02:07  Τετάρτη, 24  Απριλίου  2024 
elendetr

Ιστορική Σύνεση & Νοσταλγικές Αυταπάτες

Παρασκευή, 25 Σεπτεμβρίου 2020 06:24
Διαβάστηκε 1258 φορές
Ιστορική Σύνεση & Νοσταλγικές Αυταπάτες The Economist. 17 9 2020.

Η πιθανότητα να είναι ηλίθιο ένα συγκεκριμένο άτομο είναι ανεξάρτητη

από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό αυτού του ατόμου.

Ο Δεύτερος Βασικός Νόμος.

Carlo M. Cipolla, Οι Βασικοί Νόμοι της Ανθρώπινης Ηλιθιότητας, Σελ. 29.

 

Η Ιστορία είναι το αποτελεσματικότερο φάρμακο κατά της πολιτικής μυωπίας. Όταν η πολιτική μυωπία δεν φοράει τα γυαλιά της ιστορικής σύνεσης οδηγεί σε εθνικές και κοινωνικές καταστροφές. Στη ρίζα της πολιτικής μυωπίας βρίσκεται η νοσταλγική εξιδανίκευση του παρελθόντος. Σε καταθλιπτικές περιόδους άγχους στο εσωτερικό και εξωτερικών απειλών η νοσταλγία προσφέρει την παρηγορητική και γι αυτό γοητευτική ασφάλεια ενός προστατευτικού καταφυγίου. Η ασφάλεια που υπόσχεται η νοσταλγία είναι απατηλή. Και επειδή κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με το χρόνο, εκτός από απατηλή, γίνεται και επικίνδυνη. Η πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης του χώρου, του χρόνου και της ενέργειας. Οποιαδήποτε αλλοίωση στις ορίζουσες αυτές στρεβλώνει το αποτέλεσμα. Η ελλιπής και άρα προβληματική αντίληψη της πραγματικότητας ανοίγει έναν σίγουρο και σύντομο δρόμο για την καταστροφή. Τόσο συλλογικά, όσο και ατομικά.

Πριν συνεχίσω είναι απαραίτητη μια σημαντική κατά τη γνώμη μου διευκρίνιση. Σε περιπτώσεις όπου η αποτυχία είναι κραυγαλέα και αναμφισβήτητη προβάλλεται το επιχείρημα ότι μπορεί κάποιοι από τους ανθρώπους που αναδείχθηκαν σε ηγετικές θέσεις να υστερούσαν από τη φύση τους σε αντίληψη και γι αυτό να αποδεικνύονταν επικίνδυνα κατώτεροι των περιστάσεων. Το επιχείρημα είναι σαθρό και υποκριτικό. Ο σεβασμός στις ατομικές ικανότητες του κάθε ανθρώπου είναι δεδομένος. Η αναρρίχηση όμως ή η εγκατάσταση των συγκεκριμένων ατόμων στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας είναι το αποτέλεσμα πρώτα των αφανών και στη συνέχεια των εμφανών διεργασιών των μηχανισμών της εξουσίας. Αν οι μηχανισμοί διαψεύστηκαν στις προσδοκίες τους, μπορούν να τους αντικαταστήσουν. Αν παρόλα αυτά τους ανέχονται, σημαίνει ότι εξυπηρετούνται, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και εθνικές επιπτώσεις. Η περίπτωση της ανάδειξης του Α. Χίτλερ είναι χαρακτηριστική και θα παρουσιαστεί στη συνέχεια.

Η Ιστορία, δηλαδή ο τρόπος που μια εποχή αντιλαμβάνεται το παρελθόν της, επιχειρεί με ψυχρή αντικειμενικότητα την ανασύσταση της ωμής αλήθειας. Ως αλήθεια εννοείται η εναρμόνιση πράγματος και νου. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν επιτρέπουν στους αφυπνισμένους και προσεκτικούς παρατηρητές, σ’ εκείνους δηλαδή που έχουν τη συναίσθηση του χώρου, του χρόνου και της ενέργειας, μ’ άλλα λόγια την επίγνωση της εποχής τους, να ανακαλύψουν και να αντιστοιχήσουν αλληλουχίες και συνάφειες στο παρόν και να προσπαθήσουν να το αποκρυπτογραφήσουν. Όσοι από αυτούς διαθέτουν φαντασία, συνδυάζουν δηλαδή κρίση και αντίληψη, μπορούν να αισθανθούν κάποια από αυτά που έρχονται: Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί. Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται. (Κ.Π. Καβάφης. Σοφοί δὲ προσιόντων. 1915)

Η νοσταλγία κάνει το ακριβώς αντίθετο. Μυθοποιεί το παρελθόν και στην ωραιοποιημένη εκδοχή του προσαρμόζει μια ερμηνεία του παρόντος που μπορεί να χαρακτηριστεί ως φολκλορική. Βασικό γνώρισμα της φολκλορικής ερμηνείας είναι να δέχεται τα φαινόμενα για πραγματικότητα και τις συνέπειες για αιτίες. Με τον ανιστορικό αυτό τρόπο εισάγεται, συνήθως αθόρυβα, και σταδιακά επιβάλλεται στη συλλογική συνείδηση η παραποιημένη αντίληψη των συνθηκών που ορίζουν το παρόν. Η αποτυχία των εθνικών στρατηγικών ή ακόμα και των προσωπικών σχεδίων ερμηνεύεται εξωλογικά. Η Ιστορία όμως δεν έχει μυστικά ή αλλιώς δεν είναι Ιστορία. Και δεν υπάρχουν μυστικά γιατί προϋπόθεση για την ύπαρξή τους είναι η δόλια αντιφατικότητα που θέλει να παρασύρει τους εύπιστους ανασφαλείς. Η εικονική πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί ασκεί και μια προϋπολογισμένη και ισχυρή γοητεία στο λαό. Ελάχιστες ηγεσίες και άτομα έχουν το ψυχικό σθένος να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν τις ευθύνες και τα λάθη τους για τις αποτυχίες και τα αδιέξοδα. Ακόμα λιγότερες είναι οι ηγεσίες και τα άτομα που έχουν τη δύναμη να τα αντιμετωπίσουν.

