Ως θλιβερή επωδός επαναλαμβάνεται στην ιστορία του νέου ελληνικού κράτους, και ειδικά σε περιόδους αβεβαιότητας επαληθεύεται, μια απαισιόδοξη πτυχή της παιδευτικής μεθόδου του νομοθέτη Λυκούργου. Στην αγωγή των νέων της αρχαίας Σπάρτης περιλαμβάνονταν και η έμμεση εξώθησή τους στο έγκλημα. Συγκεκριμένα στην κλοπή για προσπορισμό των αναγκαίων προς επιβίωση. Όσοι απ’ αυτούς αποκαλύπτονταν, τιμωρούνταν αυστηρά και χαρακτηρίζονταν ως πολιτικά μη εξελίξιμοι. Όσοι όμως δεν συλλαμβάνονταν, μπορούσαν, στη βάση των αποδεδειγμένων ικανοτήτων τους, να ελπίζουν στην ανάδειξή τους σε υψηλά αξιώματα. (Ξεν. Λακ. Πολ. 2.6.8. Ισοκρ. Παναθ. Λογ. 12.211-12 και D M MacDowell, Σπαρτιατικό Δίκαιο, σελ.93, εκδ Παπαδήμα). Αυτός ο άγραφος κοινωνικοποιητικός θεσμός του 5ο π.Χ. αιώνα φαίνεται ότι προδιαγράφει γονιδιακά και καθορίζει την πολιτική συνείδηση μιας μερίδας ‘συνελλήνων’. Έτσι που στην περίπτωση της προμελετημένης δολοφονίας του πρώτου Κυβερνήτη να διαπιστώνουμε τη μακάβρια επιβεβαίωσή της. Η απόσταση από τον Λυκούργο μέχρι τον Καποδίστρια φαντάζει τεράστια, απ΄ τη σκοπιά της σύντομης διάρκειας της ανθρώπινης ζωής. Σαν ιστορικός χρόνος όμως, δηλαδή ως γεγονότα που έγραψαν την ιστορική εμπειρία και πέρασαν στη συλλογική μνήμη, είναι ευσύνοπτος. Αδιαφορώντας για τις πληροφορίες και τις προειδοποιήσεις, όπως αυτής του Άγγλου Πρέσβη στην Κωνσταντινούπουλη λόρδου Γκόρντον προς τον ίδιο, για την ένοπλη επίθεση που προετοιμάζονταν εναντίον του, ο ‘Ρώσος Ανθύπατος’ (G. Finley, σύγχρονος του Κυβερνήτη Άγγλος ιστορικός, επίσης ο Ι Κορδάτος στην Ιστορία του) συνοδευόμενος από τους δύο προσωπικούς του φρουρούς, τον μονόχειρα κρητικό Γ Κοκκώνη και τον τριπολιτσιώτη Δ Λεωνίδα, ετοιμάστηκε να επισκεφτεί τη Λειτουργία της Κυριακής, 27 Σεπτεμβρίου 1831 (παλιό ημερολόγιο), στο Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Πίστευε ότι ο Άγιος της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κέρκυρας, και η Θεία Πρόνοια θα τον προστάτευαν και πάλι. Όπως στην πρώτη απόπειρα, όταν πλήρωσαν τον υπηρέτη του Νικολάτο 25 χιλ γρόσια για να τον δηλητηριάσει. Η Θεία Πρόνοια και ο Άγιος τον προειδοποίησαν και τώρα. Αγνόησε τους οιωνούς. Σύμφωνα με τη μυθιστορηματική βιογραφία του, της Τίτα Κόβατς-Αρτέμη, (Ο Έλληνας Φοίνικας, εκδ Αστάρτη) ο αδερφός του Κυβερνήτη, Αυγουστίνος, προσπάθησε μάταια να τον μεταπείσει εκείνο το πρωί: ‘Μην πας Ιωάννη. Οι χτεσινοί εφιάλτες ήταν φοβεροί’. Βγήκε. ‘Το πείσμα σου θα είναι ο θάνατός σου και η δυστυχία μας’ είπε και παραιτήθηκε. Πιο κάτω, φρουρούμενο, εν μέση οδώ, mirabile dictu, (λατινικά:παράδοξο να το λέει κάποιος) του επιτέθηκε ένα σκυλί και του έσκισε το παντελόνι. Επέστρεψε. Άλλαξε και ξαναβγήκε. Λίγη ώρα αργότερα έπεφτε νεκρός στο προαύλιο της εκκλησίας από το μαυρομάνικο μαχαίρι του ‘Γιωργάκη’ Beyzade (τούρκικα:αρχοντόπουλο) Μαυρομιχάλη, γιου του Πετρόμπεη, και τη σφαίρα του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη (κι’ εγώ κακά χερόβολα κι’ εσύ κακά δεμάτια), αδελφού του Πετρόμπεη. ‘ Ήταν σφαίρες που τις είχαμε ετοιμάσει βδομάδες πριν. Δύο σφαίρες δεμένες με αλυσιδίτσα γα να είναι πιο σίγουρο το αποτέλεσμα’ εξομολογούνταν μια εβδομάδα αργότερα ο Γεώργιος Μπέιζαντες Μαυρομιχάλης πριν εκτελεστεί. Τον τραυματισμένο Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη τον κατασπάραξε το πλήθος επιτόπου και πέταξε το πτώμα στη θάλασσα.
Αριστοκρατικής καταγωγής ο Ιωάννης, έκτο παιδί του Αντώνιου Καποδίστρια και της Αδαμαντίας Γονέμη, γεννημένος στις 11 Φεβρουάριου 1776, έφερε τον τίτλο του Κόμητα. Η οικογένειά του, που οι ρίζες της έφταναν στην Ίστρια της Αδριατικής (Capo d’ Istria– σημερινό Koper της Σλοβενίας), περιλαμβάνονταν στη Χρυσή Βίβλο (Libro d’ oro) των ευγενών της Κέρκυρας ήδη από το 1679. Μετά τις σπουδές της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα στην Ιταλία, επέστρεψε και σύντομα, το 1801 σε ηλικία 25 ετών, ανέλαβε τη θέση του ενός από τους δύο Διοικητές της Ιονίου Πολιτείας, με έδρα στην Κεφαλονιά την περίοδο της Ρωσοκρατίας. Η συμπεριφορά του στη διάρκεια της εξέγερσης των αγροτών και η συμμετοχή του στο σχέδιο του Συντάγματος προκάλεσε τη δυσθυμία των Ρώσων, οι