Οι ανώνυμοι φαίνονται ύποπτοι λόγω της απουσίας ονόματος και μόνο – δεν είναι άδικο αυτό κύριε Μπέντλερ;
Παλιά οι ναυτικοί έκαναν περίτεχνα τατουάζ και φορούσαν σκουλαρίκια, ούτως ώστε, αν ξεβράζονταν σε κάποια ακτή, να τους αναγνώριζαν από τα στολίδια στο σώμα τους. Από τότε κιόλας οι άνθρωποι ήξεραν πόσο ζοφερή είναι η τύχη ενός νεκρού αγνώστου ταυτότητας σε τούτο τον κόσμο. Ένα πρόσωπο χωρίς όνομα δεν το εμπιστεύεται κανείς, αντίθετα, το θεωρούν απωθητικό και άσχημο. Το να μην έχεις όνομα σημαίνει πως δεν έχεις ούτε καταγωγή, ούτε οικογένεια, ούτε μάνα, ούτε πατέρα, κι έτσι κείτονται εδώ στα ράφια σαν οι χαμένοι κρίκοι μιας αλυσίδας. Είναι ακόμη εδώ, αλλά έχουν χαθεί. Τούτο το υπόγειο είναι τώρα η μοναδική τους πατρίδα, κύριε Μπέντλερ, ο έσχατος τόπος. Και, κατά μια έννοια, εγώ είμαι ο μόνος που έχουν στον κόσμο, ο μόνος που τους ξέρει, όχι με τ’ όνομά τους, αλλά από τις φωτογραφίες, τις γνωμοδοτήσεις, μερικά αντικείμενα.
Λουτς Ζάιλερ, Κρούζο, Σελ. 555.