Η αποκατάσταση των εθνικών δικαίων συνιστά μια συλλογική αποστολή καθοσίωσης που ξεπερνάει τα προσωπικά όρια και τους στόχους, τα οποία πλέον φαντάζουν αστεία. Ο κόσμος ή ένα κρίσιμο και καθοριστικό μέγεθός του, που στις πολιτικές εκδηλώσεις του συμπεριφέρεται ως αγέλη ή μάζα, αναπαράγει αυτόματα και υιοθετεί άκριτα τα στερεότυπα που έχουν επικρατήσει: Θα πρέπει να μην ξεχνάμε τη μικροψυχία, την ασυνέπεια και την ηθική ανισορροπία του όχλου. Η δύναμη του όχλου είναι τυφλή και βλακώδης. (Ουμπέρτο Έκο, Το Κοιμητήριο της Πράγας, 2011, Σελ. 543) Κυριαρχεί ο συνωμοτικός εκδικητισμός των θερμοκέφαλων υποκινητών. Διεγείρονται τα συναισθήματα, τα πάθη εξάπτονται. Οι ψύχραιμοι και οι διαλλακτικότεροι στιγματίζονται σαν ενδοτικοί και προδότες. Η καταστροφή έχει πλησιάσει επικίνδυνα.

Για τη Γαλλία του 1870-1871, που είχε αρχίσει τον πόλεμο υπό τον Ναπολέοντα Γ΄ και οδήγησε στην ταχεία απομυθοποίηση της δύναμής, η ανταπόδοση θα αποτελούσε raison d'être (λόγος ύπαρξης). Η προτροπή του Léon Gambetta, εμβληματικού πολιτικού της νεοσύστατης τότε Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας: Y penser toujours, n’en parler jamais (θα το έχουμε πάντα στο μυαλό μας, αλλά δεν μιλάμε ποτέ γι’ αυτό) θα αποτελούσε το θεμελιώδες δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας για τις επόμενες δεκαετίες. Οι μετριοπαθείς επανορθώσεις των πέντε δισεκατομμυρίων φράγκων (1.450 τόνοι χρυσός) κυρίως όμως η απώλεια των επαρχιών της Αλσατίας και Λωρραίνης, που της είχαν επιβληθεί από τον δαιμόνιο αλλά και εγκρατή μετά τη νίκη Otto von Bismarck, διδάσκονταν και στους Γάλλους μαθητές για να μην λησμονηθούν. Η ήττα που προβλήθηκε και βιώθηκε σαν εθνικό τραύμα είχε βαρύνουσα σημασία στους διπλωματικούς σχεδιασμούς της γαλλικής ηγεσίας κατά την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Εκδηλώθηκε όμως αχαλίνωτα κυρίως μετά τη νίκη της Αντάντ.

Εκείνο που οι Γάλλοι αποσιωπούσαν ήταν το γεγονός ότι οι γερμανόφωνες επαρχίες της Αλσατίας και Λωρραίνης είχαν καταληφθεί στη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου (1618-1648) από τον επίσης δαιμόνιο δημιουργό της γαλλικής υπερδύναμης Armand cardinal-duc de Richelieu (1575-1642) και είχαν προσαρτηστεί στη Γαλλία με την Ειρήνη της Βεστφαλίας το 1648. Η κατάκτηση των περιοχών είχε ολοκληρωθεί από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, τον Βασιλιά Ήλιο (1637-1715).

Από την άλλη μεριά πρέπει να σημειωθεί η αναπάντεχη και δυσάρεστη έκπληξη της γερμανικής διοίκησης από το αίτημα των περισσοτέρων από τους 15, επαναλαμβάνω γερμανόφωνους ή ακριβέστερα Γερμανούς, αντιπροσώπους των επαρχιών της Αλσατίας και Λωρραίνης που προτιμούσαν την παραμονή τους ως υπηκόων στη φιλελεύθερη Γαλλία, αντί της μοναρχικής Γερμανίας. Ένα μικρό μάλιστα ποσοστό, περί το 3,2%, του πληθυσμού των περιοχών αυτών τις εγκατέλειψε και μετακινήθηκε δυτικότερα στη γαλλική ενδοχώρα.

Και η Γαλλία κατόρθωσε μια αμφίβολη ανταπόδοση με τη νίκη της Αντάντ στο τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το 1918. Η Εγκάρδια Συνεννόηση όμως είχε αποφύγει την ήττα εξαιτίας της αμερικανικής εμπλοκής στις καθοριστικές φάσεις του πολέμου από το 1917. Έτσι αρχικά, στις 2 Φεβρουαρίου 1917, οι Αμερικανοί διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις με την αυτοκρατορική Γερμανία και από τις 6 Απριλίου 1917 μετείχαν ενεργά στη σύγκρουση. Το εκστρατευτικό σώμα των 250 χιλιάδων ανδρών που εστάλη στο δυτικό μέτωπο μετέφερε και τον ιό της γρίπης, που εσφαλμένα ονομάστηκε ισπανική, ο οποίος τελικά εξόντωσε περισσότερους ανθρώπους, κυρίως νέους, από ότι ο ίδιος ο πόλεμος.

Μετά τη νίκη της η Γαλλία πανηγύριζε την αποκατάσταση του γοήτρου της, αλλά γνώριζε, όπως και η Βρετανία, ότι ως δυνάμεις μια προς μια υστερούσαν σε σύγκριση με την ηττημένη Γερμανία. Ειδικά οι γαλλικές ανασφάλειες είχαν εκφραστεί κραυγαλέα τόσο στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, όσο και στην αυστηρότητα του τελικού κειμένου της συνθήκης. Όπως, πέραν των άλλων, με την επιμονή για πλήρη αφοπλισμό. Η Γερμανία επιτρέπονταν να διατηρεί συνολικά 100 χιλιάδες στρατιώτες, 15 χιλιάδες ναύτες και 4 χιλιάδες αξιωματικούς. Ο Στρατάρχης Ferdinand Foch απαιτούσε μάλιστα, και με την αποστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας σχεδόν το πέτυχε, τη μετάθεση των γαλλικών συνόρων στο Ρήνο. Άλλοι Γάλλοι πολιτικοί υποστήριζαν ότι υπάρχουν πάνω από 20 εκατομμύρια Γερμανοί απ’ όσους έπρεπε.

