1938 ισοδυναμεί με 17,12 δολάρια του 2018) Πρέπει να σημειωθεί ότι η γερμανική οικονομία είχε διευκολυνθεί σημαντικά μετά την απόφαση της Διάσκεψης της Λωζάνης της 13ης Ιουλίου 1932, η οποία ύστερα από πρόταση του Αμερικανού Προέδρου Herbert Hoover στην πράξη εκμηδένιζε το υπόλοιπο των γερμανικών επανορθώσεων, περιορίζοντάς το σ' ένα συμβολικό ποσό των τριών δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων. Το ποσό θα ήταν καταβλητέο σε συνάλλαγμα, έναντι υποσχετικών πληρωμής σε 15 χρόνια. Και αξίζει να σημειωθεί ότι, επειδή οι αποφάσεις της Διάσκεψης της Λωζάνης δεν είχαν κυρωθεί απο τα κοινοβούλια Γαλλίας και Βρετανίας, οι υποσχετικές αυτές κάηκαν πανηγυρικά το 1948 στην ελβετική Βασιλεία.
Αμέσως μετά την αυθαίρετη ενέργεια των Πολωνών εναντίον της Τσεχοσλοβακίας, την οποία αντιπαρήλθαν οι δυτικοί, η γερμανική ηγεσία, που φαντασιωνόταν στα ανατολικά μια αναβίωση των συνόρων που είχε εξασφαλίσει με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ της 3ης Μαρτίου 1918 σε βάρος της νεοσύστατης τότε σοβιετικής Ρωσίας, έσπευσε να εξαργυρώσει την ανοχή της προτείνοντας στην πολωνική κυβέρνηση το φθινόπωρο του 1938 να συμπράξει σε μια εκστρατεία ανατολικά με αντάλλαγμα εδάφη στη Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας. Η πολωνική ηγεσία, που στο μεταξύ προσεγγίζονταν και από τους δυτικούς, αρνήθηκε να μετάσχει. Την άνοιξη του 1939, στις 6 Απριλίου, επισημοποιούσε την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τους Βρετανούς και τους Γάλλους, δεχόμενη πέρα από τις εγγυήσεις τους για την ανεξαρτησία της χώρας και τις υποσχέσεις μιας στρατιωτικής συμμαχίας. Μόλις έξι μήνες αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, οι Πολωνοί θα διαπίστωναν ότι όλες αυτές οι πομπώδεις δηλώσεις δεν ήταν παρά κούφια λόγια με τα οποία οι δυτικοί έτρεφαν τις πολωνικές ψευδαισθήσεις. Την ίδια ημέρα της υπογραφής των εξασφαλίσεων ο υπουργός των εξωτερικών της Βρετανίας Λόρδος Χάλιφαξ σχολίαζε ότι σκεφτόντουσαν ότι οι εγγυήσεις αυτές δεν θα ήταν δεσμευτικές. Ο υφυπουργός του Alexander Cadogan ήταν πιο ειλικρινής όταν σημείωνε στο ημερολόγιο του ότι φυσικά και οι εγγυήσεις δεν προσέφεραν τίποτε στην Πολωνία και ότι ήταν βάναυσες ακόμη και κυνικές απέναντι στους Πολωνούς. Μερικές ημέρες νωρίτερα, στις 31 Μαρτίου 1939, οι δυτικοί εγγυούνταν και την ανεξαρτησία του Βελγίου, της Ρουμανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στις 27 Απριλίου 1939 ο Χίτλερ δήλωνε την αποχώρηση της Γερμανίας από το Σύμφωνο Μη Επίθεσης που είχε υπογραφεί με την Πολωνία την 26η Ιανουαρίου 1934 και από τη Ναυτική Συμφωνία με τη Βρετανία της 18ης Ιουνίου 1935, που όπως δηλώνεται και από το τίτλο αφορούσε τους ναυτικούς εξοπλισμούς. Η γερμανική ηγεσία είχε αποδεχτεί τότε τον μόνιμο περιορισμό της δύναμης του πολεμικού της ναυτικού στο 35% της αντίστοιχης βρετανικής.
Στο μεταξύ η σοβιετική ηγεσία παρακολουθούσε τον διπλωματικό οργασμό των τελευταίων μηνών του 1938 και των πρώτων του 1939, προετοιμάζοντας τις δικές της κινήσεις. Ένα πρώτο μήνυμα με αποδέκτες τόσο τους Γερμανούς, όσο και τους Βρετανούς και Γάλλους, που δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών, ήταν η τοποθέτηση του Στάλιν στο 18 συνέδριο του ΚΚΣΕ της 10ης Μαρτίου 1939. Εκεί, υιοθετώντας τη βασική θέση της εισήγησης του Αντρέι Ζντάνοφ και αναφερόμενος στη στάση που θα τηρούσε η Σοβιετική Ένωση, διαβεβαίωνε ότι θα συνέχιζε την πολιτική της ειρήνης και θα ενδυνάμωνε τις οικονομικές σχέσεις με όλες τις χώρες. Θα πρόσεχαν όμως και δεν θα άφηναν τη χώρα τους να παρασυρθεί σε συγκρούσεις από τους πολεμοκάπηλους, που ήταν συνηθισμένοι να βάζουν άλλους να βγάζουν τα κάστανα απ’ τη φωτιά για λογαριασμό τους. (Στην ένθετη φωτογραφία από δεξιά: Ζντάνοφ, Στάλιν, Βοροσίλοφ)
Οι δυτικοί, κυρίως οι Γάλλοι που ήταν πιο εκτεθειμένοι έναντι των Γερμανών, αντέδρασαν άμεσα, συμπαρασύροντας και τους Βρετανούς. Ήδη από τα μέσα Απριλίου του 1939 άρχισαν διερευνητικές επαφές ανάμεσα στους τρείς ενδιαφερομένους. Στις 15 και 16 του μήνα ο λαϊκός επίτροπος των εξωτερικών, όπως ονομάζονταν τότε ο Σοβιετικός υπουργός των εξωτερικών, Μαξίμ Λιτβίνοφ διαπραγματεύονταν με τον Βρετανό Πρέσβη William Seeds τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου αμοιβαίας στήριξης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση, τη Βρετανία και τη Γαλλία. Στις 18 Απριλίου 1939 ο Μ Λιτβίνοφ διεύρυνε την πρότασή του προς τους Πρέσβεις Βρετανίας και Γαλλίας Paul-Emile Naggiar, εισηγούμενος ένα σύμφωνο αμοιβαίας υποστήριξης έναντι οποιουδήποτε επιτιθέμενου που θα κάλυπτε επίσης και τις Βαλτικές Χώρες, τη Φινλανδία και την Πολωνία. Όπως προαναφέρθηκε, δέκα μέρες αργότερα η Γερμανία αποχωρούσε από τις Συμφωνίες με την Πολωνία και τη Βρετανία.
