07:35  Παρασκευή, 19  Απριλίου  2024 
elendetr

Δεύτερος Γύρος

Τετάρτη, 27 Μαϊος 2015 23:54
Διαβάστηκε 9369 φορές

Πρόλογος

Με τον όρο Δεύτερος Γύρος έχει επικρατήσει να αποκαλούνται οι ένοπλες συγκρούσεις, που έλαβαν χώρα στην περιοχή Αθηνών, από την 3η Δεκεμβρίου 1944 έως και την 6η Ιανουαρίου 1945. Τα συγκεκριμένα γεγονότα, περισσότερο γνωστά ως Δεκεμβριανά, συνέστησαν την πρώτη πράξη ενός δράματος, το οποίο αιτιολογήθηκε ως η αναπόφευκτη συνέπεια της επικρατούσας αποικιακής αντίληψης της εποχής για τη μεταπολεμική θέση της Ελλάδας. Η σύγκρουση τεκμηριώθηκε στην πεποίθηση ότι η κομουνιστική ηγεσία μέσω του ΕΑΜ θα παρεμπόδιζε την εξέλιξη αυτή, ενώ παράλληλα απεργάζονταν σχέδια για την κατάληψη της εξουσίας. Όπως θα δούμε παρακάτω, η άποψη αυτή, τουλάχιστον μέχρι την έναρξη των συγκρούσεων, δεν ήταν απλά εσφαλμένη. Ήταν σκόπιμα παραπλανητική.

Η ένοπλη αντιπαράθεση αυτή καθαυτή προκλήθηκε για να εξυπηρετήσει δύο σκοπούς: έναν προσχηματικό και έναν αντικειμενικό. Ο πρώτος ήταν η επιβολή της απόφασης των μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων για την εκ νέου υπαγωγή της χώρας στη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας. Αυτό όμως, όπως όλοι γνώριζαν, είχε ήδη συντελεστεί με τη Συμφωνία της Μόσχας τον Οκτώβριο του 1944. Παράλληλα το ΕΑΜ, αλλά και το ΚΚΕ ως ένας από τους οργανωτικούς του πυρήνες, όπως προκύπτει από τις εξαγγελίες, αλλά κυρίως όπως επαληθεύεται από τις επιχειρησιακές τους κινήσεις, ενδιαφερόντουσαν για ενεργό σύμπραξη στην κατεύθυνση της αστικής μεταρρύθμισης. Ο Σπ Μαρκεζίνης, νομικός σύμβουλος του Γεώργιου Β΄ την επίμαχη περίοδο και αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων, αναγνωρίζει στην Ιστορία του ότι εάν το ΚΚΕ αποσκοπούσε στην κατάληψη της εξουσίας, θα μπορούσε πιθανότατα να κυριαρχήσει στην Πρωτεύουσα εντός ολίγων ημερών (Σπ Μαρκεζίνης, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος, Τόμος Β΄, Υποσημείωση 2η , Σελ 68) Ο δεύτερος και ουσιαστικός λόγος υπήρξε η ανάγκη νομιμοποίησης του προπολεμικού πολιτειακού και πολιτικού κατεστημένου, της νεκρανάστασης του οποίου ηγήθηκε ο Γ Παπανδρέου και η κυβέρνησή του. Αυτοί, στερούμενοι λαϊκών ερεισμάτων, συσπείρωσαν γύρω τους κυρίως όσους είχαν ωφεληθεί από τον πόλεμο και την κατοχή και επένδυσαν στη σύγκρουση. Οι μεν αποβλέποντας στην επανάκτηση και διαιώνιση των προνομίων της διακυβέρνησης και οι δεύτεροι στην κατοχύρωση των οικονομικών πλεονεκτημάτων, που είχαν υφαρπάξει κυρίως την περίοδο της εθνικής τραγωδίας. Η ρήξη και ειδικά η επικράτηση δεν θα ήταν δυνατές χωρίς την αποφασιστική υλικοτεχνική υποστήριξη της ιθύνουσας βρετανικής ηγεσίας και κυρίως του Πρωθυπουργού Ουίνστων Τσώρτσιλ. Η παραδοσιακή πρόσδεση των συγκεκριμένων πολιτικών κύκλων στο άρμα της Βρετανίας υπήρξε τόσο αταλάντευτη, ώστε κι όταν ακόμη την άνοιξη του 1941, ενώ προετοιμάζονταν η Μάχη της Κρήτης και ο Ουίνστων Τσώρτσιλ εγκωμίαζε λέγοντας ‘οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες’ οι Βρετανοί Σύμμαχοί μας διαπραγματεύονταν, ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης και του Γεώργιου Β’, την κατάληψη της Λήμνου, Λέσβου και Χίου από την Τουρκία. (Η επιχείρηση ματαιώθηκε ύστερα από την άρνηση της Γερμανίας να επιτρέψει στην ουδέτερη γείτονα τη σχετική ενέργεια. Άγγελος Συρίγος, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Εκδόσεις Πατάκη, 2015, Σελ 92) Οι θιασώτες της παλινόρθωσης ευνοήθηκαν επιπρόσθετα από την καθοσιωτική συμπεριφορά του συνόλου της ηγεσίας της αριστεράς, που επέλεξε να αγνοήσει την πλέον κεφαλαιώδη, όσο και κυνική, αρχή της ιστορίας, ότι στον πόλεμο το δίκιο ακολουθεί τη βία και όχι την ηθική. Μια αρχή την οποία, όπως καταδεικνύεται από τα γεγονότα, οι πολιτικοί τους αντίπαλοι εφάρμοσαν στο έπακρο, διαθέτοντας οι ίδιοι μάλιστα αμελητέες στρατιωτικές δυνάμεις. Οι επικεφαλής του οργανωμένου Λαϊκού Κινήματος τις πιο κρίσιμες στιγμές δε μπόρεσαν να διεκδικήσουν πειστικά για λογαριασμό της ελληνικής κοινωνίας την πλειοψηφική απαίτηση για εκδημοκρατισμό. Οι διαστάσεις της αποτυχίας αυτής γίνονται αντιληπτές, όταν αναλογιστεί κάποιος ότι τα ενεργά μέλη του ΕΑΜ έφταναν στις 700 χιλ και ο ΕΛΑΣ με τις εφεδρείες του παρέτασσε περί τις 91 χιλ μάχιμων. Η σύγκρουση, μοναδική σε απελευθερωμένη χώρα, είχε ως τελικό αποτέλεσμα την αποκατάσταση της διχαστικής μισαλλοδοξίας και του εθελόδουλου ενδοτισμού ως εκ των κυρίαρχων νομιμοποιητικών αξιών στην εγχώρια πολιτική πρακτική. Τα φαντάσματά τους θα κατέτρυχαν τη χώρα για δεκαετίες. Το Κομουνιστικό Κόμμα νομιμοποιήθηκε το 1974, η Εθνική Αντίσταση αποκαταστάθηκε, χωρίς εξαιρέσεις, το 1982. Στο κείμενο που ακολουθεί, πριν την εξιστόρηση της ρήξης, γίνεται εκτενής αναδρομή στη δυναμική των εξελίξεων, που οδήγησαν σ’ αυτήν και διαμόρφωσαν, σύμφωνα με τις εγκυρότερες σχετικές μελέτες, τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, σε σημείο που καμία περίοδος της σύγχρονης ιστορίας μας να μην μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Δεν εννοώ τον Εμφύλιο Πόλεμο, που υπήρξε η επόμενη πράξη του ίδιου δράματος. Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών αιτιολόγησε την εκτροπή αναπαράγοντας την επιχειρηματολογία των πρωταγωνιστών της περιόδου. Ο Στυλιανός Παττακός στο βιβλίο του (Διατί; Ποίοι; Πως; Εκδόσεις Βιοβιβλ, Αθήνα, 1992, Σελ17) υποστηρίζει: ‘Προπαρασκευάζετο κατάληψις της εξουσίας υπό του Λαϊκού Μετώπου με ηγέτην το ΚΚΕ και ουραγούς ή δορυφόρους την ΕΔΑ, τον Ανδρέαν Παπανδρέου και την παραστρατιωτικήν οργάνωσιν ΑΣΠΙΔΑ’. Στον αντίποδα η τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη, όπως σημειώνει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο δικό του βιβλίο, (Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη, Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη, 2014) αντιλαμβανόταν της δράση της ‘στα χνάρια του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ’, διαθέτοντας μάλιστα και ως τοτεμικά σύμβολα όπλα της εποχής. Σε διευκρινιστική τοποθέτησή του στο Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωνε στις 20 Ιανουαρίου 1979 'Είμαστε το νέο ΕΑΜ'. Σ’ ένα άλλο επίπεδο η πρώτη συμβολική κίνηση ιστορικής νοηματοδότησης του Α Τσίπρα, ως πρώτου Αριστερού Πρωθυπουργού, υπήρξε η απότιση φόρου τιμής στους εκτελεσμένους ακροναυπλιώτες κομμουνιστές στην Καισαριανή. Όσον αφορά την άποψη της ιστοσελίδας για την ιστορία και κατ’ επέκταση το ασυνήθιστο για ψηφιακό μέσο μέγεθος και τη σχολαστική επιμονή των σχετικών άρθρων, θεωρώ χρήσιμη την παρακάτω αποσαφήνιση. Οι υπολογιστές προσφέρουν ένα εύρος πληροφοριών, ανέφικτο στην εποχή των βιβλίων. Ταυτόχρονα όμως συρρικνώνουν τα πλαίσια και τις προοπτικές. Σύμφωνα με τους B Sparrow, J Liu, D Wegner (Science, Vol 333, Nr 6043 2011, Pag 776-8) ‘Οι άνθρωποι ξεχνούν πράγματα, που θεωρούν διαθέσιμα εξωτερικά, εστιάζοντας σ’ ότι θεωρούν μη διαθέσιμο’. Η αμεσότητα της πρόσβασης στα δεδομένα αλλοιώνει τη σημασία τους, σχεδόν εξισώνοντάς τα. Έτσι καθίσταται δυσδιάκριτη η σπουδαιότητά τους. Δηλαδή ότι προστίθεται σε εύρος, μπορεί να χάνεται σε βάθος. Υπ’ αυτήν την έννοια το διαδίκτυο, αν και ενισχύει τις δυνατότητες της έρευνας, εξασθενίζει τη μνήμη. Η ιστορική μνήμη όμως στηρίζεται στην εννοιολογική σκέψη. Δηλαδή την ικανότητα να αναγνωρίζει κάποιος συγκρίσιμα δεδομένα και καταστάσεις και να προβάλει αλληλουχίες στο μέλλον. (Henry Kissinger, Παγκόσμια Τάξη, Εκδόσεις Λιβάνης, 2014) Έτσι προκύπτει η αναντικατάστατη αξία της αντίληψης για την ιστορία, χωρίς τη συνείδηση της οποίας η κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας περιορίζεται, αν υποθέσουμε ότι χωρίς αυτήν είναι εφικτή. Πριν κλείσω θα επικαλεστώ τον Θουκυδίδη, ο οποίος συνοψίζει σε τρείς γραμμές το νόημα και το σκοπό της ιστορίας. Σημειώνει λοιπόν ‘η μεγαλοφυΐα της αντικειμενικότητας’, όπως χαρακτηρίζεται ο αρχαίος ιστορικός, (Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Κυριακίδη,1990 Σελ 634) ‘ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει.’ (Ιστοριών Α 22)

(θα μου είναι αρκετό, εάν το έργο μου το κρίνουν ωφέλιμο όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψη των γεγονότων, όσων έχουν ήδη συμβεί, και εκείνων τα οποία σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση πρόκειται να συμβούν περίπου όμοια.)

Εισαγωγή

οικ δεκΑντί άλλης εισαγωγής επέλεξα τα παρακάτω αποσπάσματα, εκτιμώντας ότι αναπαράγουν αυθεντικότερα το κλίμα των ημερών, δίνουν σαφέστερα τις ορίζουσες των γεγονότων και αποτελούν τα κλειδιά της κατανόησης της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου: ‘Πρέπει να καταγράψει κανείς την σκληρή και αηδή πραγματικότητα της ώρας εκείνης. Για το πώς θα εσχηματίζετο Εθνικός Στρατός έπρεπε να αποφασίσει το Συμμαχικό Στρατηγείο. Για να ορκισθεί η Κυβέρνηση έπρεπε να συμφωνήσει ο Άγγλος Πρέσβης. Ο Βασιλεύς δεν ήταν Βασιλεύς και η Κυβέρνηση δεν ήταν Κυβέρνηση, η Ελλάς είχε καταστεί προτεκτοράτο. Ήταν φανερή η απουσία μιας πραγματικά ηγετικής φυσιογνωμίας στον Ελληνικό χώρο’. (Σπ Μαρκεζίνης, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος, Τόμος Πρώτος, Σελ 393) Ο Αμερικανός Πρέσβης Λίνκολν ΜακΒή αναφέρει στην Κυβέρνησή του στις 8 Δεκεμβρίου 1944: ‘Πολλαί χιλιάδες Ελλήνων πατριωτών, που τώρα ευρίσκονται εις το πλευρόν της άκρας αριστεράς πράττουν αυτό αναμφιβόλως διότι υποπτεύονται ότι πίσω από την δραστηριότητα της κυβερνήσεως ευρίσκεται η πρόθεσις επαναφοράς του Βασιλέως, ενδεχομένως δε και της μισητής φασιστικής δικτατορίας, δια την οποίαν θεωρούν αυτόν προσωπικώς υπεύθυνον. Και άλλαι πάλι χιλιάδες ατόμων εξ ίσου πατριωτών είναι πεπεισμένοι πως πίσω από την δραστηριότητα των ανταρτών κρύβεται η συνωμοσία δια την εγκατάστασιν μιας κομμουνιστικής δικτατορίας. Αισθάνομαι βέβαιος ότι η παρούσα ξένη βοήθεια, με το να παρέχεται προς την μίαν μόνον πλευράν της τοπικής ελληνικής διενέξεως, ενώ αναγνωρίζεται τόσον γνησία πατριωτική έξαρσις, ακόμη δε και φανατισμός, εις την άλλην, δεν περιέχει σχεδόν καμμίαν ελπίδαν διασφαλίσεως κάποιας λύσεως διαρκείας’(FR 1944-145). Λίγες εβδομάδες πριν ο Πρωθυπουργός Γ Παπανδρέου ενημέρωνε τον Βρετανό Πρωθυπουργό ότι ‘Αι εκκενούμεναι υπό των Γερμανών περιοχαί καταλαμβάνονται υπό του ΕΑΜ. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και έως τας Τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατόν να μεταβάλη την κατάστασιν’. Επιπρόσθετα διαβεβαίωνε τον Βρετανό Υφυπουργό Εξωτερικών Χάρολντ ΜακΜίλαν ότι: ‘οι κομμουνισταί θα παρενέβαιναν και θα ωχυρούντο τόσον καλώς εις τας θέσεις των, ώστε να μην είναι δυνατή η εκδίωξής των αργότερα.’ Σε απάντηση ο Βρετανός Αξιωματούχος τηλεγραφούσε στον Στρατηγό Ρ Σκόμπι στην Αθήνα να επισημάνει στον Γ Παπανδρέου και τους συνεργάτες του, ότι ‘οι Βρετανοί δεν ήσαν διατεθειμένοι να μεταβληθούν εις όργανον της δεξιάς αντιδράσεως ανά την Ελλάδα’ και ακόμη ότι ‘δεν επιθυμούμεν να αρχίσωμεν ένα τρίτο παγκόσμιο πόλεμο κατά της Ρωσίας, προτού τελειώσωμεν τον δεύτερον εναντίον της Γερμανίας και βεβαίως δια να ευχαριστήσωμεν τον κ. Παπανδρέου’(Χ ΜακΜίλαν Σελ 515, Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα) Ο Ριζοσπάστης της 30ης Νοεμβρίου προειδοποιεί ‘Θέλετε να διαλυθή ο ΕΛΑΣ στις 10 Δεκεμβρίου; Θα διαλυθή, το ίδιο όμως πρέπει να γίνει και με όλα τα άλλα εθελοντικά σώματα. Τούτο απετέλεσε την βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η εθνική κυβέρνηση. Εάν, κύριοι αντιδραστικοί, δεν θέλετε να διαλυθούν όλα τα εθελοντικά σώματα, εάν δεν επιθυμήτε τον αφοπλισμό της εθνικά χρεωκοπημένης Χωροφυλακής, εάν δεν θέλετε να δικασθούν αμέσως οι μεγαλόσχημοι συνεργάτες του εχθρού, τότε όλα αυτά σημαίνουν ότι θεωρείτε τους Έλληνες ανόητους. Απαιτείτε τα όπλα τους για να μπορέσετε να τους παραδώσετε στους δημίους τους. Ξεύρουμε πως απειλείτε τον ελληνικό λαό και τις εθνικές του δυνάμεις με εμφύλιο πόλεμο την μοιραία ημέρα της 10ης Δεκεμβρίου ή και νωρίτερα ακόμη. Γνωρίζουμε ότι ετοιμάζεσθε γι’ αυτόν τον εμφύλιο πόλεμο. Ο ελληνικός λαός και οι εθνικές του οργανώσεις σας περιμένουν ήρεμοι’ Περιγράφοντας τις διαθέσεις της κοινωνίας το Foreign Office (1944, 199-201) διαπιστώνει στις παραμονές της ρήξης ότι ‘ο περισσότερος κόσμος εις την ελληνικήν πρωτεύουσαν εξακολουθεί να απασχολείται με το πρόβλημα των τροφίμων και τα οικονομικά θέματα, ενώ η πολιτική είναι δευτερευούσης σημασίας’