οποίοι έστειλαν τον Ρώσο Πληρεξούσιο των Επτανήσων, Μοτσενίγου, να τον επιπλήξει για επιείκεια. Ωστόσο τ’ αποτελέσματα ήταν αντίθετα: εντυπωσιασμένος ο Πληρεξούσιος του Τσάρου, εισηγήθηκε την αξιοποίησή του στο διπλωματικό σώμα της Ρωσίας, στην υπηρεσία του οποίου θα εισέλθει από το 1809, έχοντας προηγουμένως αρνηθεί παρόμοια πρόταση των Γάλλων. Στο ενδιάμεσο, το 1807, του ανατέθηκε η άμυνα της Αγίας Μαύρας (Λευκάδα), που απειλούνταν από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, τον οποίο επιτυχώς απέκρουσε. Εκεί γνωρίστηκε με μερικούς από τους επιφανέστερους οπλαρχηγούς της ελληνικής εξέγερσης που κυοφορούνταν και διωκόμενοι είχαν καταφύγει στο νησί : Κολοκοτρώνης, Ανδρούτσος, Νικηταράς, Μπότσαρης, Μπουκουβάλας. Το ρώσικο υπουργείο των εξωτερικών τον τοποθέτησε σε νευραλγικές θέσεις κυρίως στη Βιέννη και στο Βουκουρέστι. Από τα τέλη του 1813 διεύθυνε τη διπλωματική αποστολή στην Ελβετία για να παρακολουθεί τις κινήσεις του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και να συμπράξει με τους Άγγλους και Γάλλους εκπροσώπους στην εδαφική και πολιτειακή διαμόρφωση της χώρας. Ευγνώμονες οι Ελβετοί για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας τους και τη δημιουργία της φιλελεύθερης ομόσπονδης δημοκρατίας τους, τον τίμησαν ως ευεργέτη τους, παραχωρώντας του τα δικαιώματα του επίτιμου πολίτη της Γενεύης και της Λωζάννης. Και συνεχίζουν να τον τιμούν: το 2009 η πόλη της Λωζάννης του αφιέρωσε προτομή που απεκαλύφθη παρουσία της Ελβετίδας υπουργού των Εξωτερικών Μισελίν Καλμί Ρέι και του Ρώσου ομολόγου της Σεργκέι Λαβρόφ (Ελευθεροτυπία,2009) Έφτασε στον κολοφώνα της διπλωματικής του καριέρας, όταν κλήθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ να μετάσχει στο ιστορικό συνέδριο της Βιέννης το 1814, όπου με επιδέξιους χειρισμούς των ανταγωνισμών των ελέω Θεού μοναρχιών, πέτυχε διπλωματικές νίκες για τη Ρωσία, επισύροντας το μένος του von Metternich και τους υπαινιγμούς του Εγγλέζου Stratford Canning για φιλελευθερισμό. Από το 1818 πύκνωσαν οι προτάσεις της Φιλικής Εταιρείας να μετάσχει, ακόμη και αναλαμβάνοντας την ηγεσία της οργάνωσης, τις οποίες απέκρουσε, εκτιμώντας ορισμένους από τους απεσταλμένους της, μεταξύ αυτών και ο Αλ. Μαυροκορδάτος, ως ύποπτους και τις ενέργειές τους επιπόλαιες. Κάλυπτε όμως από αστυνομικής πλευράς τις κινήσεις τους στα εδάφη της Ρωσίας και των Ρουμανικών Πριγκιπάτων. Αν και η στάση του χαρακτηρίστηκε ως αντιφατική από κάποιους επικριτές του, ο ίδιος με την εμπειρία και τις γνώσεις του στην ευρωπαϊκή πολιτική των ισορροπιών και των αντιθέσεων, θεωρούσε προϋπόθεση της επιτυχίας του ελληνικού αγώνα την κινητοποίηση της ρωσικής αυτοκρατορίας υπέρ της ανεξαρτησίας. Όταν τον Οκτώβριο του 1822 εν όψει του Συνεδρίου της Βερόνα, στο οποίο δεν επρόκειτο να μετάσχει, προετοιμάζοντας τη διπλωματική αποστολή παρότρυνε τον αναβλητικό και θρησκόληπτο Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών, περιέπεσε σε δυσμένεια και αδρανοποιήθηκε διπλωματικά. Θεωρούνταν, για τα αντιδραστικά δεδομένα της εποχής, ως απαράδεκτα φιλελεύθερος και υποστηρικτής της συνταγματικότητας. Παρέμεινε ωστόσο τυπικά στην υπηρεσία του ρώσικου υπουργείου των εξωτερικών. Την περίοδο που ακολούθησε εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, οργάνωσε τη λειτουργία ελληνικών σχολείων στην Τεργέστη και τη Βενετία και άσκησε την επιρροή και το κύρος που διέθετε υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Στις αρχές του 1824 έλαβε την πρώτη επιστολή-πρόσκληση των αλληλοσπαρασσομένων Ελλήνων, που τον καλούσαν να αναλάβει την ηγεσία του Αγώνα: ‘ η άγνοια και η απληστία απειλούν να αφανίσουν τη μόλις αποκτημένη ανεξαρτησία…όλοι περιμένουν να δουν έναν άξιο άντρα να αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας…η καταπονημένη Ελλάδα σας, Σας περιμένει με ανοιχτές αγκάλες’ Υπογραφές: Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Σωτήριος Χαραλάμπης, Ανδρέας Μεταξάς. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους έλαβε μια δεύτερη επιστολή-παράκληση αυτή τη φορά: ‘ σε ικετεύω έλα να βάλεις μια τάξη, εσύ που γνωρίζεις τους κανόνες της διακυβέρνησης. Εμείς που γνωρίζουμε τους κανόνες του πολέμου θα σε βοηθήσουμε.’ Υπογραφή:Γεώργιος Καραϊσκάκης. Υποστηρίζεται (Τ. Κόβατς-Αρτέμη) ότι η συγκεκριμένη επιστολή συντάχτηκε και εστάλη με την παρότρυνση του Θ Κολοκοτρώνη, καθότι ο ίδιος ο Γ Καραϊσκάκης δεν είχε γνωρίσει τον Ι Καποδίστρια. Αυτός όμως είχε ακούσει για τον άνθρωπο και τα έργα του και τον θεωρούσε, όπως και τον Γέρο, ως τους μόνους ικανούς να διευθύνουν ευρείας κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις. Έπρεπε να περάσουν σχεδόν τρία ακόμη καταστροφικά χρόνια έως ότου, στις 11 Απριλίου του 1827, μέσα σε ένα τεταμένο κλίμα αντεγκλήσεων, χάρη στην αμετακίνητη στάση και ορμητική επιμονή του Γέρου του Μοριά, που με την πρότασή του προκάλεσε την αποχώρηση των αντιπροσώπων της Ύδρας υπό τον Κουντουριώτη (Αγγλικό Κόμμα), η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας να εκλέξει τον Κόμη Ιωάννη Καποδίστρια Πρόεδρο της Νέας Ελλάδας για μια επταετία. Είχε προηγηθεί η καταδολίευση των Ελλήνων μέσω των εθνικών δανείων από το City του Λονδίνου, ύψους 800 χιλ και 2.000 χιλ στερλίνων με επιτόκια 59% και 55,5% αντίστοιχα, από τα οποία τελικά στην Ελλάδα έφτασαν 300 χιλ από το πρώτο και 600 χιλ στερλίνες από το δεύτερο: ‘ Όλοι όσοι ανακατώθηκαν μ’ αυτά τα δυο δάνεια έγιναν τελικά πλούσιοι, μόνον ο άμεσα ενδιαφερόμενος - η φτωχή Ελλάδα - έμεινε με αδειανά χέρια’ (G Maurer, Ο Ελληνικός Λαός, σελ. 353) ‘ Ο ίδιος ο Byron στο κρεβάτι του ψυχομαχητού του ανησυχούσε αν τα δάνεια θα έπεφταν σε καλά χέρια και φοβόταν ότι η ιδιοτέλεια ορισμένων φατριαστών, παρά το έθνος θα καρπωνόταν τα χρήματα των δανείων’ (Mendelssohn-Bartholdy, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, σελ. 141) ‘ Στον τύπο δημοσιεύονταν κατηγορίες και αντεγκλήσεις για τα μέλη της επιτροπής, τους ομολογιούχους και τους αντιπροσώπους, που ξεσκέπαζαν αισχρή παραμέληση καθήκοντος, καταχρήσεις και ολοφάνερες κλεψιές. Κι όλα αυτά έγιναν από ανθρώπους που στο στόμα τους είχαν συνεχώς τις λέξεις ελευθερία, πατριωτισμός, φιλανθρωπία και φιλελληνισμός’ (Samuel Howe, Η Σπατάλη του Ελληνικού Δανείου, Ιστορική Επιθεώρηση, Οκτώβριος 1971, σελ.76) Αντιπρόσωποι ήταν ο Ορλάνδος, γαμπρός του Κουντουριώτη και ο Λουριώτης, άνθρωπος του Μαυροκορδάτου. Ο Μαυροκορδάτος ήταν επίσης γαμπρός του Κουντουριώτη, ο οποίος ήταν Κυβερνήτης της Ελλάδος εκείνη την περίοδο και ένας από τους τρεις στους οποίους μετρήθηκε το κατάλοιπο των δανείων. Οι άλλοι δύο ήταν ο λόρδος Βύρων και ο άγγλος Στάνχοπ. Επιπρόσθετα μέσω των δανείων επέβαλαν ως αρχηγό του στρατού τον Τζόρτζ, που αγνοούσε τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού επαναστατικού αγώνα και ως ναύαρχο τον Κόχραν, έναν παροπλισμένο πρώην πειρατή. Είχε επίσης προηγηθεί η εθελόδουλη Πράξη Υποτέλειας, τον Ιούλιο του 1825, συμπαιγνίας George Canning-Αλ. Μαυροκορδάτου. Την κατάλληλη ώρα μάλιστα, όταν η Επανάσταση, διαβρωμένη εμφυλιοπολεμικά, ψυχορραγούσε, με τον Ιμπραήμ να την καταπνίγει στην Πελοπόννησο και τον Κιουταχή στη Ρούμελη. Η Κυβέρνηση Κουντουριώτη παραλυμένη στ’ Ανάπλι, κρατώντας έγκλειστο το Γέρο στην Ύδρα, παρακολουθούσε τις απέλπιδες προσπάθειες κυρίως αυτών που είχε απαξιώσει να περισώσουν ότι μπορούσαν: του Κολοκοτρώνη, που τον απελευθέρωσαν λόγω της επαπειλούμενης εξέγερσης του Μοραΐτικου λαού. Του Υψηλάντη, που τον είχαν καθαιρέσει και στερήσει τα πολιτικά του δικαιώματα ισοβίως, μετά την έγγραφη καταγγελία του στην προδοτική Πράξη της Υποτέλειας. Του Παπαφλέσσα, που θυσιάστηκε στο Μανιάκι στις 2 Ιουνίου 1825, προσπαθώντας με 300 πολεμιστές να ανακόψει την προώθηση των 6.000 του Ιμπραήμ. Απηυδισμένος ο λαός σχολίαζε κυνικά: ‘τι Ζαΐμης τι Μπραΐμης’ Την εν λόγω πράξη, που επιδόθηκε το Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς, ο Πρωθυπουργός της Αγγλίας, George Canning, αφελώς θεωρούμενος φιλέλληνας, την υποδέχτηκε προσποιητά ψυχρά, επικαλούμενος τα συμφέροντα της χώρας του και προηγούμενες συνθήκες με την Υψηλή Πύλη, που τον δέσμευαν. Οι Έλληνες εκπρόσωποι έμειναν άναυδοι. Όταν συνήλθαν από την ψυχρολουσία ψέλλισαν διάφορα περί ‘ελευθερία ή θάνατος’ προκαλώντας τη θυμηδία των συνομιλητών τους. Λίγους μήνες αργότερα βέβαια