Η προσέγγιση των τριών διευκολύνονταν και από την προϋπάρχουσα Συνθήκη Αμοιβαίας Βοήθειας Γαλλίας-Σοβιετικής Ένωσης της 27ης Φεβρουαρίου 1936, η οποία υπήρξε και το διπλωματικό άλλοθι της γερμανικής ηγεσίας για την ανακατάληψη της Ρηνανίας στις 7 Μαρτίου 1936, καθότι θεωρούσε ότι η Συνθήκη μεταξύ Γαλλίας-Σοβιετικής Ένωσης παραβίαζε τις Συνθήκες του Λοκάρνο. Ο πρώην Πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Λόιντ Τζωρτζ, που είχε συνυπογράψει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών δύσθυμα και επέκρινε την εκδικητικότητα και τη μονομέρεια των όρων της, υποστήριζε ότι ο Χίτλερ θα είχε προδώσει τη χώρα του, αν δεν προχωρούσε στην ανακατάληψη. Ο ίδιος ο Χίτλερ θα ομολογούσε αργότερα ότι οι πρώτες σαράντα οχτώ ώρες μετά την είσοδο του γερμανικού στρατού στην αποστρατιωτικοποιημένη περιοχή υπήρξαν οι πιο αγωνιώδεις της ζωής του. Όπως έλεγε, αν οι Γάλλοι αντιδρούσαν, οι ανέτοιμες γερμανικές δυνάμεις δεν θα είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν ούτε στοιχειωδώς αντίσταση και θα αποχωρούσαν ντροπιασμένες. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που οι εντολές που είχαν λάβει απαγόρευαν οποιαδήποτε εμπλοκή. Όπως είναι γνωστό ο νόμος για την υποχρεωτική θητεία είχε ψηφιστεί μόλις ένα χρόνο πριν, στις 16 Μαρτίου 1935. Η σκοπιμότητα της αδράνειας των δυτικών, κυρίως Γάλλων και Βρετανών, επιβεβαίωνε τις εκτιμήσεις ότι εκείνο που αντιλαμβάνονταν ως ουσιαστικό κίνδυνο οι δυτικοί εκπορεύονταν από τον Στάλιν και το πολιτικό σύστημα που αυτός εκπροσωπούσε. Η αδιαμφισβήτητη επαλήθευση των εκτιμήσεων αυτών θα ακολουθούσε πριν το τέλος του Σεπτεμβρίου του 1939.
Ήδη όμως από τον Φεβρουάριο του 1939 και οι Γερμανοί διπλωμάτες στο Βερολίνο υπό τον Karl Schnurre βολιδοσκοπούσαν τους Σοβιετικούς μέσω του αναπληρωτή εμπορικού ακολούθου της Πρεσβείας A Barbarin για τις δυνατότητες σύναψης οικονομικής συμφωνίας, με απώτερο σκοπό την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας, υποσχόμενοι ευνοϊκότερους όρους από εκείνους των Βρετανών και των Γάλλων. Ο προαναφερθείς διπλωμάτης K Schnurre θα αποδεικνύονταν, περισσότερο κι από τον Ρίμπεντροπ, ως ο αφανής αρχιτέκτονας όσων ακολούθησαν. Από τον Απρίλιο οι Γερμανοί κατέθεταν, μυστικά όπως προαναφέρθηκε, συγκεκριμένες προτάσεις και για τον πρόσθετο λόγο ότι την ίδια εκείνη περίοδο εξανεμίζονταν οι ελπίδες σύναψης στρατιωτικής συμμαχίας με την Ιαπωνία που θα δέσμευε βρετανικές και σοβιετικές δυνάμεις στην Άπω Ανατολή. Ο Στάλιν, εκτιμώντας ως ανυπόληπτες τις δυτικές ηγεσίες και παρελκυστική την τακτική τους, με σκοπό να διευκολύνει ακόμη περισσότερο τις επαφές με τους Γερμανούς, απομάκρυνε στις 3 Μαΐου 1939 από το Υπουργείο των Εξωτερικών τον Μαξίμ Λιτβίνοφ. Αυτός θεωρούνταν ότι ακολουθούσε δυτικόφιλη πολιτική στο θέμα της εξωτερικής ασφάλειας και η εβραϊκή του καταγωγή ενοχλούσε τους εθνικοσοσιαλιστές, όπως καταδεικνύονταν και από τον γερμανικό τύπο. Τον αντικατέστησε ο Επικεφαλής του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων Βιατσεσλάβ Μολότοφ. Από το σημείο αυτό και μετά ο Γάλλος Πρέσβης στο Βερολίνο Robert Coulondre δήλωνε ότι θεωρούσε μια συμφωνία μεταξύ Γερμανίας-Σοβιετικής Ένωσης ως δυνατή, λόγω της βαθιάς ομοιότητας των δύο καθεστώτων, όπως υποστήριζε, εκτιμώντας ως πιθανή μια τέταρτη διαίρεση της Πολωνίας. Ωστόσο έλπιζε ότι ο Χίτλερ τελικά δεν θα συναινούσε σε μια συμφωνία με τους κομμουνιστές.
