Δέσμια στις απαιτήσεις της σύγχρονης εκδοχής της ΄αψόγου στάσεως΄ (κυβερνητική πρακτική έναντι των εγγυητών του πολιτικού συστήματος) και ερμηνεύοντας φολκλορικά (οι συνέπειες εκλαμβάνονται ως αιτίες και ευθύνεται η συμπεριφορά των υπηκόων για την κατάστασή τους) οι ηγέτιδες ομάδες της ελληνικής κοινωνίας, με πρωτοστατούσα την εκτελεστική, πασχίζουν, με αμφισβητούμενους και επικίνδυνους ερμηνευτικούς ακροβατισμούς της πολιτικής πραγματικότητας, να κατοχυρώσουν ότι εδραιώνει αυτό που μπορεί ν΄ αποκληθεί η νέα αποικιοκρατία (Ελληνικό,Λιμάνι,ΔΕΗ). Αξιοσημείωτη η ιστορική συνέπεια στις συμβάσεις αυτές, αρκεί να θυμηθεί κανείς τις ανάλογες επιχειρηματικές πράξεις στα τέλη της δεκαετίας του ‘ 50 (Essopapas, Πεσινέ).
Με αντάλλαγμα τότε, όπως και τώρα, την παραμονή στην εξουσία, χάριν του ανώτερου σκοπού της σωτηρίας της πατρίδας και του έθνους, την οποία διασφάλιζε, τότε, όπως και τώρα, η ίδια κυβερνητική άποψη. Δεδομένου ότι, ως πολιτικοί επίγονοι τους, γνωρίζουν το τέλος εκείνης της διακυβέρνησης (αποπέμφθηκαν, αφού εκτέλεσαν τις εντολές και παράλληλα άλλαξαν οι προσανατολισμοί της Αμερικής στις αρχές του ‘ 60), σε τι οφείλεται ο αποστολικός ζήλος της επιμονής σε μια οικονομικά ατελέσφορη (το δυσθεώρητο χρέος αυξάνεται τροφοδοτούμενο από το θηριώδες έλλειμμα, μάλλον βρισκόμαστε στην παγίδα του αποπληθωρισμού, η ανεργία βρίσκεται σε τραγικά επίπεδα, το πολυθρύλητο πρωτογενές πλεόνασμα είναι δευτερεύον δημοσιονομικό μέγεθος και περισσότερο αποτέλεσμα οικονομικής αριθμητικής), και κοινωνικά διαλυτική πολιτική; (μετανάστευση κυρίως καταρτισμένων νέων, χιλιάδες αυτοκτονίες, δημιουργία ορδών νεόπτωχων εργαζομένων, αποσάθρωση συστήματος υγείας)
Κατά τη γνώμη μας α) επειδή σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θιγούν, από αυτό που ονομάστηκε κρίση, τα προνόμια, οι συσχετισμοί και η αναπαραγωγή του εγχώριου πολιτικού και οικονομικού συμπλέγματος και των ακολούθων τους, το οποίο δεν άντεξε στο σαρωτικό αέρα της παγκοσμιοποίησης, και β) επειδή σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διαταραχθούν οι υφιστάμενες ισορροπίες, όσον αφορά τις σφαίρες πολιτικής επιρροής και οι οικονομικά ζωτικοί χώροι των προστατών, που εγγυώνται και την επιβίωση των πάσης φύσεως αντιπροσώπων τους, που διαγκωνίζεται να τους εξυπηρετήσουν.