Εκτός αυτού όμως, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, η Γαλλία, όπως και η Βρετανία, είχαν υποταχτεί ήδη στη διάρκεια του πολέμου και ιδιαίτερα μετά το τέλος του σχεδόν ολοκληρωτικά στα δανεικά αμερικανικά κεφάλαια και στις ασταθείς διαθέσεις της Wall Street. Μετά την έναρξη του πολέμου και μέχρι το τέλος του οι ΗΠΑ είχαν δανείσει στις δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης περί τα 16 δισεκατομμύρια δολάρια ή 275 δισεκατομμύρια δολάρια σε σημερινές τιμές. Πριν τον Μεγάλο Πόλεμο το 60% του παγκόσμιου εμπορίου διενεργούνταν και εκκαθαρίζονταν στο City. Μετά τη λήξη του πολέμου το Λονδίνο υποκαταστάθηκε σχεδόν πλήρως από τη Wall Street.

Η προστασία των αμερικανικών επενδύσεων ήταν ο λόγος της στρατιωτικής επέμβασης των ΗΠΑ. Έτσι άρχισε η κυριαρχία του δολαρίου, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, έστω και με τις πρόσφατες απειλές και τους κλυδωνισμούς. Ενώ οι ευρωπαϊκές δυνάμεις εξουδετέρωναν η μια την άλλη στην προσπάθειά τους να επικρατήσουν στη γεωγραφία, κατακτώντας απομακρυσμένες, άξενες ή εχθρικές περιοχές, συχνά στη μέση του πουθενά, η αμερικανική αστική τάξη αξιοποιούσε την ευκαιρία για να κυριαρχήσει στη οικονομία, επωφελούμενη από την αλληλοεξόντωση των άλλων. Η μοιραία υποδούλωση των μυωπικών νικητών ήταν το αποτέλεσμα της αναπόφευκτης διάψευσης μιας επίπλαστης ανάγκης να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της νοσταλγικής προβολής ενός επιπόλαιου μεγαλείου που είχαν σχηματίσει και συντηρούσαν στο μυαλό τους. Η επιπολαιότητα είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των μαλθακών. Η παράκρουση μπορεί να πάρει συλλογικές διαστάσεις. Όταν όμως τεθούν σε κίνηση οι τροχοί της Ιστορίας, η κατεύθυνση που αυτή θα πάρει δεν εξαρτάται από τα αίτια που προκάλεσαν την κίνηση.  

Στα αμερικανικά κεφάλαια θα υποτάσσονταν και η Γερμανία. Ο υπερφίαλος μεγαλοϊδεατισμός δεν είχε αφήσει περιθώρια επιλογής: Αυτό που έγινε ήταν αποτέλεσμα μιας καινούργιας φιλοδοξίας της Γερμανίας να φέρει εις πέρας ένα έργο μεγαλύτερο κι από εκείνο του Μπίσμαρκ – χωρίς έναν Μπίσμαρκ. Αυτό σημείωνε ο Ρώσος διπλωμάτης N.V. Tcharykow το 1931 (Στο Henry Kissinger, Διπλωματία, Σελ 236.) Η Γερμανία ήταν ηττημένη με τη δική της καίρια, αλλά όχι και αποκλειστική, ευθύνη: Δεν υπάρχει πιστόλι που καπνίζει σ’ αυτή την ιστορία ή μάλλον υπάρχει ένα στα χέρια του κάθε βασικού χαρακτήρα. Ιδωμένη μέσα από αυτό το πρίσμα, η έκρηξη του πολέμου ήταν μια τραγωδία, όχι ένα έγκλημα. Αναγνωρίζοντάς το αυτό δεν σημαίνει ότι ελαχιστοποιούμε το φιλοπόλεμο και την ιμπεριαλιστική παράνοια των Αυστριακών και των Γερμανών ιθυνόντων. Δεν ήταν όμως οι Γερμανοί οι μόνοι ιμπεριαλιστές ούτε οι μόνοι που υπέκυψαν στην παράνοια. Η κρίση που έφερε τον πόλεμο το 1914 ήταν καρπός μιας κοινά αποδεκτής πολιτικής κουλτούρας. (Christopher Clark, The Sleepwalkers: How Europe Went to War in 1914, 2012)

Έτσι αμφισβητούμενα και εκδικητικά καθορίζονταν από το Άρθρο 231 της Συνθήκης Ειρήνης της 28ης Ιουνίου 1919. Έτσι αιτιολογήθηκαν και επιβλήθηκαν στους ηττημένους, παρά τις βρετανικές επιφυλάξεις, οι εξωπραγματικές επανορθώσεις των αρχικά 20 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων ή η αξία 7.000 τόνων χρυσού, που θα έπρεπε να εξοφληθούν έως τον Απρίλιο του 1921. Πριν από τη λήξη της προθεσμίας στο Συνέδριο των νικητών στη γαλλική πόλη Boulogne-sur-Mer τον Ιούνιο του 1920 αποφασίστηκε το συνολικό και τελικό ύψος των επανορθώσεων. Αυτό έφτανε στο ύψος των 269 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων σε 42 ετήσιες δόσεις. (Deutsche Reparationen nach dem Ersten Weltkrieg. De. Wikipedia. Org: Κατηγορία: Lesenswerte Artikel. Τελευταία Επεξεργασία 20 Ιουλίου 2020) Ένα μέρος των επανορθώσεων θα καταβάλλονταν σε είδος, όπως με την παράδοση του 90% του εμπορικού στόλου της Γερμανίας που θα έπρεπε να παραδοθεί στους νικητές. Τον επόμενο μήνα στο βελγικό θέρετρο Spa οι νικητές αποφάσισαν πως θα κατανέμονταν αυτά: Στη Γαλλία το 52 %, στη Βρετανία 22 %, στην Ιταλία 10 % , Βέλγιο 8 % , το υπόλοιπο 8% σε διάφορους άλλους, ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Εννοείται πέρα από την απώλεια του 14,2% των εδαφών της Αυτοκρατορίας και του 10% του πληθυσμού.

