Τα απογεύματα του χειμώνα με ξαστεριά και παγωνιά είναι τα πιο ωραία. Όταν οι ριπές του ψυχρού βοριά έχουν διώξει τη μελαγχολία της δύσης, την ομίχλη και τις σκιές του νοτιά και έχουν καθαρίσει το γκρίζο της ανατολής. Οι μύστες λένε ότι η καθαρτήρια δύναμη των ανέμων της απεραντοσύνης έρχεται πάντα από το Βορρά.
Σαν να ξαστερώνει και στην ψυχή.
Γιατί όμως αισθάνομαι αυτήν την μυστήρια ευφορία στο γαλήνιο ημίφως του κρύου σούρουπου; Με απασχολούσαν τέτοια περίεργα και πολυτελή, θα έλεγε κάποιος, ερωτήματα. Πρόκειται για μια ακόμη προσωπική ιδιοτροπία κάποιου που άρχισε να γερνάει χωρίς να ωριμάζει; Δεν είμαι σίγουρος. Μπορεί.
Νομίζω ότι βρήκα μια εξήγηση. Το σούρουπο, την ώρα που ανοίγουν οι πύλες ανάμεσα στους δύο κόσμους, οι ισορροπημένες και ελεύθερες ψυχές βλέπουν. Βλέπουν μια όψη από το αδιάφορο άλλοτε αργό και άλλοτε γρήγορο ρεύμα του χρόνου που τους παρασέρνει αθόρυβα στην αιώνια αρμονία. Βλέπουν τα αστεία όριά τους και μερικές από αυτές αποβάλλουν τη μάταιη θλίψη. Αγαλλιάζουν με τη γλυκιά προσμονή της επιστροφής στις απαρχές.
Όταν οι άνθρωποι δημιούργησαν τους αθάνατους θεούς, κράτησαν για τους εαυτούς τους ένα συγκλονιστικά παρήγορο πλεονέκτημα: παρέμειναν θνητοί.