Στους εν λόγω μπορεί να προσμετρηθεί και ένα μέρος του πολιτικού φάσματος, χωροταξικά στ΄ αριστερά της συγκυβέρνησης, απαξιωμένου εκλογικά, που αγωνιωδώς ανασυντάσσεται αναζητώντας τον ενδεδειγμένο τακτικό προσανατολισμό, διαπραγματευόμενο ταυτόχρονα την (ακόμα κρίσιμη) κοινοβουλευτική παρουσία του, με την πολιτική του διαιώνιση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πολιτική τοπογραφία στα δεξιότερα της συγκυβέρνησης, όπου η ταχεία ανάπτυξη της πιο ακραιφνούς εκδοχής της, συνδυάζοντας την επιθετική μισαλλοδοξία, με τη μέχρι τώρα τουλάχιστον ικανότητά της, παρά την ετεροχρονισμένη και αμφιλεγόμενη ποινική δίωξη της ηγεσίας της, όταν απείλησε την κυρίαρχη δύναμη του χώρου, να εδραιώνεται μετατρέποντας σημαντικό μέρος της κοινωνικής απελπισίας σε εκλογικό αποτέλεσμα. Ωστόσο εκτιμούμε ότι περισσότερο εξυπηρετεί το υφιστάμενο σύστημα κατανομών, εκτονώνοντας όση από τη συσσωρευμένη οργή εκπροσωπεί, από τη μια μεριά λοιδορώντας κυρίως τους απλούς εντεταλμένους του και από την άλλη αποπροσανατολίζοντας, καθώς στοχοποιεί άμεσα ή έμμεσα ως υπαιτίους της παρακμής τις πάντα χρήσιμες σε παρόμοιες καταστάσεις εθνικές, πολιτικές και θρησκευτικές μειονότητες. Ταυτόχρονα επισείει τις επίσης πάντα χρήσιμες εξωτερικές επιβουλές, κυρίως εξ ανατολών, αλλά και εκ βορρά, χωρίς βέβαια να διαθέτει και το μονοπώλιο στην κατάδειξη των κινδύνων αυτών.
Η κομουνιστική αριστερά, αποτραβηγμένη στον ιδεολογικό πουριτανισμό της, προσβλέπει στην προδιαγεγραμμένη, όπως εκτιμά, αποτυχία του γενικότερων πολιτικών - οικονομικών επιλογών, ως ηθικής, και όχι μόνο, ανταμοιβής για την επιβεβαίωση της ορθότητας των προτάσεών της, αρνούμενη στο μεταξύ τις επαφές, ακόμη και με τους θεωρητικά όμορους πολιτικούς χώρους.
Ερχόμαστε στη δυναμικότερα ανερχόμενη συμπαράταξη του ιδεολογικού φάσματος της αριστεράς, η οποία φαίνεται ότι δεσπόζει στον πολιτικό χάρτη, έχοντας ελκύσει ικανό μέρος του λεγόμενου κεντρώου χώρου. Διαπιστώνουμε ότι η πολιτική, όπως και η φύση, απεχθάνονται το κενό. Ασφυκτιώντας στη δυσαναλογία της σημερινής κοινοβουλευτικής της εκπροσώπησης, δε γνωρίζουμε πόσο υλοποιήσιμη μπορεί να θεωρείται η έκταση των προσδοκιών, που ενσωματώνονται στην εκλογική της επιτυχία, αφού βρίσκεται υπό οργανωτική και θεωρητική διαμόρφωση, ενώ συσπειρώνει τον κύριο όγκο των πληττομένων, οι οποίοι περισσότερο συγκυριακά και μάλλον από ανάγκη την υποστηρίζουν. Κατευθυνόμενη από μια ηγετική ομάδα, που διαθέτει τη βιωματική γνώση της πολιτικής αντοχής σε απαιτητικές συνθήκες, διαβεβαιώνει ότι δεν θα εκφυλιστεί σε ένα ακόμη υποχείριο της τρέχουσας πολιτικής παράδοσης και θα παραμείνει σταθερή στην ουσία των στόχων της. Όλα αυτά βέβαια μένει να επαληθευτούν στην πράξη, εφόσον κληθεί να κυβερνήσει, οπότε και θα αντιμετωπίσει ένα κυκεώνα προκλήσεων, με πιο επιτακτικά και άμεσα αυτά της γραφειοκρατικής αντίστασης των μηχανισμών της άτυπης εξουσίας και την καχυποψία των ηγεσιών των οικονομικά ισχυρών κρατών της Ένωσης, οι οποίες κινούνται, θεωρητικά, στον ιδεολογικό της αντίποδα. Και μιας και μιλάμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση θα κάνουμε μια παρέκβαση για να υπενθυμίσουμε ότι, παρά τις όποιες οικογενειακές δυσαρμονίες και τις δομικές ατέλειες, παραμένει μια σημαντικότατη πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάκτηση, αφού συνιστώντας το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού και παράγοντας το 25% του παγκόσμιου προϊόντος, πληρώνει το 50% της παγκόσμιας δαπάνης των κοινωνικών παροχών.
