· μερικοί ονομάζουν τους “προφήτες” μάντεις, αγνοώντας ότι στην πραγματικότητα ερμηνεύουν απλώς αινιγματικές ρήσεις και φαντασιώσεις, επομένως δεν θα έπρεπε να ονομάζονται μάντεις αλλά “ερμηνευτές των μαντικών ρήσεων”.
Πλάτων, Τίμαιος, 71 e – 72 a. Μετάφραση Βασίλης Κάλφας.
Η λατινική φράση στην επικεφαλίδα είναι μια παράλλαξη που έκανα στη γνωστή θέση των Στωικών πως: volentem fata ducunt, nolentem trahunt (:το πεπρωμένο* οδηγεί όποιον του υποτάσσεται και σέρνει όποιον του αντιστέκεται - *το πεπρωμένο, όχι η Μοίρα. Για τους Έλληνες η Μοίρα εμπεριείχε το στοιχείο της τυχαιότητας2.).
Σ’ αυτήν τη συνάρτηση των όντων και τη συμ-πάθεια των όλων στήριζαν την ενότητα του κόσμου, τη λογικότητα της αιτίας, που παράγει αυτήν τη συνάρτηση, αιτιολογούσαν την ομορφιά και την τελειότητά του. Κι όσο θερμότερα προθυμοποιούνταν οι Στωικοί την πίστη τους στην πρόνοια να τη θεμελιώσουν με κάθε λογής αποδείξεις, τόσο λιγότερο μπορούσαν να παραμελήσουν την υποχρέωση ν’ αποδείξουν την καθολική τελειότητα του κόσμου και να την υπερασπιστούν ενάντια στις αντιλογίες που γεννούσε το πολύμορφο κακό στον κόσμο. Ο πρωτεργάτης αυτής της φυσικής θεολογίας και θεοδικίας υπήρξε ο Χρύσιππος. Και όπως ξέρουμε ίσα ίσα γι’ αυτόν την πρόταση, πως ο κόσμος πλάστηκε για τους ανθρώπους και τους τους θεούς, πολεμούσε να την υποστηρίξει με την πιο μικρόλογη κ’ επιπόλαιη τελεολογία. Κι αν η βασική αντίληψη της στωικής θεοδικίας, πως κ’ η ατέλεια ακόμα του καθέκαστον υπηρετεί την τελειότητα του όλου, έγινε υποδειγματική σ’ όλες τις μεταγενέστερες όμοιες απόπειρες, ωστόσο η προσπάθεια το ηθικό κακό να το συμβιβάσουν με το θεολογικό τους ντετερμισνισμό έδινε μεγάλες δυσκολίες στους Στωικούς, όσο μάλιστα ζωηρότερο συνήθιζαν να περιγράφουν το πλάτος και τη δύναμή του3.
Κλείνω επισημαίνοντας πως η στωική θρησκεία κατάγεται άμεσα από τον Τίμαιο και τους Νόμους, και μάλιστα ο ίδιος ο Επίκουρος βρίσκεται κάποτε πλησιέστερα στον Πλάτωνα παρά όσο θα ήταν διατεθειμένος να παραδεχθεί.
Τόσο οι στωικοί, όσο και οι επικούρειοι θεμελίωσαν τις κεφαλαιώδεις θεωρίες τους, τη συμ-πάθεια και πρόνοια οι πρώτοι και την ατομική παρέκκλιση και την τυχαιότητα οι δεύτεροι, επιλέγοντας μόνο ένα μέρος κάθε φορά από τις προτάσεις του Πλάτωνα για τη Δημιουργία. Στο 889 a των Νόμων, που αποτελεί το επιστέγασμα της φιλοσοφίας του, ο Πλάτωνας λέει: Τα καλύτερα και σημαντικότερα πράγματα του κόσμου είναι προϊόντα της φύσης και της τύχης, ενώ τα σχετικά μικρότερα προέρχονται από την τέχνη.
Και για τις δύο σχολές, η θεότητα είχε πάψει να είναι συνώνυμη με την αυθαίρετη Δύναμη κι είχε γίνει, αντίθετα, η ενσάρκωση ενός λογικού ιδανικού: η μεταμόρφωση οφείλεται στους στοχαστές της κλασικής Ελλάδας, ειδικά στον Πλάτωνα4.
Παραπομπές:
1. Παρακάτω, στο 72 e, ο Τίμαιος λέει: Θα ισχυριζόμασταν ότι είπαμε την πλήρη αλήθεια μόνον αν γνωρίζαμε ότι ο θεός συμφωνεί μαζί μας. Εκείνο όμως που σίγουρα θα μπορούσαμε να πούμε, και τώρα και ύστερα από εκτενέστερη έρευνα, είναι ότι η περιγραφή μας ήταν και θα συνεχίσει να είναι εύλογη.
Ο Πλάτωνας, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Αριστοκλής, είναι τελείως απαλλαγμένος από την ματαιόφρονη έπαρση των ορθολογιστών, ότι τα όρια της αλήθειας συμπίπτουν με τα όρια της λογικής απόδειξης. Γνωρίζει πως οι μεγάλες αλήθειες υποδεικνύονται· δεν αποδεικνύονται. Κάθε απόδειξη είναι αναγωγή σε άλλες αρχές, οι οποίες πάλι δεν αποδεικνύονται. Οι μεγάλες αλήθειες επιβάλλονται από την Ανάγκη. Στην Ανάγκη προσωποποιούνται και αθροίζονται οι ανώτερες συμπαντικές αρχές και οι νόμοι στους οποίους υπακούουν και οι θεοί. Οι θεοί· όχι ο Θεός. Ο Θεός πείθει την Ανάγκη να συμπράξει στη δημιουργία της τάξης. Πειθώ είναι η τέχνη της κατανόησης. Το Αγαθό, ο υπερχρονικός και συμπαντικός Νους, προτιμάει την τάξη έναντι της αταξίας.
2. A.W.H. Adkins, Ηθικές Αξίες και Πολιτική Συμπεριφορά στην Αρχαία Ελλάδα, Σελ. 18.
3. Τσέλλερ – Νέστλε, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, Σελ. 277.
4. E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το Παράλογο, Σελ. 151.