Χτύπησε πέντε η ώρα, αλλά οι δύο φίλοι δεν ένιωθαν ούτε πείνα ούτε δίψα. Η ζωή τους φαινόταν σαν ένα χρυσαφένιο όνειρο, είχαν στα πόδια τους όλους τους θησαυρούς της γης. Έβλεπαν αυτό το μπλέ κομμάτι του ορίζοντα που δείχνει με το δάχτυλο η Ελπίδα σ' αυτούς που η ζωή τους είναι γεμάτη καταιγίδες και που η φωνή της που μοιάζει με σειρήνας λέει: Εμπρός, πετάξτε, θα ξεφύγετε απ' τη δυστυχία μέσα σ' αυτό το χρυσαφένιο άπειρο, από ασήμι ή ατλάζι*.
*ατλάζι, το: είδος υφάσματος γυαλιστερού και σκληρού, από μετάξι και βαμβάκι ή λινό.
Honoré de Balzac, Χαμένες Ψευδαισθήσεις, Σελ 46.