Η περίοδος από την Τρίτη Κατοχική Κυβέρνηση μέχρι τη Συμφωνία της Πλάκας

Όταν στις 7 Απριλίου 1943 ορκίζονταν ο τρίτος δωσίλογος Πρωθυπουργός, Ι Ράλλης, η επικράτηση των Συμμάχων προδιαγράφονταν στον ορίζοντα. Ο Ουίνστων Τσώρτσιλ δήλωνε: ‘είμαστε στο τέλος της αρχής’. Είχε προηγηθεί η σύμπτυξη των Γερμανικών δυνάμεων στα μέτωπα της βόρειας Αφρικής, μετά την απόκρουσή τους στο Ελ Αλαμέιν (Νοέμβριος ’42) και κυρίως στο Ανατολικό μέτωπο, μετά την απώθησή τους από το Στάλινγκραντ (Φεβρουάριος ’43). Αναδύονταν παράλληλα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους Συμμάχους, Βρετανούς και Σοβιετικούς, για την ηγεμόνευση της στρατηγικά σημαντικής περιοχής ων Βαλκανίων. Στο πλαίσιο αυτό και σε αντίθεση με τους προηγηθέντες κατοχικούς Πρωθυπουργούς, οι οποίοι είχαν ανακοινώσει ότι θα εστίαζαν στα οικονομικά, στον επισιτισμό και την περίθαλψη, ο Ι Ράλλης αποκάλυπτε ήδη από το πρώτο του διάγγελμα την αλλαγή της στρατηγικής: ‘Πρέπει καλώς πάντες να κατανοήσωμεν, ότι διεξάγει ο Άξων σκληρόν αγώνα κατά του επαπειλούντος τον πολιτισμόν φοβερού κομμουνιστικού κινδύνου, δικαιούται να έχη τουλάχιστον την αξίωσιν όπως μη δημιουργή εις αυτόν περιπλοκάς ο ελληνικός λαός’ Οι ολοένα αυξανόμενες πολεμικές ανάγκες του Άξονα στο Ευρωπαϊκό θέατρο του πολέμου, ειδικά μετά την απώλεια είκοσι δύο Μεραρχιών στο Ανατολικό Μέτωπο, δημιουργούσαν προβλήματα στην αστυνόμευση των κατακτημένων χωρών. Στην Ελλάδα η κατοχική κυβέρνηση, που είχε από τις πρώτες κιόλας μέρες αναθέσει τη διαφύλαξη των προνομίων της άρχουσας πολιτικής τάξης στον εθνικό εχθρό, έσπευδε να τον ενισχύσει επιστρατεύοντας κατά ένα σημαντικό μέρος τα αντιδραστικότερα στοιχεία της Ελληνικής κοινωνίας, με τα οποία στελέχωσε από τις 29 Ιουλίου 1943 τα Τάγματα Ασφαλείας. Στις αρχές του ίδιου μήνα μια μεγαλειώδης κινητοποίηση του Αθηναϊκού λαού, παρά τα έκτακτα μέτρα και τις απειλές των στρατοδικείων, με την οργανωτική επιμέλεια και καθοδήγηση του ΕΑΜ είχε ματαιώσει τα σχέδια των κατακτητών να αναθέσουν την επιτήρηση του συνόλου της Βόρειας Ελλάδας, από τη δυτική Μακεδονία έως και τη δυτική Θράκη, εκτός της Θεσσαλονίκης, σε Βουλγαρικά στρατιωτικά αποσπάσματα. Την ίδια περίοδο ο αρχηγός της Βρετανικής στρατιωτικής αποστολής Ταξίαρχος Έντυ Μάγερς, θεωρώντας ότι ο εμφύλιος δεν ήταν αναπόφευκτος, υπό τον όρο της συνεννόησης επί του ακανθώδους ζητήματος της νομιμοποίησης του διαβλητού πολιτικά Βασιλέως Γεωργίου Β΄, έχοντας ωστόσο συνειδητοποιήσει τη δυναμική και τους συσχετισμούς, όπως είχαν διαμορφωθεί στο εσωτερικό της χώρας, φρόντισε για την αναγνώριση των αντάρτικων οργανώσεων ως προκεχωρημένων τμημάτων του Συμμαχικού Στρατού της Μέσης Ανατολής. Ταυτόχρονα όμως, στις 13 Αυγούστου ’43, αναφέρει σε έκθεσή του προς το Στρατηγό Ουίλσον στο Κάιρο: ‘ Σύμφωνα με τις τελευταίες οδηγίες Σας, έδωσα εντολή στους Άγγλους και Έλληνες πράκτορες, που εργάζονται κάτω από τη διοίκησή μου, να τορπιλίσουν το έργο του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και να εμποδίσουν τη σταθεροποίηση των θέσεων τους, που θα οδηγούσε σ΄ εξασφάλιση μιας δεσπόζουσας επιρροής τους στην Ελλάδα. Εντούτοις ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι προβληματικό, δεδομένου ότι οι βασιλόφρονες δε διαθέτουν πολιτική επιρροή στη χώρα και οι αρχηγοί τους είναι μισητοί στον Ελληνικό λαό. Ο Στρατηγός Α Παπάγος, του οποίου η οργάνωση είναι ανύπαρκτη, δεν έχει προσβάσεις στο στρατό, όπου θεωρείται πρόσωπο στερούμενο σοβαρότητας. Αντίθετα η πολιτική και στρατιωτική οργάνωση του ΕΔΕΣ, παρουσιάζει αξιοσημείωτη πρόοδο, ιδιαίτερα στην Ήπειρο. Είναι επιβεβλημένο να του χορηγηθεί πολεμικό υλικό και να τον ενισχύσουμε ηθικά. Η οργάνωση αυτή θα μας είναι χρήσιμη σαν αντιστάθμισμα προς τον ΕΛΑΣ και θα μπορεί ενδεχομένως να αξιοποιηθεί εναντίον του. Μια μέρα θα καταστεί αναγκαίο να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ προκειμένου να υπάρξει η βεβαιότητα ότι δεν θα μπορέσει ο Τίτο να υπολογίζει στην Ελλάδα σε ένοπλους και δυναμικούς συμμάχους. Ο Συνταγματάρχης Ψαρρός, Αρχηγός της μικρής οργάνωσης ΕΚΚΑ, είναι τίμιος άνθρωπος, που κρατάει τις υποσχέσεις του απέναντί μας. Έχω την αντίληψη ότι θα ήταν χρήσιμο στους πράκτορές μας να έρθουν σε επαφή με τους εκπροσώπους της (κατοχικής) Κυβερνήσεως (Ι Ράλλη), δηλαδή με τους ανώτατους αξιωματικούς του Στρατού, της Χωροφυλακής και λοιπούς με σκοπό να τους ενθαρρύνουν στην ιδέα, ότι έχουν καθήκον και δικαίωμα να καταδίδουν στις Αρχές Κατοχής τους Αρχηγούς του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και να υποβοηθούν στη σύλληψη των πρακτόρων τους. Στο πεδίο αυτό ο ΕΔΕΣ μας βοήθησε ήδη. Κατέδωσε στο Γερμανό Συνταγματάρχη Ντέρτελε και στον Υπουργό Ταβουλάρη πολλές προσωπικότητες του ΕΑΜ, που βρίσκονται τώρα στα χέρια των Γερμανών’. Πρέπει να αναφερθεί ότι η έγκυρη αυτή αναφορά (Έκθεση Χ, 12 Αυγούστου 1943, 85-4 LS. Β Μαθιόπουλος, Η Ελληνική Αντίσταση και οι Σύμμαχοι) συντάχτηκε αμέσως μετά τη Συμμαχική απόβαση στη Σικελία (9 Ιουλίου 1943). Η επιτυχία της επιχείρησης αυτής καθιστούσε περιττή την ανάγκη δεύτερου μετώπου στη Νότια Ευρώπη, γεγονός που περιόριζε την αξία της Ελληνικής Αντίστασης. Σημειώνω ότι μέχρι εκείνη την περίοδο οι Βρετανοί ενίσχυαν τις αντιστασιακές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένου και του ΕΛΑΣ, τόσο με πολεμικό υλικό, όσο και χρήματα, χωρίς να ενοχλούνται από τους πολιτικούς προσανατολισμούς των ηγετών του ΕΑΜ. Η οικονομική ενίσχυση, που τόνωνε σημαντικά την εμπορική κίνηση στην ύπαιθρο, έφτανε στη μια χρυσή λίρα το μήνα για κάθε αντάρτη (Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος Γ΄) Με την ίδρυση του Κοινού Στρατηγείου ο Ταξίαρχος Ε Μάγερς οργάνωσε στις αρχές Αυγούστου ‘43 τη μετάβαση αντιπροσώπων των αντιστασιακών οργανώσεων στο Κάιρο. Η αποστολή περιελάμβανε στελέχη του ΕΑΜ (Τσιριμώκος, Ρούσσος, Τζήμας, Δεσποτόπουλος) του ΕΔΕΣ (Πυρομάγλου) και της ΕΚΚΑ (Καρτάλης). Η ομοφωνία της Κυβέρνησης του Καΐρου, υπό τον Ε. Τσουδερό, των αντιπροσώπων των δημοκρατικών κομμάτων και των εκπροσώπων των αντιστασιακών οργανώσεων, η οποία: ‘αποτελεί θέλησιν της μεγίστης πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού ότι η μη επάνοδος του Βασιλέως προ του Δημοψηφίσματος είναι απολύτου χρησιμότητος προς αποφυγήν ταραχών και ενδεχομένως αιματοχυσίας’ ανησυχούν τον Γεώργιο Β΄, αλλά δεν τον μεταπείθουν στην απόφασή του να επιστρέψει στην Ελλάδα: ‘επικεφαλής του Στρατού μου’. Στρέφεται στους προστάτες του, ηγέτες των Συμμάχων και κυρίως στον Τσώρτσιλ, ο οποίος του παρέχει αναφανδόν τη στήριξή του. Πέρα από τις προσωπικές Μοναρχικές του αντιλήψεις ο Άγγλος Πρωθυπουργός βασίζεται και στις εισηγήσεις του Foreign Office (Απόρρητο Έγγραφο R5/D6/G-Φάκελος 33162. Κ Δεσποτόπουλος, Νέα Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Ελλάς) που του συστήνουν ότι: ‘ η ιδιάζουσα Ελληνική δημαγωγική ιδιοσυγκρασία δεν είναι ιδεώδης δια την Δημοκρατίαν εις τας πλέον προκεχωρημένας μορφάς της. Αύτη ήτο και η πολιτική θεωρία του Βενιζέλου του ιδίου. Δεν υπάρχει θέμα επιβολής του Βασιλέως επί του Ελληνικού λαού δια των Βρετανικών λογχών. Οφείλομεν πολλά εις τον Βασιλέα διότι εκράτησε ηνωμένον το έθνος κατά τον χρόνον της Γερμανικής επιθέσεως και ίσως θα ήτο καλύτερον δια τα Βρετανικά συμφέροντα η επάνοδος εις τον θρόνον του μετά τον πόλεμον.’ Σημειώνω ότι, σύμφωνα με τον Συνταγματάρχη Κρίς Γούντχαουζ, αντικαταστάτη του Ε. Μάγερς, στους κόλπους της Βρετανικής ηγεσίας υπήρχαν αντιδράσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα, οξείες μάλιστα, των οποίων κύριος εκφραστής ήταν το Υπουργείο Οικονομικής Διεξαγωγής του Πολέμου, υπό τον Σοσιαλιστή Δρ Χιού Ντώλτον, του οποίου η Υπηρεσία έτεινε στην υποστήριξη των δημοκρατικότερων αντιστασιακών κινημάτων. Εκτός της επίσημης στήριξής του, ο Γεώργιος Β΄ εκβίασε και, απειλώντας με παραίτηση, πέτυχε την ανάκληση του Ταξίαρχου Ε. Μάγερς στο Λονδίνο, όπου και απαλλάχτηκε από τα καθήκοντά του. Για τη συμπλήρωση της εικόνας, όσων προηγήθηκαν της εξέγερσης της Αθήνας, είναι απαραίτητη μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα της Μέσης Ανατολής, που εκπορεύτηκαν από την ανυποχώρητη στάση του Μονάρχη και των φιλοβασιλικών στοιχείων που τον πλαισίωναν. Ο Γεώργιος Β΄ και Κυβέρνησή του καταφεύγοντας στην Αίγυπτο, όπου έγιναν απρόθυμα δεκτοί από τον Βασιλιά Φαρούκ, μετά τη Βρετανική άρνηση να εγκατασταθούν στην Κύπρο, έφερναν μαζί τους και το αυταρχικό πνεύμα της 4ης Αυγούστου. Αντίθετα ένας ευρύτερος κύκλος πολιτικών και στρατιωτικών επιζητούσε δημοκρατική κάθαρση. Ενδεικτικό της πεισματικής άρνησης αλλαγών είναι και το γεγονός ότι χρειάστηκαν δέκα μήνες (4 Φεβρουαρίου ’42) μετά την εγκατάστασή τους για την ακύρωση του διατάγματος του Ι Μεταξά, με το οποίο αναστέλλονταν το Σύνταγμα, όπως επίσης και η αγανάκτηση του Σ Βενιζέλου, ο οποίος σε μία οργίλη επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό Ε Τσουδερό, επισημαίνει: ‘Αντελήφθην εσχάτως υπούλους κινήσεις των ενταύθα δικτατορικών παραγόντων, οίτινες απεθρασύνθησαν. Εάν προσθέσης την τρομοκρατίαν την οποίαν εξασκεί ακόμη και σήμερον το φάσμα του Μανιαδάκη και της σπείρας του, θα δικαιολογήσης την σπουδήν μου δια την εκκαθάρισιν μιας καταστάσεως ήτις εγκυμονεί μεγίστους κινδύνους.’ Στις στρατιωτικές μονάδες που δημιουργήθηκαν από τους στρατιώτες και αξιωματικούς που κατέφυγαν εκεί, αλλά και από μέλη της Ελληνικής Παροικίας της Αιγύπτου, προκλήθηκαν ταραχές στις αρχές του 1943, με βασικό αίτημα τον εκδημοκρατισμό, οι οποίες κατεστάλησαν βίαια. Επέφεραν επίσης την απομάκρυνση του Αντιπροέδρου και Υπουργού των Στρατιωτικών Π. Κανελλόπουλου, ο οποίος σύμφωνα με αρχεία του State Department χαρακτηρίζονταν ως ένας από τους κυριότερους ταραξίες. Προκάλεσαν επίσης και τον ανασχηματισμό της Κυβέρνησης στην οποία τώρα συμμετείχε και ο Σ Βενιζέλος με σημαίνοντα στελέχη του Κόμματός του των Φιλελευθέρων. Μετά την άρνηση του Βασιλιά η αντιπροσωπία των αντιστασιακών οργανώσεων επέστρεψε άπραγη από το Κάιρο. Όμως εξωτερικά γεγονότα μείζονος σημασίας επηρέαζαν τις εξελίξεις στην πατρίδα. Στα μέσα Σεπτεμβρίου ΄43, μετά την Ιταλική Συνθηκολόγηση, οι στρατιωτικές δυνάμεις των Ιταλών στο Ελληνικό έδαφος, στο μεγαλύτερο μέρος τους παρέμειναν υπό Γερμανικό έλεγχο, είτε ως συνεργαζόμενοι, είτε ως αιχμάλωτοι. Συγκεκριμένα οι 146 χιλ από τους 190 χιλ, που παρέτασσε η 11η Στρατιά και η Ναυτική Διοίκηση Δωδεκάνησου. Από τους υπόλοιπους, 14 χιλ εξοντώθηκαν και 16 χιλ παραδόθηκαν στις διοικήσεις των ανταρτών. Το γεγονός αυτό περιόρισε σημαντικά τις δυνατότητες του κατοχικού στρατού και παράλληλα ενίσχυσε το οπλοστάσιο των πατριωτών που αντιστέκονταν. Στα μέσα φθινοπώρου του 1943, το Νοέμβριο, έμπαινε σε εφαρμογή το Βρετανικό σχέδιο επίθεσης κατά του ΕΛΑΣ, που την έναρξη του έκαναν οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ, υποβοηθούμενες και συντονισμένα με τη θυελλώδη εκκαθαριστική επιχείρηση των Γερμανών προς το Περτούλι για να πλήξουν το Γενικό Στρατηγείο του, χωρίς να πετυχαίνουν το στόχο τους. Στις μάχες εκείνες η ΕΚΚΑ του Συνταγματάρχη Ψαρού συμπαραστάθηκε στον ΕΛΑΣ, τόσο επιχειρησιακά, όσο και ηθικά, ανακοινώνοντας: ‘Ατυχώς ο ΕΔΕΣ, όπως επίσης καταγγέλλει η επιτροπή ΕΑΜ Στερεάς, προδίδει τον αγώνα δια συνεργασίας ακόμη και με τους Γερμανούς και στρέφει τα όπλα εναντίον γενναίων αδελφών μας που υπερασπίζουν την τιμήν της Ελλάδος. Εμπρός σ’ αυτήν την αντεθνική προσπάθεια το Στρατηγείο ΕΚΚΑ Ρούμελης δηλώνει ότι στιγματίζει την προδοτική αυτή κίνηση και τάσσεται ανεπιφύλακτα δίπλα στις φάλαγγες των αγωνιστών Ελλήνων.’ Πρέπει να επισημανθεί ότι, αν και ο οργανωτικός πυρήνας του ΕΑΜ υπήρξε κομμουνιστικός, η ανάπτυξή του στηρίχτηκε στη συσπείρωση του συνόλου σχεδόν των αντιδικτατορικών – αντιμοναρχικών δυνάμεων. Σύμφωνα με το Σπ Μαρκεζίνη (Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος) ‘πρωτοπορεί στον πολιτικό αγώνα για την επιβίωση του Λαού, οργανώνει κινητοποιήσεις στρεφόμενες κατά των Αρχών Κατοχής και δηλώνει, ότι στις τάξεις του ΕΑΜ έχουν θέση και οι τίμιοι βασιλόφρονες και οι τίμιοι μεταξικοί.’ Εξάλλου αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στις γραμμές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και, από την Άνοιξη του ΄44, στην ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης) εντάχτηκαν και αγωνίστηκαν 16 Στρατηγοί, 34 Συνταγματάρχες και 1.500 Αξιωματικοί μικρότερων βαθμών, που ουδεμία σχέση είχαν με το ΚΚΕ. Το ίδιο και οι 30 Καθηγητές Πανεπιστημίου, οι 2 Ακαδημαϊκοί και οι 6 Μητροπολίτες.(Β Ραφαηλίδης, Ιστορία – κωμικοτραγική – του Νεοελληνικού Κράτους). Η εμπλοκή στο πολιτειακό, εκτός της δυσθυμίας των Αμερικανών, προκαλούσε πλέον και την αγανάκτηση του Βρετανικού Υπουργείου των Εξωτερικών. Έτσι στα μέσα Οκτωβρίου 1943, ο αρμόδιος Υπουργός, Άντονυ Ήντεν, δήλωνε στο Κάϊρο: ‘Ο Βασιλεύς ώφειλε να συμφωνήση με την πανταχόθεν διαπιστούμενην επιθυμίαν του Έθνους να μη επιστρέψη εις την χώραν προ του δημοψηφίσματος δια το πολιτειακόν’ και στα τέλη του μήνα πρότεινε μέσω του Άγγλου Πρέσβη τη λύση της Αντιβασιλείας του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός, που επηρέαζε ουσιωδώς τα Ελληνικά πράγματα, εκθέτοντας τις πραγματικές προθέσεις των Μοναρχικών και απομόνωνε σταδιακά την αδικαιολόγητη εμμονή του Βρετανού Πρωθυπουργού, ήταν η Διάσκεψη της Τεχεράνης. Στα τέλη του Νοεμβρίου, από την 28η έως την 1η Δεκεμβρίου, συναντήθηκαν στην Ιρανική Πρωτεύουσα οι Τρεις Ηγέτες των Μεγάλων Συμμαχικών Δυνάμεων: Ρούσβελτ, Στάλιν, Τσώρτσιλ. Ήταν η Διάσκεψη που προλείανε το έδαφος για τον καθορισμό των μεταπολεμικών σφαιρών επιρροής, που με αμελητέες αλλαγές οριστικοποιήθηκαν στις επόμενες Διασκέψεις. Της Μόσχας (Οκτώβριος ’44) και της Γιάλτας (Φεβρουάριος ’45). Η δυσφορία του οραματιστή Αμερικανού Προέδρου έναντι της πολιτικής συμπεριφοράς του Βρετανού Πρωθυπουργού εξελίχτηκε στη διάρκεια της Συνάντησης σε άρνηση όσων πρέσβευε ο Άγγλος, τον οποίο όμως, όπως και ο Στάλιν, θεωρούσε Ήρωα του Πολέμου. Σύμφωνα με τον Ρ Καρτιέ (Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου) ο Ρούζβελτ χαρακτήριζε τον Τσώρτσιλ ‘αναχρονιστικό, μοναρχικό, αντικομουνιστή και αποικιοκράτη’. Ο Αμερικανός Πρόεδρος πίστευε ακόμη ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία ‘ενσάρκωνε την πεμπτουσία της καταπίεσης και δεν έπρεπε να επιζήσει μετά τον πόλεμο’. Αντιθέτως ‘θεωρούσε ότι ο Σοβιετικός Ηγέτης έβλεπε τον κόσμο περίπου όπως και ο ίδιος και ακόμη ότι η εχθρική στάση και η δυσπιστία του οφειλόταν στην αγνόηση της Σοβιετικής Ρωσίας για χρόνια μετά την Επανάσταση’. (Charles Bohlen, Witness to History 1929-1969, στο Παγκόσμια Τάξη του Χένρι Κίσινγκερ) Η διάλυση της Γ΄ Κομουνιστικής Διεθνούς τον Μάϊο 1943 από τη Σοβιετική Ηγεσία, σε ένδειξη καλής θέλησης προς τους Δυτικούς, σίγουρα είχε επηρεάσει την άποψη του Αμερικανού Προέδρου. Από τη δική του πλευρά ο Στάλιν, σύμφωνα με το περιοδικό Time της 13 Δεκεμβρίου ’43, αναγνώριζε ότι χωρίς την κινητοποίηση του κολοσσιαίου παραγωγικού δυναμικού των ΗΠΑ, η Κοινωνία των Εθνών δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Γερμανούς. (Οι σχέσεις των δύο ηγετών, Ρούζβελτ και Στάλιν, είχαν συσφιχθεί περαιτέρω μετά τις πληροφορίες της Σοβιετικής Αντικατασκοπείας για μια Γερμανική Επιχείρηση με την κωδική ονομασία ‘Άλμα εις μήκος’ που είχε σαν σκοπό τη δολοφονία των Τσώρτσιλ, Στάλιν, Ρούζβελτ. Έτσι κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης της Τεχεράνης ο Αμερικανός Ηγέτης αποφάσισε να φιλοξενηθεί στους χώρους της βαριά οχυρωμένης Σοβιετικής Αντιπροσωπίας. Εννοείται προς σκανδαλισμό των Αμερικανικών, και Βρετανικών Υπηρεσιών Ασφαλείας, που αμφέβαλαν για την εγκυρότητα της πληροφορίας. Χένρι Κίσινγκερ, Παγκόσμια Τάξη) Δεν πρέπει λοιπόν να προκαλεί απορίες το γεγονός της αυστηρής ουδετερότητας των Αμερικανών κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών και η ομολογία του Τσώρτσιλ στα Απομνημονεύματά του, ότι ο Στάλιν τον βοήθησε να επικρατήσει στην Ελλάδα, περισσότερο από ότι ο Ρούζβελτ. Αυτή την περίοδο στην Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, αποφασίζονταν η πολιτικοποίηση του αγώνα. Η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να αιτιολογηθεί ως η οργανωτική απάντηση στη διχαστική συσπείρωση του συνόλου των αντιδημοκρατικών δυνάμεων και στην επιδεικτική απαξία από την κατ’ ευφημισμό Κυβέρνηση του Καΐρου προς τους αγωνιζομένους, οι οποίοι δεν εκπροσωπούνταν ούτε υποτυπωδώς. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η απόφαση πολιτικοποίησης ελήφθη αμέσως μετά την αποτυχία των συνομιλιών στην Αίγυπτο. Σίγουρο πρέπει να θεωρείται ότι την ενθάρρυνε και η νικηφόρα προέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ανατολική Ευρώπη, που αναπτέρωνε τις ελπίδες του αντιφασιστικού Λαϊκού Κινήματος για εκδημοκρατισμό. Στον αντίποδα και με σκοπό την επικράτησή τους οι εγχώριες αντιδραστικές δυνάμεις προωθούσαν την εμφύλια διαίρεση ακολουθώντας το σχεδιασμό των Άγγλων με τη μεθόδευση των Γερμανών. Οι περισσότεροι από αυτούς, δεν δίσταζαν πλέον στην απροκάλυπτη συνεργασία με τις Ελληνικές και Γερμανικές Κατοχικές Αρχές, με το πρόσχημα της προάσπισης της πολιτειακής νομιμότητας και ορίζοντα τη μεταπολεμική κυριαρχία των αυτοαποκαλούμενων εθνικοφρόνων. Στον άξονα αυτό κινούνταν η οργάνωση Χ του Γ Γρίβα, που είχε ιδρυθεί τον Ιούνιο του 1941 στην Αθήνα από τον αντισυνταγματάρχη Πεζικού Γεώργιο Γρίβα ως Στρατιωτική Οργάνωσις Γρίβα και είχε μετονομαστεί το Μάρτιο του 1943. Τις ακραίες φιλομοναρχικές και αντικομουνιστικές πεποιθήσεις του επικαλούνταν οι Βρετανοί και δεν τον ενίσχυαν, προς μεγάλη αγανάκτησή του. Η οργάνωση, στην οποία αρχικά γίνονταν δεκτοί μόνο αξιωματικοί της 2ης Μεραρχίας, κατόρθωσε να συγκεντρώσει περί τα χίλια άτομα, εξοπλίστηκε από την εγκάθετη Κατοχική Κυβέρνηση και υπό τη σιωπηρή έγκριση των Γερμανικών Αρχών επιδόθηκε σε επιθέσεις εναντίον οπαδών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην περιοχή Αθηνών. Παρομοίων πολιτικών πεποιθήσεων ήταν και αρκετές άλλες οργανώσεις, αμελητέας επιχειρησιακής σημασίας, όπως η Στρατιωτική Ιεραρχία, του Α. Παπάγου, η Ιερή Φάλαγξ, το Εθνικόν Επαναστατικόν Σώμα και άλλες. Σύμφωνα μάλιστα με τον Κομνηνό Πυρομάγλου, έναν κατά κοινή ομολογία ακέραιο άνθρωπο και έντιμο δημοκράτη, ηγετικό στέλεχος του ΕΔΕΣ: ‘μετά τον πόλεμο ο πρώην Πρωθυπουργός Ε Τσουδερός διαμαρτύρονταν ότι οι δεξιές αυτές οργανώσεις συνωμοτούσαν με μοναρχικούς κύκλους στη Μ Ανατολή για την επαναφορά του Βασιλέως και με Πραξικόπημα εν ανάγκη’. Πνευματικός Αρχηγός των βασιλικών αυτών ομάδων και ανεπίσημος εκπρόσωπος του Γεώργιου Β΄ στην κατεχόμενη Ελλάδα, υπήρξε ο Μητροπολίτης Χρύσανθος. Όταν μάλιστα η Κυβέρνηση του Καΐρου αναγκάστηκε να αποκηρύξει τα Τάγματα Ασφαλείας ως προδοτικά, συμβούλεψε τους αξιωματικούς και τους άνδρες να προσχωρήσουν στην Εθνική Αντίσταση για να αποφύγουν την τιμωρία μετά την απελευθέρωση και να χρησιμοποιηθούν σαν έσχατη εφεδρεία κατά των κομουνιστών και των συμμάχων τους. (Ι Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα). Στα τέλη Φεβρουαρίου ’44, εξουθενωμένες οι αντιστασιακές οργανώσεις από τις συγκρούσεις του Φθινοπώρου, κάτω από την πίεση των Βρετανών αλλά και την παρότρυνση των Σοβιετικών, έκαναν ανακωχή και συσκέφτηκαν, υπό την αιγίδα της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής. Το αποτέλεσμα ήταν η Συμφωνία της Πλάκας, κοντά στη γέφυρα του ποταμού Άραχθου. Σε κλίμα εμπρηστικών επιχειρημάτων, αμοιβαίας καχυποψίας και έντονων αντεγκλήσεων οι Άρης, Ρούσσος και Σαράφης από τον ΕΛΑΣ, οι Ζέρβας και Πυρομάγλου από τον ΕΔΕΣ, οι Καρτάλης και Ψαρρός από την ΕΚΚΑ και οι Γούντχαουζ και Χάμμοντ της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής αποδέχτηκαν την οριστική κατάπαυση του πυρός, την ανταλλαγή αιχμαλώτων και τον περιορισμό στις περιοχές που κατείχαν. Παράλληλα, και εδώ βρίσκεται η ιστορική ειρωνεία, δεσμεύτηκαν να συνεργαστούν για την επιτυχία της επιχείρησης Κιβωτός του Νώε, όπως ονομαζόταν το Συμμαχικό σχέδιο απελευθέρωσης της Ελλάδας. Όπως απεδείχθη η Συμφωνία της Πλάκας, η οποία θεωρητικά τελείωνε τον Πρώτο Γύρο του εμφυλίου, που είχε διαρκέσει τέσσερις μήνες, υπήρξε υποκριτική και βραχύβια. Οι αντιπαραθέσεις συνεχίστηκαν.