Πέραν αυτών στο πολιτικό τοπίο περιλαμβάνονται και δυνάμεις, που είτε πρόκειται να παλέψουν για την κοινοβουλευτική τους επιβίωση, είτε θα επιδιώξουν τη λειτουργική τους ενσωμάτωση στο σύνολο, αν κατορθώσουν να περάσουν τον εκλογικό πήχη. Στην περίπτωση αυτή θα μπορέσουν να προσθέσουν στην ‘ κρίσιμη μάζα’ που μάλλον θα είναι απαραίτητη στη διαμόρφωση της επόμενων πλειοψηφιών.
Μένει να σχολιάσουμε και όσο μπορούμε να ερμηνεύσουμε την πολιτική συμπεριφορά της κοινωνίας, συνεκτιμώντας στην προσέγγισή μας τα βασικά δεδομένα και τις τρέχουσες εξελίξεις στο εξωτερικό περιβάλλον. Αν θα έπρεπε να συνοψίσουμε τη γενικότερη στάση του συνόλου σε μια πρόταση, η πιο κατάλληλη κατά τη γνώμη μας θα ήταν : ‘τα φαινόμενα απατούν’. Οι αντιδράσεις είναι όντως υποτονικές. Γεγονός αντιφατικό σε πρώτη ανάγνωση, αν λάβουμε υπ’ όψη μας την έκταση των οικονομικών επιπτώσεων των μέτρων για ευρείες ομάδες του πληθυσμού, οι οποίες εκτιμούμε ότι σε μεγάλο βαθμό έχουν συνειδητοποιηθεί. Από οικονομική άποψη, μία ερμηνεία θα μπορούσε να είναι ότι ακόμη υπάρχει ‘λίπος’, δηλαδή χρήματα. Πράγματι πέρα απ’ όσα έφυγαν έξω (60 δις ευρώ) ή οδηγήθηκαν σε τραπεζικές θυρίδες και αλλού, το υφιστάμενο ύψος (περί τα 160 δις ευρώ) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στη διάρκεια της χρυσοφόρας δεκαετίας και έως το 2009 ο ρυθμός αύξησης του εν λόγω μεγέθους (περίπου 12% το χρόνο) ήταν υπερδιπλάσιο του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας (περίπου 4,5% το χρόνο), όταν μάλιστα οι έλληνες αποταμιεύουμε μακράν λιγότερο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ( 8% το χρόνο, έναντι 20%) η συγκεκριμένη θέση φαίνεται να έχει βάση. Όμως σε μεγάλο βαθμό αυτή αναιρείται από το γεγονός, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών (περί το 90%) διαθέτει τραπεζικές καταθέσεις κάτω από 20 χιλ ευρώ. Ισχύει ακόμη ότι οι ανάγκες της καθημερινής επιβίωσης σε ένα μέρος τους ανακουφίζονται από την οικογενειακή και κοινωνική αλληλεγγύη, η οποία σε συνδυασμό με τις ειδικές ρυθμίσεις για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά κατευνάζουν την διάθεση για κινητοποιήσεις. Πραγματική επίσης εκτιμούμε ότι είναι η άποψη ότι, εκτός από τον παραλυτικό φόβο για την απώλεια έστω και του πενιχρού εισοδήματος της αβέβαιης πλέον εργασίας, σημαντικός αριθμός θιγομένων δεν πιστεύει ιδιαίτερα στην αποτελεσματικότητα των γνωστών τρόπων αντίδρασης, όπως