Όντες πολάκις νιστικών κε πάσχων η μυτέρα
είναι βολέβων εναλάξ, αλάζοντος πατέρα.
Έχοντος πρότον βρετανόν, μετά αμερικάνον
νυν θα συζή με γερμανόν κε άνθροπον τσογλάνον,
όστις βιάσας την μαμά, ελείποντες οι άλλοι
τόρα τα θέλη κε αφτή μη έχοντος κεφάλι.
Η φυλαρέσκια αφτής κε θέλων να αρέση,
προσέχη πάντα εις λεφτά κι αν έχη καλή θέση,
ων εροτήλος εις βαθμόν ανότερον τυγχάνων
ποθή ενδύσεις εκλεκτάς, τα τέκνα της ξεχάνων,
ξεχάνοντες κι εμείς αφτήν, που πάντας προσκινεί
εξέρχετε στην Αγοράν διά να γινή Κοινή
με εβροπαίους σηζητή κι ενώ την αποθώσι,
αρκεί που είνε δυτικοί, απεχθανεί τους Ρώσοι.
Κέρδη δηλόνουν άπαντα μικρά-μεγάλα κράτη,
κε η μαμά μας δόσεων δίδη δια το κρεβάτη,
το «λύκνον του πολιτιζμού», έτσι αφτή το λέει,
κι’όλον αφτό μας κοπανεί κε κάθετε κε κλέει,
ενώ δυό λόγια να της πουν, κι αν δη ότι αρέση,
ξανά μανά διά Ζάλονκον κε στη φοτιά θα πέση.
Όθεν το κέρδος μας μηδέν, μηδέν δηλό εισπράκσεις
πάσχων μαζύ με την μαμά και άπαντες οι τάξεις.
Είνε μιστήρια μαμά! Ίσως κι’εμείς να φταίμε,
είνε αφτό που λέγουσι, Θεμου σινχόρεσέ με.
Έργο του Μπόστ.
Ο αυτοσαρκασμός είναι η ανώτερη, ευγενέστερη και πλέον απελευθερωτική μορφή αυτοκριτικής. Ο κλαυσίγελος ανακουφίζει προσωρινά.