Οι Βρετανοί και Γάλλοι αντιπρόσωποι προσέρχονταν στις διαπραγματεύσεις επίσης με επιφυλάξεις παρόμοιες μ’ εκείνες των Σοβιετικών. Εκτός αυτών όμως οι Βρετανοί, οχυρωμένοι πίσω από τη θαλάσσια ασφάλεια της Μάγχης, κωλυσιεργούσαν σχεδόν προκλητικά ύστερα και από τις σχετικές οδηγίες ειδικά της Κυβέρνησής τους, επιδεικνύοντας επιπρόσθετα και ένα είδος απαξίας έναντι των Σοβιετικών, ιδιαίτερα όσο αφορούσε την πολεμική τους ικανότητα. Οι διαπραγματεύσεις καρκινοβατούσαν πέρα απ’ αυτό και για το λόγο ότι οι διπλωματικές αποστολές έπρεπε να απευθύνονται στις προϊστάμενες αρχές τους και να αιτούνται εγκρίσεις για οποιοδήποτε ακόμη και επιμέρους βήμα. Σε απάντηση της σοβιετικής πρότασης, οι Βρετανοί εισηγούνταν μονομερείς εγγυήσεις των τριών προς την Πολωνία και τη Ρουμανία. Οι Γάλλοι πρότειναν συμφωνίες αμοιβαίας συμπαράστασης για τις δύο χώρες. Οι Σοβιετικοί αντιπρότειναν μια τριμερή αμυντική συμφωνία, η οποία θα περιελάμβανε επιπλέον και τον όρο της στρατιωτικής συμπαράστασης προς τις όμορες με τη Σοβιετική Ένωση χώρες, με την προϋπόθεση ότι οι συγκεκριμένες χώρες δεν θα σύναπταν ειρήνη με τη Γερμανία. Οι δυτικοί αντέδρασαν αρχικά στη σοβιετική αντιπρόταση και καθυστέρησαν μια δεσμευτική απάντηση για να συμφωνήσουν τελικά την 1η Ιουλίου 1939. Τώρα όμως, καθώς εντείνονταν οι παράλληλες και μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς, ήταν η σοβιετική ηγεσία που υπερακόντιζε τους όρους των δυτικών. Ο Β Μολότοφ απαιτούσε, για λόγους συμμετρίας με την Πολωνία, τη σύναψη διμερούς συμφώνου και με την Τουρκία στο οποίο θα περιλαμβάνονταν και όρος που θα κάλυπτε τη Σοβιετική Ένωση έναντι μιας έμμεσης απειλής από τη Γερμανία. Οι Seeds και Naggiar είχαν εντολές να παραμείνουν ανυποχώρητοι. Στις 8 Ιουλίου ο Β Μολότοφ επανέρχονταν μ’ έναν επιπλέον όρο, θέτοντας ως προϋπόθεση της τριπλής συμμαχίας, την προηγούμενη σύναψη στρατιωτικής συμφωνίας μεταξύ των τριών. Παρόλα αυτά η κωλυσιεργία από την πλευρά των δυτικών συνεχίζονταν. Οι Βρετανοί χρειάστηκαν δέκα ημέρες για να συστήσουν την ομάδα των εμπειρογνωμόνων υπό τον Ναύαρχο Reginald Drax. Επικεφαλής της γαλλικής αποστολής είχε οριστεί ο Στρατηγός Aime Doumenc. Οι δύο ομάδες ταξίδεψαν με πλοίο της γραμμής για να φτάσουν μέσω Λένινγκραντ στη Μόσχα. Στις 11 Αυγούστου άρχιζαν επιτέλους οι διαπραγματεύσεις σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων με τον Στρατάρχη Κλίμεντ Βοροσίλοφ.
Πέρα απ’ το γεγονός ότι ο Στάλιν, ειδικά μετά την αντικατάσταση του Μ Λιτβίνοφ, προσάρμοζε την ιδεολογία του στις αρχές της Real Politik, που στην πράξη σήμαινε ότι η ασφάλεια και η ακεραιότητα της χώρας απαιτούσαν και την επέκταση των συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης τουλάχιστον στα όρια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον ήταν και οι δυτικοί και κυρίως οι Βρετανοί που με τη στάση τους εξωθούσαν τη Σοβιετική Ένωση έμμεσα στη σύμπραξη με τη Γερμανία. Το πλήθος των αδύναμων κρατών που είχαν δημιουργηθεί στην Ανατολική Ευρώπη μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ευνοούσε την προοπτική της διαρπαγής και καθυπόταξής τους από τις δύο ισχυρότερες δυνάμεις της ηπείρου.
Πέρα από τον Χένρι Κίσινγκερ, που στο μνημειώδες έργο του της Διπλωματίας, χαρακτηρίζει τον Στάλιν έναν δάσκαλο της Real Politik και ο Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, Ομοσπονδιακός Υπουργός Εξωτερικών και Αντικαγκελάριος από το 1974 έως το 1992, σε συζητήσεις του με τον ιστορικό Michael Stürmer τον Ιανουάριο του 1987 εκτιμούσε τον σοβιετικό ηγέτη ως ένα από τα μεγαλύτερα στρατηγικά μυαλά του 20ου αιώνα.