ψιθύριζαν ‘εμπιστευτικά’, οι Μαυροκορδάτος και Ζωγράφος, στα τέλη Δεκεμβρίου 1825 στην Ύδρα τον Άγγλο Πρεσβευτή Stratford Canning, ότι οι περισσότεροι Έλληνες θα δέχονταν τη λύση της αυτονομίας με υποτέλεια στην Υψηλή Πύλη. Με τα προηγούμενα εδραιώνονταν στη συνείδηση της πλειονότητας των Ελλήνων η αποικιοκρατική τους εξάρτηση από την Αγγλία. Πριν την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Ι Καποδίστριας περιόδευσε τις ευρωπαϊκές Αυλές. Η επίσκεψή του στην Πετρούπολη ανανέωσε τους δεσμούς του με τη ρώσικη πολιτική, της οποίας τα ηνία είχαν περιέλθει στο θεληματικό Τσάρο Νικόλαο Β΄, ο οποίος έδειχνε αποφασισμένος να λύσει τις διαφορές με την Οθωμανική Αυτοκρατορία δυναμικά. Στα πρώτα του πολιτικά βήματα ως Κυβερνήτης ενισχύθηκε με 200 χιλ χρυσά φράγκα και 400 χιλ χρυσά ρούβλια, προερχόμενα από δωρεές Ελλήνων της Ρωσίας. Στο Λονδίνο τον υποδέχτηκαν ψυχρά, μετά και το θάνατο του G Canning, όπως και στο Παρίσι, το οποίο συνέχιζε να είναι προσδεδεμένο στο άρμα του von Metternich. Ο Ι. Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα στις αρχές Ιανουαρίου του 1828 με το αγγλικό πολεμικό Warspite και αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο. Ήταν η πρώτη φορά που πατούσε το πόδι του στην ηπειρωτική χώρα και αυτό που αντίκρισε εκεί και στην Αίγινα λίγες μέρες αργότερα, την οποία είχε επιλέξει ως έδρα του για αρκετό καιρό, ξεπέρασε τη φαντασία του: ‘ είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφτασα εδώ δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ και άλλος να μην το ιδεί’ Όσες περιοχές είχαν απελευθερωθεί δεν ήταν παρά ένας σωρός ερειπίων που ακόμα κάπνιζαν. Στη στεριά επικρατούσε το δίκιο των κοτζαμπάσηδων και στη θάλασσα η πειρατεία. Αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί επικράτεια περιορίζονταν στο Ναύπλιο, την Αίγινα, τον Πόρο, την Ύδρα, την Κόρινθο, τα Μέγαρα, τη Σαλαμίνα. Το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου κατέχονταν από τον Ιμπραήμ, το μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς από τον Κιουταχή. Οι μοναδικές δημόσιες πρόσοδοι (δεκάτη και τελωνιακές εισπράξεις) δεν λειτουργούσαν. Κράτος δηλαδή, και στην πιο υποτυπώδη του έννοια, δεν υπήρχε. Τα εθνικοποιημένα κτήματα ήταν δεσμευμένα από τους δανειστές, γεγονός που στην πράξη δυσχέρανε ή και ακύρωνε τις δυνατότητες της διάθεσής τους στους ακτήμονες. Η υπόλοιπη καλλιεργήσιμη γη, περίπου 4.160 εκ στρέμματα, είχε υφαρπαγεί από τους τσιφλικάδες, που απεργάζονταν σχέδια μόνιμης υποκατάστασης των Τούρκων ιδιοκτητών. Ένα άλλο σημαντικό μέρος των συγκεκριμένων εκτάσεων, το 25%, κατέχονταν από τα Μοναστήρια. Στην ύπαιθρο περιφέρονταν χιλιάδες αργόσχολων και δυσαρεστημένων αγωνιστών, εθισμένων στις αρπαγές, οι οποίοι προσέβλεπαν στο ‘κράτος’ για τη οικονομική τους αποκατάσταση. Με την πάροδο του χρόνου οι λεηλασίες ως μέσο βιοπορισμού δεν απέδιδαν πλέον. Εκτός όμως από την ακριβή εικόνα της πραγματικότητας που τον περιέβαλε, ο Ι Καποδίστριας είχε και σαφή αντίληψη της ποιότητας ‘των πρώτων του τόπου’ και ‘την πλησμονήν ορέξεων και απαιτήσεων αφιλίωτη με το γενικόν καλό, με το κύρος της εξουσίας και με την ευτυχίαν του λαού’. Ασκητικός και χαλκέντερος χαρακτήρας ο ίδιος, αφιερώθηκε ανυστερόβουλα στο έργο της συγκρότησης του κράτους και της επέκτασης της επικράτειας. Ζήτησε από τη βουλή να αυτοκαταργηθεί, απειλώντας ακόμη και με παραίτηση. Στη θέση της εγκαθίδρυσε το Πανελλήνιον, αποτελούμενο από 27 μέλη της Γερουσίας. Απαίτησε την αναστολή άρθρων του Συντάγματος και συγκέντρωσε στα χέρια του την εξουσία στα οικονομικά, στις εξωτερικές υποθέσεις και στα στρατιωτικά, έως τη σύγκληση της επόμενης Εθνοσυνέλευσης. Ίδρυσε την Κεντρική Γραμματεία, ως ένα είδος Υπουργικού Συμβουλίου, της οποίας την εκτελεστική λειτουργία κατεύθυνε ο ίδιος. Γνωρίζοντας τις νομικές παγίδες επέλεξε τον τίτλο του Κυβερνήτη, αντί του Προέδρου, αρνούμενος να δεχθεί προσωπικό μισθό: ‘είναι καιροί που πρέπει να φορούμε όλοι ζώνη δερματένια και να τρώμε ακρίδες και άγριο μέλι’ έλεγε δίνοντας το στίγμα του στην αντιφώνηση που προανέφερα. ‘Η εξουθένωση όλων αυτών που εκπροσωπούσαν τις πολιτικές ροπές στην