Ίδρυση ΠΕΕΑ – Συμφωνίες Λιβάνου & Καζέρτας

Ακολούθως στις 6 Μαρτίου 1944 ιδρύθηκε η ΠΕΕΑ στη Βίνιανη της Ευρυτανίας. Η Προεδρεία της ανατέθηκε αρχικά στονΓκ Συνταγματάρχη Ε Μπακιρτζή (ΕΚΚΑ), που σε λίγες μέρες αντικαταστάθηκε από τον Καθηγητή Α Σβώλο. Μέλη της Κυβέρνησης του Βουνού, όπως επικράτησε να λέγεται, ήταν ο Η Τσιριμώκος (ΕΛΔ), Κ Γαβριηλίδης (ΑΚΕ), Γ Σιάντος (ΚΚΕ), οι Φιλελεύθεροι πολιτευτές Ν Ασκούτσης και Σ Χατζημπέης, ο Στρατηγός Ε Μάντακας και οι επίσης Καθηγητές Π Κόκκαλης και Α Αγγελόπουλος. Ο ΕΔΕΣ και άλλες Αντιστασιακές οργανώσεις, που εκλήθησαν να μετάσχουν, αρνήθηκαν. Παρ’ όλ’ αυτά η σύσταση της Επιτροπής προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού και αισιοδοξίας. Τα ονόματα των Μπακιρτζή, Σβώλου και η εξισορροπητική αντιπροσωπευτικότητα της σύνθεσης αποτελούσαν εγγύηση μετριοπάθειας και ενότητας. Ωστόσο η ατμόσφαιρα δηλητηριάστηκε από μια αδόκητη και ολέθρια ‘πρωτοβουλία’, η οποία αποδόθηκε σε τοπικά στελέχη του ΕΛΑΣ. Όπως προαναφέρθηκε οι συγκρούσεις ανάμεσα στις αντάρτικες ομάδες συνεχίζονταν. Αποκορύφωμά τους υπήρξε ο φόνος του Ψαρρού και το αποδεκάτισμα του 5/42 Τάγματός του στις 14 Απριλίου στο Κλήμα της Δωρίδος. Με βάση το γνωστό και ισχύον αξίωμα του ποιος ωφελήθηκε και ποιος βλάφτηκε, η ηγεσία του ΕΛΑΣ αποποιήθηκε την ευθύνη επικαλούμενη την υφιστάμενη σύμπραξη της με την ΕΚΚΑ. Το συγκεκριμένο γεγονός, που αντέβαινε το πνεύμα και τους σκοπούς της ΠΕΕΑ, επρόκειτο να ρίξει βαριά τη σκιά του στην πορεία της πολιτικής μορφοποίησης του αντιστασιακού χώρου και της εθνικής ενότητας, που είχε ξεκινήσει. Υπό το πλέγμα της ενοχής του αναίτιου φόνου του Ψαρρού και το πρόβλημα της ενότητας, που αυτό προκαλούσε, η ηγεσία της ΠΕΕΑ απευθύνθηκε στον Πρωθυπουργό Ε Τσουδερό, στο Κάϊρο, με την έκκληση ‘να αντιληφθή τις επιτακτικές εθνικές ανάγκες και να συμβάλη αποτελεσματικά στο σχηματισμό μιας Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος’. Παράλληλα προκήρυξε εκλογές για το Μάιο στην κατεχόμενη χώρα, με σκοπό την ανάδειξη αντιπροσώπων: ‘Παρά το γεγονός ότι, υπό τις τότε συνθήκες, δεν μπορεί να γίνει λόγος για αδιάβλητες διαδικασίες, ούτε για υποψηφιότητες εκτός εαμικού χώρου, το γεγονός είχε ξεχωριστή σημασία και προσέδωσε στην ΠΕΕΑ μια ευρύτερη νομιμοποίηση’(Ν Αλιβιζάτος. Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία). Στις εκλογές, που για πρώτη φορά πήραν μέρος και γυναίκες, κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια των κατακτητών, έλαβαν μέρος περί το ένα εκατομμύριο τολμηρών ψηφοφόρων σ’ όλες τις Περιφέρειες της Επικράτειας και ανέδειξαν 175 Αντιπροσώπους. Αξίζει πραγματικά να δει κανείς και τη σύνθεση των εκλεγμένων, στο Σώμα των οποίων προσχώρησαν και 22 Βουλευτές του 1936, για να αντιληφθεί την καθολικότητα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και την οικουμενικότητα της απήχησης του πολιτικού οργάνου των αντιστασιακών οργανώσεων: 4 Καθηγητές Πανεπιστημίου, 8 Στρατηγοί, 1 της Αν. Εμπορικής Σχολής, 22 Εργάτες, 5 Ιδιωτικοί Υπάλληλοι, 20 Δημόσιοι και Τραπεζικοί Υπάλληλοι, 5 Βιομήχανοι, 23 Αγρότες, 10 Δημοσιογράφοι, 15 Γιατροί, 25 Δικηγόροι, 6 Στρατιωτικοί,4 Κληρικοί, 3 Δικαστές, 10 Παιδαγωγοί, 4 Καπετάνιοι, 1 Μηχανικός, 1 Εργολάβος, 1 Χημικός, 1 Συμβολαιογράφος (Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας). Σύμφωνα με τον ορκισμένο αντίπαλο της Αριστεράς και αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων, Κρίς Γούντχαουζ: ‘το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ έδωσαν στον τόπο πράγματα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ στο παρελθόν. Οι επικοινωνίες στα βουνά με ραδιόφωνο, ταχυδρομείο και τηλέφωνο δεν υπήρξαν ποτέ τόσο καλές. Ακόμη και αμαξιτοί δρόμοι κατασκευάστηκαν. Τα πλεονεκτήματα του πολιτισμού και της παιδείας έκαναν την εμφάνιση τους στα βουνά για πρώτη φορά. Σχολεία, τοπική αυτοδιοίκηση δικαστήρια και δημόσιες υπηρεσίες, που ο πόλεμος είχε διακόψει, λειτουργούσαν και πάλι. Θέατρα, εργοστάσια, αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά. Μια κοινοτική ζωή οργανώθηκε στη θέση του παραδοσιακού ατομικισμού του Έλληνα χωρικού. Ακολουθούμενο σε μεγάλη απόσταση από τις μικρότερες οργανώσεις το ΕΑΜ κα ο ΕΛΑΣ δημιούργησε τις προϋποθέσεις γι’ αυτό που οι Ελληνικές Κυβερνήσεις είχαν υποτιμήσει: ένα οργανωμένο κράτος στα βουνά’ Την ίδια περίοδο, από τις 6 έως τις 14 Απριλίου, επαναλαμβάνονταν τα θλιβερά γεγονότα της Μέσης Ανατολής. Δεν γνωρίζουμε τι πυροδότησε τη σπασμωδική αυτή κίνηση, με σημαία την επιβολή της αναγνώρισης της ΠΕΕΑ ‘εκ των κάτω’, σε έδαφος απολύτως ελεγχόμενο από τους Βρετανούς, ενώ ήταν σε πλήρη εξέλιξη η πολεμική προσπάθεια των Συμμάχων. Πέραν της προαναφερθείσας μαρτυρίας του τότε Πρωθυπουργού Ε Τσουδερού, πρέπει να συνεκτιμηθεί και η άποψη του Αμερικανού Πρέσβη Λίνκολν Μακβή, ο οποίος προέβη σε έντονες συστάσεις να μην τιμωρηθούν οι κινηματίες, υποστηρίζοντας ότι στην κρίση είχαν συμβάλει, οι Έλληνες πολιτικοί στο Κάϊρο, οι βασιλικοί, όπως και οι Άγγλοι.(Λ Μακβή, Ημερολόγιο, Εγγραφές Απριλίου 1944) Η στάση στο Στρατό, κυρίως στην 1η Ταξιαρχία, και στο Στόλο κατεστάλη βίαια και ταυτόχρονα έδωσε την ευκαιρία στην εξόριστη Κυβέρνηση, του Σοφοκλή Βενιζέλου πλέον, υπό την Αγγλική εποπτεία, της εκκαθάρισης του στρατεύματος, που μέχρι τότε δεν αποτελούσε στήριγμα της επανόδου του Γεωργίου Β΄. Περίπου 10 χιλ. αφοπλίστηκαν και κλείστηκαν σε στρατόπεδα στην Ελ Ντάμα και στο Πόρτ Σαίντ και δημιουργήθηκε μια νέα, η 3η Ταξιαρχία, δίπλα στον ιδιότυπο και μόνιμα πιστό στην Κυβέρνηση του Καΐρου Ιερό Λόχο. Ήταν η περιβόητη και καθαρά εθνικόφρων Ταξιαρχία Ρίμινι, που θα εξελιχτεί σε αιχμή του δόρατος για την τελική σύγκρουση. Στον κυκεώνα των εκρηκτικών γεγονότων του πυκνού πολιτικού χρόνου ανασύρθηκε στην επιφάνεια ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ύστερα από εισήγηση του Άγγλου Πρέσβη Ρέτζιναλτ Λήπερ και ‘τας υψηλοφρόνους παραινέσεις του επιβλητικού Αρχιερέως Μητροπολίτη Χρύσανθου, ενώπιον του οποίου εκλήθη να ορκισθή επί του Εσταυρωμένου πίστιν εις τον Βασιλέα Γεώργιον Β΄’ αναχώρησε μέσω Τουρκίας για Κάϊρο (Σπ Μαρκεζίνης, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος) Σύμφωνα με τον Αθηναϊκό Τύπο της 6ης Μαΐου 1941, μετείχε της ομάδας, η οποία είχε δηλώσει στον πρώτο δωσίλογο Πρωθυπουργό Γ Τσολάκογλου ότι: ‘η Κυβέρνησις Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς’ Οι υπόλοιποι ήταν οι Στρατηγοί Πάγκαλος, Οθωναίος και Γονατάς. Οι πολιτικοί Κ Τσαλδάρης, Π Κανελλόπουλος, Γ Μερκούρης, Γ Πεσματζόγλου, Π Ράλλης κ.α. Αμέσως μετά την άφιξή του στις 14 Απριλίου 1944 δήλωσε ότι ερχόταν ‘ως σταυροφόρος της εθνικής ενώσεως’ καταγγέλλοντας παράλληλα την ‘τρομοκρατική δράση του ΕΑΜ’, αποσιωπώντας όμως τη δολοφονική κατά μελών του ΕΑΜ δράση της οργάνωσης Χ στην Πρωτεύουσα και τις επιθέσεις του ΕΔΕΣ κατά μονάδων του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία και Ήπειρο. Συμπεριφερόμενος ήδη από την έλευσή του ως Πρωθυπουργός σε 13 ημέρες αντικαθιστά στο αξίωμα τον Σ Βενιζέλο. Στην αξιοποίηση, του αυτοπροσδιοριζομένου ως σοσιαλιστή, σχετικά άσημου ως τότε πολιτικού αναγνωρίζονταν και η ‘αντιστασιακή’ δράση του με το ‘συνωμοτικό’ ψευδώνυμο ‘Πάρις’ και η φυλάκισή του για τρείς μήνες από τους Ιταλούς, ως εκδότη της εφημερίδας ‘Ελευθερία’. Ήδη από τον Μάϊο του 1943 σε αναφορά του προς το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής έδινε τη σαφή κατεύθυνση του ιδεολογικού του προσανατολισμού: ‘Η ταυτότης συμφερόντων Ελλάδος και Αγγλίας για πρώτη φορά στην Ιστορία είναι απόλυτος. Σήμερα δύο παγκόσμια μέτωπα διαμορφούνται. Ο κομουνιστικός πανσλαβισμός και ο φιλελεύθερος αγγλοσαξονισμός. Ολόκληρος η Ευρώπη θα είναι φυσικός σύμμαχος της Αγγλίας δια να υπερασπίσει την εθνικήν της ανεξαρτησία και τας πολιτικάς της ελευθερίας. Κατ’ εξοχήν όμως ως σύμμαχοι της Αγγλίας προορίζονται η Ελλάς και η Τουρκία, φυσικοί αντίπαλοι των προχωρημένων φυλακίων του πανσλαβισμού εις την Βαλκανικήν και φυσικοί φρουροί της εξόδου προς την Μεσόγειον’ Ο Ανδρέας Κέδρος (Η Ελληνική Αντίσταση 1940-1944) τον χαρακτηρίζει την πάπια με τα τρία πόδια, που έψαχνε από και καιρό ο Τσώρτσιλ. Τις επιλογές και την τακτική του Βρετανού Πρωθυπουργού αμφισβητεί ανοιχτά πλέον ο αγγλικός τύπος. Ο Observer παρατηρεί ότι Γ Παπανδρέου δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο τον εαυτό του και ο Spectator τον χαρακτηρίζει ουρανοκατέβατο, που περίσσευε. Κι από Ελληνικής πλευράς υπήρχαν ενστάσεις. Οι Δ Λαμπράκης και Π Μποδοσάκης-Αθανασιάδης είχαν διαμαρτυρηθεί έντονα για την επιλογή του και είχαν τεθεί σε περιορισμό, ο Κ Πυρομάγλου, υπαρχηγός του ΕΔΕΣ (Η Εθνική Αντίστασις) τον περιγράφει ως ‘αποτραβηγμένο και ποντηφικό’ που θεωρεί την Ελλάδα ως ‘καθαρά ιδιωτική του υπόθεση’. Ο Γ Παπανδρέου συνέχισε τις προετοιμασίες, που είχε ξεκινήσει ο αποπεμφθείς προκάτοχος του Σ Βενιζέλος, σύμφωνα με τις υποδείξεις και κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Άγγλου Πρέσβη, για τη Διάσκεψη του Λιβάνου, από 17 έως και 20 Μαΐου 1944 στο θέρετρο Ντούρ Ές Σουεΐρ, έξω από τη Βηρυτό στο Ξενοδοχείο Γκράντ Οτέλ. Έλαβαν μέρος 28 εκπρόσωποι μιας πανσπερμίας 17 κομμάτων και οργανώσεων. Μεταξύ τους ο Σ Βενιζέλος, Γ Εξηντάρης, ο Π Κανελλόπουλος, Ι Σοφιανόπουλος. Επίσης ο Κ Πυρομάγλου του ΕΔΕΣ, ο Γ Καρτάλης της ΕΚΚΑ, ο Σ Σαράφης του ΕΛΑΣ, ο Μ Πορφυρογένης του ΕΑΜ, ο Π Ρούσσος του ΚΚΕ και οι Α Σβώλος, Α Αγγελόπουλος, Ν Ασκούτσης της ΠΕΕΑ. Στην απομόνωση του Ξενοδοχείου και αποκομμένοι επικοινωνιακά από τις βάσεις στους στην Ελλάδα οι απεσταλμένοι της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ, τελούν υπό ιδιότυπη ‘ευγενή κράτηση’ και κάτω από το βάρος των κατηγοριών, ευθυνών, και ενοχών, που σκόπιμα, έντονα και μόνιμα τους αποδίδονται. Στις συνθήκες αυτές, που σύμφωνα με τον Άγγλο Πρέσβη Ρέτζιναλτ Λήπερ, οι εκπρόσωποι ή έπρεπε να συμβιβασθούν ή να αλληλοσκοτωθούν, δέχονται την εμπρηστική επίθεση του εγκάθετου Πρωθυπουργού Γ Παπανδρέου, που μεταξύ άλλων, ψευδόμενος συνειδητά, τους καταλογίζει μέχρι και την ηθική ευθύνη για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας. Τους κατηγορεί υποκρινόμενος ανενδοίαστα για τη Στάση στο Στρατό και το Στόλο, ταυτίζοντας παράλληλα το σύνολο των δημοκρατών, σοσιαλιστών και αριστερών με τους κομουνιστές. Επρόκειτο για μια υστερόβουλα σχεδιασμένη διχαστική ταύτιση, που βάσει του Ιδιώνυμου της Κυβέρνησης του Ε Βενιζέλου (Νόμος 4229, 25 7 1929, περί δικαστικής δίωξης των κομουνιστικών ιδεών) θα στοίχειωνε για δεκαετίες την κοινωνία, καθυστερώντας δραματικά την πολιτική ωρίμανση της Ελλάδας. Η εξαιρετικά ανήθικη αυτή ενέργεια του αυτοαποκαλούμενου ‘σοσιαλιστή’ δεν εκπλήσσει, αν θυμηθούμε τη στάση του στη Βουλή κατά τη συζήτηση του Ιδιώνυμου: ‘ο κομουνισμός αποτελεί μάστιγα και η καθ’ ολοκληρίαν εξαφάνισίς του αποτελεί συμφέρον και του συνόλου αλλά και της εργατικής τάξεως’ (Πρακτικά Βουλής,3/4-30/5-18/6/1929) Δημιουργούσε με τον τρόπο αυτό τις προϋποθέσεις για τις τραγωδίες των διακρίσεων και διωγμών σε βάρος του μισού και πλέον πληθυσμού και συγκεκριμένα όσων δεν δήλωναν μοναρχικοί και δεξιοί. Η διαβρωτική λειτουργία του ‘Σταυροφόρου της Εθνικής Ενότητος’, όπως ανερυθρίαστα χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του, δεν σταματούσε εκεί. Παρασκηνιακά, σε ιδιωτικές συζητήσεις με τους μη αριστερούς ηγέτες έθετε το θέμα, εάν ο ΕΔΕΣ μπορούσε να επιτεθεί και να καταστρέψει τον ΕΛΑΣ. Του απάντησαν ότι οποιαδήποτε παρόμοια ενέργεια θα προκαλούσε έναν ακόμη εμφύλιο, τον οποίο ο κόσμος δεν θα ανεχόταν. Αντιπρότειναν την αριθμητική ενίσχυση του ΕΔΕΣ, ώστε να συγκρατείται ο ΕΛΑΣ από την επιδίωξη επιβολής μονομερών λύσεων. Ο Γ Παπανδρέου αντιμετώπισε ψυχρά την ιδέα, γεγονός που οδήγησε τους ανθρώπους του ΕΔΕΣ στο συμπέρασμα ότι η περαιτέρω ενίσχυση των αντιστασιακών οργανώσεων στο εσωτερικό θα μείωνε το δικό του κύρος και την επιβολή, αφού δεν είχε τρόπο να τις ελέγχει αποτελεσματικά. (Κομνηνός Πυρομάγλου, Η Εθνική Αντίστασις) Στο τέλος με μια ‘μακρόθυμη και ενωτική’ χειρονομία προτείνει συμφωνία υπό τον πομπώδη τίτλο ‘Εθνικόν Συμβόλαιον’. Ο εναρκτήριος λόγος του Γ Παπανδρέου είχε μεταδοθεί ραδιοφωνικώς από το Κάϊρο και προκάλεσε έκπληξη και οργή στους Κορυσχάδες Ευρυτανίας, όπου παρέμενε συγκεντρωμένη η ηγεσία του Εθνικού Συμβουλίου της ΠΕΕΑ. Ακολούθησε θύελλα συνεδριάσεων και στις 19 Μαΐου, μια μέρα πριν υπογραφεί το Συμβόλαιο, στάλθηκε στο Συνέδριο καταγγελία των 175 εκλεγμένων αντιπροσώπων του Ελληνικού Λαού, όπου εκφράζονταν η κατάπληξη τους για την ασέβεια του Γ Παπανδρέου και τις συκοφαντικές ανακρίβειες του σε βάρος της οργάνωσης του ΕΑΜ και του στρατού του ΕΛΑΣ. Παράλληλα κατήγγειλε τον Γ Παπανδρέου στον ελληνικό λαό και στους Συμμάχους ως διασπαστή του εθνικού αγώνα και εχθρό των ελευθεριών του λαού. Το παραπάνω τηλεγράφημα, αν και αποτελούσε προειδοποιητική απόφαση του Συμβουλίου προς την Αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ, σύμφωνα με τον Σ Γρηγοριάδη, φέρεται να παρακρατήθηκε από τους Άγγλους και να μη δόθηκε ποτέ στους απεσταλμένους, αλλά ούτε και στους άλλους Συνέδρους. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τον Σ Σαράφη, ο οποίος ομολογεί πως μάταια περίμενε η Αντιπροσωπεία κάποιο μήνυμα από την Ελλάδα για εξουσιοδότηση μελών της να ορκισθούν ως Υπουργοί.