Στα μέσα Ιουνίου του 1939 ο διπλωματικός σύμβουλος της Σοβιετικής Πρεσβείας στο Βερολίνο Georgi Astachow δήλωνε στον Βούλγαρο Πρέσβη Parvan Dragonoff ότι εάν η Γερμανία δήλωνε επίσημα ότι δεν επρόκειτο να επιτεθεί τη Σοβιετική Ένωση ή εάν υπέγραφε ένα σύμφωνο μη επίθεσης, οι Σοβιετικοί θα απέστεργαν από μια συνθήκη με τους Βρετανούς. Οι Γερμανοί αξιοποίησαν αμέσως την πληροφορία που τους μετέφερε ο Parvan Dragonoff. Ο K Schnurre διαβεβαίωσε τον G Astachow ότι οι Γερμανοί ήταν έτοιμοι να προσφέρουν όλες τις απαιτούμενες εγγυήσεις. Ύστερα από συζητήσεις επί των λεπτομερειών στις 17 Αυγούστου 1939 ο Γερμανός Πρέσβης στη Μόσχα Friedrich-Werner Graf von der Schulenburg επέδωσε στον Vyacheslav Molotov διακοίνωση με την οποία η γερμανική ηγεσία δεσμεύονταν εγγράφως να μην επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Στο έγγραφο προβλέπονταν και η επισύναψη εμπιστευτικού πρωτοκόλλου αναφορικά με τις σφαίρες επιρροής, όπως αυτές θα καθορίζονταν μεταξύ των δύο. Με βάση τις προφορικές συνεννοήσεις Schulenburg- Molotov ο επικεφαλής του νομικού τμήματος του γερμανικού υπουργείου των εξωτερικών Friedrich Gaus συνέταξε το κείμενο της συνθήκης με το οποίο ταξίδεψε στη Μόσχα ο Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ στις 23 Αυγούστου 1939. Οι Σοβιετικοί υποδέχτηκαν τη Γερμανική Αντιπροσωπεία στις έξι το απόγευμα. Ο περισσότερος χρόνος απαιτήθηκε για την τελική διευθέτηση των όρων του μυστικού πρωτοκόλλου. Στις 10 το βράδυ έγινε μια διακοπή για να διευκρινιστούν λεπτομέρειες μεταξύ Ρίμπεντροπ και Χίτλερ. Στις 2 τη νύχτα προς την 24η Αυγούστου 1939 ο Ρίμπεντροπ ενημέρωνε τηλεφωνικά τον Χίτλερ για την υπογραφή της Συνθήκης που θα είχε δεκαετή διάρκεια. Το πρωί της ίδιας ημέρας οι Prawda και Iswestija ενημέρωναν στα πρωτοσέλιδα για το γεγονός. (Στην ένθετη φωτογραφία ο Μολότοφ και ο Ρίμπεντροπ)
Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά στις 11 Αυγούστου ο Χίτλερ δήλωνε προς τον Ελβετό Ύπατο Αρμοστή του Ντάντσιχ Carl Jacob Burckhardt πως οτιδήποτε έκανε είχε ως στόχο τη Ρωσία. Αν η Δύση ήταν τόσο ηλίθια και στραβή για να το καταλάβει, θα αναγκάζονταν να έρθει σε συνεννόηση με τους Ρώσους, θα συνέτριβε τη Δύση και, μετά την ήττα της, θα στρέφονταν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης με μαζεμένες όλες του τις δυνάμεις. Ο Χίτλερ, που επαναλάμβανε μια πάγια θέση του, θα αποδεικνύονταν απολύτως συνεπής στους απλοϊκούς, όσο και υπεφίαλους, σχεδιασμούς του.
Μερικές ημέρες πριν την υπογραφή του περιβόητου Συμφώνου Molotov-Ribbentrop, στις 19 Αυγούστου, υπογράφονταν η οικονομική συμφωνία που συζητιόνταν, όπως προαναφέρθηκε, ήδη από τα μέσα Φεβρουαρίου. Το βασικότερο εμπόδιο στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις αποστολές Γαλλίας-Βρετανίας και Σοβιετικών, που έτρεχαν παράλληλα, ήταν η προϋπόθεση που έθετε ο Kliment Woroschilow σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε σε περίπτωση πολέμου να διασφαλίζεται η δυνατότητα στον Κόκκινο Στρατό να διέρχεται μέσα από τα πολωνικά εδάφη για να εμπλακεί με τη Wehrmacht. Έτσι είχαν οδηγηθεί οι διαπραγματεύσεις σε ένα προσωρινό αδιέξοδο στις 17 Αυγούστου και σε αναμονή της απάντησης της πολωνικής κυβέρνησης, διακόπηκαν για να συνεχιστούν στις 21 του μήνα. Οι Πολωνοί, σε ανάμνηση της επίθεσής τους εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας το 1920, των εδαφών που είχαν ενσωματώσει τελικά και του ενδεχόμενου κινδύνου να αναθεωρηθούν οι κατακτήσεις τους, απάντησαν δια του Υπουργού τους των Εξωτερικών Józef Beck κατηγορηματικά αρνητικά. Ανέβαλαν τις διαπραγματεύσεις για τις 27 Αυγούστου για να μην τις επαναλάβουν ποτέ, αφού στο μεταξύ είχε υπογραφεί η συνθήκη Γερμανίας-Σοβιετικής Ένωσης.
Με την εμπορική πίστωση, ύψους 200 εκατομμυρίων Reichsmarks διάρκειας εφτά ετών, που είχαν υπογράψει οι εκπρόσωποι του Ράιχ στις 19 Αυγούστου 1939 με τους Σοβιετικούς ομολόγους τους, ουσιαστικά εξαγόραζαν αρχικά την ουδετερότητα και μετά τη συνεργασία των Σοβιετικών. Υλοποιούνταν έτσι η προγραμματική εξαγγελία του Χίτλερ από το 1934, όταν δήλωνε ότι ο πόλεμος εναντίον και του πανσλαβισμού και του νεοσλαβισμού, ήταν αναπόφευκτος και η νίκη σ’ αυτή τη σύγκρουση θα οδηγούσε στη μόνιμη κυριαρχία του Κόσμου. Για το σκοπό αυτό, όπως υποστήριζε, θα έκαναν ένα μέρος της πορείας ακόμη και με τους Ρώσους, εφόσον αυτό θα εξυπηρετούσε τους στόχους της Γερμανίας.
Για τη Σοβιετική Ένωση η συγκεκριμένη πίστωση, κυρίως βιομηχανικά προϊόντα και τεχνολογικός εξοπλισμός, ήταν επίσης θεμελιώδους σημασίας. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο οι στόχοι είχαν τεθεί σε πρώτη προτεραιότητα απο το τρίτο πενταετές πρόγραμμα του 1938 που είχε σχεδιάσει η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος, ώστε να θωρακίσει τη Σοβιετική Ένωση απέναντι σ΄ έναν επεκτατικό πόλεμο που περίμενε από την πλευρά της Γερμανίας.
Η σημασία της συγκεκριμένης εμπορικής συμφωνίας καταδεικνύονταν και από το γεγονός ότι ο Στάλιν την είχε θέσει ως όρο για την υπογραφή της πολιτικής συμφωνίας Ribbentrop– Molotov της 24ης Αυγούστου 1939. Οι Γερμανοί επιζητούσαν και επείγονταν για την πολιτική συμφωνία, προσφέροντας ευνοϊκότερους όρους από τους Βρετανούς και τους Γάλλους, όπως προαναφέρθηκε, τόσο για να μην εμπλακούν σ’ έναν διμέτωπο αγώνα, όσο και για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις αντιμετώπισης ενός ναυτικού αποκλεισμού από τους Βρετανούς. Οι μνήμες από τις παραδόσεις γερμανικών μεραρχιών εξαιτίας της πείνας στους Γάλλους και στους Βρετανούς στο δυτικό μέτωπο στα τέλη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και ο λιμός που είχε επιβληθεί στο γερμανικό λαό από τον αγγλικό αποκλεισμό ήταν ζωντανές.