Ελλάδα έχει έναν περίεργο αταξικό χαρακτήρα’ σχολιάζει ο Τ. Βουρνάς στην Ιστορία του. Οι άμεσοι στόχοι του για την εμπέδωση της κρατικής έννοιας ήταν μελετημένοι: Ξεκίνησε χτυπώντας τη μάστιγα της πειρατείας, όπως είχε δεσμευτεί στους Άγγλους κυρίως. Το έργο αυτό το ανέθεσε στον Μιαούλη, ο οποίος συνέλαβε και παρέδωσε στην Κυβέρνηση 80 πλοία, κατέστρεψε τις βάσεις τους στις βόρειες Σποράδες και στη Γραμβούσα της Κρήτης, όπου οι πειρατές λάτρευαν και μια δικής τους επινόησης προστάτιδα: την Παναγία Κλεφτρίνα. Έθεσε το στρατό και το στόλο κάτω από τις διαταγές της Κυβέρνησης, υπό τη διοίκηση του Δημήτριου Υψηλάντη, μακριά από την ειλωτεία στους μεγαλοκαπετανέους και μεγαλοκαραβοκύρηδες. Στη διοικητική οργάνωση κατάργησε το θεσμό των δημογερόντων κοτζαμπάσηδων. Εφάρμοσε την απόφαση της συνέλευσης της Τροιζήνας για διαίρεση της Πελοποννήσου και των Νησιών σε εφτά και έξι περιφέρειες αντίστοιχα, τις οποίες έθεσε υπό τον άμεσο έλεγχο επιτρόπων, που διορίζονταν από τον Κυβερνήτη. Αυτοί επόπτευαν τις εκλογές όχι πια με μέτρο το κοτζαμπασιλίκι. Έτσι περιόρισε σημαντικά τα φεουδαρχικά προνόμια των τζακιών. Για τη συνέχιση του Αγώνα χρειαζόντουσαν σοβαρά οικονομικά μέσα. Ο εξωτερικός δανεισμός δεν ευοδώθηκε εξ αιτίας των αγγλικών αντιδράσεων και η προσπάθεια του να ιδρύσει τράπεζα για τις ανάγκες του δημοσίου υπονομεύτηκε από κοτζαμπάσηδες και καραβοκύρηδες. Ο Κουντουριώτης, αν και Υπουργός Οικονομικών, όχι μόνο δεν συνεισέφερε τίποτε, δεν κατέθεσε καν έστω και μέρος των χρημάτων του. Στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου, στις 21 Μαρτίου 1828, μετά την άρνηση παροχής εγγύησης από την Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία αποφάσισαν να στηρίξουν το ελληνικό δημόσιο ταμείο με 500 χιλ χρυσά γαλλικά φράγκα το μήνα. Τον Ιούνιο ο Τσάρος χορήγησε εκτάκτως ένα ποσό 1,5 εκ χρυσών ρουβλίων. Όμως αυτά δεν ήταν αρκετά, αναγκάζοντας τον Κυβερνήτη να καταφύγει ξανά στη φορολογία της δεκάτης και στην αύξηση των δασμών. Εν μέσω αυτών εμφανίστηκε η υδραίικη επιτροπή απαιτώντας οκτώ εκατομμύρια γαλλικά φράγκα, ως αποζημίωση για την συνεισφορά των υδραίων στον Αγώνα. Όντως είχαν εισφέρει ή μάλλον επενδύσει επιχειρηματικά στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Τα ποσά όμως ήταν μακράν λιγότερα απ’ όσα ζητούσαν. Σύμφωνα με τον κατάλογο του G Maurer συνολικά περί τα τέσσερα εκ τετρακόσιες πενήντα χιλ γαλλικά φράγκα. Παράλληλα πήρε τα πρώτα σοβαρά μέτρα για την παιδεία, θέτοντας σε λειτουργία 121 σχολεία με περίπου 9.300 μαθητές. Ίδρυσε γεωργικές σχολές και το πρότυπο αγρόκτημα στην Τίρυνθα. Λειτούργησε τη Σχολή Ευελπίδων στο Ναύπλιο και προσπάθησε να κάνει τακτικό στρατό, δημιουργώντας τις χιλιαρχίες, στις οποίες κάλεσε τους περιπλανώμενους αγωνιστές να ενταχτούν. Υποκινούμενοι αυτοί από κοτζαμπάσηδες και οπλαρχηγούς, για ευνόητους λόγους, σε σημαντικό βαθμό απείχαν με το ψευτοεπιχείρημα: πειθαρχία ίσον δουλεία. Οργάνωσε τη δημόσια υγεία, τα πρώτα νοσοκομεία και την πρώτη ταχυδρομική υπηρεσία. Ίδρυσε στις αρχές του 1829 και ενίσχυσε και με προσωπικά του χρήματα το Ορφανοτροφείο στην Αίγινα, όπου περιέθαλψε αρχικά περίπου πεντακόσια ορφανά. ‘ Πού είσαι Κυβερνήτη να σε χαιρετίσω’ όρμησε φουριόζος ο Κολοκοτρώνης και άρπαξε τον Κυβερνήτη ‘ Αν χαίρομαι που βλέπω κάποιον στην Ελλάδα, αυτός είσαι συ’ τον προσφωνούσε πάντα στον ενικό και πάντα Γιάννη. ‘Καλά έκανες που ήρθες Γέρο. Με δυσκολεύει ο στρατός’ τον υποδέχτηκε ο Καποδίστριας ‘Μη φοβάσαι. Θα σε βοηθήσουμε’ Λίγοι, ελάχιστοι επιφανείς και ισχυροί στάθηκαν δίπλα του και έδωσαν χέρι χωρίς όρους κι ανταλλάγματα : Γέρος, Υψηλάντης, Κανάρης. Ο Καραϊσκάκης, που τόσο τον περίμενε, είχε σκοτωθεί, αν όχι δολοφονηθεί. Τον Ανδρούτσο τον είχαν εκτελέσει. Ο Μακρυγιάννης προσέγγισε, αλλά μάλλον προσαρμοζόμενος. Κάποιοι ευρωπαίοι φιλέλληνες, και ο απογοητευμένος λαός, που τον έβλεπε σαν σωτήρα. Παρά το στενό πλέγμα των υποχρεώσεων και περιορισμών που επέβαλαν στην υπό διαμόρφωση χώρα οι προκάτοχοι του, με σκοπό να μονοδρομήσουν τη διπλωματική της πορεία προς όφελος των προστατών τους, ο Ι. Α. Καποδίστριας, αριστοτέχνης ιδίως στους ελιγμούς της εξωτερικής πολιτικής, ακολούθησε γραμμή ίσων αποστάσεων και φιλίας προς τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις. Στην πράξη αυτό σήμαινε εκμετάλλευση των ανταγωνισμών των ισχυρών για ηγεμονισμό στην περιοχή. Μετά τη Συνθήκη του Λονδίνου, στις 6 Ιουλίου 1827, είχε δεχτεί αδιαμαρτύρητα την αυτονομία και την υποτέλεια. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, με τους ευρωπαϊκούς στόλους στο Ιόνιο, διεκδίκησε τη διεύρυνση των συνόρων και υπέδειξε τρόπους εφαρμογής των όρων της Συνθήκης. Τον Απρίλιο του 1828 ξέσπασε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, τις επιπτώσεις του οποίου έσπευσε να εκμεταλλευτεί. Στο Λονδίνο, όπου συνέρχονταν οι αντιπρόσωποι των τριών Δυνάμεων, με βασικό θέμα τον καθορισμό των ελληνικών συνόρων, αποφασίστηκε η αποστολή γαλλικού στρατού στην Πελοπόννησο. Ο Κυβερνήτης αιτήθηκε και επέμενε στην αποστολή ‘συμμαχικών’ ταγμάτων. Η Αγγλία αρνήθηκε, η Ρωσία βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Πριν φτάσουν οι Γάλλοι, ο Ι Καποδίστριας επισκέφθηκε τον Άγγλο Ναύαρχο Κόδριγκτον στη Ζάκυνθο και του υπέβαλε την ιδέα της τιμητικής σύμπραξης της χώρας του στην απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Έτσι πέτυχε τον Αύγουστο του 1828 την υπογραφή της Συνθήκης της Αλεξάνδρειας από τον Μωχάμετ Άλυ και τον Κόδριγκτον, παρουσία του Γάλλου Προξένου, που προέβλεπε την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και την αποχώρηση των αιγυπτιακών δυνάμεων. Τον επόμενο μήνα (Σεπτέμβριος 1828) στη συνάντησή του με τους Πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων στον Πόρο υπέβαλε υπόμνημα για διεύρυνση της ασφυκτικής συνοριακής γραμμής και έπεισε τους αντιπροσώπους με το επιχείρημα ότι η άρνηση της Υψηλής Πύλης να δεχτεί τη μεσολάβηση τους, ήταν επαρκής λόγος αναπροσαρμογής των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου. Αμετακίνητος ο Άγγλος Υπουργός των εξωτερικών Άμπερτην αποδοκίμασε τις προτάσεις και έπαυσε από τη διπλωματική υπηρεσία τον Στράτφορντ Κάννιγκ, φίλο του Ι. Α. Καποδίστρια από το 1814. Ανακοίνωσε μάλιστα: ‘άπαξ δια παντός οφείλω να δηλώσω ότι σκοπός της Κυβερνήσεώς μας είναι να περιορισθή δια παντός μέσου το Ελληνικόν Κράτος εις την Πελοπόννησον και τας Κυκλάδας’ και σχεδίασε τις παραμέτρους του αρχικού Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 6 Νοεμβρίου 1828, στη βάση των δηλώσεων αυτών. Από τα σχέδια του Άμπερτην αποστασιοποιήθηκε η Ρωσία. Το Δεκέμβριο του 1828 με διακοίνωσή της έλεγε ότι θεωρεί τη συγκεκριμένη απόφαση ως προσωρινή. Την άνοιξη του επομένου έτους, το Μάρτιο του 1829, οι Πληρεξούσιοι των Μεγάλων Δυνάμεων ύστερα από αμοιβαίες υποχωρήσεις, υπέγραψαν νέο Πρωτόκολλο στο Λονδίνο, όπου υιοθετούσαν τις αρχικές προτάσεις των Πρέσβεών τους για εκτεταμένα σύνορα του νέου κράτους (Αμβρακικός-Παγασητικός), αλλά χωρίς την Κρήτη. Το τελικό κείμενο του Πρωτοκόλλου απογοήτευσε τους περισσότερους Έλληνες, ειδικά στα σημεία που καθόριζε φόρο υποτέλειας στο Σουλτάνο, 1,5 εκ γρόσια το χρόνο, και προέβλεπε κληρονομικό ηγεμόνα χωρίς τη γνώμη του ελληνικού λαού. Ψύχραιμος ο Κυβερνήτης αντέδρασε μεθοδικά, εκτιμώντας ότι η Υψηλή Πύλη δεν θα δεχόταν αμέσως τους όρους και προσβλέποντας σε επιπλέον οφέλη από τον συνεχιζόμενο πόλεμο Ρωσίας – Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν ο Βρετανός αντιπρέσβης Ντώκινς, διαπιστευμένος στην Ελληνική Κυβέρνηση από το Νοέμβριο του 1828, κοινοποίησε το Πρωτόκολλο του Μαρτίου και ζήτησε την άμεση ανάκληση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Στερεά , ο Ι.