‘Μεμονωμένα κράτη-μέλη θέτουν τα ωμά συμφέροντά τους στο επίκεντρο, αδιαφορώντας για την ευρωπαϊκή συλλογικότητα, σε βάρος της Ένωσης και των γειτόνων τους’ έλεγε σε μια συνέντευξή του J-C Juncker τον Ιούλιο του 2005 στο περιοδικό Telecran της χώρας του. Το Δεκέμβριο του 2012 επαναλάμβανε μετ’ επιτάσεως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: ‘ Έχω πλέον απηυδήσει. Το 80% των μελών ενδιαφέρεται μόνο για τις εθνικές του υποθέσεις. Δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι.’
Την ώρα που ο mister euro μας κατακεραύνωνε αγανακτισμένος (the party is over), το κρατίδιό του είχε μετατραπεί σε φορολογικό παράδεισο. Πρόσφατα πολλά μέσα, όπως η γερμανική Sueddeutsche Zeitung, δημοσίευσαν λεπτομερώς τα τεχνάσματα βάσει των οποίων προσελκύονταν ξένα επιχειρηματικά κεφάλαια. Κεφάλαια, όπως των θυγατρικών της Amazon και της Fiat-Chrysler, των οποίων οι διαχειριστές, με τα σχέδια των συμβούλων της εταιρίας ορκωτών λογιστών KPMG, κατέφευγαν εκεί για να μη φορολογηθούν στις χώρες που αποκτήθηκαν. Η χαλαρή ερμηνεία κάποιων φορολογικών νόμων, ίσως να ανέχεται στο όνομα της ανάπτυξης τέτοιες συμπεριφορές. Το οικονομικό πλεονέκτημα όμως που προσδίδουν παρόμοιες διευκολύνσεις συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό, καθώς επέχει θέση έμμεσης κρατικής ενίσχυσης. Η προκλητική ειρωνεία είναι το γεγονός ότι το 1997 η Ε.Ε., υπό την προϊστασία του ίδιου του σημερινού Προέδρου της, καθιέρωσε τον Κώδικα Συμπεριφοράς των Μελών για τη Φορολόγηση των Επιχειρήσεων, με σκοπό τον περιορισμό των επιβλαβών φορολογικών μέτρων. Ο Κώδικας βέβαια δεν δεσμεύει νομικά, αλλά η καρδία του ζητήματος είναι πρωτίστως πολιτική: μπορεί η ευρωπαϊκή επιτροπή, ως προστάτις (sic) των θεσμών, να αδιαφορεί για τέτοιου είδους αποκλίσεις; Ο επικεφαλής της υπηρεσίας ανταγωνισμού, Joaquin Almunia, πήρε πληροφορίες για 22 ύποπτες φορολογικές υποθέσεις, πριν απαλλαγεί από τα καθήκοντα του το Δεκέμβριο του 2013. Σε μια αναφορά 30 σελίδων παρουσιάζει την περίπλοκη διαδρομή που ακολουθούσε η FFT (Fiat Finance & Trade Ltd, Luxemburg) για τη διακίνηση των κεφαλαίων της. Η αρμόδια υπηρεσία είναι σχεδόν σίγουρη ότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις μπορεί να αποδείξει σε βάρος του Λουξεμβούργου ανεπίτρεπτη κρατική ενίσχυση. Η Δανή διάδοχος του J Almunia, Margrethe Verstager, είναι ‘αναγκασμένη’ να συνεχίσει τις ‘ενοχλητικές’ έρευνες που ξεκίνησαν από μια άλλη διεθνή εταιρία ορκωτών λογιστών, την PwC, με ανοιχτό το ενδεχόμενο αποτέλεσμα. Για όσο διάστημα αυτές διαρκούν το ερώτημα της εμπλοκής του J-C Juncker θα είναι επίκαιρο. Το θέμα είναι ότι ο Πρόεδρος, που μετά βίας επέζησε πολιτικά της αγγλικής άρνησης και της γερμανικής ψυχρότητας, όσο ήταν υποψήφιος, φτάνοντας στα πρόθυρα της παραίτησης, δεν αποκλείεται να βραχυκυκλώσει και να τα βροντήξει τώρα. Όσο κι αν ο εκπρόσωπος τύπου της Επιτροπής Μαργαρίτης Σχοινάς δηλώνει, ότι ο Πρόεδρος αντιμετωπίζει ψύχραιμα τα δημοσιεύματα, η πρώτη αντίδραση του ήταν ο περιορισμός των εμφανίσεων. Ιδιαίτερη δημόσια υποστήριξη μέχρι στιγμής δεν υπάρχει, ούτε και από τους ομοϊδεάτες του Λαϊκού Κόμματος. Ο Υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, Jean Asselborn, που υπήρξε Αναπληρωτής Πρωθυπουργός υπό τον J-C Juncker, δηλώνει ότι ‘οι αποκαλύψεις πλήττουν τη φήμη χώρας’ και ακόμη ‘δεν είμαστε πλέον διαθέσιμοι για τέτοια κόλπα’
Στις Βρυξέλες κάποιοι συζητούν ήδη για την εγκυρότητα των επιλογών του, όσον αφορά τους επιτρόπους, σε περίπτωση αποχώρησης. Το κρίμα είναι αν σκεφτεί κάποιος ότι οι συντηρητικοί της Ευρώπης θεωρούσαν ότι η καρδιά του Προέδρου χτυπάει αριστερά. Για κάποια τουλάχιστον θέματα, όπως ο κατώτατος μισθός, ισχύει.(Πηγή Der Spiegel)