Η αποφυγή ενός διμέτωπου αγώνα απασχολούσε όμως και τους Σοβιετικούς. Την επομένη της υπογραφής της εμπορικής συμφωνίας ο Κόκκινος Στρατός άρχιζε τις επιχειρήσεις εναντίον των Ιαπώνων στη μεθόριο Μαντζουρίας-Μογγολίας, όπου και θα επικρατούσε σε διάστημα μόλις τεσσάρων εβδομάδων. Η σύντομη και νικηφόρα αυτή εκστρατεία στην Άπω Ανατολή είχε ουσιαστικές επιπτώσεις στις μετέπειτα εξελίξεις. Οι Ιάπωνες, αποθαρρυμένοι από την ήττα τους, θα έστρεφαν πλέον οριστικά τις επεκτατικές τους βλέψεις από τη Σιβηρία στον Ειρηνικό. Η αλλαγή προσανατολισμού και το σύμφωνο ουδετερότητας που ακολούθησε ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 13 Απριλίου 1941, επέτρεψε στους Σοβιετικούς να συγκεντρώσουν σταδιακά σχεδόν το σύνολο των δυνάμεών τους στα δυτικά μέτωπα. Στις επιχειρήσεις αυτές είχε ανατείλει το άστρο του Γκεόργκι Ζούκοφ που θα αναδεικνύονταν στον κορυφαίο στρατιωτικό ηγέτη των Σοβιετικών κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.
Η πολιτική συμφωνία Ribbentrop-Molotov, κορυφαίο επίτευγμα πραγματιστικής διπλωματίας, είχε αφήσει κατάπληκτους τόσο τους εχθρούς, όσο και τους φίλους των δύο χωρών, οι οποίοι, παρασυρμένοι από την ιδεολογική εχθρότητα των δύο πρωταγωνιστών, εκτιμούσαν ως αδιανόητη μια τέτοια εξέλιξη. Οι δύο πρωταγωνιστές δήλωναν ότι είχαν βρει κοινό έδαφος συνεννόησης στην αντικαπιταλιστική ιδεολογική στάση τους. Στις θερμές προπόσεις και προσφωνήσεις τους οι Γερμανοί εκπρόσωποι, με προεξάρχοντα τον υπουργό εξωτερικών Joachim von Ribbentrop, διαβεβαίωναν τους Σοβιετικούς ότι τόσο η Συμφωνία Antikomintern της 25ης Νοεμβρίου 1936 με την Ιαπωνία, όσο και το Χαλύβδινο Σύμφωνο της 7ης Απριλίου 1939 με την Ιταλία στρέφονταν εναντίον των χρηματιστών του City στο Λονδίνο. Ο Vyacheslav Molotov, υπουργός των εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, δήλωνε ότι ο φασισμός ήταν θέμα γούστου. Και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν ότι η Βρετανία απεργάζονταν μόνιμα τη διατάραξη των σχέσεών τους. Η έκπληξη από την πλευρά των Βρετανών και των Γάλλων ήταν και αδικαιολόγητη. Οι δύο κατά τεκμήριο ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης, Σοβιετική Ένωση και Γερμανία, που θεωρούνταν παρίες και είχαν αποβληθεί από τη διεθνή κοινότητα, η πρώτη μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) και η δεύτερη μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), είχαν αναπτύξει διμερείς σχέσεις ήδη από το 1922 με τη Συνθήκη του Ραπάλο.
Όπως είναι γνωστό η συνθήκη δεν περιορίζονταν μόνο στην εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, με την αμοιβαία παραίτηση από τις μεταξύ τους εδαφικές και οικονομικές διεκδικήσεις. Με το μυστικό προσάρτημα που συνόδευε τη συνθήκη και μέχρι το 1933 η Γερμανία μπορούσε να παρακάμπτει τους σχετικούς περιοριστικούς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών και να χρησιμοποιεί μυστικές βάσεις στο σοβιετικό έδαφος για τη δοκιμή οπλικών συστημάτων και την εκπαίδευση προσωπικού. Οι σχέσεις των δύο χωρών επαναβεβαιώθηκαν και διευρύνθηκαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1926, οπότε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεσμεύονταν να τηρήσει ουδετερότητα σε περίπτωση πολέμου της Σοβιετικής Ένωσης εναντίον τρίτης χώρας. Στην ουσία η Γερμανία της δεκαετίας του 1920 ήθελε να διαδραματίσει ρόλο μεσολαβητή μεταξύ ΕΣΣΔ και Δυτικών. Με την έννοια τρίτη χώρα εννοούνταν η Πολωνία, που είχε συσταθεί μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο από γερμανικά και σοβιετικά εδάφη. Πρακτικά η γερμανική ουδετερότητα αποσκοπούσε στο να εμποδίσει τη Γαλλία να συνδράμει τους Πολωνούς σε περίπτωση πολέμου με τους Σοβιετικούς. Η οικονομική συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες στη δεκαετία του 1920, με αποκορύφωμα το 1927, έφτανε στα 443 εκατομμύρια μάρκα της εποχής. Μετά την ανάρρηση των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία και τις θεωρίες τους περί Σλάβων Υπανθρώπων, τις απαιτήσεις για Ζωτικό Χώρο σε πολωνικές- σοβιετικές περιοχές και τη συνωμοσιολογική αντίληψη περί εβραιομπολσεβικισμού οι σχέσεις είχαν περιοριστεί δραστικά πέφτοντας στα 223 εκατομμύρια μάρκα το 1934. Οι δύο χώρες είχαν αντιπαρατεθεί έμμεσα και στον Ισπανικό Εμφύλιο από το 1936 και μετά, χωρίς αυτό να προκαλέσει την οριστική διακοπή ή την πλήρη ρήξη στις μεταξύ τους σχέσεις. Το υπόβαθρο της συνεργασίας και η εμπειρία της συνεννόησης διατηρούνταν και όπως είναι ιστορικά αποδεδειγμένο οι κοινές και άμεσες απειλές ευνοούν τις κοινές και άμεσες δράσεις.
