Πριν συνεχίσουμε όμως την ανάγνωση πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι ο πόνος και η δυστυχία των ξεριζωμένων δεν επηρεάζονται από την ποιοτική σύνθεση και το αμφισβητούμενο ύψος των μεγεθών. Αυτό που αλλάζει είναι η ένταση και η αμεσότητα της προβαλλόμενης απειλής και κατ’ επέκταση η αξιοπιστία όσων δήθεν υπερευαίσθητων ανθρωπιστών ωρύονται.
O Guy J Abel και η Nikola Sander είναι δύο από τους επιστημονικούς συνεργάτες του Wittgenstein Centre for Demography and Global Human Capital με έδρα τη Βιέννη. Ο πρώτος είναι ειδικός στη στατιστική της κοινωνιολογίας, η δεύτερη ειδική στην ανθρωπογεωγραφία. Μια πρώτη διαπίστωση από τη νηφάλια αντιπαράθεση με τα εθνογραφικά στοιχεία αποδομεί την επικρατούσα άποψη που παρουσιάζει τον παγκόσμιο πληθυσμό να βρίσκεται σε κίνηση. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Οι μεταναστευτικές ροές βρίσκονται τα τελευταία 50 χρόνια αναλογικά στα χαμηλότερα επίπεδα. Πρόσφατα ο ΟΗΕ ανακοίνωσε μια αύξηση του συνολικού μεγέθους της μετανάστευσης κατά 41% την τελευταία 15ετία. Τα 173 εκατομμύρια μεταναστών του 2000 έφτασαν στα 244 εκ το 2015. Εντυπωσιακό, ανησυχητικό και αληθινό. Εκ πρώτης όψεως. Τα 173 εκατομμύρια του 2000 συνιστούσαν το 2,8% του παγκόσμιου πληθυσμού, ο οποίος τότε έφτανε τα 6,1 δισεκατομμύρια. Τα 244 εκ του 2015 αντιστοιχούν στο 3,3% του παγκόσμιου πληθυσμού, που σήμερα αγγίζει τα 7,1 δισεκατομμύρια. Η πραγματική ποσοστιαία αύξηση που προκύπτει είναι της τάξης του 0,5%. Αν μάλιστα το μέγεθος συγκριθεί με τη μεταβολή του διαστήματος 2005-2010, ύψους 0,69%, τότε διαπιστώνεται και κάποια υποχώρηση στην τάση. Ως ακόμη πιο προβληματική χαρακτηρίζεται η ποιοτική σύνθεση του μεγέθους. Στα 244 εκατομμύρια μεταναστών προσμετρούνται σωρευτικά όλοι όσοι κάποτε για οποιοδήποτε λόγο εγκατέλειψαν τη χώρα γέννησής τους. Δηλαδή περιλαμβάνονται αθροιστικά εκείνοι που μετανάστευσαν πριν 20 χρόνια για να εργαστούν, όπως και όσοι έφυγαν για σπουδές πέρυσι ή εκείνοι που επέλεξαν να συνεχίσουν το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ σε κάποια χώρα του εξωτερικού, επειδή πέτυχαν ευνοϊκότερους όρους συμβολαίων, πριν δύο χρόνια. Εκτός αυτών σε ένα σημαντικό βαθμό οι όγκοι δεν καταγραφούν τις μετακινήσεις όσων μετά από κάποιο διάστημα εγκατέλειψαν για άλλους προορισμούς την αρχική χώρα υποδοχής. Στις περιπτώσεις αυτές οι συγκεκριμένοι υπολογίζονται περισσότερες από μια φορές. Πέραν αυτών επιφυλάξεις διατυπώνονται και για την ορθότητα των στοιχείων που συλλέγονται από τις περίπου 200 χώρες-μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, δεδομένου ότι ποικίλουν τόσο οι τρόποι καταγραφής των κινήσεων, όσο και οι μέθοδοι υπολογισμού των ρευμάτων. Και ενώ οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΟΗΕ, οι οποίες δημοσιεύουν κάθε πενταετία τα εν λόγω στοιχεία, αναφέρονται σε migrant stocks, οι συνεργάτες του Wittgenstein Centre θεωρούν ως πιο αξιόπιστο να υπολογίζουν migrant flows ανά πενταετή διαστήματα, συνεκτιμώντας επιπρόσθετα και τα δεδομένα που δημοσιεύει η Παγκόσμια Τράπεζα. Στην ερώτηση του κατά πόσο επηρεάζεται η συνολική εικόνα των εισροών στην ΕΕ από τον συριακό εμφύλιο, η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Υποστηρίζουν, και το αποδεικνύουν μάλιστα, ότι η εικόνα που διαμορφώνουμε για το συγκεκριμένο φαινόμενο αλλοιώνεται από έναν υπερφίαλο ευρωκεντρισμό στις αντιλήψεις μας.