Α. Καποδίστριας αρνήθηκε να συμμορφωθεί, αιτιολογώντας τη στάση του με υπομνήματα προς τους ισχυρούς. Στα τέλη Ιουνίου 1829 συγκλήθηκε η Δ΄ Εθνική Συνέλευση στο Άργος, η οποία μεταξύ άλλων, ενέκρινε την εξωτερική πολιτική του Κυβερνήτη και τον εξουσιοδότησε να συνεχίσει και στο μέλλον. Οι εξελίξεις επαλήθευσαν τις εκτιμήσεις του. Η νικηφόρα προέλαση του Ρώσικου στρατού έκανε διαλλακτικότερους του Οθωμανούς. Στα μέσα (14) Σεπτεμβρίου 1829 υπέγραψαν τη Συνθήκη της Αδριανούπολης ενώπιον του Ρώσου στρατηγού Ντέιμπιτς, όπου στο 10ο άρθρο αναγνωρίζονταν οι Συνθήκες Ιουλίου 1827 και Μαρτίου 1829. Η πλήρης όμως δικαίωση των σχεδιασμών του ήρθε, όταν θορυβημένος ο Άμπερτην από τον ορατό κίνδυνο της απαξίωσης, αν όχι γελοιοποίησης της πολιτικής του, έδειξε μια έντονη ‘φιλελληνική’ διάθεση. Παρά τις ενστάσεις του Πρωθυπουργού Ουέλλιγκτον, ο οποίος ζητούσε μια ασαφή και εκτός πραγματικότητας ‘λύση τιμής’ για τη Βρετανία, ο Υπουργός του των Εξωτερικών σύρθηκε από τα γεγονότα και υπερθεματίζοντας αντιπρότεινε τη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους. Στην ιστορικά σημαντικότερη διπλωματική επιτυχία του Αγώνα, προστέθηκε τις ημέρες εκείνες (25 Σεπτεμβρίου 1829) η στρατιωτική επικράτηση των ελληνικών δυνάμεων, με τον Δημήτριο Υψηλάντη επικεφαλής, στη μάχη της Πέτρας, έξω από τη Λιβαδειά. Με τη μάχη αυτή εναντίον των Οθωμανικών δυνάμεων έπεφτε η αυλαία της ένοπλης εξέγερσης των Ελλήνων, που είχε ξεκινήσει ένας άλλος Υψηλάντης, ο Αλέξανδρος, αδερφός του Δημητρίου, όταν στις 6 Μαρτίου 1821 διαβαίνοντας τον Προύθο εισέβαλε στο Ιάσιο. Μερικούς μήνες αργότερα, στις αρχές Φεβρουαρίου του 1830 η Διάσκεψη του Λονδίνου ύστερα από εγγλέζικη πρόταση διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, με σχετικά σύνορα στη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού, την Εύβοια τις Σποράδες και τις Κυκλάδες. Με δεύτερο Πρωτόκολλο της ίδιας ημέρας εκλέχτηκε ως Ηγεμών Άρχων της Ελλάδος ο Λεοπόλδος του Σαξ Κόμπουργκ. Ο Κυβερνήτης δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες των μέχρι τότε επιτυχιών. Αν και ικανοποιημένος, όσον αφορά το ζήτημα της ανεξαρτησίας, συνέχισε να επιμένει στην επέκταση των συνόρων κινητοποιώντας για το σκοπό αυτό τον Λεοπόλδο, συνεργαζόμενος με τη Γερουσία και ακολουθώντας αναβλητική τακτική στο ζήτημα της μετακίνησης των πληθυσμών. Έθεσε ως προϋποθέσεις της αποχώρησης των Ελλήνων από τις περιοχές πέραν των συνόρων και μέχρι τη γραμμή Άρτας-Βόλου, την προηγούμενη αποχώρηση των Οθωμανών από την Αττική και την Εύβοια, την παρουσία ξένων οροθετών και την εξασφάλιση ικανών μέσων για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος. Εκτιμούσε ότι θα ματαιώνονταν η εκκένωση και τελικά θα προσαρτούνταν στην Ελληνική Επικράτεια οι επαρχίες της Στερεάς. Ο νέος Ηγεμών της Ελλάδος ενστερνίστηκε τις απόψεις του Κυβερνήτη, αλλά αντιμετωπίζοντας την άκαμπτη στάση της Αγγλίας, αλλά και για προσωπικούς του λόγους παραιτήθηκε το Μάιο του 1830. Ωστόσο η αναβλητική τακτική και η ήπια, για να μην ερεθίζει κυρίως τους Άγγλους, αλλά αμετακίνητη στάση απέδωσε. Η μάλλον σκόπιμη καθυστέρηση αποστολής εκπροσώπων για τη χάραξη της συνοριακής γραμμής από τη Γαλλία και τη Ρωσία και η αλλαγή στην Αγγλική Κυβέρνηση, της οποίας ο νέος Υπουργός των Εξωτερικών Πάλμερστον συνέστησε το Δεκέμβρη 1830 εγγράφως στον Αντιπρέσβυ της στην Ελλάδα Ντώκινς να μην πιέζει τον Κυβερνήτη για την εκκένωση, ευνόησαν τις Ελληνικές επιδιώξεις. Τον Ιούλιο του 1831 συνήλθε στο Λονδίνο η τακτική Διάσκεψη των Τριών Δυνάμεων για να διαβουλευθεί μεταξύ άλλων και για το θέμα της οριστικής διευθέτησης των Ελληνικών συνόρων. Εκεί αποφασίστηκε να προταθεί στην Υψηλή Πύλη η βελτίωση τους στη γραμμή Άρτας-Βόλου, όπως είχε αρχικά προταθεί στο Πρωτόκολλο του Μαρτίου του 1829 με σκοπό την αμοιβαία ασφάλεια. Η επιχειρηματολογία των Πρέσβεων, μεταξύ αυτών και του Stratford Canning, που στο μεταξύ είχε επανέλθει στη Διπλωματική Υπηρεσία της Αγγλίας ως Πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, είχε εξ ολοκλήρου αντληθεί από το σκεπτικό του Ι.Α. Καποδίστρια. Ακόμη και ο εφεκτικός von Metternich είχε αποφασίσει να στείλει Προξένους. Λίγες ημέρες μετά την υπογραφή του νέου Πρωτοκόλλου της 26 Σεπτεμβρίου 1831, που σήμαινε και την οριστική δικαίωση των προσπαθειών του, ο Κυβερνήτης δολοφονούνταν.