Οι χαρακτηρισμοί Communazis και Communazi Pact μπορεί να ήταν ευρηματικοί, ήταν όμως και επιφανειακοί. Όσο μάλιστα αφορούσε τις κατηγορίες για ιμπεριαλιστικές πρακτικές και μυστική διπλωματία οι χαρακτηρισμοί ήταν σίγουρα και υποκριτικοί.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1939 ο Georgi Dimitrov, επικεφαλής της Τρίτης Διεθνούς, εντέλλονταν να υποστηρίξει μέσω της οργάνωσης το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1939 καθοδηγούσε ανάλογα την Εκτελεστική Επιτροπή της Comintern (ECCI) να κατευθύνει τις ομόδοξες παρατάξεις, ώστε να υπερασπιστούν τη συμφωνία. Η μετατροπή των ηγεσιών των κομμουνιστικών κομμάτων σε πρεσβευτές της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης θα είχε επιπτώσεις στην πολιτική αξιοπιστία τους. Ταυτόχρονα θα καταγράφονταν σημαντικό κύμα αποχωρήσεων από τις οργανώσεις, όπως και διαγραφών.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας στις 2 Σεπτεμβρίου 1939 είχε ψηφίσει ομόφωνα υπέρ των πολεμικών δανείων και στις 19 του ίδιου μήνα διακήρυττε την ακλόνητη θέλησή του να υπερασπιστεί τη χώρα. Λίγες ημέρες αργότερα στις 27 Σεπτεμβρίου 1939 καταδίκαζε τον πόλεμο, που στο μεταξύ είχαν κηρύξει οι Βρετανοί και οι Γάλλοι στη Γερμανία, ως ιμπεριαλιστικό. Την 1η Οκτωβρίου 1939 οι Γάλλοι κομμουνιστές υποστήριζαν ότι θα έπρεπε να εισακουστούν οι ειρηνευτικές προτάσεις που είχαν απευθύνει από κοινού στις 28 Σεπτεμβρίου 1939 η γερμανική και η σοβιετική ηγεσία στη Γαλλία και Βρετανία. Στις 26 Σεπτεμβρίου το κομμουνιστικό κόμμα τέθηκε εκτός νόμου και στις 4 Οκτωβρίου 1939 ο επικεφαλής του Maurice Thorez λιποτακτούσε από τον γαλλικό στρατό και κατέφευγε στη Σοβιετική Ένωση.
Παρόμοια ήταν και η μεταστροφή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Ως επικεφαλής του κόμματος ο Walter Ulbricht, μετά τη σύλληψη του Ernst Thälmann ήδη από τις 3 Μαρτίου 1933, έχοντας καταφύγει στη Στοκχόλμη έγραφε στην εφημερίδα Die Welt, που ήταν το όργανο του κόμματος και εκδίδονταν στη Σουηδία, ότι η γερμανική κυβέρνηση είχε διακηρύξει την πρόθεσή της για ειρηνικές σχέσεις με την Σοβιετική Ένωση, ενώ το αγγλογαλλικό μέτωπο επιθυμούσε έναν πόλεμο εναντίον της ΕΣΣΔ. Τόνιζε ακόμη ότι ο σοβιετικός λαός και η γερμανική εργατική τάξη είχαν κάθε συμφέρον να αποτρέψουν τα πολεμικά σχέδια της Βρετανίας, την οποία χαρακτήριζε ως την πιο αντιδραστική δύναμη στον κόσμο. Το ίδιο έπραξε και το κομμουνιστικό κόμμα της Βρετανίας την ίδια εκείνη περίοδο. Η ηγεσία του τελικά θα πειθαρχούσε στη γραμμή της Comintern και θα αποκήρυττε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Στην Πράγα, όπου είχαν οργανωθεί διαδηλώσεις κατά της Γερμανίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχίας έλαβε οδηγίες από την Τρίτη Διεθνή να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις και να παραλύσει τα σοβινιστικά στοιχεία, όπως χαρακτηρίζονταν όσοι αντιδρούσαν στη γερμανική κατοχή.
Το άγχος όμως των δυτικών ήταν αιτιολογημένο. Η πολιτική ευελιξία των Γερμανών και των Σοβιετικών εκτός του διπλωματικού διασυρμού τους, ακύρωνε σε πρώτη φάση την υστερόβουλη ελπίδα τους ότι τα δύο καθεστώτα θα αλληλοκαταστρέφονταν, πριν αποβούν μοιραία για την ευρωπαϊκή τάξη που είχαν δημιουργήσει, αλλά δεν μπορούσαν να διατηρήσουν οι νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις Βερσαλλίες. Ήδη από το Μάρτιο του 1919, όταν στις διαπραγματεύσεις της ειρήνης, ερήμην των Γερμανών, σκιαγραφούνταν το αποτέλεσμα που επιδιώκονταν, ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Λόιντ Τζωρτζ εκτιμούσε ότι η αδικία και το θράσος που επιδεικνύονταν την ώρα του θριάμβου δεν θα λησμονούνταν και δεν θα συγχωρούνταν ποτέ. Η αναφορά σχετίζονταν κυρίως με το άρθρο 231 της Συνθήκης των Βερσαλλιών, το λεγόμενο άρθρο της πολεμικής ενοχής, που όριζε ότι η Γερμανία ήταν μόνη και αποκλειστικά υπεύθυνη για όλες τις απώλειες και ζημίες που είχαν υποστεί οι Σύμμαχοι στη διάρκεια του πολέμου και έθετε τη βάση των αποζημιώσεων.