Και οι μεν νικητές εισέπραξαν τελικά την αξία 67,7 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων σύμφωνα με τους γερμανικούς υπολογισμούς ή την αξία 21,8 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων σύμφωνα με τις συμμαχικές εκτιμήσεις από τις επανορθώσεις έως το 1932. Στο Συνέδριο της Λωζάνης τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς, εξαιτίας των καταστροφικών συνεπειών της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929, αποφασίστηκε ο περιορισμός του υπολειπομένου ύψους των γερμανικών επανορθώσεων στο ποσό των 3 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων και εκδόθηκαν υποσχετικές πληρωμής διάρκειας 15 ετών. Αυτές κατατέθηκαν στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) στη Βασιλεία της Ελβετίας και λόγω των γνωστών γεγονότων που ακολούθησαν δεν κατέστη δυνατό να διατεθούν ποτέ στις αγορές, οπότε και αποτεφρώθηκαν δημόσια το 1948. Τα προηγούμενα δημιούργησαν τις προϋποθέσεις μιας επόμενης σύγκρουσης, όπως θα προειδοποιούσε, σε συνέχεια αρκετών άλλων πριν από αυτόν, δύσθυμα και μελαγχολικά ο Gustav Stresemann το 1928. Και θα χρειαζόταν ένας ακόμη και μάλιστα πιο ολέθριος ευρωπαϊκός εμφύλιος, για να κατανοήσουν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες την καταστροφικότητα της νοσταλγικής αναπόλησης ενός χιμαιρικού παρελθοντικού μεγαλείου και να προχωρήσουν διστακτικά στην ενοποίηση.  

Σ’ έναν κόσμο, όπως ο δικός μας, όπου οι άνθρωποι ζουν σ’ ένα διαρκές και διευρυμένο παρόν, αλλά χωρίς βάθος, η μελέτη του παρελθόντος μπορεί να διευρύνει τον ορίζοντα και να οξύνει την αντίληψη. Σε ατομικό επίπεδο προφυλάσσει από την κοινωνική ηλιθιότητα και την ιδεολογική εξαχρείωση.

Οι εξελίξεις σε κάθε ιστορική περίοδο, όπως συμβαίνει και στη δική μας, αλλάζουν, τροποποιούν και προσαρμόζουν τους κανόνες της και κατ’ επέκταση της ερμηνείας των γεγονότων που αξιολογεί ως ιστορικά. Μ’ άλλα λόγια κάθε εποχή δίνει το δικό της νόημα σ’ αυτό που ορίζει ως το περιεχόμενο της Ιστορίας. Αυτή είναι άλλωστε και η κυριολεκτική σημασία της λέξης ιστορία (ἱστορία: μάθηση, γνώση μέσω έρευνας, αναζήτηση. ἴστωρ: σοφός, γνώστης, ειδήμων, κριτής < από το αδύνατο θέμα ἰδ- < οἶδα: έχω δει, γνωρίζω)

Η θεμελιώδης αρχή όμως που διέπει την Ιστορία παραμένει η ίδια: Τὰ δε πάντα οἰακίζει κεραυνός (Η δύναμη κατευθύνει τα πάντα. Ηράκλειτος, Β 64) Κι όπως κάθε αληθινός δρόμος προς τη γνώση, η Ιστορία δεν θέτει προαπαιτούμενα για την κατανόησή της. Η μοναδική αλλά και απαιτητική προϋπόθεση είναι η επίπονη αλλά και αναζωογονητική απαλλαγή ή τουλάχιστον ο αποτελεσματικός έλεγχος των εθνικών, πολιτικών και πολιτισμικών - συλλογικών και ατομικών - προκαταλήψεων και των δεισιδαιμονιών: Στις άλλες εκδηλώσεις της ζωής δεν μπορεί ίσως ν᾽ απορρίψει κανένας την εύνοια αυτού του είδους: ο καλός πρέπει ν᾽ αγαπά τους φίλους και την πατρίδα του, να μισεί και ν᾽ αγαπά όποιους και οι φίλοι του. Όταν όμως επωμίζεται κανένας την ευθύνη του ιστορικού, πρέπει να τα λησμονήσει όλα τούτα και συχνά να εξυμνεί και με τους πιο μεγάλους επαίνους να στολίζει τους εχθρούς, όταν το επιβάλλουν οι πράξεις τους, και πολλές φορές να κατηγορεί και να κατακρίνει, έτσι που να τους φέρνει ντροπή, τους πιο αγαπητούς του, όταν αυτό απαιτούν οι λαθεμένες τους ενέργειες. (1)

Οι μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία προκλήθηκαν από τη λαθεμένη εκτίμηση της ποικιλόμορφης ισχύος των μετώπων που διαμορφώνονται, όταν κάποια χώρα αποφασίσει να επιβάλει τη βούλησή της σε κάποια άλλη, την οποία θεωρεί ως ασθενέστερη. Μόλις όμως συμβεί αυτό, αποκαλύπτονται αφανείς μέχρι εκείνη τη στιγμή δυνάμεις, που με τη δράση τους επηρεάζουν καθοριστικά τις εξελίξεις. Οι επενέργειες των δυνάμεων αυτών, όπως εύκολα μπορεί να φανταστεί ο καθένας, δεν προβλέπονται στα επιτελικά σχέδια. Πρόκειται περισσότερο για φυσική ανθρώπινη αδυναμία, παρά για ανεπάρκεια έμπνευσης στην εκπόνηση στρατηγικών σχεδίων.

Η ζωή είναι ένα χαοτικό σύστημα. Ο πόλεμος είναι το αποκορύφωμά του. Η ανθρώπινη ή καμία ανθρώπινη φαντασία δεν μπορεί να συλλάβει ούτε το εύρος, ούτε τη δυναμική, ούτε την πολυμορφία του συστήματος. Οι πραγματικοί Μεγάλοι της Ιστορίας το γνώριζαν αυτό. Η Ιστορία αξιολογεί ως Μεγάλους τους ηγέτες που το έργο τους ξεπέρασε τους ίδιους και την εποχή τους. Το θεμελιώδες γνώρισμά τους υπήρξε η αίσθηση του μέτρου. Διέθεταν αυτογνωσία. Αυτό το χαρακτηριστικό, στο οποίο εμπεριέχεται και η επίγνωση της εύθραυστης ανθρώπινης προσωρινότητας, τους προστάτευε από τη ματαιοδοξία και την έπαρση. Δεν παρασύρονταν από τις επιτυχίες τους. (2) Και κυρίως δεν διακινδύνευαν την υπόσταση της χώρας τους στο βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών.