Το ‘Εθνικόν Συμβόλαιον’ σε γενικές γραμμές προέβλεπε σχηματισμό ενιαίας κυβέρνησης, χωρίς όμως να καθορισθεί ο αριθμός και τα συγκεκριμένα Υπουργεία που θ’ αναλάμβανε η ΠΕΕΑ, ενώ πουθενά δεν γινόταν μνεία για την μέχρι τότε Εθνική Αντίσταση. Καταγγέλλονταν η τρομοκρατία της υπαίθρου με σαφείς υπόνοιες ότι προέρχονταν από το ΕΑΜ, ενώ δεν καταγγέλθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, αλλά αντίθετα αναφέρθηκε ότι από αυτά ζητούσαν προστασία τα θύματα του ΕΑΜ. Το κίνημα της Μέσης Ανατολής, στιγματίσθηκε χαρακτηριζόμενο ως εθνικό έγκλημα. Ο Α Σβώλος δεν θα ανελάμβανε αντιπρόεδρος, όπως είχε αιτηθεί η Αντιπροσωπεία, τα υπουργεία Εσωτερικών και Στρατιωτικών τέθηκαν εκτός διαπραγμάτευσης και τέλος αντί του 50% των υπουργείων, προσδιορίσθηκε να παραχωρηθούν στην Εαμική αντιπροσωπεία το 25%. Ωστόσο το βασικό σχέδιο του Συνεδρίου και κατ’ επέκταση του Εθνικού Συμβολαίου, που απέβλεπε στην καθυπόταξη του ΕΛΑΣ στις διαταγές της ‘εξόριστης’ Ελληνικής Κυβέρνησης, είχε επιτευχθεί. Η μαρτυρία του Κρίς Γούντχαουζ στο βιβλίο του ‘Το μήλον της Έριδος’ είναι σκληρή και αποκαλυπτική: ‘ Η Συμφωνία του Λιβάνου επιτεύχθηκε με το να φέρουν τους Αντιπροσώπους της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ σε κατάσταση αποβλάκωσης, που δεν τους άφηνε πια την ευθύνη των πράξεών τους.’ Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η επιστολή, που υπέγραψαν και απέστειλαν ήδη από τις 16 Μαΐου 1944, οι Α Σβώλος (ΠΕΕΑ), Μ Πορφυρογένης (ΕΑΜ), Π Ρούσος (ΚΚΕ) προς τον Τσώρτσιλ. Σύμφωνα με τον Τάσο Βουρνά ( Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας) σπάνια πολιτικό κείμενο αποκηρύσσει με τόση ελαφρότητα ιδεολογικές αρχές και πολιτικές πράξεις, που μεθοδεύτηκαν από εκείνους, που τις αποκήρυσσαν: ‘Ως αντιπρόσωποι της μαχομένης Ελλάδος παρά τη Διασκέψει δια την εθνικήν ενότητα, επιθυμούμεν να εκφράσωμεν τη υμετέρα εξοχότητι ευσεβάστως τον θαυμασμόν μας και σας ευχαριστήσωμεν δια το ενδιαφέρον σας υπέρ της χώρας μας και του μέλλοντός της’ Συνεχίζουν υμνώντας την ‘πολύτιμον παράδοσιν από περισσότερον του αιώνος’ καταδικάζουν τα γεγονότα της Μέσης Ανατολής, επιχειρηματολογώντας εντελώς αδικαιολόγητα ως να αποδέχονται την ηθική αυτουργία γι’ αυτά. Κλείνοντας καθησυχάζουν γράφοντας: ‘Ας είναι βεβαία η ημετέρα εξοχότης, ότι θα πράξωμεν παν τι δυνατόν, όπως επιτύχωμεν, την εθνικήν ενότητα. Γνωρίζομεν ότι δεν θα λείψη η βοήθεια των μεγάλων Συμμάχων μας και ιδίως της Μεγάλης Βρετανίας και του ατρόμητου αρχηγού της’ Τα παραπάνω βασικά σημεία της Συμφωνίας σε συσχετισμό με τις προκαταρκτικές ελάχιστες αξιώσεις καταμαρτυρούν όχι μόνο την απλή υποχώρηση των Αντιπροσώπων της Κυβέρνησης του Βουνού, αλλά την πλήρη αναδίπλωσή τους σε ουσιαστικές θέσεις. Ο Σ Γρηγοριάδης χαρακτηρίζει το Συνέδριο ως τη μεγαλύτερη ήττα που υπέστη το ΕΑΜ, ο Β. Ραφαηλίδης το αξιολογεί ως Βατερλό του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και όλων των αριστερών πολιτικών δυνάμεων. Βέβαια όταν αυτά άρχισαν να γίνονται γνωστά στα βουνά τη Ελλάδας η οργή που ξέσπασε ήταν αναμενόμενη, με συνέπεια να δημιουργηθεί η λεγόμενη πολιτική κρίση του Καΐρου (Μάιος-Αύγουστος 1944). Η θλιβερή διαπίστωση όμως έγκειται στο γεγονός ότι άνθρωποι έμπρακτα προοδευτικοί με κοινωνικά ερείσματα συνέχιζαν την κρίσιμη στιγμή άκριτα στην πολιτική παράδοση της υποτέλειας, απαρνούμενοι το συλλογικό έργο της Εθνικής Αντίστασης, για το οποίο θαυμάζονταν και από τους αντιπάλους τους. Με τις παλινωδίες, που αναγκαστικά ακολούθησαν, ουσιαστικά εγκατέλειψαν το οργανωμένο Λαϊκό Κίνημα, στις διαθέσεις των συνοδοιπόρων των κατακτητών και μετά των αποικιοκρατών. Στις δεσμεύσεις του Εθνικού Συμβολαίου τα κόμματα των σφραγίδων (Λαϊκό, Φιλελεύθεροι), διέκριναν την αρχή της απρόσμενης αναβίωσης και της μετέπειτα δοτής επικράτησής τους. Την περίοδο των νοσηρών βυζαντινισμών στη Μέση Ανατολή, στην Ελλάδα οι κατακτητές κορυφώνουν την τρομοκρατία των αντιποίνων. Τόσο στα ειδικά τμήματα πολιτικών κρατουμένων, των φυλακών Αβέρωφ και των στρατοπέδων Χαϊδαρίου, Παύλου Μελά και Λάρισας, τους οποίους η μεταξική αστυνομία του K Μανιαδάκη είχε παραδώσει στους εισβολείς, όσο και στους απλούς άμαχους πολίτες, εκτονώνεται η εκδικητική μανία κυρίως της Γερμανικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, ιδίως υπό τον περιβόητο Αρχηγό της Σιμάνα. Αξίζει να σημειωθεί και είναι απαραίτητο για την κατανόηση της συνέχειας, ότι ενώ με το νόμο 3231 της 31 12 1943 η Ελληνική Κυβέρνηση στο Κάϊρο, υπό τον Ε Τσουδερό, αφαιρούσε την Ελληνική Ιθαγένεια από τα μέλη των Κατοχικών Κυβερνήσεων και των στελεχών των Ταγμάτων Ασφαλείας, οι Γερμανικές Αρχές ανακοίνωναν ότι θα εκτελούνταν 50 Έλληνες κρατούμενοι για κάθε φονευμένο Γερμανό και 10 για κάθε τραυματισμένο και ακόμη ότι: ‘τα αυτά μέτρα θα λαμβάνονται και δια την δολοφονίαν Ελλήνων ανηκόντων εις τα Σώματα Αστυνομίας, Χωροφυλακής και Ταγμάτων Ασφαλείας.’ Λίγες μέρες πριν, 9-13 Δεκεμβρίου συμβαίνει ο σφαγιασμός των 1.101 ατόμων στα Καλάβρυτα, μεταξύ των οποίων ακόμη και παιδιά κάτω των 14 ετών και 21 Μοναχών του Μεγάλου Σπηλαίου. Ακολουθεί η εκατόμβη της Πρωτομαγιάς στην Καισαριανή, της οποίας έπεσαν θύματα σχεδόν όλοι οι επιζώντες ακροναυπλιώτες κομμουνιστές και ο αφανισμός του Διστόμου, στις 10 Ιουνίου 1944. Στον αντίποδα της θηριωδίας των κατακτητών, τον Αύγουστο του 1944, ιδρύεται στην Καστανιά, παρουσία των Σ Σαράφη και Κ Δεσποτόπουλου, η ενιαία Αντιφασιστική Επιτροπή ως Μετωπική Οργάνωση των Γερμανών, ανεξαρτήτως πολιτικών ταυτίσεων. Τα μέλη της προέρχονταν κυρίως από τα Πειθαρχικά Τάγματα 999, που από την άνοιξη του 1943 άρχισαν να σταθμεύουν στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1944 είχαν αυτομολήσει περισσότεροι από 600 Γερμανοί αντιφασίστες στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Ένας εξίσου σημαντικός αριθμός δρούσε μέσα από τις γραμμές του Γερμανικού Στρατού, προσφέροντας πληροφόρηση, υλικό στην Αντίσταση και αποτρέποντας καταστροφές, όπου ήταν δυνατό. Αρκετοί από αυτούς εκτελέστηκαν από τους συμπατριώτες τους. (Erik Eberhard, Indymedia, Γερμανοί αντιφασίστες στις τάξεις του ΕΛΑΣ). Παράλληλα ολοκληρώνονταν η μεταφορά σχεδόν του συνόλου του Εβραϊκού πληθυσμού. Από το διωγμό διασώθηκε μόνο ένας περιορισμένος αριθμός, περί το 19%, Ισραηλιτών Ελλήνων. Πάνω από 69.500 χιλιάδες χάθηκαν στα κρεματόρια. (Martin Gilbert. Atlas of the Holocaust 1988) Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες (Ουγγαρία, Ολλανδία) με τα υψηλότερα ποσοστά (81%) εξόντωσης του Εβραϊκού πληθυσμού της. Πέρα από τις περιορισμένης κλίμακας μεμονωμένες ενέργειες Ελλήνων να προστατέψουν τους αλλόθρησκους συμπολίτες τους, όπως για παράδειγμα η στάση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και η περίπτωση της Ζακύνθου, η επίσημη στάση των Κατοχικών Κυβερνήσεων μπορεί να συνοψιστεί στην απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών σύμφωνα με την οποία όποιος κατέδιδε Εβραίους επί Κατοχής αμειβόταν με το 10% της περιουσίας του καταδιδόμενου (Athens Review of Books, Φεβρουάριος 2013, Ρένα Μόλχο) Αντίθετα στη Δανία, αν και αρχικά υποδειγματικό προτεκτοράτο του Γ΄ Ράιχ, η αρνητική στάση του Λαού και οι παρεμβάσεις της Κυβέρνησης στους διώκτες, συνέβαλαν αποφασιστικά στο γεγονός ότι στη συγκεκριμένη χώρα παρατηρήθηκε το μακράν χαμηλότερο ποσοστό (10%) μεταφοράς Εβραίων στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης. Επιστρέφοντας ο Γ Παπανδρέου στο Κάϊρο στις 21 Μαΐου 1944 υπέβαλε την παραίτησή του στο Βασιλιά Γεώργιο Β’. Εκείνος του ανέθεσε αμέσως την εντολή σχηματισμού νέας Κυβέρνησης, σύμφωνα με τους όρους του Εθνικού Συμβολαίου του Λιβάνου. Παρά την αμφισβήτηση της νομιμότητας της ενέργειας του Βασιλιά, κυρίως από το Σ Βενιζέλο, ο Γ Παπανδρέου προχώρησε στη συγκρότηση Υπουργικού Συμβουλίου. Στις 24 ορκίστηκε το πρώτο ολιγομελές κλιμάκιο με τον ίδιο ως Πρωθυπουργό και Υπουργό των Εξωτερικών. Τρείς μέρες αργότερα διεύρυνε τη σύνθεση και ο ίδιος αναλάμβανε και το Υπουργείο των Στρατιωτικών. Τα Υπουργεία Οικονομίας, Οικονομικών, Συγκοινωνίας και Εργασίας προορίστηκαν για τους Αντιπροσώπους ΠΕΕΑ, ΕΑΜ, ΚΚΕ. Η Ηγεσίες του Εθνικού Συμβουλίου ΠΕΕΑ και ΚΚΕ στην Ελλάδα διεμήνυσαν ότι δεν συμφωνούσαν, ούτε με τους όρους της Συμφωνίας του Λιβάνου, ούτε με τη συμμετοχή στην Κυβέρνηση. Άρχιζε η μοιραία πολιτική διελκυστίνδα, που θα αφαιρούσε από την Ηγεσία της Αριστεράς την αξιοπιστία της και θα απειλούσε σοβαρά την ενότητά της. Ο Σ Σαράφης επιστρέφει στην Ελλάδα για να εξηγήσει την κατάσταση. Μετά από λίγο ακολουθεί ο Μ Πορφυρογένης. Οι Α Αγγελόπουλος και Ν Ασκούτσης ελπίζουν σε γεφύρωση του χάσματος. Στην Ελλάδα επιστρέφει και ο Π Ρούσος, θεωρώντας την άρνηση της συμμετοχής ως πολιτική καταστροφή. Στις 15 Ιουνίου ο Γ Παπανδρέου δηλώνει προς τους εαμικούς αντιπροσώπους ότι θα περιμένει λίγες ημέρες ακόμα την προσέλευσή τους και εάν εμείνουν στην άρνησή τους, θα προβεί σε ραδιοφωνική δήλωση προς τον ελληνικό λαό προκειμένου το Έθνος ‘να γνωρίζει ποίος έπταισε’. Στις 28 Ιουνίου, σαράντα ημέρες μετά τη συνομολόγηση του ‘Εθνικού Συμβολαίου’, στο Συνέδριο του Λιβάνου, ο Γ. Παπανδρέου, μη έχοντας λάβει απάντηση από τους εαμικούς, προβαίνει σε ραδιοφωνικό μήνυμα προς τον ελληνικό λαό κατηγορώντας τους ευθέως και θέτοντάς τους προ των ευθυνών τους ενώπιον του Έθνους, όπως υποστηρίζει. Λίγες μέρες αργότερα, στις 2 Ιουλίου τηλεγραφεί στη Βρετανική Κυβέρνηση, υποστηρίζοντας την ανάγκη παρουσίας βρετανικών στρατευμάτων κατά την απελευθέρωση της Ελλάδας με σκοπό την αποτροπή του ορατού κινδύνου Ελληνικού Εμφυλίου. Στις 7 Ιουλίου οι Μ Πορφυρογένης και Σ Σαράφης τηλεγραφούν από τα βουνά καταγγέλλοντας την Κυβέρνηση Γ Παπανδρέου ότι παραβίαζε τη Συμφωνία του Λιβάνου. Σε άλλο τηλεγράφημα οι Μπακιρτζής, Σιάντος και Χατζήμπεης, θέτουν νέους όρους για την είσοδο της ΠΕΕΑ στην Κυβέρνηση, ουσιαστικά προτείνοντας νέο πρωτόκολλο για το ‘Εθνικόν Συμβόλαιον’ του Λιβάνου. Ο Γ. Παπανδρέου απορρίπτει τους νέους όρους (τα γνωστά έξι σημεία) και τους καταγγέλλει με ραδιοφωνική αναγγελία του στον Ελληνικό Λαό. Η κρίση οξύνεται. Στις 13 Ιουλίου αναχωρεί για Ελλάδα και ο Α Σβώλος. Οι διχογνωμίες παραλύουν την Αριστερά. Ο Άρης προκρίνει δυναμικές λύσεις. Ο Σιάντος προτιμά πολιτική διείσδυση. Ο Σβώλος επιδιώκει συνδιαλλαγή. Στις 26 Ιουλίου πέφτει με αλεξίπτωτα στα ελεύθερα βουνά ομάδα 8 Ρώσων, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Γκριγκόρι Ποπώφ. Στις 29 Ιουλίου το Εθνικό Συμβούλιο της ΠΕΕΑ τηλεγραφεί στο Κάϊρο την αποδοχή συμμετοχής στη κυβέρνηση, όχι όμως υπό τον Γ Παπανδρέου. Στις 2 Αυγούστου ο Γ Παπανδρέου δηλώνει την πρόθεση του να παραιτηθεί. Ο θεατρινισμός της δήθεν ευθιξίας αποκαλύπτεται όταν στις 6 Αυγούστου ο Τσώρτσιλ προβάλλει veto ‘αναγκάζοντας’ τον Πρωθυπουργό να παραμείνει στη θέση του. Η Ελληνική Πολιτική Οπερέτα της περιόδου δεν έχει ούτε όμοιο, ούτε προηγούμενο σε άλλη χώρα. Στις 8 Αυγούστου τα μέλη της Ελληνικής Κυβέρνησης ενημερώνουν την ΠΕΕΑ για την ανάγκη συμμόρφωσης με την Αγγλική άποψη. Την ίδια ημέρα ο Δ Παρτσαλίδης αντικαθιστά τον Θ Χατζή στην ηγεσία του ΕΑΜ. Περί τα μέσα Αυγούστου ο Γ Σιάντος συναντά τον Τίτο στην Ιταλία και στη συνέχεια επισκέπτεται τον Γ Παπανδρέου, ο οποίος στις 21 του μήνα, προσποιούμενος τον ασθενή φτάνει στη Ρώμη, όπου συναντά τον Τσώρτσιλ. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός παροτρύνει τον Έλληνα ‘ομόλογό’ του να μεταφέρει την έδρα της Ελληνικής Κυβέρνησης στην Ιταλία ‘μακράν της δηλητηριώδους ατμόσφαιρας των δολοπλοκιών του Καΐρου’. Εκείνο όμως που στην ουσία ανησυχούσε τον Τσώρτσιλ ήταν οι φιλοεαμικές διαθέσεις της Ελληνικής Παροικίας της Αιγύπτου. Ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ επισκέπτεται τον Γ Παπανδρέου και δηλώνει, ότι η ΠΕΕΑ θα διαλύονταν υπό τον όρο της συμμετοχής έξι αντιπροσώπων της στην Κυβέρνηση. Στο μεταξύ είχε πραγματοποιηθεί και η τριήμερη συνάντηση της ομάδας των Ρώσων με την κομουνιστική ηγεσία. Η επικράτηση του Τσώρτσιλ μέσω του αντιπροσώπου του Γ Παπανδρέου στα πολιτικά πράγματα της χώρας είναι πλήρης. Τη νύχτα της 29 Αυγούστου βρετανικό αεροπλάνο παραλαμβάνει τους αντιπροσώπους ΕΑΜ και ΠΕΕΑ και στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ορκίζονται ως Υπουργοί οι: Α Σβώλος Οικονομικών, Α Αγγελόπουλος Υφυπουργός Οικονομικών, Ι Ζέβγος Γεωργίας, Μ Πορφυρογένης Εργασίας, Η Τσιριμώκος Εθνικής Οικονομίας και ο Ν Ασκούτσης Δημοσίων Έργων. Ο καισαροπαπισμός του Γ Παπανδρέου, που συμπεριφέρεται απροκάλυπτα ως Βρετανός Ανθύπατος, προκαλεί την παραίτηση τριών διακεκριμένων φιλελεύθερων πολιτικών: του Σ Βενιζέλου, του Κ Ρέντη και του Α Μυλωνά. Στις 4 Σεπτεμβρίου σε επιστολή του Κ Ρέντη προς τον Αρχηγό του ΕΔΕΣ, Ν Ζέρβα, υποστήριζαν ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν ήταν παρά η προσωπική Κυβέρνηση του Γ Παπανδρέου, ότι ήθελε να χρισθεί Αντιβασιλέας και να παρατείνει τη θητεία του και μετά την απελευθέρωση, παρά τη ρητή δέσμευσή να διεξάγει αμέσως εκλογές. Τον κατηγορούσαν ότι ψεύδονταν ακόμη και στον ίδιο τον Αντιπρόεδρό του, Σ Βενιζέλο, όπως για το θέμα των συνομιλιών στην Ιταλία και εν τέλει ότι ‘η θέσις του τον εζάλισε και νομίζει και αυτός με την σειράν του ότι θα γίνει δικτάτωρ’. Επίσης αντιτίθεντο στην απόφαση μεταφοράς της έδρας της Κυβέρνησης στην Ιταλία. (Η επιστολή στο βιβλίο του Κ Πυρομάγλου, Καρτάλης, Σελ 373) Κατά τη διάρκεια των γεγονότων αυτών τα προερχόμενα από την Αριστερά μέλη της Κυβέρνησης σιωπούσαν πειθαρχώντας. Αδιαφορώντας ο Πρωθυπουργός τους αντικατέστησε με τρείς προσωπικότητες του Λαϊκού Κόμματος, επισφραγίζοντας την πολιτική του απομόνωση. Σύμφωνα με τον Ι Ιατρίδη: ‘Ακόμη και με το ΕΑΜ στην Κυβέρνηση, η αποξένωσή του από την Αριστερά ήταν πλέον ένα τετελεσμένο γεγονός. Έχοντας αναπτύξει ανταγωνιστικές σχάσεις με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, που θα μπορούσαν να ήταν οι κύριοι σύμμαχοί του στο Κέντρο, ο Γ Παπανδρέου είχε ουσιαστικά απομείνει ολομόναχος. Η ευκαιριακή συμπόρευσή του με τους αριθμητικά πολύ ασθενέστερους Λαϊκούς δεν επρόκειτο να οδηγήσει παρά σε καιροσκοπικές διευθετήσεις.’ Πίστευε ότι οι ευλογίες της Βρετανικής Κυβέρνησης, οι ικανότητές του και οι έπαινοι ως ‘απελευθερωτή’ της χώρας, θα αναπλήρωναν την απουσία οργανωμένης υποστήριξης από τα κόμματα. Όσο βρίσκονταν στην Ιταλία οι Έλληνες συνεργάζονταν στενά με τον Χάρολντ ΜακΜίλαν, Ύπατο Αρμοστή της Συμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου και Υπουργό στο Στρατηγείο των Συμμαχικών Δυνάμεων της Μεσογείου. Βασική φροντίδα του παρέμενε η βιωσιμότητα της Ελληνικής Κυβέρνησης, η αποφυγή της διχόνοιας και, καθώς πλησίαζε η μέρα της απελευθέρωσης, η ενίσχυση του ελέγχου της επί των αντιστασιακών οργανώσεων. Στο πνεύμα αυτό συγκάλεσε διάσκεψη στην Καζέρτα, μια κωμόπολη των 2.500 κατοίκων στη Νότια Ιταλία για τις 26 Σεπτεμβρίου. Συμμετείχαν ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου, (AFHQ), Σερ Χένρι Μέτλαντ Ουίλσον, ο Άγγλος Στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι με τον Επιτελάρχη του και άλλοι Βρετανοί πολιτικοί και στρατιωτικοί με τα μέλη της ‘ελεύθερης’ ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας και με τους στρατιωτικούς ηγέτες των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων. Ο ΕΛΑΣ εκπροσωπήθηκε από τον Σ Σαράφη με νομικό σύμβουλο τον Κ Δεσποτόπουλο. Εκ μέρους του ΕΔΕΣ παρέστη ο Ν Ζέρβας. Στις βασικές διατάξεις της Συμφωνίας αποφασίζονταν ότι όλες οι ανταρτικές δυνάμεις, που δρούσαν στην Ελλάδα, θα υπάγονταν στις διαταγές της Ελληνικής Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, η οποία στη συνέχεια θα τις έθετε υπό τις διαταγές του στρατηγού Ρ Σκόμπι, που θα ηγούνταν των βρετανικών απελευθερωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Οι στρατιωτικοί ηγέτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ αναλάμβαναν την υποχρέωση να απαγορεύσουν στις ανταρτικές μονάδες οποιαδήποτε δράση που θα απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας. Συγκεκριμένα για την Αθήνα, αναφερόταν ότι ‘ουδεμία ενέργεια θα αναληφθεί εκτός υπό τας αμέσους διαταγάς του στρατηγού Ρ Σκόμπι’. Με την ίδια συμφωνία, τα Τάγματα Ασφαλείας χαρακτηρίζονταν όργανα του εχθρού και θα αντιμετωπίζονταν ως τέτοια, αν δεν παραδίδονταν σύμφωνα με τις διαταγές του Ρ Σκόμπι. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κείμενο της Συμφωνίας, πριν την υπογραφή, περιλαμβανόταν παράγραφος, που αναφέρονταν στις αρμοδιότητες του Στρατηγού Ρ Σκόμπι και με μια επίμαχη φράση όριζε ότι στα καθήκοντά περιλαμβάνονταν και η επιβολή του νόμου και της τάξης. Ο Υπουργός Α Σβώλος ζήτησε ν’ απαλειφθεί ο σχετικός όρος με το σκεπτικό ότι η αρμοδιότητα αυτή ανήκε στην Ελληνική Κυβέρνηση. Όταν το αίτημα αυτό έγινε αποδεκτό από τον Αρχιστράτηγο Μ Ουίλσον, οι Γ Παπανδρέου και Θ Τσάτσος προσπάθησαν αντί της απάλειψης να βρουν άλλη διατύπωση προκειμένου να μην επηρεαστεί η ουσία του θέματος. Τελικά ο Αρχιστράτηγος προχώρησε στη διαγραφή όλου του άρθρου. Σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό H Richter: ‘Με την υπογραφή της Συμφωνίας της Καζέρτα η ηγεσία ΕΑΜ και ΚΚΕ, προωθούσε ουσιαστικά την αποκατάσταση του προπολεμικού ολιγαρχικού καθεστώτος της χώρας. Η Καζέρτα ήταν η παγίδα στην οποία οι Άγγλοι και ο Γ Παπανδρέου οδηγούσανε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ’ Στην Ιστορία του ΚΚΕ ο Α Salerno γράφει: ‘Η Συμφωνία της Καζέρτα στάθηκε ο Λίβανος των Στρατιωτικών’. Από την πλευρά τους τα αστικά κόμματα εγκατέλειψαν, προσωρινά, τα Τάγματα Ασφαλείας για να κερδίσουν τη σύμπραξη του ΕΛΑΣ.

