Περιχαρείς στο άκουσμα της προτροπής οι πειρατές, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, ξέχασαν αμέσως την επαγγελματική προσβολή και αποδέχτηκαν με προθυμία την αντιπρόταση του επιφανούς αιχμαλώτου τους. Στη συνέχεια ο Ιούλιος Καίσαρας συγκρότησε μια ομάδα με τους περισσότερους από τους συνοδούς του και τους έστειλε να συγκεντρώσουν τα λύτρα. Η αποστολή για την ανεύρεση του ποσού των 50 ταλάντων διήρκεσε 38 ημέρες. Στο διάστημα αυτό ο μετέπειτα φιλολαϊκός, αν και αριστοκρατικής καταγωγής, εκκολαπτόμενος κορυφαίος στρατηλάτης3 και σπουδαίος αυτοκράτορας, παρέμενε στο πλοίο και στο νησί της ομηρίας του με τη συνοδεία μόνο ενός φίλου του και δύο υπηρετών του.
Αρνούμενος να αποδεχτεί τη θέση του ως αιχμαλώτου και να υποκύψει στη μοίρα του φυλακισμένου, ο Ιούλιος Καίσαρας, που αργότερα στο απόγειό4 του συνήθιζε να αναφέρεται στον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο, άρχισε να συμπεριφέρεται στους δεσμώτες του σαν σε υφισταμένους. Είχε φτάσει στο σημείο να τους απαγορέψει και τις συνομιλίες, όταν αποφάσιζε να αναπαυθεί. Περνούσε το χρόνο του συνθέτοντας ποιήματα ή συγγράφοντας ρητορικούς λόγους τους οποίους απήγγειλε στους πειρατές, που τους είχε μετατρέψει σε ακροατήριο. Έπαιζε μαζί τους, έπαιρνε μέρος στις γυμναστικές ασκήσεις τους και γενικά συμπεριφέρονταν σαν επικεφαλής και όχι σαν όμηρος. Οι πειρατές, εντυπωσιασμένοι και πειθήνιοι εξαιτίας της ανέλπιστης γενναιοδωρίας της τύχης που αναγνώριζαν στο πρόσωπο του Γάιου Ιούλιου Καίσαρα, του έδειχναν σεβασμό, συμπάθεια και του επέτρεπαν λίγο πολύ να κάνει ότι ήθελε στο πλοίο και στο νησί τους.
Ωστόσο στη διάρκεια της αναγκαστικής συμβίωσης και παρά την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που είχε αναπτυχθεί, ο ευγενής όμηρος δεν παρέλειπε να επισημαίνει στους δεσμώτες του ότι μετά την απελευθέρωσή του θα τους καταδίωκε, θα ανακτούσε τα λάφυρα και τα λύτρα και θα τους σταύρωνε. Οι πειρατές, που διασκέδαζαν μαζί του, θεωρώντας τον αιχμάλωτό τους έναν ανέμελο, αφελή και υπερφίαλο νεαρό αριστοκράτη, περιφρονούσαν τις απειλές.
Μετά την παρέλευση περίπου σαράντα ημερών τα μέλη της αποστολής επέστρεψαν με τα λύτρα και ο αριστοκρατικός αιχμάλωτος με την συνοδεία του απελευθερώθηκαν.
Ο Ιούλιος Καίσαρας, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του, αν και ακόμη ιδιώτης, κατόρθωσε να συγκροτήσει έναν στολίσκο και να επιστρέψει στο νησί της ομηρίας του. Οι πειρατές βρισκόντουσαν ακόμη εκεί και διασκέδαζαν. Απολάμβαναν τους καρπούς της σπουδαίας αλλά προσωρινής επιτυχίας τους, περιγελώντας στην πράξη τις προειδοποιήσεις. Ο Ιούλιος Καίσαρας τους συνέλαβε, ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος των λαφύρων και το σύνολο των λύτρων και τους οδήγησε στις φυλακές της Περγάμου. Στη συνέχεια ταξίδεψε και επισκέφτηκε τον Ανθύπατο της Ασίας Μάρκο Ιούνιο, απαιτώντας την εκτέλεση των πειρατών. Ο Ανθύπατος, που σκόπευε να πουλήσει τους αιχμαλώτους ως δούλους και να οικειοποιηθεί το τίμημα, αρνήθηκε. Απτόητος ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας τον αγνόησε και επέστρεψε στην Πέργαμο, όπου και δρομολόγησε τη θανάτωση των Σικελών πειρατών. Ωστόσο, επιδεικνύοντας κάποια ανθρωπιστική επιείκεια, ίσως σε ανάμνηση και χάριν της κοινής ξεγνοιασιάς των διασκεδαστικών ημερών της ομηρίας, διέταξε αντί της εκδικητικής βαρβαρότητας της σταύρωσης, απλώς να τους σφάξουν.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στη Ρόδο, όπου και παρακολούθησε τα μαθήματα ρητορικής του Απολλώνιου Μόλωνα.
Παραπομπές:
1. άγος, το: ασεβής, ανόσια πράξη, μίασμα.
2. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο τα 20 αργυρά τάλαντα αντιστοιχούσαν σε 620 κιλά ασημιού. Σήμερα θα είχαν μια αξία 440.676,78 ευρώ.
3. Την τριάδα των επιφανέστερων στρατηλατών της αρχαιότητας τη συγκροτούν κατά χρονολογική σειρά ο Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδόνας, 356-323 π.Χ., ο Καρχηδόνιος Αννίβας, 247-184 π.Χ., και ο Ρωμαίος Γάιος Ιούλιος Καίσαρας, 100-44 π.Χ.
4. Το 48 π.Χ. η Σύγκλητος τον ανακήρυξε ισόβιο δικτάτορα. Στη συνέχεια συγκέντρωσε στο πρόσωπό του τα αξιώματα του Υπάτου, του Τιμητή, του Δημάρχου της Ρώμης και του Μέγα Αρχιερέα και απαίτησε να τον προσφωνούν στον πληθυντικό. Από τότε χρονολογείται και ο πληθυντικός μεγαλοπρεπείας. Όποιος απευθύνονταν στον Ιούλιο Καίσαρα ήταν σαν να μιλούσε και σ’ όλους τους παραπάνω αξιωματούχους.