απεργίες, διαδηλώσεις, δικαστικές προσφυγές. Αφού και αν ακόμη εισακουστούν ή δικαιωθούν, οι αποφάσεις είτε θα αγνοηθούν, είτε θα ακυρωθούν στην πράξη με τη λήψη ‘αντίμετρων’, όπως με αφοπλιστική ειλικρίνεια δήλωσε ο προηγούμενος υπουργός οικονομίας. Αν η άποψη αυτή είναι σωστή, τότε η διαβρωτική ενέργεια της ανυποληψίας προς το υπάρχον πολιτικό σύστημα και της αποστροφής προς τους μηχανισμούς επικράτησης του, όπως εύγλωττα αποτυπώνεται και στα αυξανόμενα ποσοστά αποχής από την εκλογική διαδικασία, επηρεάζει πλέον τα θεμέλια του συστήματος. Η εξέλιξη αυτή, αποκτώντας σταδιακά μια ισοπεδωτική δυναμική με στοιχεία καθολικής απόρριψης, αν δεν ανακοπεί και αντιστραφεί έγκαιρα με την έμπρακτη αποκατάσταση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, σύντομα θα απαιτήσει ή και θα επιβάλει το ριζικό επανασχεδιασμό του συστήματος, το οποίο δεν θα μπορέσουν να υπερασπιστούν μόνο οι ευνοούμενοί του. Η σιωπηλή πλειοψηφία των αφυπνισμένων πολιτών, κοινωνικά αποκλεισμένη και οικονομικά εξουθενωμένη, δεν θα έχει λόγους να υπερασπιστεί τα προνόμια των ολίγων, που ανενδοίαστα και απερίσκεπτα της έστειλαν σχεδόν το σύνολο του λογαριασμού. Πιστεύουμε δηλαδή ότι το πρόβλημα δεν θα δημιουργηθεί, επειδή θα ενεργήσει ο λαός, αλλά επειδή δεν θα κάνει τίποτε για να σταματήσει τη διάλυση, αν δεν την διευκολύνει κιόλας. Σε μια κοινωνία ενοχής, όπως έχει εξελιχτεί η δική μας, όπου το νόμιμο είναι και ηθικό, με την εν πολλοίς απουσία θεσμικών αντίρροπων στην παντοδυναμία της πρωθυπουργοκεντρικής πλειοψηφικής έπαρσης (πράξεις νομοθετικού περιεχομένου), ουσιαστικά δηλαδή ανυπαρξίας δικαστικού ελέγχου της διοικητικής λειτουργίας, ο ίδιος ο σκληρός πυρήνας της εξουσίας θέτει σε κίνηση τη διαδικασία της απαξίωσής του, ειδικά όταν η αυταρέσκεια της εικονικής επιτυχίας (έξοδος στις αγορές) παραμορφώνει την αίσθηση της πραγματικότητας (σε ανθρωπιστική κρίση η Ελλάδα - DW).
Την ώρα που αυτά σε γενικές γραμμές πιστεύουμε ότι συμβαίνουν στη χώρα που ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα, στο διεθνή ορίζοντα ο ιστορικός χρόνος επιταχύνεται εξαιτίας της μετατόπισης των κέντρων ισχύος, απελευθερώνοντας δυνάμεις, που επανακαθορίζουν τα όρια της υφιστάμενης ανθρωπογεωγραφίας. Η έννοια της ισορροπίας δυνάμεων, που κυριαρχεί στις διεθνείς σχέσεις, δεν είναι στατική, αλλά χαρακτηρίζεται από μια δυναμική, η οποία επαναπροσδιορίζεται κατά διαστήματα από ψυχρές ή θερμές αναμετρήσεις.