Ο Α. Χίτλερ δεν επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση επειδή μισούσε τους κομμουνιστές. Αντιθέτως μάλιστα. Με εξαίρεση τον σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό διεθνισμό, αυτοπροσδιορίζονταν και ο ίδιος ως αντικαπιταλιστής και μάλιστα σφοδρός.(3) Επέλεξε να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση, αν και είχε έρθει σε μια αμοιβαία επωφελή συνεννόηση με το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης ή Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ το 1939, επειδή την εκτιμούσε ως πιο αδύναμη σε σχέση με τη Γερμανία. Επίσης σε καμία περίπτωση δεν υπολόγιζε ότι οι αγγλοσάξονες θα υποστήριζαν και μάλιστα τόσο σθεναρά και αταλάντευτα τους σοβιετικούς. Έλπιζε και απέβλεπε σε μια συμφωνία, με τους Εβραίους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ως ομήρους. (4) Μέχρι το τέλος, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του F.D. Roosevelt στις 12 Απριλίου 1945 και μέχρι την αυτοκτονία του στις 30 Απριλίου 1945.  

Η αλαζονική μετά τη Συμφωνία του Μονάχου της 30ης Σεπτεμβρίου 1938 εθνικοσοσιαλιστική ηγεσία κώφευε, όταν οι Βρετανοί με τον τρείς φορές Πρωθυπουργό τους Stanley Baldwin, διερωτούνταν πώς θα έστρεφαν τον Χίτλερ ανατολικά: Can’t we turn Hitler East? Napoleon broke himself against the Russians. Hitler might do the same. (Δεν μπούμε να στρέψουμε τον Χίτλερ ανατολικά; Ο Ναπολέων κατανικήθηκε από τους Ρώσους. Ο Χίτλερ θα μπορούσε να κάνει το ίδιο. (Middlemas and Barnes, 1969. Baldwin: a biography. Weidenfeld and Nicolson, p 1047)

Και η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Γερμανίας δεν το κατάλαβε ούτε μετά την 1η Σεπτεμβρίου 1939, όταν η Wehrmacht διατάζονταν να εισβάλει στην Πολωνία, αρχίζοντας τη δεύτερη πράξη του ευρωπαϊκού εμφύλιου πολέμου. Στο διάστημα αυτό και μέχρι τις 6 Οκτωβρίου 1939 οι Γάλλοι και οι Βρετανοί, αν και είχαν κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία ήδη από τις 3 Σεπτεμβρίου 1939, έχοντας παρατεταγμένες 110 ετοιμοπόλεμες μεραρχίες στα δυτικά σύνορα της Γερμανίας έναντι 23 γερμανικών, περιορίστηκαν σε αψιμαχίες.

Στις δίκες της Νυρεμβέργης (20 Νοε 1945 – 1 Οκτ 1946) ο Alfred Jodl, Αρχηγός του Επιτελείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, θα δήλωνε ότι ο λόγος που δεν είχε καταρρεύσει η Γερμανία το 1939 οφείλονταν αποκλειστικά και μόνο στην αδράνεια των γαλλικών και βρετανικών δυνάμεων που βρίσκονταν παραταγμένες στα δυτικά σύνορα της Γερμανίας κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην Πολωνία. Δηλαδή ακόμη και μετά την ήττα τα ηγετικά στελέχη των εθνικοσοσιαλιστών δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι η στάση και η δράση των δυτικών, ειδικά σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, ακολουθούσε τα σχέδια που διαρκώς επαναλάμβανε ο A. Hitler.

Στις 11 Αυγούστου 1939, λίγες μέρες πριν την υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ – Μολότωφ, ο Α. Χίτλερ δήλωνε προς τον Ελβετό Ύπατο Αρμοστή του Ντάντσιχ Carl Jacob Burckhardt πως: οτιδήποτε κάνω έχει ως στόχο τη Ρωσία. Αν η Δύση είναι τόσο ηλίθια και στραβή για να το καταλάβει, θα αναγκαστώ να έρθω σε συνεννόηση με τους Ρώσους, θα συντρίψω τη Δύση και, μετά την ήττα της, θα στραφώ εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης με συγκεντρωμένες όλες μου τις δυνάμεις.

Η Δύση το είχε καταλάβει, γι αυτό και άφησε τους Γερμανούς να πνιγούν στο αίμα των 27 εκατομμυρίων νεκρών της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη από την αρχή του πρώτου χειμώνα της εισβολής, όταν πριν τα Χριστούγεννα του 1941 η αιχμή του γερμανικού στρατιωτικού δόρατος είχε τσακιστεί μπροστά στις πύλες της Μόσχας, υπήρχαν Στρατηγοί που προειδοποιούσαν ότι ο πόλεμος δεν μπορούσε να κερδηθεί με στρατιωτικά μέσα.

Στηρίζοντας τον Στάλιν, κυρίως οι Franklin D. Roosevelt και Winston Churchill, δεν επέτρεψαν στον Χίτλερ μια σχετικά γρήγορη επικράτηση, επειδή δεν απέκλειαν ότι αργά ή γρήγορα θα ερχόταν και η σειρά της Δύσης. Το ότι οι δυτικοί καταλάβαιναν τις κινήσεις του Α. Χίτλερ δεν σημαίνει ότι πίστευαν, με πρώτο τον Winston Churchill, τις διάφορες ειρηνευτικές προτάσεις και δεσμεύσεις του, όπως εκείνες μετά την κατάληψη της Πολωνίας. Μετά την κατάλυση της Τσεχοσλοβακίας και την απρόκλητη κατάληψη του υπολοίπου της Τσεχίας, η όποια αξιοπιστία του Α. Χίτλερ είχε εξανεμιστεί. Τότε ήταν που πάλι ο Stanley Baldwin επέμενε ότι, αν θα πήγαιναν σε πόλεμο, ο καταλληλότερος να ηγηθεί ήταν ο Ουίνστον Τσώρτσιλ. Ήταν ο μόνος στην πολιτική σκηνή της Βρετανίας που δεν είχε πιστέψει ποτέ και σε καμία από τις συμβατικές ή προφορικές δεσμεύσεις του Α. Χίτλερ.    

Και είναι εξαιρετικά αμφίβολο, αν η γερμανική κοινωνία κυρίως, αλλά και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, με εξαίρεση τους εκπροσώπους του γερμανικού μεγαλοαστισμού, θα επέτρεπαν ποτέ να αναδειχτεί στην ηγεσία της χώρας κάποιος αυταρχικός άπατρις για ένα διάστημα μετανάστης σαν τον Α. Χίτλερ. Τον Δεκανέα από την Βοημία (Der böhmische Gefreite), όπως τον αποκαλούσε ο Στρατάρχης και Πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, ο οποίος εξαιτίας της περιφρόνησής του έκανε λάθος ακόμη και στην καταγωγή του Α. Χίτλερ.