Την περίοδο των άοκνων και αγωνιωδών προσπαθειών του Ι.Α. Καποδίστρια να δημιουργήσει βιώσιμη κρατική οντότητα, εξίσου άοκνα και αποφασιστικά εξυφαίνονταν η συνομωσία εναντίον του. Προπύργια του αντικαποδιστριακού αγώνα ήταν η Ύδρα και η Μάνη, με την πολιτική καθοδήγηση του Αλ. Μαυροκορδάτου, αρχικά υπό την επίνευση κυρίως των Άγγλων. Φερέφωνά τους η ‘εφημερίδα’ Απόλλων του μετέπειτα ‘εθνικού δικαστή’ Πολυζωίδη και η γαλλόφωνη ελληνική Gazette de Smyrne. Ψυχή της ‘αντίστασης’ οι φεουδάρχες, οι αποκαλούμενοι από το λαό Χριστιανοί Τούρκοι καθώς δεν διέφεραν σε τίποτε από τους Οθωμανούς, εκτός από το θρήσκευμα, που το ‘υπηρετούσαν’ λόγω των προνομίων που τους επιδαψίλευε και τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, που ήταν σκληρότερος. Αντιλαμβανόμενοι τους εαυτούς τους ως τους νέους ιδιοκτήτες της επικράτειας, απαίτησαν να επικρατήσει ‘ο σύνταγμας’ ,να ανατραπούν οι αποφάσεις της Κυβέρνησης που τους περιόριζαν τα προνόμια και ν’ απομακρυνθεί ‘η κορφιάτικη ψώρα’. Ας τη δούμε από πιο κοντά. Στις αρχές του 1830 μετέφερε την έδρα της Κυβέρνησης στο Ναύπλιο σ’ ένα βενετσιάνικο μέγαρο. Είχε επιλέξει ως υπασπιστή τον Δημήτριο Καλλέργη, ο οποίος τον συνόδευε στις επίσημες τελετές. Ο θαλαμηπόλος και ο υπηρέτης του ήταν Ελβετοί, που τον είχαν ακολουθήσει στην Ελλάδα. Άλλοι δύο φρόντιζαν για τα ρούχα και τα ιδιαίτερα δωμάτιά του. Είχε δημιουργήσει και ένα δίκτυο έμπιστων, μεταξύ των οποίων και οι δύο αδελφοί του Αυγουστίνος και Βιάρος, σχετικά περιορισμένο και κυρίως αναποτελεσματικό, για να αξίζει το χαρακτηρισμό ‘χαφιεδοκρατία’. Η μέρα ξεκινούσε από τις επτά και έως τις έντεκα εργάζονταν με τους γραμματείς του. Έως τις τρεις το απόγευμα δεχόταν κόσμο. Προσηνής με τον απλό λαό, συγκρουσιακός ή και απότομος με τους κοτζαμπάσηδες με τα μόνιμα αιτήματα τους για χρήματα, συνήθιζε να τους αποκαλεί ζήτουλες. Συνήθως γευμάτιζε μόνος ή με κάποιον καλεσμένο. Ήταν γνωστό ότι όσοι μετείχαν σε γεύματα εργασίας με τον Κυβερνήτη μετά πήγαιναν για φαγητό. Μετά από σύντομη ανάπαυση συνέχιζε τη δουλεία. Όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες περπατούσε ή έκανε ιππασία για καμία ώρα. Σχεδόν δεν δειπνούσε. Το βραδινό του ήταν φρούτα ή γιαούρτι. Όπως μαρτυρεί ο Θ Κολοκοτρώνης, που τον διόρθωνε και ενδυματολογικά - Που πας Γιάννη ντυμένος γραφιάς -, στις περιοδείες τους επέμενε να πληρώνει τους λογαριασμούς του.
Η αντίδραση, που είχε αρχίσει να εντείνεται την άνοιξη του 1830 κορυφώθηκε επικίνδυνα στα μέσα του 1831 με ανταρσίες στη Μάνη και την Ύδρα δημιουργώντας προϋποθέσεις νέας εμφύλιας σύρραξης. Η Κυβέρνηση αντέδρασε δυναμικά στέλνοντας στρατό και στόλο κατά των στασιαστών στη Μάνη. Συνέλαβε και έκλεισε στο Μπούρτζι τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα η αντιπολίτευση για να οξύνει περαιτέρω τον ούτως ή άλλως υπερτροφικό τοπικισμό της περιοχής. Παράλληλα ο Μιαούλης με 150 Υδραίους κατέλαβε τον πολεμικό στόλο στον Πόρο, αιχμαλωτίζοντας μάλιστα και τον Κ Κανάρη, ο οποίος είχε αρνηθεί να συνεργαστεί. Ο Κυβερνήτης κάλεσε σε βοήθεια τους στόλους των Τριών Δυνάμεων, που ναυλοχούσαν στη Μεσόγειο. Ο Άγγλος και ο Γάλλος επικεφαλής αρνήθηκαν διπλωματικά, ουσιαστικά προδιαγράφοντας την εγκατάλειψη και το τέλος της Κυβέρνησης Καποδίστρια. Προσέτρεξε όμως ο Ρώσος Ναύαρχος Ρίκκορντ, ο οποίος απαίτησε από τους στασιαστές να παραδοθούν. Στις 13 Αυγούστου 1831 ο Μιαούλης αντέδρασε δυναμικά στο τελεσίγραφο, αλλά αντιλαμβανόμενος την αδυναμία του έναντι της ρωσικής υπεροχής, ανατίναξε τη νεότευκτη ατμοκίνητη φρεγάτα ‘Ελλάς’, πυρπόλησε το ναύσταθμο και διέφυγε στην Ύδρα. Λίγο καιρό μετά το βίαιο πολιτικό, ήρθε και το βίαιο φυσικό τέλος του Ι.Α. Καποδίστρια και η περίοδος της αναρχίας μέχρι την έλευση του Όθωνα. ‘Αι ζημίαι ας υπέστη η Ελλάς κατά το χρονικόν διάστημα από την δολοφονίαν του Καποδίστρια μέχρις της ελεύσεως του Όθωνος – κατά την περίοδον δηλαδή της μονίμου σχεδόν αναρχίας – υπήρξαν μεγάλαι. Από τινών απόψεων υπερέβησαν τας ζημίας, τας οποίας υπέστη το Έθνος κατά την διάρκειαν του Αγώνος της Ανεξαρτησίας, συμπεριλαμβανομένης και της συμφοράς εκ του Ιμπραήμ’ Σπ Μαρκεζίνης.‘Το σύνταγμα δια πολύν έτι χρόνον είναι ασύμφορον εν Ελλάδι. Εάν η Αγγλία εζήτει άλλοτε αυτό (εννοεί την καποδιστριακή περίοδο), έπραξε τούτο ίνα καταπολεμήση την ρωσικήν επιρροήν’ ο Άγγλος αντιπρέσβης Ντώκινς (Ε Κυριακίδης, Ιστορία του σύγχρονου Ελληνισμού στο το Όλα στο φως του Θ Δ Παναγόπουλου) Δύο αιώνες αργότερα, 183 χρόνια για την ακρίβεια, ο φάκελος της δολοφονίας του Κυβερνήτη στο Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών παραμένει απόρρητος.