Μελιγαλάς - Απελευθέρωση

Την ίδια περίοδο συνέβαιναν γεγονότα στο Μοριά, των οποίων η φορά και η δυναμική κινούνταν εκτός των πλαισίων, που έθεταν οι Κυβερνητικές Συμφωνίες και οι στρατιωτικές εξελίξεις. Τα εννέα Τάγματα Ασφαλείας στην Πελοπόννησο αριθμούσαν περί του 5.000 άντρες, αφοσιωμένους στις δυνάμεις κατοχής και αφιερωμένους στον αντικομουνιστικό αγώνα. Ήταν γνωστό ο ήθος και η δράση των Τηλέμαχου Βρεττάκου στη Μάνη και του Νικόλαου Κουρκουλάκου στην Αχαΐα, ο οποίος είχε κρεμάσει στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας διαπρεπείς Αντιστασιακούς. Όταν τον Απρίλιο του 1944 ένας λόχος του ΕΛΑΣ εξόντωσε μια φάλαγγα Γερμανών, συμπεριλαμβανομένου και του Στρατιωτικού Διοικητή Πελοποννήσου, για το θάνατο του οποίου εκτελέστηκαν οι 200 της Καισαριανής, ο κατοχικός τύπος της ίδιας ημέρας ανέφερε: ‘υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομουνιστάς’. Ο Επικεφαλής τους, Συνταγματάρχης Διονύσιος Παπαδόγγονας, ήδη από τις 20 Ιουλίου 1943 είχε υπογράψει στην Καλαμάτα σύμφωνο συνεργασίας με τον Ιταλό Διοικητή Ντάριο Ντομένικο ‘με αποκλειστικόν σκοπόν να διαλύση τας κομουνιστικάς οργανώσεις’. Ένα χρόνο αργότερα τηλεγραφούσε τα συγχαρητήρια του στον Χίτλερ για τη διάσωσή του και ελάμβανε τις ευχαριστίες του ίδιου και του Αρχηγού των SS Χίμλερ. Όταν ένα μήνα αργότερα, στις 26 Αυγούστου 1944, εκδίδονταν η διαταγή αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα, οι συνεργάτες των κατακτητών και οι οργανώσεις τους βρίσκονταν βαθμηδόν σε θέση πολιορκημένων, καθώς η εγκληματική δράση τους δεν περιορίζονταν μόνο στα προαναφερθέντα. Οι Γερμανικές δυνάμεις αποχωρούν από την Καλαμάτα στις 5 Σεπτεμβρίου αφήνοντας τη Χωροφυλακή ως μόνη επίσημη ένοπλη εξουσία στην πόλη. Μετά την απόρριψη της πρότασης του Στρατιωτικού Αρχηγού του ΕΛΑΣ, Σ Σαράφη, ο οποίος πλέον ενεργεί επίσημα ως τμήμα των Συμμαχικών Δυνάμεων, να παραδώσουν οι ταγματασφαλίτες τον οπλισμό τους, αρχίζει η επίθεση του ΕΛΑΣ στις 9 Σεπτεμβρίου με σκοπό την Απελευθέρωση της Καλαμάτας. Περί τους 100-120 ταγματασφαλίτες υπό τη διοίκηση του Ανθυπολοχαγού Νίκου Θεοφάνους και του Νομάρχη Μεσσηνίας Δημήτριου Περρωτή καταφεύγουν στο Μελιγαλά, όπου βρισκόταν εγκατεστημένη ισχυρή δύναμη 800 ταγματασφαλιτών. Από την άνοιξη του 1944, ο Μελιγαλάς ήταν έδρα του 3ου Τάγματος Ασφαλείας Καλαμών-Μελιγαλά, που είχε συγκροτηθεί με σκοπό την τρομοκράτηση της βάσης του ΕΑΜ στην περιοχή. Πολλά σπίτια είχαν πυρποληθεί στην περιοχή της Καλαμάτας κατά τη διάρκεια της κατοχής και περίπου 1.500 άτομα είχαν εκτελεστεί. Οι τελευταίες πράξεις βίας των ταγματασφαλιτών είχαν πραγματοποιηθεί λίγες βδομάδες νωρίτερα. Αγνοήθηκε επίσης και η εντολή του Ρ Σκόμπι, μέσω του υφισταμένου του στην Αθήνα, Αντιστράτηγου Σπηλιωτόπουλου, να λιποτακτήσουν ή να παραδοθούν και να κρατηθούν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Στο κενό έπεσε και η προσπάθεια του Αρχιμανδρίτη Ιωήλ Γιαννακόπουλου, που μαζί με δύο Βρετανούς Αξιωματικούς μετέφεραν πρόταση για παράδοση και μεταφορά τους σε ασφαλές στρατόπεδο μέχρι την άφιξη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Την ίδια κατάληξη είχαν και οι εκκλήσεις συγγενών των πολιορκημένων που είχαν φτάσει στο Μελιγαλά από την περιοχή. Την επιχείρηση ανέλαβαν περίπου 1.200 μαχητές του 8ου και 9ου Συντάγματος της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, υπό τον Αρχικαπετάνιο Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος τη συγκεκριμένη περίοδο είχε μετακινηθεί στην Πελοπόννησο. Η επίθεση εκδηλώθηκε το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου και διήρκεσε τρείς μέρες. Έληξε με την ήττα των αμυνόμενων. Ακολούθησε εισβολή αμάχων στο Μελιγαλά και ανεξέλεγκτη λεηλασία και σφαγή. Το πρώτο αυτό εκδικητικό κύμα ακολούθησαν εκτελέσεις με οργανωμένο τρόπο. Στην πόλη οργανώθηκε ανταρτοδικείο με επικεφαλής τους δικηγόρους Βασίλη Μπράβο και Γιάννη Καραμούζη, πριν προλάβει να δράσει η τριμελής επιτροπή που είχε σχηματίσει η Κ Ε του ΕΑΜ και απαρτίζονταν από το Μητροπολίτη Ηλείας Αντώνιο, τον Συνταγματάρχη Πετροπουλάκη και το δικηγόρο Ι Βουρνά. Το ανταρτοδικείο καταδίκασε με συνοπτικές διαδικασίες, πέρα από τους περίπου 60 επικεφαλής των Τ Α, και πολλούς άλλους ίσως και εκδικητικά, στη βάση προσωπικών κινήτρων. Οι εκτελέσεις έγιναν στην ‘πηγάδα’, ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι έξω από το Μελιγαλά. Στις 17 Σεπτεμβρίου ο Νομάρχης Μεσσηνίας και άλλοι Αξιωματούχοι οδηγήθηκαν στην Καλαμάτα. Στην κεντρική πλατεία της πόλης το εξαγριωμένο πλήθος έσπασε τις γραμμές της ελασίτικης πολιτοφυλακής και οι αιχμάλωτοι λιντσαρίστηκαν. Δώδεκα κρεμάστηκαν από τους φανοστάτες.(M Mazower, Π Μούτουλας) Ο Δ Παπαδόγγονας είχε περικυκλωθεί στην Τρίπολη από τις δυνάμεις του Άρη Βελουχιώτη. Με παρέμβαση και του Π Κανελλόπουλου του ζητήθηκε να σταματήσει κάθε δραστηριότητα και ο ίδιος και οι ομάδες του να παραδοθούν. Ο Δ Παπαδόγγονας ακολούθησε την εντολή και με κάποιες ομάδες του φέροντας ελάχιστο ελαφρύ οπλισμό διαπεραιώθηκε αρχικά στις Σπέτσες και από εκεί στο Στρατόπεδο στο Γουδί. Κατά την παράδοσή του δήλωσε πικρά: ‘εύχομαι να φθάση η ημέρα της απολογίας μου δια να δηλώσω τις πταίει και πόσον κατεπατήθη ο έντιμος στρατιώτης Παπαδόγκωνας. Εξ όλων των σημείων, τολμώ να το είπω, από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους Αθηνών, Καΐρου και περί τον Βασιλέα, είχομεν συνεχώς την ενθάρρυνσιν ότι η αποστολή μας είναι πατριωτική, να προβαίνωμεν αδιστάκτως εις την εκτέλεσιν υψίστου πατριωτικού έργου εναντίον της απειλής του κομουνισμού. Δεν μπορώ αυτήν την στιγμήν να αναφέρω και το όνομα του ατόμου, το οποίον υπήρξε σύνδεσμός μας. Κατά την στιγμήν της δίκης μου θα μιλήσω ανοικτά δια να μάθη ο κόσμος την αλήθειαν’ Δεν πρόλαβε. Τις ημέρες των δεκεμβριανών συγκρούσεων κατά την επίθεση του ΕΛΑΣ στις φυλακές Αβέρωφ, όπου κρατούνταν οι δωσίλογοι, σκοτώθηκε από μια σφαίρα, άγνωστο από ποιο όπλο. (Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος Γ΄ Σελ 418) Οι υπόλοιπες ομάδες των Τ Α παραδόθηκαν αμαχητί, αφοπλίστηκαν και εγκλείστηκαν σε Στρατόπεδα, κυρίως των Αθηνών, χωρίς να σημειωθούν άλλες περιπτώσεις αυτοδικίας. Αμέσως μετά την απροσδόκητη επιτυχία της Συμφωνίας της Καζέρτας και με επικείμενη την Απελευθέρωση της Χώρας, ο Γ Παπανδρέου τηλεγραφούσε στα τέλη Σεπτεμβρίου 1944 στον Τσώρτσιλ: ‘Αι εκκενούμεναι υπό των Γερμανών περιοχαί καταλαμβάνονται υπό του ΕΑΜ. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και έως τας Τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατόν να μεταβάλη την κατάστασιν’. Επιπρόσθετα διαβεβαίωνε τον Τομεάρχη του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, υπεύθυνου για την περιοχή της Βαλκανικής, Χάρολντ ΜακΜίλαν, σύμβουλο στην Ελληνική Κυβέρνηση ότι: ‘οι κομμουνισταί θα παρενέβαιναν και θα ωχυρούντο τόσον καλώς εις τας θέσεις των, ώστε να μην είναι δυνατή η εκδίωξής των αργότερα.’ Οι διαρκείς οχλήσεις του Γ Παπανδρέου για την αποστολή ‘εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων’ με στόχο τη σάρωση του Λαϊκού Κινήματος και απώτερο σκοπό την εδραίωσή του στην εξουσία, διακινδυνεύοντας ακόμη και εμφύλια σύρραξη, αδιαφορώντας επίσης για τις στρατιωτικές ανάγκες στα θέατρα των μαχών εκτός Ελλάδος, προκάλεσαν την αγανάκτηση των Άγγλων προστατών του. Ο ΜακΜίλαν διεμήνυσε στον Στρατηγό Σκόμπι να επισημάνει στον Γ Παπανδρέου και τους συναδέλφους του, ότι: ‘οι Βρετανοί δεν ήσαν διατεθειμένοι να μεταβληθούν εις όργανα της δεξιάς αντιδράσεως ανά την Ελλάδα’ και ακόμη ότι ‘δεν επιθυμούμεν να αρχίσωμεν ένα τρίτο παγκόσμιο πόλεμο κατά της Ρωσίας, προτού τελειώσωμεν τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον εναντίον της Γερμανίας και βεβαίως δια να ευχαριστήσωμεν τον κ. Παπανδρέου’(ΜακΜίλαν Σελ 515 - Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα) Την ίδια περίοδο οι κατακτητές προετοίμαζαν την αποχώρησή τους και από την Αθήνα, ενώ ένας περιορισμένος αριθμός Βρετανών Αλεξιπτωτιστών υπό τον Ταξίαρχο Τζέλλικο (Jellicoe) και την κάλυψη του ΕΛΑΣ αποβιβάζονταν στην περιοχή Πατρών. Αφού κατέλαβαν το αεροδρόμιο Αράξου, στις 3 Οκτωβρίου εισήλθαν στην Πάτρα και δέχτηκαν την παράδοση των εκεί Ταγμάτων Ασφαλείας. Στις 7 του μηνός ένα απόσπασμα τους έφτασε στην Κόρινθο και μια ομάδα τους διαπεραιώθηκε στη Σαλαμίνα και τον Πειραιά. Στα Μέγαρα οι Γερμανοί αντιστέκονταν ακόμη. Με τη σύμπτυξή τους οι κατοχικές δυνάμεις είχαν σχεδιάσει ένα εκτεταμένο κύμα καταστροφών σε υποδομές και παραγωγικές εγκαταστάσεις του Λεκανοπεδίου, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να σβήσουν και όσα από τα ίχνη τους μπορούσαν με εκτελέσεις στην οδό Μέρλιν κάποιων στενών συνεργατών τους, κυρίως διερμηνέων. Η πλέον επικίνδυνη από τις σχεδιασμένες εκδικητικές δολιοφθορές ήταν η παγίδευση με 80 τόνους εκρηκτικών του φράγματος του Μαραθώνα, το οποίο απειλούσαν να τινάξουν, αν δέχονταν επίθεση του ΕΛΑΣ. Η καταστροφή αποτράπηκε με τις παρεμβάσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, ο οποίος αν και είχε ανέλθει στον Αρχιερατικό Θρόνο με τη βοήθεια των Γερμανών, ο λόγος του είχε απήχηση στην Αριστερά, λόγω των διώξεων που είχε υποστεί από το δικτατορικό καθεστώς Ι Μεταξά. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ αποδέχτηκε τη μεσολάβηση του Ιεράρχη, όπως και ο σχετικά μετριοπαθής Γερμανός Φρούραρχος Αθηνών, Στρατηγός X Φέλμυ (Hellmuth Felmy), ο οποίος ματαίωσε την καταστροφή. Το εργοστάσιο ηλεκτρικού στον Πειραιά σώθηκε από το 1ο Τάγμα του ΕΛΑΣ, που σε ολοήμερη μάχη σώμα με σώμα απέτρεψε την καταστροφή μετρώντας 9 νεκρούς αντάρτες. Οι Γερμανικές απώλειες έφτασαν στους 77 νεκρούς. Ωστόσο η βαρβαρότητα κατά αμάχων συνεχίζονταν. Στις 2 Οκτωβρίου, δηλαδή 10 μέρες πριν την αποχώρησή τους εκτελούν στον Υμηττό 25 πατριώτες, ανάμεσά τους και τη Λέλα Καραγιάννη και άλλους 9 στο Κατσιπόδι. Τα τρία τελευταία θύματα τους υπήρξαν οι επονίτες Αγαλιώτης, Φραγκόπουλος και Καλαμπόκας. Ήταν από αυτούς που αφαιρούσαν τους πυροκροτητές από τα εκρηκτικά με τα οποία είχαν ξεκινήσει να καταστρέφουν τις βιομηχανικές μονάδες οι Γερμανοί. Από τις εκτελέσεις εξαιρέθηκαν οι αστοί πολιτικοί, Θ Σοφούλης, Γ Καφαντάρης και Σ Γονατάς, που ήταν έγκλειστοι στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Εικάζεται ότι διαφυλάχτηκαν από τους Βρετανούς, μέσω των ενεργειών του περιβόητου Πράκτορά τους Μακάσκι, ο οποίος δύο φορές συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο και ‘κατόρθωσε’ να αποδράσει και τις δύο. Συμμετοχή στη διάσωσή τους φέρεται να είχε και ο Αρχηγός της Αστυνομίας Α Έβερτ. Το λιμάνι του Πειραιά δεν μπόρεσε να το σώσει κανείς. Την τελευταία μέρα της εκκένωσης οι Γερμανοί τίναξαν ένα σημαντικό μέρος στον αέρα. Την 12η Οκτωβρίου, στις 8 το πρωί, ο Στρατηγός Χ Φέλμυ κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, στις 9.15΄ η Φρουρά της Ακροπόλεως υπέστειλε τη Σβάστικα και οι Γερμανικές Δυνάμεις εγκατέλειψαν το Κέντρο της Πρωτεύουσας. Οι συνοικίες ουσιαστικά είχαν απελευθερωθεί σχεδόν ένα μήνα πριν. Δύο ημέρες αργότερα η Βρετανική Αποβατική Δύναμη, υπό τον Ταξίαρχο Τζέλλικο, αποτελούμενη από μια θωρακισμένη Ταξιαρχία και μια Ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών παρέλαυνε στους δρόμους της Αθήνας επευφημούμενη. Στις 15 Οκτωβρίου η Κυβέρνηση του Γ Παπανδρέου αναχωρεί από τον Τάραντα με καναδικό πλοίο, συνοδευόμενο από βρετανικά πολεμικά, καταπλέει στον Πόρο και στις 17 του μήνα επιβαίνει στο Αβέρωφ. Για προληπτικούς λόγους η απελευθέρωση καθυστερεί μία ημέρα. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε Τρίτη. Το πρωί της 18ης το Αβέρωφ μεθορμίζεται στον Άγιο Γεώργιο Πειραιά. Ο Γ Παπανδρέου, η Κυβέρνηση, ο Στρατηγός Ρ Σκόμπι και ο Βρετανός Πρέσβης Ρ Λήπερ, ενημερωμένοι από τα Μέλη της Επιτροπής Αθηνών (Θ Τσάτσος, Ι Ζέβγος, Φ Μανουηλίδης) για τις συνθήκες που επικρατούν, οδεύουν προς την Πρωτεύουσα. Ολοκληρώνεται η επιχείρηση ‘Μάννα’, όπως είχε ονομαστεί η επιστροφή της Ελληνικής Κυβέρνησης στην Αθήνα. Η υποδοχή είναι ενθουσιώδης, οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν. Στο Θησείο οι ‘ελευθερωτές’ αποθεώνονται. Ο Γ Παπανδρέου και ο Ρ Σκόμπι επιθεωρούν τιμητικό άγημα, που αποτελείται από 50 Βρετανούς Αλεξιπτωτιστές, 50 Ελασίτες και 50 Ιερολοχίτες. Μπροστά στον Παρθενώνα Ελληνοπούλες με εθνικές ενδυμασίες παραδίδουν στον Πρωθυπουργό την Ελληνική Σημαία, η οποία τρεισήμισι χρόνια μετά θα κυματίσει πάλι στον Ιερό Βράχο. Στην είσοδο του Μητροπολιτικού Ναού τους υποδέχεται ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και ακολούθως ο Γ Παπανδρέου εκφωνεί τον περίφημο πανηγυρικό του από τον εξώστη του Υπουργείου Συγκοινωνιών στο Σύνταγμα. Αναφέρθηκε στη Β Ήπειρο και τα Δωδεκάνησα, όχι όμως και στην Κύπρο, η οποία τελούσε υπό Βρετανική Κατοχή. Μίλησε για εκκαθάριση της Αστυνομίας και αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής. Το ακροατήριο ικανοποιήθηκε από τη δέσμευση για τιμωρία όσων επωφελήθηκαν από τον πόλεμο. Ανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος και προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη Συντακτικής Βουλής. Έκανε αναφορά στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όχι όμως και στα Εργατικά Συνδικάτα. Κι όταν το ακροατήριο επέμενε στο σύνθημα ‘Λαοκρατία και όχι Βασιλεία’ δεν δίστασε να δηλώσει: ‘Πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν’ εξεγείροντας τους Αριστερούς. Ωστόσο στις παρελάσεις που ακολουθούν αγνοήθηκαν παντελώς οι αντιστασιακές οργανώσεις. Τις ημέρες των εορτασμών οι Βρετανοί αρχίζουν τις εργασίες αποκατάστασης του Λιμένος Πειραιώς και των κύριων γεφυρών στην πόλη της Αθήνας. Παράλληλα επιβλέπουν τη διανομή των εφοδίων της γνωστής UNRA (Υπηρεσία Περιθάλψεως και Ανορθώσεως των Ηνωμένων Εθνών), τα οποία σύμφωνα με τον Βρετανό Υπουργό των Εξωτερικών Ήντεν καταφθάνουν στον Πειραιά με ρυθμό 1,4 χιλ τόνων την ημέρα, συμπεριλαμβανομένου και του στρατιωτικού εξοπλισμού. Οι υπερβολές στους πανηγυρισμούς, ειδικά στις αριστοκρατικές συνοικίες των Αθηνών, επισύρουν την οργή του Βρετανού Πρέσβη, Ρ Λήπερ, ο οποίος αρχικά συστήνει στα μέλη των Βρετανικών Δυνάμεων να περιορίσουν τις εμφανίσεις τους σε παρόμοιες εκδηλώσεις. Υπενθυμίζει ότι στην Ελλάδα βρίσκονταν για δουλειά. Αργότερα αναγκάζεται να απαγορέψει τις δεξιώσεις με την αιτιολογία ότι οι καλοζωισμένοι Αστοί πρέπει να σταματήσουν επιτελούς να προκαλούν τον πεινασμένο Λαό. Ο υπερπληθωρισμός έχει φτάσει σε αστρονομικά μεγέθη: ένα ψωμί τιμάται 80 δισ δραχμές. Τη μεταβατική αυτή περίοδο εντείνεται η δράση της Εθνικής Πολιτοφυλακής, όπως είχε μετονομαστεί από την άνοιξη του 1944 η Ο.Π.Λ.Α. (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών). Η οργάνωση είχε ιδρυθεί το καλοκαίρι του 1943 από το ΕΑΜ για να επιτελεί αστυνομικά καθήκοντα, προστατεύοντας αντιστασιακούς από μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας, τα οποία, όπως είδαμε, είχαν συσταθεί το ίδιο διάστημα. Τώρα δεν διστάζει να καταδικάζει με συνοπτικές διαδικασίες. Ειδικά η ‘επιτυχής απόδραση’668 κρατούμενων δοσίλογων και κάποιων ποινικών τις ίδιες ημερομηνίες από διάφορες φυλακές, προκαλεί την ανεξέλεγκτη δράση της Εθνικής Πολιτοφυλακής, η οποία αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να συλλάβει τους δραπέτες. Εισβάλει σε κατοικίες, χωρίς εντάλματα πολλές φορές και συχνά εκτελεί επί τόπου. Εννοείται ότι υπό αυτές τις συνθήκες θανατώνονται και αθώοι, όπως επίσης και αριστεροί, (αρχειομαρξιστές, τροτσκιστές) που δεν ταυτίζονται με τις κομματικές κατευθύνσεις. (Ο αείμνηστος Ηλίας Πετρόπουλος, μέλος της ΕΠΟΝ την περίοδο της Κατοχής, αναφέρεται διεξοδικά στην Πτωματολογία του μεταξύ άλλων και στην εγκληματική δράση της ΟΠΛΑ στη Θεσσαλονίκη) Ωστόσο η τύχη των επιφανέστερων συνεργατών των κατακτητών, οι οποίοι έχουν συλληφθεί, δεν έχει ακόμη κριθεί. Γ Τσολάκογλου, Ι Ράλλης, Θ Πάγκαλος, ο Αρχηγός της Ειδικής Ασφάλειας Λάμπου, ο Αρχηγός των Τ Α Πλυτζανόπουλος τελούν υπό κράτηση. Ο Λογοθετόπουλος είχε διαφύγει στη Γερμανία. Ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί του, που είχαν παραιτηθεί πριν την αναχώρησή τους από την Ιταλία, έλαβαν εκ νέου εντολή από τον Γεώργιο Β΄ να σχηματίσουν Κυβέρνηση. Η νέα Κυβέρνηση ορκίστηκε στις 23 Οκτωβρίου. Κατά την προσφιλή τακτική του ο Γ Παπανδρέου εκτός του Πρωθυπουργικού θώκου κατέλαβε και τα Υπουργεία Εξωτερικών και Στρατιωτικών. Επί συνόλου 23 αρχικά χαρτοφυλακίων τα 14 διατέθηκαν στις προσωπικές προτιμήσεις του Γ Παπανδρέου, 6 στους Αριστερούς, 2 στους Φιλελεύθερους και 1 σε ανεξάρτητο. Το έργο που περίμενε την Κυβέρνηση ήταν τιτάνιο και συμπυκνώνονταν στη φράση ανασυγκρότηση εκ θεμελίων. Ειδικά στους Υπουργούς που προέρχονταν από την αντίσταση, είχαν ανατεθεί τα Υπουργεία του Οικονομικού κύκλου. Ο Α Σβώλος είχε αναλάβει το Υπουργείο των Οικονομικών και έβαλε ως πρωταρχικό του στόχο την νομισματική σταθερότητα. Εκτός από τις κατεστραμμένες υποδομές και τα πιεστικά προβλήματα επισιτισμού είχε να αντιμετωπίσει την απουσία εμπιστοσύνης στους κεντρικούς κρατικούς μηχανισμούς. Τα δάνεια του τραπεζικού συστήματος προς τους κατακτητές και οι δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες που είχαν καταστραφεί, έδιναν απλώς το μετρήσιμο μέγεθος της καταστροφής (Χατζηιωσήφ, τόμος Γ2 σ. 216). Το σημαντικότερο όμως ήταν η πλήρης ρήξη του κοινωνικού ιστού και η απότομη υλική και ηθική εκμηδένιση κοινωνικών ομάδων σε συνδυασμό με την εξίσου απότομη εισοδηματική άνοδο όσων επωφελήθηκαν. Αυτές οι ακραίες εισοδηματικές ανισότητες και οι κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις που επέφεραν, αναζωπύρωναν μίση και εντάσεις και συνέβαλαν στην δημιουργία ενός κλίματος ευνοϊκού για εμφύλια αντιπαράθεση. Οι Τράπεζες βρίσκονταν εκτός λειτουργίας, οι άστεγοι έφταναν τις 500 χιλ, 1200 χωριά είχαν καταστραφεί πλήρως, τα ταμεία είχαν λαφυραγωγηθεί από του Γερμανούς και το όποιο Κράτος στερούνταν εσόδων (Θωμαδάκης, Σελ 117). Τα επίσημα έξοδα κατοχής που εξαναγκάστηκε να καταβάλει η Ελλάδα στους κατακτητές από τα μέσα Μαρτίου 1942 έως και τον Απρίλιο του 1943 έφταναν στα 25 εκ μάρκα μηνιαίως ή από 1,5 δισεκατομμύριο δραχμές αρχικά, φτάνοντας στα 8 δισεκατομμύρια τους τελευταίους μήνες. Η αρπαγή συνεχίστηκε με αναγκαστικές εισπράξεις από τα ταμεία της ΤτΕ. Ιδιαίτερα το πρόβλημα της ανεργίας επιτείνονταν και από την παύση της λειτουργίας όλων των βιομηχανιών που προμήθευαν την Βέρμαχτ. Καταβάλλονταν μεγάλη προσπάθεια να λειτουργήσουν, μετά από κοινή σύσκεψη του Υπουργείου των Οικονομικών, της ΓΣΕΕ, και των Βιομηχάνων, 100 εργοστάσια με 20 χιλ εργάτες, ενώ προπολεμικά λειτουργούσαν 1200 με 200 χιλ εργάτες. Επιπλέον, ορισμένα εργοστάσια στην επαρχία και στην πρωτεύουσα είχαν καταληφθεί από τους εργαζόμενους, χωρίς να έχει εκπονηθεί ένα πρόγραμμα εθνικοποιήσεων. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εκλογή μελών του ΕΑΜ στην ηγεσία της ΓΣΕΕ το Δεκέμβρη του 1944 δημιούργησε στους Βιομηχάνους την αίσθηση ότι επιβάλλονταν ήδη ο κομμουνισμός (Χατζηιωσήφ, τόμος Γ2, Σελ 377). Όλα αυτά σε μια Αθήνα που είχε δεχθεί πλήθος προσφύγων και ήταν αποκομμένη από την υπόλοιπη χώρα. Ήταν τέτοια η δυναμική της σύγκρουσης που οποιεσδήποτε άλλες επιλογές φάνταζαν ουτοπικές. Οι αντιξοότητες αυτές δεν πτόησαν τον Α Σβώλο, ο οποίος σε σύντομο διάστημα, στις αρχές Νοεμβρίου, προσπάθησε να θέσει τις βάσεις για ανεφοδιασμό της χώρας και εξέδωσε το νόμο 18/1944 για τη σταθεροποίηση της δραχμής. Μαζί με το επιτελείο του και την συνδρομή του υφυπουργού, οικονομολόγου Α Αγγελόπουλου, συνέδεσε την δραχμή με τη στερλίνα και επέβαλε σταθερή ισοτιμία με το χρυσό. Οι πλήρως απαξιωμένες κατοχικές δραχμές θα ανταλλάσσονταν με τις νέες σε αναλογία 1/50 δισεκατομμύρια, ενώ μία χρυσή λίρα θα αντιστοιχούσε σε 2.800 δραχμές. Ο νόμος θα έπρεπε να εφαρμοστεί άμεσα, πρόβλεψη η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα αισιόδοξη καθώς η καθορισμένη ισοτιμία διατηρήθηκε μόνο για λίγες μέρες και στην συνέχεια ο πληθωρισμός μείωσε την αξία της δραχμής και απογείωσε το χρυσό. Την αποτυχημένη αυτή επιλογή είχε εισηγηθεί ο Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ξ Ζολώτας, ο οποίος πίστευε, ότι έπρεπε να πουληθεί χρυσός από τα αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδας, προκειμένου να μειωθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, και στη συνέχεια οι απελευθερωμένοι μηχανισμοί της αγοράς θα οδηγούσαν την οικονομία σε κατάσταση ισορροπίας. Ο Ξ Ζολώτας επέβαλε την άποψή του στους Α Σβώλο και Α Αγγελόπουλο, ενώ προηγουμένως είχε διοριστεί Συνδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Αντίθετα ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, Επικεφαλής της εξόριστης Διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την κατοχή, ο οποίος είχε παραμείνει στο εξωτερικό, διαφωνούσε με αυτή την τακτική και υποστήριζε τον κρατικό έλεγχο τιμών και εισοδημάτων και ενίσχυση της δραχμής μέσω της φορολογικής πολιτικής (Χατζηιωσήφ τόμος Δ1, Σελ 10-12). Ήταν σαφές ότι ο κόσμος δεν θα μπορούσε να αποκτήσει τόσο γρήγορα εμπιστοσύνη στο νέο νόμισμα, ούτε βέβαια οι καθημαγμένες παραγωγικές δυνάμεις ήταν σε θέση να το στηρίξουν. Η αποτυχημένη αυτή νομισματική μεταρρύθμιση ενέτεινε την δυσαρέσκεια του κόσμου, καθώς εξανέμισε και τις ελάχιστες ελπίδες των μικροκαταθετών να ανακτήσουν έστω και ένα μέρος της αξίας των αποταμιεύσεων που διατηρούσαν στις τράπεζες. Επιπλέον στο μικρό διάστημα της θητείας του Α Σβώλου δεν υλοποιήθηκαν οι υποσχέσεις για φορολόγηση των κατοχικών κερδών ούτε για αποζημίωση των καταθετών. Ένα επίσης τεράστιο πρόβλημα με σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες ήταν η τύχη των περιουσιών που είχαν αλλάξει χέρια την περίοδο της κατοχής. Η διευθέτηση αυτή δεν αφορούσε μόνο την επιστροφή των περιουσιών των Ελλήνων Εβραίων μετά τον εκτοπισμό τους, αλλά και των αγοροπωλησιών επί κατοχής στις οποίες οι πωλητές εξαναγκάστηκαν να προβούν, ελλείψει άλλων οικονομικών πόρων προς επιβίωση. Η απονομή οικονομικής δικαιοσύνης ήταν ένα πολυσύνθετο ζήτημα, δεδομένου ότι όσοι είχαν επωφεληθεί από αγορές με πληθωριστικό χρήμα, προσπαθούσαν να παρεμποδίσουν οποιαδήποτε λύση που θα τους αφαιρούσε τα ακίνητα που απέκτησαν με λιγότερο, κατά μέσο όρο, από το 7% της αξίας τους, κατά την προηγούμενη περίοδο. Προς την αντίθετη κατεύθυνση πίεζαν όσοι είχαν χάσει τις περιουσίες τους με αυτόν τον τρόπο, δημιουργώντας έτσι μια εκρηκτική κατάσταση (Χατζηιωσήφ, τόμος Γ2, Σελ 378). Δηλαδή οι πολιτικές διαφορές, όπως πάντα άλλωστε, είχαν ένα σαφές και ουσιαστικό οικονομικό περιεχόμενο. Η προέλευση και δημιουργία του είχε ιδεολογικό πρόσημο. Σχεδόν το σύνολο των ωφελημένων από τον πόλεμο και την κατοχή ταυτίζονταν με την αντίδραση. Ήταν όλοι εκείνοι οι μαυραγορίτες, που πίνοντας το αίμα του εξαθλιωμένων συμπατριωτών τους, κάγχαζαν σαδιστικά με το γνωστό σύνθημα ‘Βάστα Ρόμελ’. Ένα δεύτερο ριζικό μέτρο που κλήθηκε να πάρει ο Α Σβώλος και οι συνεργάτες του ήταν η διαγραφή των δεσμευμένων προπολεμικών καταθέσεων στο ήδη καταρρέον τραπεζικό σύστημα. Το ίδιο συνέβη και με τις αμοιβές των εργαζομένων οι οποίες ορίστηκαν με κυβερνητική απόφαση στις 125 δραχμές, ποσό που είχε ανύπαρκτη αγοραστική αξία, λόγω του καλπάζοντος πληθωρισμού, γεγονός που επίσης διόγκωσε την λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο Βρετανός Χ Μακ Μίλαν (Ημερολόγιο, Σελ 490) αναφέρει σχετικά: ‘Ο πληθωρισμός έφθασε εις το τελικόν του στάδιον και η αξία της δραχμής έχει πρακτικώς, εις την πραγματικότητα εντελώς, εξαφανισθή. Τούτο σημαίνει ότι τα καταστήματα κλείουν τας θύρας των, σταματούν αι αγοραπωλησίαι, με συνέπειαν τας δυσκολίας, την αθλιότητα και την απόγνωσιν. Η Ελληνική Κυβέρνησις (Γ Παπανδρέου) ζήτησε άλλες 200 χιλ χρυσές λίρες, αλλά και αυταί βεβαίως θα εξοδευθούν εντός ολίγων ημερών’ Όμως ο πόλεμος και η κατοχή προσέφεραν και νόμιμες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Τέτοια ήταν η περίπτωση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Ο Σόλων Γρηγοριάδης αναφέρει στη Σελ 319 της Ιστορίας του ότι την 1η Σεπτεμβρίου 1939 η δύναμη της ναυτιλίας υπό ελληνική σημαία ανέρχονταν σε 577 πλοία, συνολικής χωρητικότητας 1.837.315 τόνων γκρός και άλλα 124 ελληνικής ιδιοκτησίας υπό ξένη σημαία συνολικής χωρητικότητας 454.318 τόνων γκρός. Εκτός από ένα ποσοστό 15% που είχε καταστραφεί έως το 1942 και μερικά πλοία που εκτελούσαν μεταφορές για λογαριασμό της ελβετικής κυβέρνησης, στα υπόλοιπα επετράπη η ελεύθερη δραστηριότητα έξω από την επικίνδυνη ζώνη. Από τα πλοία αυτά άλλα επιτάχθηκαν από τη βρετανική κυβέρνηση και άλλα έμειναν ελεύθερα. Σταδιακά και αυτά εντάχθηκαν στην υπηρεσία του βρετανικού Υπουργείου Μεταφορών. Επειδή οι ναύλοι που πλήρωναν οι βρετανοί ήταν χαμηλότεροι των ναύλων της αγοράς, η διαφορά σε συμφωνία με τους πλοιοκτήτες καταβάλλονταν στο ελληνικό κράτος. Τα ποσά που εισέπραττε το δημόσιο μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν τεράστια: 350 χιλ λίρες ετησίως από επιταγμένα και 1.200 χιλ λίρες από τα ελεύθερα. Όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία ένταξης των ελεύθερων πλοίων η βρετανική κυβέρνηση πλήρωνε ένα εκατομμύριο λίρες ετησίως στο ελληνικό δημόσιο πλέον του συμφωνημένου ναύλου. Έτσι κινήθηκε η ελληνική ναυτιλία τη συγκεκριμένη περίοδο, προσέφερε υπηρεσίες παλεύοντας με τορπίλες, βόμβες και κύματα, όπως σχολιάζει ο Σ Γρηγοριάδης, αλλά επέτρεψε στους εφοπλιστές να πραγματοποιήσουν την πρώτη μεγάλη συσσώρευση κεφαλαίων, από την οποία αναδείχθηκε η κολοσσιαία σύγχρονη Μείζων Ναυτιλία.    

