Yemeyenin malını yerler.
Türk Atasözü.
Το σίγουρο είναι ότι στη λίμνη Πολυφύτου στην Κοζάνη (επάνω) και στην Ορεστιάδα λίμνη της Καστοριάς (κάτω) δεν εντοπίστηκαν (ακόμη) τουρκικά αλιευτικά. Σε αντίθεση με την ανέμελη Μύκονο, στη σεμνή δυτική Μακεδονία ο Στρατηγός Άνεμος αποκρούει τα αρπακτικά σχέδια των άπιστων ανθελλήνων και των συνοδοιπόρων τους.
Η τουρκική παροιμία στην επικεφαλίδα σημαίνει :όποιος έχει κάτι και δεν το τρώει του το τρώνε. Το νόημά της συνοψίζει εύστοχα και δραματικά τη διαχρονική - μετά το 1936 - στάση μας στα ελληνοτουρκικά. Ο καθηγητής διεθνών σχέσεων Άγγελος Συρίγος (Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Εκδόσεις Πατάκη, 2015. Σελ 255) σημειώνει:
Η Τουρκία είχε ήδη από το 1956 εκφρασθεί υπέρ της επεκτάσεως των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. Η Ελλάδα αντιθέτως, ως ναυτική χώρα, ανήκε στη χορεία των κρατών που επιθυμούσαν τη στενότερη δυνατή αιγιαλίτιδα ζώνη και τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία των θαλασσών. Υπενθυμίζεται ότι πριν την καθιέρωση της ‘‘διελεύσεως τράνζιτ’’ σε διεθνή στενά, που θεσπίστηκε με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982), το μοναδικό καθεστώς που υπήρχε για τα αλλοδαπά πλοία που βρίσκονταν εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης ήταν αυτό της ‘‘αβλαβούς διελεύσεως’’. Η Ελλάδα δεν επιθυμούσε αύξηση της αιγιαλίτιδας διότι ήθελε να προστατεύσει την ποντοπόρο ναυτιλία και τα υπερπόντια αλιευτικά της συμφέροντα (που εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται)
Και επειδή άρχισα με μια παροιμία που απευθύνεται στις ελληνικές ηγεσίες, για λόγους ρητορικής ισορροπίας θα απευθύνω και ένα τουρκικό ρητό στους φίλους της απέναντι ακτής του Αιγαίου: Dinsizin hakkından imansız gelir. Σε ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά θα σήμαινε: Ο άπιστος το βρίσκει απ' τον ανήθικο. Σε σχέση με τους νέους διπλωματικούς προσανατολισμούς τους, με τους οποίους θεωρούν ότι εξυπηρετούν τον μεγαλοϊδεατισμό τους, νωρίτερα ή αργότερα κάποιοι από αυτούς θα καταλάβουν και όλοι τους λίγο-πολύ θα βιώσουν την ιστορική αλήθεια του ρητού. Στην προκειμένη περίπτωση το περιεχόμενο των λέξεων άπιστος και ανήθικος δεν αφορούν τη θρησκευτικότητα. Αφορούν τη διπλωματία.
Όσον αφορά τη στάση των συμμάχων και εταίρων μας, που προβάλλεται αντισταθμιστικά στον τουρκικό αναθεωρητισμό, υπενθυμίζω επιγραμματικά ότι: 1) Στις 20 Ιανουαρίου 1976 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναφερόμενη στην ελληνική αίτηση ένταξης, γνωμοδοτούσε ότι η ΕΟΚ δεν είναι και δεν πρέπει να γίνει μέρος στα προβλήματα Ελλάδας-Τουρκίας και ακόμη ότι η ελληνική αίτηση δεν πρέπει να επηρεάσει τις σχέσεις μεταξύ Κοινότητας και Τουρκίας και ομοίως ότι δεν θα θιγούν τα δικαιώματα που διασφαλίζονται με τη συμφωνία συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας. 2) Διατηρείται και εφαρμόζεται απαρέγκλιτα η βασική αρχή του Δόγματος Λουνς (1980), η οποία επαναλαμβάνει και ορίζει ότι δεν είναι προς το συμφέρον του ΝΑΤΟ να εμπλακεί στις διμερείς διαφορές μεταξύ των Συμμάχων. Η έννοια της επανάληψης αφορά τη στάση του ΝΑΤΟ στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (20 Ιουλίου 1974 – 16 Αυγούστου 1974) που είχε προκαλέσει το πραξικόπημα του Ν. Σαμψών στις 15 Ιουλίου 1974. Η μετέπειτα διατύπωσή της αφορά τις δεσμεύσεις της Ελλάδας προς την Τουρκία, μεταξύ άλλων με τα Πρωτόκολλα της Βέρνης του 1977, για την εξασφάλιση της τουρκικής συγκατάθεσης στην ελληνική αίτηση επανένταξης στο στρατιωτικό σκέλος τον Σεπτέμβρίο του 1975. 3) Όσον αφορά το μύθο των ευρωπαϊκών κυρώσεων προς την Τουρκία είναι χρήσιμη η υπενθύμιση της στάσης των εταίρων μας στην περίπτωση της Κρίσης στα Ίμια το 1996. Η Ελλάδα είχε εμποδίσει τις αποφάσεις για χρηματοδοτικά πρωτόκολλα της ΕΟΚ ύψους 375 εκ ευρώ προς την Τουρκία, όπως και δανειοδότηση ύψους 750 εκ ευρώ απο την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και κάποιες άλλες χρηματοδοτήσεις από το πρόγραμμα ευρωμεσογειακής συνεργασίας. Το Μάρτιο του 1996 το Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΕ-Τουρκίας και τον Ιούλιο το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ έστελναν κάποια απο τα λεγόμενα αυστηρά μηνύματα, στα οποία η Τουρκία θα έπρεπε να συμμορφωθεί. Θα έπρεπε να αποκηρύξει τη βία ή την απειλή χρήσης βίας, να σεβαστεί την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακαιρεότητα, το δειθνές δίκαιο, τις διεθνείς συνθήκες και πρακτικές, την καλή γειτονία κι άλλα ηχηρά παρόμοια, όπως θα έλεγε ο Κ. Καβάφης. Η τουρκική διπλωματία, γνωρίζοντας ότι την εκμετάλλευση των κονδυλίων θα την προσπορίζονταν κυρίως ευρωπαϊκές εταιρίες και ακόμη ότι οι συστάσεις είχαν περισσότερο επικοινωνιακή αξία και απευθύνοταν στο εσωτερικό ακροατήριο της Ελλάδας και της ΕΕ, κράτησε στάση ήρεμης αναμονής. Μετά από ένα εξάμηνο, όταν το θέμα είχε πάψει να είναι επίκαιρο, όλο πήραν το δρόμο τους: business as usual. Από την άλλη μεριά η ελληνοτουρκική διαφορά είχε εξελιχτεί σε αντιπαράθεση της Ελλάδας με τα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ, τα οποία πίεζαν για υποχωρήσεις.