Στις 14 3 1942 στη Συνδιάσκεψη της Ρώμης υπογράφεται από τους πληρεξούσιους της Ιταλίας και της Γερμανίας η Σύμβαση του κατοχικού δανείου. Σύμφωνα με αυτήν η Ελληνική Κυβέρνηση υποχρεούνταν να καταβάλλει κάθε μήνα έξοδα κατοχής 1,5 δισ δρχ, ποσό το οποίο θα κατανέμονταν εξίσου μεταξύ των δύο Δυνάμεων Κατοχής (άρθρο 2). Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος του ποσού αυτού θα χρεώνονταν ως δάνειο στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας σε άτοκες δραχμές (άρθρο 3). Σύμφωνα το άρθρο 4 η επιστροφή των δανειακών αναλήψεων θα γινόταν αργότερα. Η ΤτΕ υποχρεώνονταν να ρυθμίζει με τέτοιο τρόπο την επάρκεια του χαρτονομίσματος σε δραχμές, ώστε να εξασφαλίζονται κάθε μήνα ισόποσο 25 εκ μάρκων για τις ανάγκες του Γερμανικού Στρατού. Μ’ άλλα λόγια η απαίτηση ήταν υπολογισμένη σε μάρκα και το 1,5 δισ δρχ της συμφωνίας της Ρώμης δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα 25 εκ μάρκα. Όμως επειδή ο καλπάζων πληθωρισμός εξανέμιζε το αρχικά συμφωνηθέν ποσό, η συμφωνία τροποποιήθηκε στις 2 12 1942 ‘κοινή συναινέσει’. Το 1,5 δισ δρχ έφτανε πλέον τα 8 δις δρχ, τα οποία θα αναπροσαρμόζονταν με κινητή τιμαριθμική κλίμακα και βάσει των αγαθών που αυτή περιελάμβανε.Τα δανειακά ποσά έπαψαν να αναλαμβάνονται την 1 4 1943. Η αρπαγή όμως συνεχίστηκε με αναγκαστικές εισπράξεις από την ΤτΕ και παράλληλα άρχιζε η καταβολή των δόσεων για το αρχικό ποσό.Πραγματοποιήθηκαν δέκα εννέα τέτοιες καταβολές από τους κατακτητές και ακολούθως ανεστάλη η καταβολή των υπολοίπων. Το αναγκαστικό δάνειο που κατέβαλε η Ελλάδα αποτελεί διαφορετική πτυχή, εκτός των γενικών επανορθώσεων που διεκδικεί ή πρέπει να διεκδικήσει η χώρα μας για τις λεηλασίες των προσωπικών περιουσιών και τις αποζημιώσεις για τα ολοκαυτώματα των χωριών. Το δάνειο, εν ολίγοις, δεν αποτελεί ούτε επανόρθωση ούτε αποζημίωση. Τελειώνοντας ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1945, η Eλληνική Kυβέρνηση απαίτησε 14 δισεκατομμύρια αμερικανικά δολάρια για επανορθώσεις. Το ποσό υπολογίστηκε κατ’ εκτίμηση λόγω ανυπαρξίας Περιουσιολογίου. Το αιτούμενο ποσό, που ξεπερνούσε το σύνολο των αποζημιώσεων που είχαν προβλέψει οι νικήτριες δυνάμεις για όλες τις δυτικές χώρες μαζί, περιορίστηκε τελικά στα 7 δισ $ με αμερικανική παρέμβαση. Αναγνωρίζονταν μ' αυτόν τον τρόπο, έστω έμεσα, ότι καμία χώρα, τουλάχιστον δυτική, δεν είχε υποστεί τόσες και τέτοιες βλάβες από τον πόλεμο και την κατοχή. Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι έλαβε έναντι των απαιτήσεων της αγαθά αξίας 25 εκ αμερικανικών δολαρίων από τη Γερμανία.Στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου μερικά χρόνια αργότερα το διεκδικούμενο χρέος της Γερμανίας πριν από τον πόλεμο υπολογίστηκε στα 22,6 δισ. μάρκα με εκτοκισμό. Μετά τον πόλεμο εκτιμήθηκε στα 16,2 δισ. μάρκα. Στη Συμφωνία που επιτεύχθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1953 τα ποσά μειώθηκαν σε 7,5 δισ. μάρκα για την πρώτη περίοδο και σε 7 δισ. μάρκα για τη δεύτερη. Σε ποσοστό, αυτό αντιπροσώπευε μείωση κατά 62,6%. Επιπλέον, η Συμφωνία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής των πληρωμών για να επαναδιαπραγματευθούν οι όροι, αν συνέβαινε μια ουσιαστική αλλαγή, που περιόριζε τη διαθεσιμότητα των πόρων αποπληρωμής. Τη συγκεκριμένη Συμφωνία την υπέγραψε και η Ελλάδα, με την υπόσχεση του Γερμανού Πληρεξουσίου Διαπραγματευτή Hermann Josef Abs ότι οι απαιτήσεις της χώρας μας θα επανεξετάζονταν μετά την υπογραφή της τελικής Συνθήκης Ειρήνης ή παρόμοιας πράξης. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Ελληνικές Κυβερνήσεις ανακινούσαν κατά καιρούς, άτονα είναι η αλήθεια, το σχετικό θέμα ‘υπενθυμίζοντας’ τις υποχρεώσεις της κραταιάς πλέον Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ο Γκύντερ Άλτενμπουργκ, Διπλωμάτης Καριέρας και Πρέσβης του Γ’ Ράιχ στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής, ο οποίος είχε υπογράψει τη σχετική πράξη του αναγκαστικού δανείου εκ μέρους της Γερμανίας, κλήθηκε το 1964 από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών να εκφέρει την άποψή του για τη βασιμότητα του κατοχικού χρέους προς την Ελλάδα. Απάντησε με υπόμνημά του ανεπιφύλακτα υπέρ του ελληνικού δικαίου αναφέροντας ότι η οφειλή της Γερμανίας στην Ελλάδα από το δάνειο ανερχόταν σε 200 εκ χρυσά μάρκα, δηλαδή σε 400 εκ σταθερά μεταπολεμικά μάρκα.Είχε προηγηθεί η επίσημη ανακίνηση του θέματος του δανείου την ίδια χρονιά, με εντολή της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, από τον Καθηγητή Άγγελο Αγγελόπουλο. Το Γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών απάντησε ελάχιστα πειστικά ότι το 1958 η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε παραιτηθεί προφορικά από τις αξιώσεις για το κατοχικό δάνειο με αντάλλαγμα γερμανικό δάνειο 200 εκατ. μάρκων!Έτσι εξελίσσονταν ή μάλλον δεν εξελίσσονταν το θέμα μέχρι το κρίσιμο έτος 1990, οπότε και άρχισαν οι διαπραγματεύσεις (Zwei plus Vier Verhandlungen–Διαπραγμάτευση των Δύο και Τεσσάρων, δηλαδή Ανατολικής & Δυτικής Γερμανίας και Αμερικής, Βρετανίας, Γαλλίας, Ρωσίας ) για τους όρους για την επανένωση των δύο Γερμανιών. Οι Γερμανοί, προφανώς κατανοώντας τη σαθρότητα των επιχειρημάτων τους ως αναφορά τις επανορθώσεις και τα δάνεια και για να μην βρεθούν σε δυσχερή θέση έναντι των 53 αντιπάλων χωρών του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, επέτυχαν ώστε η Συνθήκη Ειρήνης να ονομαστεί με τον όντως ευρηματικό τίτλο Τελική Διεθνής Ρύθμιση & Αντικατάσταση των Δικαιωμάτων & Υποχρεώσεων των Τεσσάρων Δυνάμεων (Abschließende Völkerrechtiche Regelung und Ablösung der Vier-Mächte Recte und Verantwortlichkeiten). Οι Δυτικοί δέχτηκαν αμέσως την πρόταση.Ο George Bush (senior) έδειξε κατανόηση για τις Γερμανικές θέσεις και ο François Mitterrand δεν έθεσε θέμα εκ μέρους της χώρας του. Σε κάποιες αιτιάσεις της Margaret Thatcher ο Helmut Kohl απάντησε: ‘όποιος θέλει να ενισχύσει τους νεοναζί, δε χρειάζεται παρά να θέσει ζητήματα επανορθώσεων’ Η Ρωσία των Γκορμπατσώφ και Σεβαρντνάτζε συναίνεσε αφού πρώτα έλαβε οικονομική βοήθεια για τη χώρα, γραπτές διαβεβαιώσεις για τη μη αλλαγή των ανατολικών συνόρων της Γερμανίας και προφορικές για τη μη επέκταση ειδικά του ΝΑΤΟ αλλά και της ΕΕ στις χώρες που συνιστούσαν την πρώην Σοβιετική Ένωση. Από Ελληνικής πλευράς, τον Απρίλιο του 1990, ο τότε Πρωθυπουργός Κ Μητσοτάκης δήλωσε ότι θα απαιτούσε αποζημιώσεις για τις καταστροφές και επιστροφή του κατοχικού δανείου, χωρίς ωστόσο να δώσει ουσιαστική συνέχεια. Πέντε χρόνια αργότερα ο Κ Σημίτης προέβη μέσω του Έλληνα Πρέσβη σε Ρηματική Διακοίνωση στο Γερμανικό Υπουργείο των Εξωτερικών αιτούμενη έναρξη διαπραγματεύσεων για το θέμα. Το αίτημα απορρίφθηκε με την αναμενόμενη αιτιολογία ότι τόσα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει σχετική συζήτηση. Οι επιστημονικές υπηρεσίες της Γερμανικής Βουλής σε εμπιστευτική γνωμάτευσή τους εκτιμούν ότι το Ελληνικό Κράτος θα μπορούσε και θα έπρεπε να υποβάλει επίσημο αίτημα το 1990, αν ήθελε να διασφαλίσει τα εν λόγω δικαιώματά του.Η επίσημη Γερμανική θέση οχυρώνεται κυρίως πίσω από το επιχείρημα της μη ύπαρξης ανάλογου προηγούμενου (Präzedenz). Ωστόσο στις 3 10 2010 η Γερμανική Κυβέρνηση κατέβαλε την τελευταία υποχρέωσή της από αξιώσεις σε βάρος της χώρας, που απέρρεαν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18), η εγκυρότητα των οποίων αναγνωρίστηκε στη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953. Την απάντηση θα τη δώσουν το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αν ερωτηθούν βέβαια.
Στη φωτοφραφία μέλη του Ανώτατου Ομοσπονιακού Δικαστηρίου (BGH) υποκλινόμενα.
Κύριες Πηγές: Οι επανορθώσεις και το γερμανικό κατοχικό δάνειο, Τάσος Μ Ηλιαδάκης, Πελασγός, 2012. Klaus Wiegrefe, Die Frucht vor dem F- Wort, Der Spiegel, Nr 9/21 2 2015. Eric Toussaint, Ανοίγουμε τα βιβλία του χρέους, Αλεξάνδρεια,2011.