Οι νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί, είχαν δημιουργήσει τις εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες με τους εξοντωτικούς και ταπεινωτικούς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919) που είχαν επιβάλει στο γερμανικό λαό. Παρά τις επίμονες συστάσεις του David Lloyd George για αυτοσυγκράτηση και τις δυσοίωνες προβλέψεις του John Maynard Keynes (The Economic Consequences of the Peace. 1919)

Στις 4 Ιανουαρίου 1933 θα πραγματοποιούνταν μια ιστορική συνάντηση στην Κολωνία. Θα ακολουθούσαν κι άλλες. Οικοδεσπότης ήταν ο τραπεζίτης Kurt von Schröder. Σ’ αυτήν συμμετείχαν ο διπλωμάτης και στρατιωτικός Franz von Papen, βουλευτής του καθολικού κόμματος Deutsche Zentrumspartei και ο Adolf Hitler. Στις επόμενες θα συμμετείχαν και ο Oscar von Hindenburg, γιός του Στρατάρχη και Προέδρου Paul von Hindenburg, ο Otto Meißner, Υφυπουργός και έμπιστος του Προέδρου και οι Wilhelm Frick και Hermann Göring της NSDAP. Στις συναντήσεις αυτές αποφασίστηκε η σύσταση Κυβέρνησης συνεργασίας που θα αποτελούνταν από τα κόμματα των Γερμανών Εθνικιστών (Deutschnationalen) και των εθνικοσοσιαλιστών. Ο Α. Χίτλερ θα αναλάμβανε Καγκελάριος και o Φραντς φον Πάπεν Αντικαγκελάριος. Τα προαναφερθέντα στελέχη της NSDAP θα καταλάμβαναν δύο υπουργικές θέσεις. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα είχε αναδειχτεί ως η ισχυρότερη παράταξη στις εκλογές της 31ης Ιουλίου 1933, φτάνοντας το ποσοστό 37,3%, ωστόσο χωρίς να πετύχει αυτοδυναμία. Ο Φ. φον Πάπεν είχε κάμψει τις αντιρρήσεις του γηραιού Προέδρου και είχε διασκεδάσει τις επιφυλάξεις του με το αφελές (;) επιχείρημα ότι έτσι θα έλεγχαν αποτελεσματικά τον Α. Χίτλερ.

Επιφανείς σύγχρονοι Γερμανοί ιστορικοί, όπως οι Heinrich August Winkler και Hans Mommsen υποστηρίζουν ότι η εγκατάσταση του Α. Χίτλερ στην Καγκελαρία δεν ήταν η αναπόφευκτη έξοδος από τη σοβαρή κρίση που είχε εκδηλωθεί από τις 27 Μαρτίου 1930 με τη διάλυση του μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού. Ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ είχε την ευχέρεια να διατηρήσει ως υπηρεσιακό Καγκελάριο τον έμπιστό του Κουρτ φον Σλάιχερ και να προκηρύξει νέες εκλογές. Η εθνικοσοσιαλιστική παράταξη, που διχάζονταν σοβαρά ανάμεσα στον Άντολφ Χίτλερ και στον εσωκομματικό του αντίπαλό Γκρέγκορ Στράσερ, θα αποδυναμώνονταν. Ωστόσο η εγκατάσταση του A. Hitler στην Καγκελαρία και της NSDAP στην Κυβέρνηση δεν ήταν μόνο το σφάλμα του Paul von Hindenburg και των συμβούλων του. Απηχούσε τη βούληση και τα συμφέροντα που εκπροσωπούσαν τα αστικά κόμματα της δεξιάς και που αποσκοπούσαν στη διάβρωση της δημοκρατίας με τον ευτελισμό του συστήματος, στην εξουδετέρωση της σοσιαλδημοκρατίας και στην απάλειψη των ανεξάρτητων και χριστιανικών συνδικαλιστικών οργανώσεων που αντιπαραθέτονταν στην αυταρχικότητα του συστήματος. Αυτό έκαναν σ’ όλη τη βραχύβια ταραγμένη περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Από τις 13 Φεβρουαρίου 1919 έως τις 5 Μαρτίου 1933 στη Γερμανική Βουλή εκπροσωπούνταν 15 κόμματα, είχαν διενεργηθεί 9 εκλογικές αναμετρήσεις και είχαν σχηματιστεί 20 κυβερνητικά σχήματα. Στις 30 Ιανουαρίου του 1933 είχαν επιτύχει το στόχο τους.

Τόσο ο υπερκομματικός πρώην Στρατηγός Kurt von Schleicher, όσο και ο Gregor Straßer, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής της σοσιαλίζουσας βόρειας πτέρυγας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και τον οποίο είχε προσπαθήσει να αποσπάσει από την NSDAP και να τον προσεταιριστεί ο Κουρτ φον Σλάιχερ, ήταν από τους πρώτους που δολοφονήθηκαν τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών (30 Ιουνίου - 2 Ιουλίου 1934).

Οι τροχοί της Ιστορίας κινούνταν. Η κατεύθυνση που θα έπαιρναν είναι γνωστή.

Παραπομπές:

1^. ἐν μὲν οὖν τῷ λοιπῷ βίῳ τὴν τοιαύτην ἐπιείκειαν ἴσως οὐκ ἄν τις ἐκβάλλοι. καὶ γὰρ φιλόφιλον εἶναι δεῖ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα καὶ φιλόπατριν καὶ συμμισεῖν τοῖς φίλοις τοὺς ἐχθροὺς καὶ συναγαπᾶν τοὺς φίλους· ὅταν δὲ τὸ τῆς ἱστορίας ἦθος ἀναλαμβάνῃ τις, ἐπιλαθέσθαι χρὴ πάντων τῶν τοιούτων, καὶ πολλάκις μὲν εὐλογεῖν καὶ κοσμεῖν τοῖς μεγίστοις ἐπαίνοις τοὺς ἐχθρούς, ὅταν αἱ πράξεις ἀπαιτῶσι τοῦτο, πολλάκις δ᾽ ἐλέγχειν καὶ ψέγειν ἐπονειδίστως τοὺς ἀναγκαιοτάτους, ὅταν αἱ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἁμαρτίαι τοῦθ᾽ ὑποδεικνύωσιν. Πολύβιος, Ἱστορίαι, 1,4-5. Μετάφραση Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος.