Όλες οι παραπάνω αποφάσεις χρεώθηκαν στους εαμογενείς Υπουργούς και προσωπικά στον Α Σβώλο, οι οποίοι ως υπεύθυνοι για τα οικονομικά, εξ αρχής επωμίστηκαν ένα άχαρο και φθοροποιό καθήκον με περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ όλες οι οικονομικές αποφάσεις ήταν προϊόν συλλογικών αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν έλειψαν οι δημόσιες επικρίσεις, με τις οποίες κατηγορούσαν τον Α Σβώλο ότι λήστεψε τους μικροκαταθέτες. Ήδη από τότε παρατηρούμε τα πρώτα δείγματα του κιτρινισμού και της δημοκοπίας, αφού η προπαγάνδα των σχολιαστών της Δεξιάς θεωρούσαν την θητεία των Α Σβώλου και Α Αγγελόπουλου ως κορυφαίο δείγμα κοινωνικής αναλγησίας και οικονομικής ανικανότητας της Αριστεράς. Οι θυσίες στο ανθρώπινο δυναμικό της Ελλάδας, που είχε πρώτη προβάλει πραγματική αντίσταση, ήταν εξίσου τεράστιες. Το σύνολο των νεκρών, δολοφονημένων και εκτελεσμένων έφτανε στις 422.688. Από αυτούς 310 χιλ ήταν οι νεκροί από πείνα (200 χιλ σε Αθήνα – Πειραιά και 110 χιλ στην υπόλοιπη επικράτεια). Θύματα, πέραν των αρπαγών των κατακτητών, και του επισιτιστικού αποκλεισμού που είχε επιβάλει η Βρετανία με σκοπό να εξωθήσει την κοινωνία στην αντίσταση.Μοναδική βοήθεια στο επιτακτικό αυτό πρόβλημα κατά τη διάρκεια του τραγικού χειμώνα 1941-1942 προσέφερε η ανθρωπιστική βοήθεια που έφτανε στην Ελλάδα από την Τουρκία αρχικά με το πλοίο Kurtuluş και όταν αυτό βυθίστηκε λόγω θαλασσοταραχής με το Dumlupınar. Υπό τον έλεγχο της Τουρκικής Ερυθράς Ημισελήνου και τις πρωτοβουλίες κυρίως ομογενειακών οργανώσεων και Τούρκικων επαγγελματικών ομάδων οργανώθηκαν οκτώ αποστολές στο διάστημα Νοεμβρίου ‘41- Μαρτίου ’42. Μεταφέρθηκαν συνολικά περί τους 20 χιλ τόνους τροφίμων στον Πειραιά προσφέροντας κάποια ανακούφιση στους κατοίκους της Πρωτεύουσας. Η προσπάθεια συνεχίστηκε από τον Σουηδικό και Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Το τίμημα των κατοχικών δυνάμεων σε ανθρώπινες ζωές έφτανε σε 22,5 χιλ Γερμανούς, 4,5 χιλ Ιταλούς και 3,5 χιλ Βούλγαρους. Παράλληλα στη διεθνή διπλωματική σκηνή οριοθετούνταν οι σφαίρες επιρροής των Συμμάχων που αφορούσαν την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και τη χώρα μας. ‘Απεβιβάσθημεν εις Μόσχαν το απόγευμα της 9 Οκτωβρίου. Εις τας 10 την νύκτα εκείνην είχομεν την πρώτην σημαντικήν σύσκεψίν μας εις το Κρεμλίνον. Ήσαν μόνον οι Στάλιν, Μολότοφ, ο Ήντεν κι εγώ. Η στιγμή ήτο κατάλληλος δια σοβαρόν έργον. Ούτω, είπον: Ας ξεκαθαρίσωμε τας υποθέσεις μας εις την Βαλκανικήν. Οι στρατοί σας είναι εις την Ρουμανίαν και Βουλγαρίαν. Έχομε συμφέροντα, αποστολάς και πράκτορας εκεί. Ας μην εμπλακούμε εις σύγχυσιν δια μικροζητήματα. Καθόσον αφορά την Αγγλίαν και την Ρωσίαν, πως θα σας εφαίνετο να έχετε τα 90% επιρροής εις Ρουμανίαν και ημείς να έχομεν τα 90% του ελέγχου εις την Ελλάδα και να τα μοιρασθούμε κατά το ήμισυ εις την Γιουγκοσλαβίαν; Ενώ εμεταφράζοντο αυτά, έγραφα εις ήμισυ φύλλον χάρτου: Ρουμανία: Ρωσία 90%. Ουγγαρία: 50%-50%. Βουλγαρία: Ρωσία 75%. Οι άλλοι 25%. Έσπρωξα το φύλλον χάρτου προς τον Στάλιν, ο οποίος είχεν ήδη ακούσει την μετάφρασιν. Υπήρξε σύντομος σιωπή. Και μετά πήρε το μπλέ μολύβι του, εσημείωσε την έγκρισή του και μου το επέστρεψεν. Όλα είχαν κανονισθή εις διάστημα όσον απαιτείται δια να αρχίσωμεν. Μετά ταύτα ηκολούθησε μακρά σιωπή. Το φύλλον χάρτου με την σημείωσιν με το μολύβι ευρίσκετο εις το μέσον της τραπέζης. Κατόπιν είπον: ‘Μήπως θα φανή κυνικόν, εάν εφαίνετο ότι είχομεν διακανονίσει τα ζητήματα αυτά, τόσον μοιραία δι’ εκατομμύρια ανθρώπων, κατά τόσον πρόχειρον τρόπον; Όχι κρατήστε το, είπεν ο Στάλιν’. (Ουίνστων Τσώρτσιλ, Απομνημονεύματα) Με έναν ελάχιστα πειστικό τρόπο η Ρωσική πλευρά προσπάθησε να διαψεύσει τα γεγονότα, υποστηρίζοντας ότι: ‘ Η Σοβιετική Κυβέρνησις εφήρμοζε ακλόνητα πολιτικήν μη αναμίξεως εις τας εσωτερικάς υποθέσεις άλλων λαών και σεβασμού της εθνικής τους κυριαρχίας. Δεν ήτο δυνατόν να δεχθή την πρότασιν του Τσώρτσιλ και να επιτρέψη εις τους Άγγλους ιμπεριαλιστάς να υπαγορεύουν την θέλησίν των εις τους απελευθερωθέντας λαούς. Η δήλωσις του Τσώρτσιλ εις τα Απομνημονεύματά του, ότι εις την Μόσχαν, κατά τον Οκτώβριον του 1944 είχεν επιτευχθή συμφωνία δια την κατανομήν των σφαιρών επιρροής ΕΣΣΔ και Αγγλίας εις τας Βαλκανικάς χώρας, αποτελεί επινόησιν’. (Ιστορία του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, Μόσχα, Σελ 464) Ολόκληρο το Νοέμβριο η οικονομική κρίση συνεχίζονταν ανεξέλεγκτη, επιβαρύνοντας περαιτέρω την ήδη επισφαλή δημόσια τάξη, η οποία γινόταν το κύριο μέλημα της Κυβέρνησης. Παρά την εντεινόμενη φημολογία για τις προθέσεις της Αριστεράς, ο Γ Παπανδρέου εκμυστηρεύονταν σε Αμερικανούς διπλωμάτες την ικανοποίησή του από τις διαβεβαιώσεις της ηγεσίας του ΕΑΜ για πραγματοποίηση των στόχων της με πολιτικά και όχι με στρατιωτικά μέσα. Παρεμφερές ήταν και το περιεχόμενο των διαπιστώσεων της Βρετανικής αποστολής στην Ελληνική Πρωτεύουσα: ‘Η άψογος στάσις των Ρώσων δεν αφήνει άλλην εναλλακτικήν λύσιν εις τους κομουνιστάς, καθ’ όσον ούτοι αντιλαμβάνονται ότι η Σοβιετική Κυβέρνησις δεν προτίθεται να παίξη ανεξάρτητον ρόλον εις την Ελληνικήν πολιτικήν’ (Αρχεία DSR 868.00/11-544) Ενδεικτικό ως προς τα προηγούμενα είναι το τηλεγράφημα της περιόδου εκείνης του Πρωθυπουργού Γ Παπανδρέου προς τον Στρατάρχη Στάλιν στο οποίο τον ευχαριστεί για τη βοήθειά του, όσον αφορά την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Βούλγαρους. Θυμίζω εδώ ότι περί τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1944 τμήματα του Κόκκινου Στρατού, που είχαν απελευθερώσει τα Βαλκάνια υπό τον Στρατηγό Φέοντορ Τολμπούκιν, είχαν προωθηθεί μέχρι τη Δράμα, την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη για να αποσυρθούν αμέσως εν όψει της επικείμενης Συμφωνίας των Ποσοστών, μαζί με τις Βουλγαρικές μονάδες, καθότι στη γειτονική χώρα είχε εγκατασταθεί ήδη η ηγεσία του κομουνιστή Γκιόργκι Ντιμιτρόφ. Παρ’ όλ’ αυτά η αντίδραση γύρω και μέσα από την Ελληνική Κυβέρνηση πίεζε για στρατιωτικές ενισχύσεις με μεταφορά μονάδων από το μέτωπο της Ιταλίας. Έτσι στους συνολικά 8 χιλ στρατιώτες της Κοινοπολιτείας (δύο Ταξιαρχίες Ινδών, που εστάλησαν για ξεκούραση και μία Άγγλων Αλεξιπτωτιστών) έρχονταν να προστεθούν στις 9 Νοεμβρίου και οι 4 χιλ της Τρίτης ‘Ορεινής’ Ταξιαρχίας, της επονομαζομένης Ταξιαρχίας Ρίμινι, παρά τις αντιδράσεις των Υπουργών του ΕΑΜ και στελεχών της Συμμαχικής Αποστολής στη χώρα. Η εν λόγω Ταξιαρχία με την άφιξή της παρέλασε ενώπιον του Πρωθυπουργού. Ο Αρχηγός της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής, Συνταγματάρχης Κρίς Γούντχαουζ, ‘ο οποίος ετάχθη κατηγορηματικώς κατά της μεταφοράς της Ταξιαρχίας εις την Ελλάδα, χαρακτηρίζοντας την ενέργεια προκλητική, σε μια περίοδο που δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν στρατιωτικό στόχο’ εκτιμά την κίνηση ως ‘τον σημαντικότερο παράγοντα που συνέβαλε στο να χάσει το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ την εμπιστοσύνη του στον Γ Παπανδρέου και τους υποστηρικτές του’ (Κ Γούντχαουζ, Σελ 215) Παρόμοιες είναι και οι καταγραφές του Αμερικανού Πρέσβη Λίνκολν Μακβή στο ημερολόγιο του την 3η Νοεμβρίου 1944, όπου αναφέρει ότι ο πολιτικός προσανατολισμός της Ταξιαρχίας εθεωρείτο και από τον Στρατηγό Ρ Σκόμπι ‘ως πολύ δεξιός’ και είχε μεταφερθεί στην Ελλάδα ‘για να θέση υπό έλεγχο και να αποθαρρύνη την κομουνιστική επιρροή στη χώρα’. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αρχές Νοεμβρίου, ο ΕΛΑΣ είναι αναγκασμένος να δίνει διμέτωπο αγώνα, καθώς εκτός των εσωτερικών αντιπάλων στην Αθήνα, καλούνταν να αποκρούσει τη διείσδυση σλαβόφωνων μονάδων βόρεια της Φλώρινας. Ο Τοποτηρητής του Τίτο στα Σκόπια Σφέτοζαρ ‘Τέμπο’ Μπουκμάνοβιτς δήλωνε οργισμένος στους επικεφαλής των Ανταρτών: ‘Φοβούμαι πάρα πολύ πως το ΚΚΕ μαζί με τους Βρετανούς θα βρεθούν αντιμέτωποι με τη Νέα Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική Ένωση. Το απόσπασμα που έφθασε θα εξοπλισθεί από μας και θα σταλεί προς νότο. Αν ο ΕΛΑΣ αποπειραθεί να το παρεμποδίσει, θα αμυνθεί. Εάν τους επιτεθείτε, θα στείλουμε βοήθεια’ Το Αρχηγείο Μακεδονίας με τηλεγραφήματα (75 α&β) του Καπετάνιου Λεωνίδα ζητούσε οδηγίες από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και συγκεκριμένα από τον Γιάννη Ιωαννίδη, για το χειρισμό των τεταμένων σχέσεων με τους Παρτιζάνους του Τίτο (Εθνικισμός και Κομουνισμός στη Μακεδονία, Ε Κωφός, 1964, Σελ 123) Ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση γνωρίζοντας, όπως και οι Σύμμαχοι άλλωστε, ότι η σημαντικότερη απειλή για τη δημόσια ασφάλεια προέρχονταν από την παρατεινόμενη ένδεια και την ανεργία συνέχιζε να πιέζει για αύξηση της εισροής εφοδίων και ανοίγματα πιστώσεων για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Δεν παρέλειπε βέβαια να μέμφεται, τους Φιλελεύθερους κυρίως, για την αντιπολίτευση που του ασκούσαν διαβεβαιώνοντας παράλληλα, τον Βρετανό Πρέσβη Ρ Λήπερ, ότι δεν είχε αυταπάτες και για τις κακόβουλες προθέσεις των κομουνιστών. Στο μεταξύ αυταπάτες για το πρόσωπό του είχαν πάψει να έχουν και οι Σύμμαχοι. Ανώτερος Αξιωματούχος των ΗΠΑ έγραφε σε επικριτική αναφορά του τον Νοέμβριο ότι η οικονομική κατάσταση είναι χαώδης και ακόμη ότι η Ελληνική Κυβέρνηση είχε αποτύχει εντελώς στην αντιμετώπισή της (Αρχεία DSR 868.00/11-54). Το ακανθώδες ζήτημα της απονομής οικονομικής δικαιοσύνης και η τύχη όσων είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές καρκινοβατούσε επίσης. ‘Τα ιδιοτελή καθάρματα’, όπως συλλήβδην χαρακτήριζε ο Χίτλερ τους κατακτημένους συνεργάτες του, ‘που θα βρούμε αρκετά σε κάθε χώρα, να μας βοηθήσουν πρόθυμα’ παρακώλυαν το ούτως ή άλλως άτονο, αν όχι προσποιητό ενδιαφέρον της Κυβέρνησης Γ Παπανδρέου για το συγκεκριμένο ζήτημα. Σημειώνω εδώ ότι από το τέλος του πολέμου μέχρι το 1959 υποβλήθηκαν 911 μηνύσεις για δίωξη εγκληματιών πολέμου. Από αυτούς τελικά δικάστηκε µόνο ένας κι αυτός αθωώθηκε. Στις 26.1.1959 η Κυβέρνηση Κ Καραμανλή έφερε στη Βουλή και ψηφίστηκε ο νόμος 4061/1959 ‘περί αναστολής διώξεων των εγκληματιών πολέμου’ Πρακτικά Βουλής, 26 &28 1 1959, Τάσος Μ Ηλιαδάκης ‘Οι Επανορθώσεις και το Γερμανικό Κατοχικό Δάνειο’.