Έτσι την 1η Σεπτεμβρίου 1939 η ηγεσία της ναζιστικής Γερμανίας, με την πεποίθηση ότι οι δυτικοί δεν επρόκειτο να πολεμήσουν για την Πολωνία, έχοντας ωστόσο πρώτα καλύψει τα νώτα της, εισέβαλε και υπόταξε τις δυτικές επαρχίες της χώρας. Η επιχείρηση Fall Weiß, όπως είχε ονομαστεί το σχέδιο εισβολής που είχε καταρτήσει ήδη από τις 15 Ιουνίου 1939 η ανώτατη διοίκηση του γερμανικού στρατού, είχε αναβληθεί για μερικές ημέρες, από την 26η Αυγούστου για την 1η Σεπτεμβρίου. Την προηγούμενη ημέρα, στις 25 Αυγούστου, η βρετανική κυβέρνηση, αιφνιδιάζοντας τον Χίτλερ, είχε υπογράψει αμυντική συμφωνία με την Πολωνία. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1939 η Γαλλία και η Βρετανία κήρυτταν περισσότερο τυπικά τον πόλεμο στη Γερμανία.
Οι Σοβιετικοί, περιμένοντας να διαπιστώσουν, αν όντως οι Γερμανοί θα τηρούσαν το μυστικό πρωτόκολλο και προβάλλοντας ως επιχείρημα την προστασία των ομοεθνών τους Ρώσων και Ουκρανών που ζούσαν εκεί, εισέβαλαν από τα αντολικά στην Πολωνία στις 17 Σεπτεμβρίου. Η σοβιετική εισβολή δεν παραβίαζε, συμβατικά τουλάχιστον, τη Πωλονο-Σοβιετική Συνθήκη μη Επίθεσης της 25ης Ιουλίου 1932, που είχε ανανεωθεί το 1934 έως το 1945. Η πολωνική εισβολή και κατάληψη της τσεχικής επαρχίας Olsa στις 2-11 Οκτωβρίου 1938 ακύρωνε τη συγκεκριμένη Συνθήκη. Οι Σοβιετικοί είχαν προειδοποιήσει έγκαιρα με διακοίνωσή τους την πολωνική ηγεσία για τις επιπτώσεις της ενέργειας αυτής, ήδη από τις 23 Σεπτεμβρίου 1938. Δηλαδή έξι ημέρες πριν την υπογραφή της Συμφωνίας του Μονάχου στις 29 Σεπτεμβρίου 1938.
Μερικές μέρες αργότερα ο Στάλιν θα δέχονταν τη διπλωματική αλληλεγγύη ενός άλλου μεγάλου δασκάλου και θιασώτη της Real Politik. Σε ραδιοφωνική ομιλία του την 1η Οκτωβρίου 1939 ο Τσώρτσιλ, Υπουργός Ναυτιλίας την περίοδο εκείνη, θα δικαιολογούσε τη σοβιετική εισβολή, υποστηρίζοντας ότι το να βρίσκεται ο ρωσικός στρατός στα τρέχοντα σύνορα ήταν αναμφίβολα αναγκαίο για την ασφάλεια της Ρωσίας απέναντι στη ναζιστική απειλή.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι εγγυήσεις των Βρετανών και των Γάλλων προς την Πολωνία αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο επιθετικές ενέργειες από τη Γερμανία.
Ωστόσο ο σοβιετικός κομμουνισμός άρχιζε να μεταλλάσσεται σ' αυτό που θα αποκαλούσε το 1956 ο Clement Attlee: το εξώγαμο του Κάρλ Μάρξ και της Αικατερίνης της Μεγάλης. Σε ένα άρθρο του με τίτλο Επιστολή προς τους Πολωνούς για την πολωνική εφημερίδα Gazeta Wyborcza τον Αύγουστο του 2009 ο τότε Πρωθυπουργός της Ρωσίας W Putin χαρακτήριζε το Σύμφωνο Molotov-Ribbentrop ως ανήθικο και τους επαινούσε επειδή υπήρξαν οι πρώτοι που είχαν αντισταθεί στη ναζιστική επιθετικότητα. Ωστόσο δεν παρέλειψε να τους υπενθυμίσει ότι το 1934 είχαν υπογράψει σύμφωνο μη επίθεσης με την τότε Γερμανία και είχαν μετάσχει και είχαν επωφεληθεί από τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακιας το 1938.
Κάπου εδώ όμως γίνεται χρήσιμη μια παρέκβαση για την εξιστόρηση της αποκάλυψης του Μυστικού Πρωτοκόλλου.
Πέρα από τις πληροφορίες που διακινούνταν από τις Μυστικές Υπηρεσίες, κυρίως των βαλτικών χωρών, κατά τη διάρκεια των τελικών διαπραγματεύσεων, μια πρώτη ενημέρωση για την ύπαρξη του Μυστικού Πρωτοκόλλου έκανε ο Γερμανός διπλωμάτης Hans von Herwarth. Ο συγκεκριμένος, ιδιαίτερα ανήσυχος επειδή είχε και μια εβραϊκή ρίζα, ειδοποίησε ήδη την ημέρα της υπογραφής της συμφωνίας τον Ιταλό διπλωμάτη Guido Relli και τον Αμερικανό Επιτετραμμένο στη Μόσχα Charles Bohlen. Η επόμενη γνωστή αναφορά στην ύπαρξη του κειμένου θα γινόταν από τον Karl von Loesch τον Μάιο του 1945. Αυτός υπήρξε αναλυτής στην ομάδα του Paul Otto Schmidt στο γερμανικό Υπουργείο των Εξωτερικών. Ο K von Loesch είχε προσεγγίσει τον Βρετανό Αντισυνταγματάρχη Robert Thomson με την παράκληση να παραδώσει μια επιστολή του στον Duncan Sandys, άνθρωπο του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του Τσόρτσιλ. Σ’ αυτήν αποκάλυπτε ότι το κείμενο του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, όπως και εκείνο του Μυστικού Πρωτοκόλλου, είχαν διασωθεί, αποθηκευμένα σε μικροφίλμ ήδη από το 1943, σε ασφαλή τοποθεσία που εκείνος γνώριζε. Ο K von Loesch, είχε επιφορτιστεί αρχικά με τη φύλαξη των μικροφίλμ, στα οποία περιλαμβάνονταν περί τις 9800 σελίδες εγγράφων του Υπουργείου των Εξωτερικών και τη μεταφορά τους εκτός Βερολίνου σε κρύπτη στη Θουριγγία. Πρός τα τέλη του πολέμου και πριν την κατάρρευση είχε πάρει εντολές να τα καταστρέψει. Εκτιμώντας όμως τα αρχεία ως μια προσωπική μελλοντική εξασφάλιση και προσδοκώντας σε μια ευνοϊκή μεταχείριση, τα είχε διατηρήσει. Ο Robert Thomson και ο Αμερικανός συνάδελφός του Ralph Collins συμφώνησαν να τον μεταφέρουν στο Μάρμπουργκ, που βρισκόταν στην αμερικανική ζώνη κατοχής, με την προϋπόθεση ότι θα αναπαρήγαγε τον περιεχόμενο των μικροφίλμ. Τον Αύγουστο του 1945 επανακτήθηκαν τα περιεχόμενα των αρχείων με τη συνδρομή του Wendell Blancke της ομάδας Exploitation German Archives του αμερικανικού Υπουργείου των Εξωτερικών. Ανάμεσα σ’ αυτά που αποκαλύφθηκαν περιλαμβάνονταν και τα κείμενα του Συμφώνου και του Μυστικού Πρωτοκόλλου. Τα ανακτημένα αρχεία δημοσιεύθηκαν στον αμερικανικό (St Louis Post-Dispatch) και βρετανικό τύπο (Manchester Guardian) την επόμενη χρονιά, στις 22 Μαΐου 1946. Τον Ιανουάριο του 1948 συμπεριλήφθηκαν στην επίσημη δημοσίευση του State Department με τον τίτλο Nazi-Soviet Relations 1939-1941 και υπεύθυνους της έκδοσης τους Raymond Sontag και James Beddie.
