Οι άνεμοι διατηρούν καθαρή την κορυφή του κόσμου. Χαμηλότερα ο αέρας σαν μια ήρεμη καταιγίδα ανακατεύει τις ομίχλες. Κάπου εκεί ανάμεσα στις λόχμες και τις συστάδες η αρκούδα ακολουθεί μεγαλόπρεπα τα αιώνια μονοπάτια της. Περίμενα να τη δω. Την άκουγα τις φεγγαρόλουστες νύχτες. Τη φανταζόμουν ήρεμη και πελώρια. Δεν ήρθε ποτέ. Μάλλον ενοχλούσε η παρουσία μου.
Ύστερα τα σιωπηλά ηλιοβασιλέματα σε ρόδινες και πορτοκαλιές συμφωνίες ελπίδας, σαν εκείνα που ζωγράφιζες παιδί. Λαμπερά και μουντά πέρα από κουβέντες. Καταλαβαίνεις ότι πλησιάζει το κενό ανάμεσα στους κόσμους, όταν ακούγεται η σιωπή. Ακολουθούν οι ψίθυροι της νύχτας. Η μεγαλοπρέπεια του έναστρου ουρανού αντικατοπτρίζεται στη βαθυγάλαζη λιμνούλα. Το άπειρο σου κλείνει το μάτι. Τα φύλλα, τα χόρτα, κλαδιά ανασκιρτούν και ψιθυρίζουν στις πνοές της νυχτερινής αύρας, η σελήνη ανατέλλει μεγαλόπρεπα και προσπερνάει τις περιττές αγωνίες σου. Μετά εύχεσαι να μην καταντούσες τόσο ματαιόδοξος κι αλαζονικός. Να σταματούσες δηλαδή να νομίζεις ότι είσαι το κέντρο του σύμπαντος και ότι η πλάση υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ανάγκες σου και να εκπληρώνει τις επιθυμίες σου.
Αποφάσισα ότι όταν θα ξανακατέβαινα στον κόσμο εκεί κάτω θα προσπαθούσα να κρατήσω το μυαλό μου καθαρό καταμεσής των βρωμερών ανθρώπινων ιδεών που καπνίζουν σαν καμινάδες εργοστασίων στον ορίζοντα μέσα από τις οποίες θα προχωρούσα μπροστά.
Κατά βάση: Τζακ Κέρουακ, Μοναχικός Ταξιδιώτης, Πλέθρον 1991, Σελ 130-135.