Σε μια πρόσφατη δήλωσή του ο Πρόεδρος των Η Π Α αναφερόμενος στο ενδεχόμενο εμπλοκής στη Συρία είπε‘όχι ότι δεν θα άξιζε, αλλά μετά από ένα δεκαετή πόλεμο η Αμερική έφτασε στα όριά της’. Η άποψη αυτή δεν εξέπληξε, δεδομένου ότι βρισκόταν στο πλαίσιο των όρων, όπως τους περιέγραψε σε παλαιότερη ομιλία του ο ίδιος στον Ο Η Ε (Σεπτέμβρης ΄13), βάσει των οποίων θα επενέβαινε στρατιωτικά η χώρα του. Οι προϋποθέσεις αυτές ήταν 1) αν κινδύνευαν σύμμαχοι, 2) αν κινδύνευε η ενεργειακή τροφοδοσία του κόσμου και 3) αν απειλούνταν η ασφάλεια της ίδιας της χώρας του. Οι δηλώσεις αυτές, σύμφωνα και με αμερικανούς πολιτικούς αναλυτές (RKagan, KPollack – DerSpiegel), επιβεβαίωσαν τη στροφή στην εξωτερική πολιτική της (στρατιωτικής) υπερδύναμης προς μια επίκαιρη εκδοχή του ‘απομονωτισμού’ ή ‘αποστασιοποίησης’ από εξελίξεις που δεν την αφορούν άμεσα . Η επιλογή αυτή σε συνδυασμό με την αλματώδη οικονομική ανάπτυξη κυρίως Κίνας (ήδη στα τέλη του ΄12 οι τέσσερις στις δέκα μεγαλύτερες Τράπεζες παγκοσμίως ήταν κινέζικες – TheEconomist) και Ρωσίας (τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας επαρκούν για δύο έτη, η κρατική Gazpromκατέχει την πρώτη θέση στην ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης), είναι κατά τη γνώμη μας ο κινητήριος μοχλός των εξελίξεων που διαδραματίζονται τώρα στην ευρύτερη περιοχή μας.
Αυτό λοιπόν που διαπιστώνουμε είναι ότι, όπου στη χάραξη συνόρων επικράτησε κυρίως ή μόνο η άποψη του ζωτικού χώρου των εκάστοτε ισχυρών και αγνοήθηκαν τα εθνογραφικά χαρακτηριστικά των λαών ή στην οικοδόμηση και διαχείριση των κρατών αυτών δεν τηρήθηκαν οι αναλογικές ισορροπίες των κοινωνικών και εθνικών ομάδων, εκδηλώθηκαν και εκδηλώνονται βίαιες διαλυτικές ανακατατάξεις.
Θα κλείσουμε, αφού συνδέσουμε τα προηγούμενα με την κατάσταση στη χώρα μας.
Εξηγώντας τις εξελίξεις σε φίλους, που ζητούσαν τη γνώμη μας, στα τέλη του χειμώνα εκφράζαμε την άποψη ότι, παρά τη νηνεμία, κάτω από την επιφάνεια είχε αρχίσει η ‘αποσύνθεση’, τα σημάδια της οποίας δεν θα αργούσαν να φανούν. Οι αντιδράσεις ποίκιλαν: σιωπηρή ταραχή, παγερή έκπληξη, οργισμένη αντίδραση. Μας θυμήθηκαν, όταν λίγους μήνες μετά ήρθε η επιβεβαίωση (ευρωεκλογές Μαΐου΄14) με το εκλογικό αποτέλεσμα των Μουσουλμάνων στη Θράκη και πιο πρόσφατα με τις επίμονες ερωτήσεις για τη ‘Μακεδονική Μειονότητα’.