Επιγραμματικά λοιπόν τα κυριότερα συμπεράσματά του Κέντρου έχουν ως εξής: Τα εντονότερα μεταναστευτικά ρεύματα συμβαίνουν μέσα στα όρια των εκάστοτε περιοχών και όχι διηπειρωτικά. Δηλαδή οι Αφρικανοί μετακινούνται κυρίως εντός της Αφρικής, οι κάτοικοι της Μέσης Ανατολής κυρίως μέσα στα όρια της Μέσης Ανατολής και οι κάτοικοι της Ανατολικής Ασίας κυρίως στις χώρες της Ανατολικής Ασίας. Πιο συγκεκριμένα οι άνθρωποι κινούνται από το Σουδάν στο Νότιο Σουδάν, από τη Συρία στο Λίβανο, από την Ινδία στο Ντουμπάι. Καταγράφεται ότι είναι πολύ περισσότεροι εκείνοι που μετακινούνται εντός ΕΕ, από εκείνους που καταφτάνουν σ’ αυτήν από την Αφρική ή τη Μέση Ανατολή. Το ποσοστό της Ευρώπης στο γενικό σύνολο των μετακινούμενων, μεταναστών και προσφύγων, έχει μειωθεί. Αν και η Βόρεια Αμερική και η ΕΕ αποτελούν βασικούς μεταναστευτικούς προορισμούς, κατά κανόνα οι κάτοικοι των φτωχότερων περιοχών, που συνιστούν και το μεγαλύτερο μέρος του όγκου των μετακινούμενων, ακολουθούν πορείες προς χώρες που οικονομικά βρίσκονται σε κάπως καλύτερη κατάσταση από τις δικές τους και όχι σε ιδιαίτερα ανεπτυγμένες περιοχές. Παραδείγματος χάριν οι κάτοικοι του Μπαγκλαντές κατευθύνονται προς την Ινδία, οι κάτοικοι της Ζιμπάμπουε προς τη Νότια Αφρική. Ίδια είναι και η συμπεριφορά των Σύριων, οι οποίοι κυρίως κατευθύνονται στο Λίβανο και την Τουρκία. Σταδιακά διαπιστώνεται και αλλαγή στη φορά των ροών. Η αρχική τάση από Βορά προς Νότο, τότε που οι Ευρωπαίοι κυρίως αποικούσαν ξένες χώρες, μεταβλήθηκε σε μια κατεύθυνση από το Νότο προς το Βορά και πρόσφατα οι προσανατολισμοί στρέφονται από το Νότο στο Νότο.
Εντυπωσιακό είναι επίσης το εύρημα που προαναφέρθηκε και δείχνει μια υποχώρηση των κινήσεων μεταξύ του διαστήματος 2010 και 2015 και της πενταετίας 2005-2010. Πιο συγκεκριμένα την περίοδο 2005-2010 μετακινήθηκαν 43 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ το διάστημα 2010-2015 ο όγκος περιορίστηκε στα 36,5 εκ. Οι λόγοι της ύφεσης είναι πριν απ’ όλα οικονομικοί. Οι χώρες του Κόλπου και κυρίως το Ντουμπάι και το Κατάρ απώλεσαν αρκετή από την αρχική αίγλη τους. Οι ροές από την Ανατολική Ασία προς τη Νότια Αμερική από τα 3,4 εκ έπεσαν στο 1,6 εκατομμύρια, από το Μαρόκο και τη Ρουμανία προς την Ισπανία περιορίστηκαν από τους 2,3 εκ μετανάστες την πενταετία 2005-2010 στους 120 χιλιάδες το διάστημα 2010-2015. Υποχώρηση διαπιστώνεται και στα ρεύματα από την Κεντρική προς τη Βόρεια Αμερική, όπως και στην Ευρώπη. Από το μέγεθος των 11 εκατομμυρίων της περιόδου 2005-2010, που μετακινήθηκαν εντός των χωρών της ευρωπαϊκής ηπείρου, αλλά και εκτός των ορίων της με προορισμό αυτήν, το αντίστοιχο άθροισμα της επόμενης πενταετίας, 2010-2015, περιορίστηκε στα 7 εκατομμύρια άτομα. Η επεξεργασία των στοιχείων για ευρύτερα χρονικά διαστήματα και συγκεκριμένα από το 1960 μέχρι και το 2015, με εξαίρεση την τελευταία πενταετία, αποκαλύπτει μια σταδιακή αύξηση του συνολικού αθροίσματος των μεταναστών, η οποία ακολουθεί διαχρονικά μια σταθερή αναλογία: ανά πενταετία 6 στους 1000 ανθρώπους μεταναστεύουν.
Το ίδιο προβληματικό, υποστηρίζει το Wittgenstein Centre, φαίνεται να είναι και ένα άλλο άθροισμα. Αυτό των αποκαλουμένων persons of concern, το οποίο προβάλλεται με σκοπό την περαιτέρω δημιουργία εντυπώσεων και την επίταση της ανασφάλειας. Πρόκειται για τον συνολικό αριθμό των προσφύγων, οι οποίοι όπως παρουσιάζονται φτάνουν στα 60 εκατομμύρια. Εκείνο που αποσιωπάται από την UNHCR είναι ότι τα 35 εκατομμύρια από αυτούς παραμένουν και υποφέρουν ως πρόσφυγες μέσα στις χώρες τους και τα 15 εκατομμύρια από τους υπολοίπους προσμετρούνται ήδη στο άθροισμα των 244 εκατομμυρίων που προαναφέρθηκε.
Κύριες Πηγές: Wittgenstein Centre for Demography and Global Human Capital, Vienna, Austria. Guy J Abel, Nikola Sander. Der Spiegel Nr 18, s 52-56, Guido Mingels.