Η πρώτη επίσημη αναφορά στο Μυστικό Πρωτόκολλο από γερμανικής πλευράς έγινε από τον πρώην Υφυπουργό Εξωτερικών Ernst von Weizsäcker στις Δίκες της Νυρεμβέργης το 1946. Ωστόσο οι κατήγοροι που εκπροσωπούσαν τη Σοβιετική Ένωση στο δικαστήριο αρνήθηκαν να το πάρουν υπ’ όψη τους, επειδή δεν προσκομίζονταν το πρωτότυπο. (Στην ένθετη φωτογραφία το πρωτότυπο του Μυστικού Συμφώνου)
Η σοβιετική ηγεσία αρνούνταν για τις επόμενες πέντε δεκαετίες την ύπαρξη του Μυστικού Πρωτοκόλλου και υποστήριζε ότι επρόκειτο για παραχάραξη της ιστορίας με σκοπό τη συκοφάντηση της ΕΣΣΔ. Τον Ιανουάριο του 1948 το Σοβιετικό Γραφείο Πληροφοριών κυκλοφόρησε ένα σύντομο βιβλίο 65 σελίδων το Fal’sifkatory istorii (Falsifiers of History) επιμένοντας κυρίως στις ευθύνες των δυτικών για την έκρηξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αποφεύγοντας όμως την ευθεία αντιπαράθεση με τα όποια τεκμήρια που έως τότε είχαν δει το φως της δημοσιότητας. Μόλις το 1989, στις 24 Δεκεμβρίου, ύστερα από επίμονες απαιτήσεις των εκπροσώπων των βαλτικών χωρών στη Διάσκεψη των Λαϊκών Αντιπροσώπων στη Μόσχα και παρά την επίμονη άρνηση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, οι εκπρόσωποι της συγκεκριμένης Διάσκεψης αποφάσισαν κατά πλειοψηφία να κηρύξουν το Σύμφωνο και τα Πρωτόκολλα που το συνόδευαν ex tunc (εξ υπαρχής) ως μη γενόμενα. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε προβεί στην αποκήρυξη μερικούς μήνες νωρίτερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1989. Μέχρι και το θάνατό του στις 8 Νοεμβρίου 1986 στα 96 του χρόνια ο Βιατσεσλάβ Μολότοφ αρνούνταν κατηγορηματικά την ύπαρξη του Μυστικού Πρωτοκόλλου.
Η επίσημη αποκάλυψη των εγγράφων έγινε τελικά μετά την ανάληψη της ηγεσίας της Ρωσίας από τον Boris Jelzin ως Προέδρου στις 6 Νοεμβρίου 1991. Τα έγγραφα αποχαρακτηρίστηκαν το 1992 και δημοσιοποιήθηκαν στις αρχές του 1993. Παρόλα αυτά υπάρχουν ακόμη αρκετοί και όχι μόνο Ρώσοι ιστορικοί που εμμένουν στη θεωρία της παραχάραξης της ιστορίας της περιόδου.
Μετά την κατάλυση της Πολωνίας, που ολοκληρώθηκε στις 6 Οκτωβρίου 1939, οπότε και παραδίδονταν οι τελευταίες μονάδες του τακτικού πολωνικού στρατού, άρχιζε η περίοδος των οχτώ μηνών που έγινε γνωστή ως Phoney War ή Sitzkrieg ή Drôle de guerre. Στο διάστημα αυτό οι Γάλλοι και οι Βρετανοί έχοντας παρατεταγμένες 110 μεραρχίες στα δυτικά σύνορα της Γερμανίας, έναντι 23 γερμανικών, θα περιοριζόντουσαν σε αψιμαχίες, περιμένοντας την επόμενη κίνηση του Χίτλερ. Στις δίκες της Νυρεμβέργης ο Alfred Jodl, Αρχηγός του Επιτελείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, θα κατέθετε ότι ο λόγος που δεν είχαν καταρρεύσει το 1939 οφείλονταν αποκλειστικά και μόνο στην αδράνεια των γαλλικών και βρετανικών δυνάμεων που βρίσκονταν παραταγμένες στα δυτικά σύνορα της Γερμανίας κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην Πολωνία. Ο Στρατηγός Siegfried Westphal δήλωνε ότι σε μια αποφασιστική επίθεση τον Σεπτέμβριο των δυνάμεων που αναφέρθηκαν η Wehrmacht θα μπορούσε να αντέξει το πολύ μία ή δύο εβδομάδες.
Στην προαναφερθείσα συνέντευξή του ο Egon Bahr, 1922 – 2015, συνέχιζε επιμένοντας ότι η διεθνής πολιτική δεν περιστρέφεται γύρω από τη δημοκρατία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τόνιζε επίσης ότι η διεθνής πολιτική εστιάζει στα συμφέροντα των κρατών.