Υποστηρίζαμε τότε, όπως και τώρα, ότι η αντιμετώπιση της κατάστασης θα απαιτούσε, μεταξύ άλλων, πρωτίστως την ειλικρινή σύμπραξη του κράτους με τους πολίτες, ώστε να αξιοποιηθεί όλο το διαθέσιμο δυναμικό με σκοπό την ανάταξη. Αντί γι’ αυτό παρακολουθούμε με μοιρολατρικό κυνισμό (κάποιοι πεφωτισμένοι υπενθυμίζουν ότι η Ελλάδα πάντα έτσι έλυνε το πρόβλημα της ανεργίας) την αποδημία μέρους των κατά τεκμήριο πιο ικανών και εύρωστων, που η κοινωνική τους προέλευση και η απουσία διασυνδέσεων δεν τους επιτρέπει αυταπάτες για την εξέλιξή τους εδώ. Ζούμε την ενορχηστρωμένη kitsch συκοφαντία κατά των μισθωτών και συνταξιούχων, των οποίων οι‘ σκανδαλώδεις’ αποδοχές και ο ‘νεοπλουτίστικος καταναλωτισμός’ ευθύνονται σχεδόν για όλα, όταν και οι στοιχειωδώς ενημερωμένοι γνωρίζουν ότι σε μια εσωστρεφή οικονομία, όπως η δική μας, της οποίας σχεδόν τα ¾ του παραγομένου προϊόντος ήταν και σε μεγάλο βαθμό παραμένει μη εξαγώγιμο, αυτές κυρίως οι ‘σκανδαλώδεις’ αποδοχές ήταν και είναι που το συντηρούν. Όλοι θυμόμαστε άλλωστε το συγκινητικό ενδιαφέρον των εμπόρων και βιομηχάνων για παροχές και δώρα προς τους ανωτέρω εργαζομένους, κυρίως δημοσίου, οργανισμών και τραπεζών, ώστε να ‘ζεσταθεί’ η αγορά. Παράλληλα αποσιωπάται η ύπαρξη 58 ειδικών ρυθμίσεων προς τους εφοπλιστές, οι οποίοι, σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές, απολαμβάνουν σχεδόν φορολογική ασυλία και προστατευτισμό, όπως πουθενά αλλού στον κόσμο. Οι περίπου 800 εφοπλιστικές οικογένειες φέρονται να μην έχουν φορολογηθεί για έσοδα 140 δις από το ’02 μέχρι σήμερα. (DerSpiegel)
Ζήσαμε και ζούμε την αδίστακτη εκποίηση του δημόσιου πλούτου, η οποία παρουσιάζεται μάλιστα ως ‘επενδύσεις’ και ‘εμπιστοσύνη’ στην ελληνική αγορά, υπό την ιδεολογική κάλυψη του οικονομικού φιλελευθερισμού. ‘Ουαί οι συνετοί εν εαυτοίς και ενώπιον αυτών επιστήμονες’ (Ησαΐας). Τη στιγμή που στην ίδια την κοιτίδα αυτής της σχολής σκέψης, επίκαιρες αντιλήψεις υποστηρίζουν ότι η οικονομική επιστήμη βρίσκεται εκεί που ήταν η αστρονομία πριν τον Κέπλερ. Τη στιγμή που κοινωνικοποιούνται οι ζημιές των Τραπεζών στο όνομα της προστασίας των καταθέσεων, των οποίων οι διοικήσεις παρέμειναν ακλόνητες, όταν βασική θέση της καπιταλιστικής οικονομίας είναι ότι ‘ο θάνατος είναι εύκολος’. Δηλαδή αν αποτύχεις το λιγότερο πας σπίτι σου. Επίκαιρη η γνωστή αποστροφή του BBrecht‘ και τι είναι μια ληστεία τράπεζας, μπροστά στο να έχεις τράπεζα’. Την ίδια ώρα αναγνωρίζεται η επιτυχία επιχειρήσεων υπό δημόσιο έλεγχο και όχι μόνο στις λεγόμενες ‘αναδυόμενες αγορές’, αλλά και στην καρδιά της Ευρώπης (TheEconomist).
Η μακρά σειρά των μειζόνων κρίσεων και αδιεξόδων στην ελληνική ιστορία κατέληγε πάντα σε μια εθνικά διχαστική τραγωδία. Μακάρι, η ιστορία στην αμείλικτη κυκλικότητά της, μοιραίους θεατές στην αβελτηρία μας, να μην μας οδηγήσει εκεί.
‘Ο δαίμων μας πολεμάει με σύμμαχο τη φύση μας’. Την αλαζονική, άπληστη και υποκριτική φύση μας, για θυμηθούμε τον Ιωάννη της Κλίμακας.