Οι εν λόγω ομάδες εξωθούσαν και εκβίαζαν τη σύγκρουση επισείοντας τον κομουνιστικό κίνδυνο, επενδύοντας σ’ αυτήν τη φυσική, οικονομική και πολιτική τους επιβίωση. Την ίδια ώρα κοινή ήταν η διαπίστωση των Συμμάχων, ακόμη και των Βρετανών, ότι ‘ο περισσότερος κόσμος εις την ελληνικήν πρωτεύουσαν εξακολουθεί να απασχολείται με το πρόβλημα των τροφίμων και τα οικονομικά θέματα, ενώ η πολιτική είναι δευτερευούσης σημασίας’ (Foreign Office 1944, 199-201). Ο Αμερικανός Πρέσβης Λ Μακβή, ελληνιστής, δημοκράτης και προσωπικός φίλος του εμπνευσμένου Προέδρου Φ Ρούζβελτ, σημείωνε στο ημερολόγιο του: ‘προβλέπω επιδείνωσιν της καταστάσεως, η οποία θα οδηγήση εις πραγματικάς εξεγέρσεις και αιματοχυσίαν τόσον εις τας Αθήνας, όσον και εις περιοχάς της υπαίθρου’. Οι διαπιστώσεις και εκτιμήσεις των Συμμάχων προκαλούσαν την αυξανόμενη δυσθυμία της Ελληνικής Δεξιάς και των Συνοδοιπόρων της, η οποία έβλεπε στις Αμερικανικές Υπηρεσίες αριστερές οργανώσεις, στελεχωμένες με αφελείς ακαδημαϊκούς (Ι Ιατρίδης) και το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών υπό κομμουνιστική επιρροή (Σπ Μαρκεζίνης). Η εφιαλτική πρόβλεψη του Αμερικανού Πρέσβη έμελλε να επαληθευτεί σύντομα. Από το χρονικό σημείο αυτό, μέσα Νοεμβρίου 1944, και μετά η στάση των Αμερικανών θα γίνεται όλο και πιο επικριτική απέναντι στη συμπεριφορά της Ελληνικής Κυβέρνησης και των Άγγλων Πατρώνων της. Παράλληλα και η Βρετανική κοινή γνώμη θα αποστασιοποιείται από τους πολιτικούς εκπροσώπους της και θα κλιμακώνει τις επιθέσεις της κατά του Πρωθυπουργού Ουίνστων Τσώρτσιλ εξαιτίας των εμμονών του στο Ελληνικό Ζήτημα, απομονώνοντάς τον όλο και περισσότερο. Στην σοβαρή επιδείνωση του αισθήματος ασφαλείας των Αριστερών, πέρα από τη μεταφορά της Ταξιαρχίας, συνέβαλαν τα συχνά επεισόδια ανταλλαγής πυροβολισμών ανάμεσα σε ομάδες, όπως της βασιλοφρόνου Χ και ανδρών της Πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ και ακόμη περισσότερο η διατήρηση των τακτικών δυνάμεων ασφαλείας, των ίδιων δηλαδή ομάδων που είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς. Οι δυνάμεις αυτές όσο δεν εκκαθαρίζονταν, παραμένοντας στην υπηρεσία της Κυβέρνησης, αντιμετωπίζονταν από το ΕΑΜ ως εν δυνάμει όργανα επιβολής δεξιών και μοναρχικών πολιτικών λύσεων. Ως επισφράγιση των προηγουμένων ήρθε στις 17 Νοεμβρίου 1944 και το γεγονός της μετεγκατάστασης 36 αεροπλάνων στο αεροδρόμιο της Αθήνας, στο Καλαμάκι. Επρόκειτο για δύο σμήνη Βρετανικών και ένα σμήνος Ελληνικών μαχητικών τα οποία υποδέχτηκε προσωπικά ο Γ Παπανδρέου με ενθουσιασμό, δηλώνοντας στον Βρετανό Πρέσβη ότι ‘οι υπουργοί του ΕΑΜ προφανώς είχαν αποφασίσει να μην παραιτηθούν, πράγμα όμως που θα υποχρεωθούν να κάνουν, όπως τους είπε, αν δεν ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν ακόμη πιο στενά μαζί του μελλοντικώς. (Ημερολόγια Λίνκολν Μακ Βη, 17 11 44) Πρέπει εδώ να τονιστεί ιδιαίτερα ότι η έννοια της στενότερης συνεργασίας για τον Πρωθυπουργό συνίστατο στον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, πλην μιας μάχιμης Ταξιαρχίας, στον αφοπλισμό του ΕΔΕΣ πλην επίσης μιας Ταξιαρχίας, αλλά στη διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας, του Ιερού Λόχου και των Σωμάτων Ασφαλείας και στην ενίσχυσή τους με μετακινήσεις μονάδων της Χωροφυλακής από την Περιφέρεια στην Πρωτεύουσα. Οι ανησυχίες της εαμικής ηγεσίας εντείνονταν και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ακόμη και τα μετριοπαθή και φιλελεύθερα στοιχεία μέσα και γύρω από την Κυβέρνηση δέχονταν τις κατηγορίες για τις άτονες προσπάθειες τιμωρίας των συνεργατών του εχθρού. Αντίθετα η Βρετανική Αντικατασκοπεία θεωρούσε αστήρικτες τις κατηγορίες για προπαγανδιστική εκστρατεία και πιέσεις από την πλευρά του ΚΚΕ για τη συγκέντρωση των βρετανικών δυνάμεων στην Αθήνα και διαπίστωνε τη συνεχή, αν και κάποιες φορές επιφυλακτική, υποστήριξη προς την Κυβέρνηση. Στα ίδια συμπεράσματα κατέληγε και η υπ’ αριθμόν 2821 Πολιτική και Οικονομική Ανασκόπηση του Αμερικανικού Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών OSS (: Office of Strategic Services), προδρόμου της C I A, της 5ης Ιανουαρίου 1945. Οι συντάκτες του συγκεκριμένου εγγράφου αναφερόμενοι στις παραμονές της Ελληνικής Κρίσης του Δεκεμβρίου του 1944 και περιγράφοντας τις θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ σημειώνουν: ‘Οι αρθρογράφοι της επίσημης επιθεώρησης του ΕΑΜ ‘ Νέα Ελλάδα’ τονίζουν την ανάγκη υποστήριξης, με αυστηρή τάξη και πειθαρχία, της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου, γνωρίζοντας ότι οι βασιλόφρονες και οι αντιδραστικοί, οι οποίοι δεν έχουν την υποστήριξη της μεγάλης μάζας του ελληνικού λαού, επιδιώκουν να προκαλέσουν ταραχές, με σκοπό τη βρετανική επέμβαση’(Ι Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα) Στον απόηχο των γεγονότων αυτών το ΕΑΜ άρχισε να ενισχύει τις θέσεις του μετακινώντας μονάδες, περιορισμένης ωστόσο δυναμικότητας, του τακτικού ΕΛΑΣ γύρω από την Πρωτεύουσα. Ο κύριος όγκος παρέμενε στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Όπως προκύπτει από τα ‘Κατασχεθέντα Έγγραφα του ΚΚΕ’ με τηλεγράφημα της 20 11 1944 από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος προς το Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ στη Λάρισα, ο Άρης Βελουχιώτης διατάσσονταν να σταματήσει να επικοινωνεί απ’ ευθείας με τους Βρετανούς στην Αθήνα. Επίσης οι προτάσεις του προς τους άλλους Καπετάνιους χαρακτηρίζονταν ασύνετες και ικανές να δημιουργήσουν σύγχυση και επικίνδυνες παρανοήσεις. Πολλές άλλες διαταγές και μηνύματα της ΚΕ του ΚΚΕ, που κατασχέθηκαν αργότερα ή υποκλάπηκαν τη συγκεκριμένη περίοδο από τη Βρετανική Αντικατασκοπεία δείχνουν ότι τόσο οι κομουνιστές ηγέτες, όσο και η ηγεσία του ΕΑΜ περίμεναν επιθετικές πρωτοβουλίες από την άλλη πλευρά. ‘ Η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Η αντίδραση είναι έτοιμη να αρχίση εμφύλιο πόλεμο επιμένοντας στην διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου και στη διάλυση του ΕΛΑΣ. Διαφωτίστε τον κόσμο. Πάρτε όλα τα μέτρα για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε ενδεχομένου. Το δίκηο είναι με το μέρος μας. Έχετε εμπιστοσύνη στην πολιτική μας και στις δυνάμεις μας. Η νίκη είναι δική μας’ παροτρύνει στις με τηλεγράφημά του στις 29 Νοεμβρίου 1944 ο Γέρος (Γεώργιος Σιάντος, Γ Γ του ΚΚΕ) τα Γραφεία Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου, Στερεάς και Πελοποννήσου. Είχε προηγηθεί στις 26 του μήνα σύσκεψη υπό τον Στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι και τους εκπροσώπους του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ για να εξεταστεί το ζήτημα του αφοπλισμού των αντάρτικων οργανώσεων. Ο εκπρόσωπος του ΕΔΕΣ και αργότερα το βράδυ της ίδιας μέρας ο ίδιος ο Ν Ζέρβας, τον οποίο ο Αμερικάνος δημοσιογράφος James Powers του American Mercury (Αύγουστος 1944) χαρακτήριζε ως μισθοφόρο, αποδέχτηκε την προτεινόμενη διαταγή. Ο Σ Σαράφης αντέτεινε ότι επρόκειτο για εσωτερικό θέμα, για το οποίο απαιτούνταν απόφαση της Εθνικής Κυβέρνησης. Ο Ρ Σκόμπι παρουσίασε επιστολή με τη σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού. Ο Σ Σαράφης επέμενε στην άποψή του υποστηρίζοντας ότι το προσωπικό μήνυμα του Γ Παπανδρέου δεν αποτελούσε διαταγή της Κυβέρνησης, αρνήθηκε να συμμορφωθεί και την ίδια μέρα αναχώρησε για το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, το οποίο στο μεταξύ είχε μεταφερθεί στη Λαμία. Παρά την αποτυχία των προσπαθειών του Ρ Σκόμπι, ο οποίος απείλησε να αποχωρήσει από τη χώρα, οι εαμικοί Υπουργοί Ζέβγος, Σβώλος και Τσιριμώκος ετοίμασαν μια συμβιβαστική πρόταση και την κατέθεσαν στο Υπουργικό Συμβούλιο την 28 Νοεμβρίου. Το σχέδιο τους προέβλεπε τη δημιουργία δύο στρατιωτικών σωμάτων ίσης αριθμητικής ισχύος. Το πρώτο θα συγκροτούνταν από την Ορεινή Ταξιαρχία, τον Ιερό Λόχο και μονάδες του ΕΔΕΣ. Το δεύτερο θα αποτελούνταν από αμιγώς ελασίτικες δυνάμεις. Προτείνονταν ακόμη η αποστράτευση όλων των άλλων ομάδων και μονάδων στην Ελλάδα και στη Μέση Ανατολή μέχρι τη 10 Δεκεμβρίου. Αν και το ισορροπημένο αυτό σχέδιο φέρεται να έγινε αρχικά δεκτό από το Υπουργικό Συμβούλιο, η εφαρμογή του προσέκρουσε στην υπαναχώρηση του Πρωθυπουργού, τον οποίο οι τρείς Υπουργοί του ΕΑΜ κατηγόρησαν για δόλο και κακοπιστία. Υποστήριξαν ότι ο Γ Παπανδρέου παρά την αρχική του συμφωνία προσπαθούσε να κρατήσει εκτός διακανονισμού την Ορεινή Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο δίνοντας ‘άδεια’ στο προσωπικό τους. Μετά απ’ αυτά επανέφεραν την αρχική πρόταση τους για αποστράτευση όλων των ένοπλων μονάδων και δημιουργία Εθνικού Στρατού με κανονική στρατολόγηση. Ο Γ Παπανδρέου και οι βρετανικές αρχές δεν ήταν διατεθειμένοι να διαπραγματευτούν την τύχη της Ορεινής Ταξιαρχίας. Ο Αμερικανός Πρέσβης συνοψίζει τα προηγούμενα γράφοντας στο ημερολόγιό του ‘ Ο Γ Παπανδρέου προσπαθεί να κατευνάσει τους ‘‘κομουνιστές’’ δίνοντάς τους μια Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ σε αντιστάθμισμα της Ορεινής, αλλά βεβαίως θα υπήρχε ένας σχηματισμός του ΕΔΕΣ, το Ιερό ‘‘Σύνταγμα’’ και η αεροπορία, έτσι ώστε γενικά οι δεξιοί να δεσπόζουν. Οι καχυποψίες είναι ευνόητες’. Τα προηγούμενα είχαν ως αποτέλεσμα την αποχώρηση των έξι Υπουργών του ΕΑΜ από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Ο Γ Παπανδρέου κατήγγειλε με δήλωσή του το γεγονός, λέγοντας ότι ‘άπαντες οι υπουργοί της Άκρας Αριστεράς, εκτός του στρατηγού Σαρηγιάννη, αρνηθέντες να υπογράψουν υπέβαλλον τας παραιτήσεις των. Και επήλθεν η κρίσις’. Εκ των υστέρων έγιναν διάφορες εικασίες για την απόφαση της Ηγεσίας του ΕΑΜ. Υποστηρίχτηκε ότι η στάση αυτή υπαγορεύτηκε την 30 Νοεμβρίου από το ΚΚΕ, το οποίο ενθαρρυμένο ηθικά από τον Τίτο, ο οποίος άφηνε περιθώρια επιδοκιμασίας μιας τέτοιας ενέργειας και από τον Στάλιν, είχε αποφασίσει στις 27 του μήνα να καταλάβει την εξουσία ‘δι’ ενόπλου δράσεως’. Στο μεταξύ, όπως ήδη ανέφερα, η παραμονή του Πρωθυπουργού είχε αρχίσει να γίνεται προβληματική. Ο Βρετανός Πρέσβης, Ρ Λήπερ, τον χαρακτηρίζει Κερένσκυ, λόγω της ανάθεσης του Υφυπουργείου Στρατιωτικών στον Στρατηγό Σαρηγιάννη και δηλώνει ότι στενοχωρείται από την εγκατάλειψή του, καθώς τον θεωρεί αναδεκτό του. Αλλά και οι μοναρχικοί τον αμφισβητούν ανοικτά πλέον. Ο Σπ Μαρκεζίνης, νομικός σύμβουλος του Βασιλιά, σε έκθεσή του προς τον Γεώργιο Β΄ σημειώνει ‘ Ο Γ Παπανδρέου έχει στερηθεί της εμπιστοσύνης μας. Πρόκειται περί επικινδύνως πεφυσιωμένου ανθρώπου και ναρκισσευομένου. Εις εμέ τον ίδιον είπεν ενώπιον και άλλων ότι ούτε με τον Ε Βενιζέλον ούτε με τον Ι Καποδίστριαν δύναται να συγκριθεί - Εγώ εύρον χάος και δημιουργώ κράτος, είχε παρατηρήσει σε έντονο ύφος, προς γενική έκπληξη των παρισταμένων – η περίπτωσίς του είναι μοναδική εις τον κόσμον’. Η ρήξη πλέον δεν αποκλείονταν ως επιλογή ούτε από τους Βρετανικούς σχεδιασμούς. Σχεδόν ένα μήνα πριν ο Ουίνστων Τσώρτσιλ έγραφε σε μήνυμα του προς τον Υπουργό του των Εξωτερικών ‘Αναμένω μίαν σύγκρουσιν με το ΕΑΜ και δεν θα πρέπει να την αποφύγωμεν, υπό τον όρον ότι το έδαφος θα έχη καλώς επιλεγή’(Τσώρτσιλ, VI,286-287) Ωστόσο στον αντίποδα των εικασιών για απόφαση ένοπλης κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ και ελάχιστα εικοσιτετράωρα πριν τις ταραχές ο ‘Γέρος’, όπως ήταν ένα από τα προσωνύμια του Γεώργιου Σιάντου, Γ. Γ. του ΚΚΕ και ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ, έστελνε στις 30 Νοεμβρίου το παρακάτω τηλεγράφημα προς το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ ‘ Ο Σκόμπι εξέδωσε διαταγή και προκήρυξη σχετικά με την αποστράτευση του ΕΛΑΣ στις 10 Δεκεμβρίου. Καμμιά παρόμοια κυβερνητική διαταγή δεν έχει υπογραφεί από το Υπουργικό Συμβούλιο. Τούτο εξαρτάται από την πολιτική συμφωνία, που δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Μέχρις ότου διασαφηνισθεί η κατάσταση, δεν πρέπει να γίνει καμμιά αποστράτευση. Αντίθετα, πρέπει να είστε έτοιμοι να αποκρούσετε οποιαδήποτε επίθεση που είναι δυνατόν να επακολουθήσει. Θα σας ενημερώνουμε επί των εξελίξεων της καταστάσεως. Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι αδύνατο για την Πολιτοφυλακή να παραδώσει τα καθήκοντά της στην Εθνοφυλακή’(Κατασχεθέντα Έγγραφα του ΚΚΕ) Ο Ι Ιατρίδης, Καθηγητής Ιστορίας στα Πανεπιστήμια Harvard και Yale, από τους εγκυρότερους μελετητές της περιόδου, σχολιάζει στο έργο του ‘ είναι αδύνατο να αντιληφθεί κανείς πως μια τέτοια διαταγή ήταν ποτέ δυνατόν να εκδοθεί ύστερα από μια απόφαση να χρησιμοποιηθεί ο ΕΛΑΣ για να καταλάβει την Πρωτεύουσα με μάχη’. Βέβαιη η Ηγεσία του ΕΑΜ για την επερχόμενη σύγκρουση που θα προκαλούνταν από τις Κυβερνητικές δυνάμεις διεμήνυε στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ με δύο διαταγές του Υποστράτηγου Εμμανουήλ Μάντακα, επίσης την 30 Νοεμβρίου ότι ‘είναι ανάγκη να σταλούν εκρηκτικές ύλες και νάρκες για πιθανές μάχες σε κατωκημένους χώρους, κατά προτίμηση μέσω της 2ας Μεραρχίας. Συνιστάται επίσης όπως έξι οργανωμένες διμοιρίες καταστροφών υπαχθούν στο Α΄ Σώμα Στρατού. Οι άνδρες των διμοιριών αυτών θα πρέπει να σταλούν κατά μικρές ομάδες, με το πρόσχημα ότι είναι με άδεια, στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Η αποστολή των ραδιοασυρμάτων που έχουν ζητηθεί, μαζί με το κατάλληλο προσωπικό, πρέπει επίσης να πραγματοποιηθεί’ Στη δεύτερη διαταγή της ίδιας μέρας ο Υποστράτηγος ζητούσε ‘ Παρακαλώ αποστείλατε 15 αυτόματα όπλα με τα πυρομαχικά τους, που προορίζονται για την Κρήτη, στη 2η Μεραρχία, όπου χρειάζονται πάρα πολύ’ Η αμελητέα ενίσχυση που αιτούνταν ο Ε Μάντακας ήταν ενδεικτική της στάσης της Αριστεράς να κινείται στα πλαίσια της αυταπάτης ότι οι Βρετανοί δεν νομιμοποιούνταν να επέμβουν και δεν θα επενέβαιναν, αφού το ΕΑΜ δεν έθετε ζήτημα πολιτικής εξουσίας, όπως επανειλημμένα τόνιζε ο Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ Δημήτριος Παρτσαλίδης. Αυτός ήταν ο λόγος που το ΕΑΜ διατηρούσε στην Αθήνα το ένα πέμπτο των τακτικών του δυνάμεων και επέτρεπε την ανενόχλητη κίνηση και την κατόπτευση των θέσεών του από τους Βρετανούς στην Πρωτεύουσα. Επαρκεί όμως η πολιτική αυταπάτη και η στρατηγική απειρία για να εξηγήσει τις επιχειρησιακές ενέργειες του ΕΑΜ; Η απόρρητη επιστολή του Μάρκου Βαφειάδη, με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1948 προς τον Νίκο Ζαχαριάδη, αν όντως υπήρξε, επιτρέπει και μια άλλη προσέγγιση, αν όχι ερμηνεία. ‘Γνωρίζετε το ιστορικό μήνυμα του συντρόφου Στάλιν τον Δεκέμβριο του 1944, που μας προέτρεπε να προχωρήσουμε στη λαϊκή εξέγερση, που είχε τα γνωστά και τραγικά αποτελέσματα, τα οποία οδήγησαν στη Βάρκιζα και που οφείλονται στο γεγονός πως όταν απευθυνθήκαμε στη Μόσχα για βοήθεια ο σύντροφος Στάλιν ξέχασε όλες τις υποσχέσεις του και μίλησε για τις διπλωματικές υποχρεώσεις του. Όταν τελικά η Γερμανία νικήθηκε, ο Στάλιν είδε ότι τα χέρια του ήταν ελεύθερα και ότι μπορούσε τώρα να στραφεί προς τη γωνιά αυτή της γης, που λέγεται Ελλάδα, μια και έβλεπε ότι του ήταν απαραίτητη για την ολοκλήρωση των φιλόδοξων σχεδίων του’ (Το συγκεκριμένο έγγραφο υπάρχει στο βιβλίο του Γιαν Λίμπαχ, Η ακμή της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας-Μια μελέτη της σοβιετικής εξωτερικής αποστολής, 1964, Σελ 183. Δημοσιεύθηκε επίσης στην ‘Τζιορνάλε ντ’ Ιτάλια’, 12 Μαΐου 1948, στο ‘Ελληνικόν Δελτίον’ 1 Ιουλίου 1948. Εμπεριέχεται επίσης στα ‘ Έγγραφα επί Διεθνών Υποθέσεων, 1947-1948, του Βασιλικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, όπου αναφέρεται ότι ενδεχομένως η αυθεντικότητα της επιστολής να είναι αμφισβητήσιμη. Ο εκ των σημαντικότερων μελετητών της περιόδου, Ι Ιατρίδης, από όπου και η σχετική αναφορά, δηλώνει απερίφραστα ότι ‘Παρά την ευρεία προσοχή που απέσπασε η επιστολή αυτή, στην πραγματικότητα είναι έργο των προπαγανδιστών της ελληνικής κυβερνήσεως, με σκοπό να αποκαλύψουν τις προδοτικές πράξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και στηριζόταν σε φήμες και ιστορίες, που συγκέντρωναν οι στρατιωτικοί ανακριτές από αιχμαλώτους αντάρτες’, Ι Ιατρίδης, Υποσημείωση 46, Σελ 209-210)   