2^. Στις 23 Δεκεμβρίου 1783 ο George Washington, αμέσως μετά την οριστική επικράτησή του επί των Βρετανών, στο απόγειο της ισχύος και της δόξας του, κατέθεσε την εντολή του ως Διοικητού του Γενικού Επιτελείου ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης (Continental Congress) και αποσύρθηκε στα κτήματα και τις καλλιέργειές του. Η συμπεριφορά του αυτή τον καθαγίασε απέναντι στους συμπολίτες του. Το 1789 οι Αντιπρόσωποι του Έθνους τον ανακήρυξαν ομόφωνα πρώτο Πρόεδρό τους.

Ο George Washington αποσύρθηκε από την Προεδρία το 1797. Αρνούμενος να μετάσχει σε μια τρίτη εκλογική διαδικασία, δημιούργησε αλλά και εγκαινίασε την παράδοση σύμφωνα με την οποία δύο προεδρικές θητείες θεωρούνται αρκετές για οποιονδήποτε. Η παράδοση αυτή έγινε νόμος του αμερικανικού κράτους με την 22η Τροποποίηση (Αmendment XXII) του Συντάγματος το 1951. Στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι του, απελευθέρωσε όλους τους σκλάβους του και πέθανε το 1799. Η παρακαταθήκη του πρώτου Προέδρου διακόπηκε από έναν και μόνο διάδοχό του, τον Franklin Delano Roosevelt, ο οποίος θήτευσε για τέσσερις περιόδους, από το 1933 έως το 1945.

Μέχρι και σήμερα οι George Washington, Abraham Lincoln και Franklin D. Roosevelt απαρτίζουν την τριάδα των επιφανέστερων Αμερικανών Προέδρων.  

3^. O αντισημιτισμός του Α. Χίτλερ ήταν συνέπεια της αντικαπιταλιστικής αντίληψης και στάσης του. O Α. Χίτλερ είχε αναπτύξει και τόνιζε διαρκώς την πεποίθηση ότι τόσο το χρηματιστικό κεφάλαιο, όσο και ο κομμουνισμός ήταν οι όψεις μιας διεθνούς εβραϊκής συνωμοσίας με στόχο την κυριαρχία του καπιταλισμού. Εξειδικεύοντας μάλιστα, υποστήριζε ότι ο κομμουνισμός προετοίμαζε το έδαφος για την τελική καθυπόταξη των λαών κα των χωρών που επικρατούσε στους κεφαλαιοκράτες. Έτσι συμπέραινε ότι το πολιτικό σύστημα που είχε επιβληθεί στη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και ιδιαίτερα μετά τις μεταρρυθμίσεις του Στάλιν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 θα είχε ως αποτέλεσμα την αποχαύνωση του λαού, αφαιρώντας του κάθε διάθεση για αντίσταση. Γι αυτό και θεωρούσε τη Ρωσία ασθενέστερη σε σχέση με τη Γερμανία.

4^. Από αυτήν την προσδοκία απέρρεε η διφορούμενη στάση του Α. Χίτλερ έναντι της Συμφωνίας Μετεγκατάστασης των Γερμανών πολιτών εβραϊκής καταγωγής στην Παλαιστίνη. Στη συμφωνία Heskem Haʿavarah (Haʿavara-Abkommen) είχαν καταλήξει μετά από διαπραγματεύσεις τριών μηνών στις 25 Αυγούστου 1933 το Υπουργείο Οικονομικών του Γ΄ Ράιχ (Reichsfinanzministerium-RFM), η Σιωνιστική Ένωση Γερμανίας (Zionistische Vereinigung für Deutschland- ZVfD) και η Anglo-Palestine Bank που τελούσε υπό την εποπτεία της Jewish Agency.

Η Συμφωνία Μετεγκατάστασης είχε εκδηλωθεί στην Παλαιστίνη και αρχικά φαινόταν ότι επρόκειτο για την ιδιωτική πρωτοβουλία του Sam Cohen, Γενικού Διευθυντή της εταιρίας Hanotea με έδρα την πόλη Netanya, η οποία δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή και το εμπόριο εσπεριδοειδών. Παρά τις πιέσεις των σιωνιστικών οργανώσεων της Αγγλίας και των ΗΠΑ για μποϋκοτάζ της γερμανικής οικονομίας μετά την εγκατάσταση του Α. Χίτλερ στην Καγκελαρία, τον Μάιο του 1933 η εταιρία είχε συνάψει συμφωνία με το Υπουργείο Οικονομικών αρχικά 1 εκ. Reichsmark που επεκτάθηκε στα 3 εκ. Η πρωτοβουλία δεν ήταν επίσης σε γνώση της Σιωνιστικής Ένωσης Γερμανίας, της οποίας ο επικεφαλής Georg Landauer δήλωνε άγνοια, όταν ενημερώθηκε για τη συμφωνία από το Υπουργείο Οικονομικών. Τελικά το ζήτημα διευθετήθηκε όταν γνωστοποιήθηκε ότι η συμφωνία είχε προκύψει ύστερα από πρόταση του Chaim Arlosoroff, που ήταν ο επικεφαλής του πολιτικού τομέα της Jewish Agency for Palestina, τον Απρίλιο του 1933 προς τον Γενικό Πρόξενο της Γερμανίας στην Ιερουσαλήμ Heinrich Wolff.

Η πρωτοβουλία αποσκοπούσε στην προστασία των εβραϊκής καταγωγής πολιτών από τις ναζιστικές διακρίσεις πριν αυτές εξελιχτούν σε διωγμούς και είχε βρει θετική ανταπόκριση στα Υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών, αλλά και στην SS. Ανταποκρίνονταν άλλωστε στα αρχικά σχέδια των εθνικοσοσιαλιστών να διευκολύνουν τη μετανάστευση των Εβραίων από τη χώρα ειδικά προς την Παλαιστίνη. Υπό την προϋπόθεση ωστόσο της προηγούμενης δήμευσης ενός σημαντικού μέρους της περιουσίας τους.  

Ο Α. Χίτλερ δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να διευκολύνει τη δημιουργία οποιασδήποτε μορφής κρατικής οντότητας του Ισραήλ στις περιοχές της Βρετανικής Εντολής, ενθαρρύνοντας τη μετακίνηση των εβραϊκής καταγωγής πολιτών. Ταυτόχρονα όμως δεν την απαγόρευε, επειδή επιθυμούσε να αποκαλύψει την απροθυμία τρίτων χωρών να δεχθούν Εβραίους πρόσφυγες, κυρίως όμως να εκθέσει την υποκριτική στάση των Βρετανών, οι οποίοι προσπαθούσαν έμμεσα να εμποδίσουν τη μετεγκατάσταση για να μη δυσαρεστήσουν τους Άραβες.

Παράλληλα ο A. Hitler χρειαζόταν τους Εβραίους στη Γερμανία ως ομήρους, όπως δήλωνε στον έμπιστό του Αμερικανό γερμανικής καταγωγής Ernst Hanfstaengl, για να εκβιάσει μια συμφωνία με τους αγγλοσάξονες και κυρίως με τους Αμερικανούς. Έτσι προς μεγάλη έκπληξη του Ernst Hanfstaengl, πριν αυτός συκοφαντηθεί και πέσει σε δυσμένεια την ίδια εκείνη χρονιά, ο A. Hitler απέρριψε τη διαμεσολάβηση του Αμερικανού δικηγόρου Maxie Steuer.

Ο M. Steuer είχε ταξιδέψει την άνοιξη-καλοκαίρι του 1933 από τη Νέα Υόρκη στο Βερολίνο μεταφέροντας τις προτάσεις επιφανών μελών της εβραϊκής κοινότητας των ΗΠΑ, όπως των Warburg, των Speyer και των Guggenheim, οι οποίοι δήλωναν ότι θα χρηματοδοτούσαν τη μετεγκατάσταση στην Παλαιστίνη του συνόλου των Εβραίων της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένων και όσων είχαν εγκατασταθεί πρόσφατα στη χώρα, προερχόμενοι από την Ανατολική Ευρώπη.

Η άρνηση της ελκυστικής πρότασης ξένισε και εξέπληξε και άλλα ηγετικά στελέχη της NSDAP και της γερμανικής κρατικής μηχανής, όπως τον Υπουργό Εξωτερικών Konstantin von Neurath και το Διοικητή της Reichsbank και Υπουργό των Οικονομικών Hjalmar Schacht.

Η συμφωνία όμως είχε αμφισβητηθεί έντονα, κυρίως από τις αμερικανικές σιωνιστικές οργανώσεις, προκαλώντας σφοδρές αντιπαραθέσεις, ρήξεις, ακόμη και δολοφονίες στο σιωνιστικό κίνημα. Η εντονότερη διαφωνία προέρχονταν από τη δεξιά αναθεωρητική πτέρυγα του σιωνιστικού κινήματος και τον ηγέτη τους Ze'ev Jabotinsky.

Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων πριν την υπογραφή της Συμφωνίας Μετεγκατάστασης στις αρχές καλοκαιριού του 1933 η εφημερίδα Hazit Haam, που πρόσκεινταν στον αναθεωρητικό χώρο, είχε επιδοθεί σε σφοδρότατες επιθέσεις κατά των εμπνευστών της, χαρακτηρίζοντάς τους προδότες. Η ορθόδοξη σιωνιστική παράταξη Misrachi υπήρξε απροκάλυπτα εχθρική. Οι ακραίοι σιωνιστές είχαν στοχοποιήσει τον πρωτεργάτη της Συμφωνίας Chaim Arlosoroff, σιωνιστή πολιτικό του σοσιαλιστικού εργατικού κόμματος Mapai.

Την περίοδο εκείνη, στις 16 Ιουνίου 1933, μετά την επιστροφή του από τις διαπραγματεύσεις στη Γερμανία, ο Chaim Arlosoroff θα δολοφονούνταν στο Tel Aviv. Ο Abraham Stavsky, που είχε καταδικαστεί πρωτόδικα για τη δολοφονία και απαλλάχτηκε στο Εφετείο, ήταν μέλος της αναθεωρητικής οργάνωσης νεολαίας Betar, την οποία είχε ιδρύσει στη Ρίγα της Λετονίας ο Ζε'έβ Ζαμποτίνσκι το 1923. Ωστόσο ο ασκεναζίτης Αρχιραβίνος της Παλαιστίνης Abraham Isaak Kook είχε υποστηρίξει την πρωτόδικη απόφαση.

Αργότερα στο 19ο Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο στις 20 Αυγούστου 1935 στη Λουκέρνη της Ελβετίας η Heskem Haʿavarah εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία.

Στο διάστημα από το 1931 έως και το 1936, οι Εβραίοι που είχαν μετοικήσει στις περιοχές της Βρετανικής Εντολής στην Παλαιστίνη είχαν αυξήσει τον εβραϊκό πληθυσμό από τα 174.610 άτομα στα 384.078. Το 1937 η εξέγερση των Αράβων υπό την ηγεσία του Μουφτή της Ιερουσαλήμ Mohammed Amin al-Husseini κατά της μετανάστευσης κορυφώνονταν. Οι Βρετανοί που έβλεπαν απ’ την αρχή διστακτικά τη μετακίνηση των Εβραίων στην Παλαιστίνη και με σκοπό να προσεταιριστούν τους Άραβες ως συμμάχους στον πόλεμο που άρχιζε έθεσαν σε ισχύ το White Paper of 1939. Σ’ αυτό θεσπίζονταν μεταξύ άλλων ανώτατο όριο 75 χιλιάδων εποίκων για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Ούτως ή άλλως ο πόλεμος που άρχιζε εκείνη τη χρονιά τα σταμάτησε όλα αυτά. Μέχρι τότε ένας αριθμός περί τις 60 χιλιάδες ανθρώπους είχε κάνει χρήση της διαδικασίας και είχε μετακινηθεί στην περιοχή, όπου μετά από περίπου 10 χρόνια θα ιδρύονταν το ανεξάρτητο κράτος του Ισραήλ. Αν γίνει αναγωγή αυτού του μεγέθους στο ποσοστό του 88% (The Holocaust: Maps | The Holocaust Encyclopedia) των Γερμανών Εβραίων που εξοντώθηκαν, τότε περίπου 53 χιλιάδες άνθρωποι διέφυγαν τα μαρτύρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης και το θάνατο. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι από τις 250 χιλιάδες Γερμανούς Εβραίους που εγκατέλειψαν τη ναζιστική Γερμανία από το 1933 έως το 1939 μόνο ένα ποσοστό περί το 24% μετακινήθηκε στη Βρετανική Εντολή της Παλαιστίνης.

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Γερμανική Στάση & Ελληνοτουρκικά Trump vs. Biden »
Copyright Κυριάκος Παράσογλου - CrashNews.gr © 2020. Design by Kostas Tsampalis