Δεκέμβριος

Την 1η Δεκεμβρίου η πολιτική κατάσταση επιδεινώνονταν ραγδαία και εντείνονταν η φημολογία για απόπειρα πραξικοπήματος ή διαδήλωσηπράξεις βίας και από τις δύο πλευρές. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός, κατόπιν εισηγήσεων υπηρεσιακών παραγόντων,κάλυψε τον Ρ Σκόμπι για την πρωτοβουλία του, στην οποία ‘ετονίζετο η ανάγκη ενότητος και υπεγραμμίζετο η πλήρης υποστήριξής μας προς την παρούσαν ελληνικήν κυβέρνησιν’.Ο Στρατηγός επιπρόσθετα διέτασσε δημόσια τους διοικητές του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ να βεβαιωθούν ότι οι δυνάμεις τους θα έχουν διαλυθεί έως την 10η Δεκεμβρίου και υπέβαλλε το διάταγμα για έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο, ώστε να υπερκεραστούν οι αιτιάσεις για υπέρβαση καθήκοντος. Παράλληλα κατέκρινε την Αριστερά για τη σκληρή τακτική της στις περιοχές που αυτή έλεγχε. Στους Υπουργούς του ΕΑΜ, που είχαν αποχωρήσει και αρνούνταν να παραστούν σε μια τέτοια διαδικασία, εστάλη το κείμενο με την επισήμανση ότι η άρνησή τους να το υπογράψουν θα ισοδυναμούσε με την παύση τους. Το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου οι εαμικοί Υπουργοί ετέθησαν οριστικά εκτός Κυβέρνησης. Το ιδιότυπο τελεσίγραφο και η παρεπόμενη απομάκρυνση των Υπουργών απάλλαξε το ΕΑΜ από τις όποιες αναστολές έναντι της υφιστάμενης πολιτικής τάξης. Η Ηγεσία του διέτασσε τις τακτικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ να προσεγγίσουν την πόλη των Αθηνών με την προτροπή να ‘αποφύγουν κάθε πρόκληση και να προσπαθήσουν να πείσουν τους Βρετανούς να κρατηθούν μακριά από την σύγκρουση’ αλλά να ‘υπερασπιστούν τους εαυτούς τους με κάθε μέσο, περιφρουρώντας τη στρατιωτική τους τιμή με τη χρήση των όπλων, σε περίπτωση βίαιης επέμβασης’ (Κούσουλας, Σελ 208) Παράλληλα σε απάντηση της δημόσιας παρέμβασης του Βρετανού Στρατηγού, που παρά τη γραφειοκρατική τυπικότητα υπερέβαινε τα εσκαμμένα, για να καλύψει την προσποιητή επιχειρησιακή ανεπάρκεια της Κυβέρνησης του Γ Παπανδρέου, η οποία με τον τρόπο αυτό πίστευε ότι θα υπεξέφευγε των ευθυνών της επικείμενης σύγκρουσης, αποφασίζονταν μια δυναμική διαδήλωση. Η Κυβέρνηση αρχικά ενέκρινε τη σχετική άδεια. Οι οργανώσεις κινητοποιήθηκαν για να επιτύχουν την ισχυρότερη δυνατή επίδειξη λαϊκής ισχύος στη συγκέντρωση, που ορίστηκε για την επομένη ημέρα, Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, στις 11 το πρωί, στην πλατεία Συντάγματος. Το βράδυ όμως της ίδιας ημέρας, 2 Δεκεμβρίου, συνήλθε εκ νέου το Υπουργικό Συμβούλιο για να επανεξετάσει το θέμα της διαδήλωσης, υπό το πρίσμα ανησυχητικών πληροφοριών και βάσιμων εκτιμήσεων για ασυνήθιστα μεγάλο όγκο πλήθους. Ο Γ Παπανδρέου ζήτησε τη γνώμη των παρευρισκομένων. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων, Άγγελος Έβερτ, απάντησε φλεγματικά ‘αφήστε τους να διαδηλώσουν’. Ο Υπουργός Τύπου και Πληροφοριών υπενθύμισε ότι η διαδήλωση συνέπιπτε χρονικά με ομιλία του Βρετανού Πρέσβη, Ρ Λήπερ, στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό, στην οποία θα παραβρίσκονταν και ο Πρωθυπουργός. Εκείνος μετά την επισήμανση ανησύχησε μήπως η συγκέντρωση τόσων προσωπικοτήτων σε κοντινή απόσταση από το σημείο της συγκέντρωσης μετέτρεπε τη διάλεξη του Πρέσβη σε δελεαστικό στόχο των διαδηλωτών, που θα μπορούσαν να ταπεινώσουν τις αρχές. Έθεσε λοιπόν το ερώτημα αν το ΕΑΜ θα πείθονταν να αναβάλει τη συγκέντρωση και όταν ο Α Έβερτ απάντησε ότι δεν πίστευε ότι η Ηγεσία του θα συμφωνούσε σε κάτι τέτοιο, ο Γ Παπανδρέου αναφώνησε ‘θα την απαγορεύσωμεν’ (Κάπελ, Σελ 121). Με τη γελοία αυτή πρόφαση και έχοντας εξασφαλίσει την απροκάλυπτη δημόσια στήριξη των Βρετανών, το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του Πρωθυπουργού ανακάλεσε την άδεια και ενημέρωσε την Ηγεσία του ΕΑΜ. Ο Γ Παπανδρέου είχε παγιδεύσει αριστοτεχνικά την Ηγεσία του ΕΑΜ στο ψευτοδίλημμα, είτε να παρανομήσει εμμένοντας στην απόφαση του συλλαλητηρίου, είτε να απαξιωθεί περαιτέρω ακυρώνοντάς το. Η αντίδραση στην ανάκληση υπήρξε αναμενόμενα οργισμένη με το αιτιολογικό ότι ο χρόνος από το βράδυ του Σαββάτου έως την Κυριακή το πρωί δεν επαρκούσε για την αναβολή της συγκέντρωσης. Από νωρίς το πρωί της Κυριακής, 3 Δεκεμβρίου, η Κυβέρνηση πήρε μέτρα για την εφαρμογή της απαγόρευσης, ώστε να εμποδιστεί η προσέλευση του κόσμου στην πλατεία Συντάγματος. Όλες οι βασικές οδικές αρτηρίες αποκλείσθηκαν από αστυνομικούς, ενώ οι φρουρές στα δημόσια κτίρια ενισχύθηκαν αριθμητικά και εξοπλίστηκαν με καραμπίνες. Πριν τις 11 διαδηλωτές άρχισαν να συρρέουν προς το Κέντρο της Αθήνας. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε, όταν οι συνωθούμενοι εμποδίστηκαν στην ειρηνική πορεία τους προς το σημείο της συγκέντρωσης. Προς στιγμήν η προσέλευση αναχαιτίστηκε. Τα εμβατήρια και οι υψωμένες γροθιές των προσερχομένων, που στην πλειοψηφία τους ήταν νέοι και νέες κοντά στα είκοσι και διακατέχονταν από ανάμεικτα αισθήματα χαράς και οργής, έδωσαν τη θέση τους σε κραυγές και ύβρεις. Στα αστυνομικά ρόπαλα απάντησαν με χειροδικίες. Λίγα τετράγωνα πιο πάνω, στην Κηφισίας, στην περιοχή που διέμενε ο Γ Παπανδρέου, πολίτες συνεπλάκησαν με αστυνομικούς. Στην έκθεση της Ελληνικής Κυβέρνησης, το γνωστό Επίσημον Δελτίον Ειδήσεων, σαφώς βασισμένο στην αναφορά του Διευθυντή της Αστυνομίας Α Έβερτ, αναφέρθηκε ότι διαδηλωτές έβαλαν κατά της φρουράς και χρησιμοποίησαν χειροβομβίδες κατά των αστυνομικών. Ο Αμερικανός Πρέσβης, Λ Μακβή, που κατοικούσε ακριβώς απέναντι και παρακολουθούσε τις συμπλοκές, διαψεύδει τα περί όπλων και χειροβομβίδων σε χέρια πολιτών και συμπεραίνει ότι οι αστυνομικοί μέχρι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον χρησιμοποιούσαν άσφαιρα πυρά, δεδομένου ότι δεν υπήρξαν θύματα. Παρακάτω το τμήμα, που φρουρούσε τη Διεύθυνση Αστυνομίας, στη γωνία Β Σοφίας και Πανεπιστημίου, ανήσυχο από τη θέα μερικών τραυματισμένων συναδέλφων του, μετακινήθηκε και οχυρώθηκε απέναντι στα Παλαιά Ανάκτορα, ώστε να εποπτεύει το άνω τμήμα της Πλατείας. Λίγο πριν την 11η στην άλλη πλευρά η ζώνη της Αστυνομίας έσπαζε κάτω από την πίεση των διαδηλωτών και εκατοντάδες ορμούσαν στην Πλατεία. Έντρομοι οι Αστυνομικοί, έχοντας επίγνωση της απέχθειας που ένιωθαν για πολλούς από αυτούς οι περισσότεροι των πολιτών, υποχώρησαν προς το κτήριο της Διεύθυνσης Αστυνομίας ακολουθούμενοι από διαδηλωτές. Ήταν η στιγμή που κάποιος ντυμένος στρατιωτικά όρμησε από το κτήριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης φωνάζοντας ‘πυροβολήστε τους παλιανθρώπους’ βάζοντας ταυτόχρονα με αυτόματο κατά του πλήθους (Ι Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα). Η φρουρά υπάκουσε, χαμήλωσε τις καραμπίνες και άρχισε να πυροβολεί. Έξαλλο το πλήθος των διαδηλωτών άλλαξε κατεύθυνση και έτρεξε να καλυφθεί αφήνοντας πίσω του τουλάχιστον 12 νεκρούς και περίπου 66 τραυματίες. Ο Χ ΜακΜίλαν, προφανώς ακολουθώντας τη διήγηση Κούσουλα, γράφει στα απομνημονεύματά του σχετικά με τον μυστηριώδη τύπο, που πρώτος άρχισε να πυροβολεί, ότι ‘υπήρχαν σοβαροί λόγοι να πιστεύει κανείς ότι οι μοιραίοι πυροβολισμοί ρίχτηκαν από κομουνιστή προβοκάτορα’ Ο εκπρόσωπος του Foreign Office στο τηλεγράφημά του της 4ης Δεκεμβρίου (DSR 868.00/11.11.2744) απέδωσε τους πυροβολισμούς στον εκνευρισμό της Αστυνομίας, σημειώνοντας ότι ο αριθμός των θυμάτων παρέμενε αδιευκρίνιστος ως εκείνη την ώρα. Το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών ενημέρωσε τον Πρόεδρο ότι ‘κατά τα επεισόδια η Ελληνική Αστυνομία είχε φονεύσει 21 και ετραυμάτισε 150 διαδηλωτές (FR/1944/148) Όσον αφορά τα θύματα και το ερώτημα του εάν οι αστυνομικοί χρησιμοποιούσαν άσφαιρα ή ένσφαιρα πυρομαχικά, ο Στρατιωτικός Ακόλουθος της Αμερικανικής Πρεσβείας, ΜακΝήλ, αποδίδει τον σχετικά περιορισμένο αριθμό νεκρών και τραυματιών στο ότι οι δυνάμεις ασφαλείας γενικά έβαλαν με άσφαιρα πυρά ‘αν όλοι οι αστυνομικοί έβαλαν με πραγματικά πυρά, τότε όχι δεκαπέντε, αλλά τουλάχιστον εκατό θα είχαν χτυπηθεί, διότι το πλήθος ήταν πυκνό και εντελώς απροστάτευτο’ Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν λίγο μετά την 11η και επιφυλακτικά κάποιοι διαδηλωτές επέστρεψαν για να μεταφέρουν νεκρούς και τραυματίες. Την ίδια περίπου ώρα ένα άλλο κύμα, μάλλον ανίδεο για το τι είχε συμβεί, διασπούσε την αστυνομική ζώνη στην Ερμού. Τη φορά αυτή δεν έπεσαν πυροβολισμοί, οι Αστυνομικοί υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στον αυλόγυρο του κτηρίου της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Κάποιοι άλλοι, λιγότερο ψύχραιμοι, έτρεχαν πανικόβλητοι, μερικούς από αυτούς τους θανάτωσε το εξαγριωμένο πλήθος επί τόπου. Σύμφωνα με τη λεπτομερή αφήγηση του ΜακΝήλ, την οποία ο Βρετανός Διοικητής της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής, Κρίς Γούντχαουζ, χαρακτήριζε ‘φιλόπονα αμερόληπτη’, οι συγκεντρωμένοι στην πλατεία ξεπερνούσαν τις εξήντα χιλιάδες, ενώ αρκετές χιλιάδες ήταν διασκορπισμένοι στους δρόμους γύρω από αυτήν. Το πλήθος φώναζε ρυθμικά το όνομα του Ρούζβελτ κρατώντας Αμερικάνικες σημαίες, αρκετές Ελληνικές, μερικές Ρωσικές και καμία Βρετανική, ενώ παράλληλα κατηγορούσαν τους Σκόμπι και Λήπερ για όσα είχαν πράξει. Συνθήματα στην Αγγλική προέτρεπαν τους Βρετανούς να μην επεμβαίνουν στις Ελληνικές υποθέσεις. Στις 2 περίπου μετά το μεσημέρι έκαναν την εμφάνισή τους Βρετανοί Αλεξιπτωτιστές. Οι διαδηλωτές άνοιγαν δρόμο να περάσουν τα οχήματά τους. Σε λιγότερο από μισή ώρα η πλατεία είχε αδειάσει, χωρίς να σημειωθούν επεισόδια. Σύμφωνα με την έκθεση των Ελληνικών Αρχών προς τις Συμμαχικές Κυβερνήσεις ‘το απόγευμα της ίδιας ημέρας και κατά την διάρκειαν της νυκτός της 3ης προς 4ην Δεκεμβρίου, ένοπλα μέλη του ΕΑΜ ήρχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις εις διαφόρους τομείς της πόλεως, προβαίνοντα εις τρομοκρατικάς ενεργείας και βανδαλισμούς, απάγοντα και φονεύοντα μέλη εθνικιστικών οργανώσεων. Εισήρχοντο εις οικίας ειρηνοφίλων πολιτών και επυροβόλουν εναντίον αόπλων και ανυπερασπίστων ανδρών και γυνιακοπαίδων. Οι οπαδοί επετίθεντο ταυτοχρόνως και εναντίον αστυνομικών σταθμών, εξοντώνοντες επί τόπου πολλούς εκ των αστυνομικών, τους οποίους εύρισκον ζωντανούς’. Μια διαφορετική διάσταση προσθέτει στην εικόνα ο Ιστορικός Σόλων Γρηγοριάδης. Τη νύχτα της 3ης προς 4η Δεκεμβρίου οι Βρετανοί αφόπλισαν το εμπειροπόλεμο και βαριά οπλισμένο 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ στη Φιλοθέη. Οι χίλιοι επίλεκτοι άνδρες του διάσημου Νικηφόρου (Δ Δημητρίου), που είχαν παραβιάσει την απαγορευτική γραμμή, όπως είχε οριστεί από τον Ρ Σκόμπι, φτάνοντας στη Φιλοθέη, με Διοικητή τον Ταγματάρχη Μ Παπαζήση, ύστερα από την απλή προτροπή του Βρετανού Αξιωματικού - ή θα παραδώσετε τον οπλισμό σας και θα φύγετε ή θα βάλουμε εναντίον σας - κατέθεσαν αμαχητί τα όπλα τους και αποχώρησαν. Την ώρα εκείνη ο Νικηφόρος είχε μεταβεί στην Κηφισιά για να αφοπλίσει το Σταθμό Χωροφυλακής. Ύστερα από πέντε χρόνια ο Υφυπουργός Λέων Σπαής αποκάλυψε ότι ο Διοικητής (Μ Παπαζήσης) ήταν μυημένος σε συνομωσία που απέβλεπε στην παράδοση δυνάμεων του ΕΛΑΣ στους Άγγλους. Υπήρχε λοιπόν ήδη μια βαθιά αλλαγή, την οποία το ΚΚΕ δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει. (Σ Γρηγοριάδης, Β΄, Σελ 387). Ο Επίτροπος του ΕΛΑΣ, που αντέδρασε στην παράδοση, καταφερόμενος κατά των Βρετανών, θα βρεθεί αργότερα νεκρός επί τόπου, εκτελεσμένος από τους Συντρόφους του’ (Σπ Μαρκεζίνης, 2ος Τόμος, Σελ 29) Η επόμενη, 4 Δεκεμβρίου, είναι η μέρα της γενικής απεργίας, που είχε εξαγγείλει το ΕΑΜ. Είναι επίσης και η μέρα της κηδείας των θυμάτων της προηγουμένης, τα οποία σύμφωνα με τους Τ Βουρνά και Β Ραφαηλίδη, είχαν φτάσει στους 28. Το πλήθος των ανθρώπων που συνοδεύουν τη νεκρική πομπή τραγουδώντας το πένθιμο εμβατήριο ‘επέσατε θύματα’ είναι τεράστιο. Όταν η αρχή της φτάνει στο Α΄ Νεκροταφείο, το τέλος βρίσκεται ακόμη στην Ομόνοια. Τη συγκεκριμένη ημέρα οι συγκρούσεις γενικεύονται. Παρά το δυσμενή συσχετισμό και όλως ετεροχρονισμένα η Ηγεσία του ΕΑΜ παρασύρεται και αποτολμάει την αναμέτρηση. Στην έναρξη της ένοπλης αντιπαράθεσης, που θα ελάμβανε χώρα μόνο στην Αθήνα, το ΕΑΜ παρατάσσει κυρίως το Α΄ Σώμα Στρατού με δύναμη 6.500 αντρών, υπό τον έμπειρο Στρατηγό Εμ Μάντακα, που ενισχύεται από τους συνολικά 7.000 αντάρτες της ΙΙης και ΧΙΙΙης Ταξιαρχίας. Επίσης την ολιγάριθμη και ελαφρά οπλισμένη δύναμη της ΟΠΛΑ και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, αρκετών χιλιάδων, ωστόσο άοπλων. Ο κύριος όγκος των μάχιμων δυνάμεων του ΕΛΑΣ, όπως προαναφέρθηκε, παρέμενε στη Βόρεια Ελλάδα. Η Κυβέρνηση έχει στη διάθεσή της τους 4.000 χιλιάδες εμπειροπόλεμους και βαριά οπλισμένους άντρες της Ορεινής Ταξιαρχίας (Ταξιαρχία Ρίμινι) υπό τον ικανό Ταξίαρχο Θρασύβουλο Τσακαλώτο, τον Ιερό Λόχο με 500 άντρες, περίπου 10.500 Αστυνομικούς, Χωροφύλακες και Εθνοφύλακες, την Οργάνωση Χ δυνάμεως 1.000 αντρών υπό τον έμπειρο Συνταγματάρχη Γ Γρίβα και 1.500 ανασυγκροτημένους Ταγματασφαλίτες. Οι Κυβέρνηση επικουρούνταν από Βρετανικές δυνάμεις, που αριθμούσαν τρείς Ινδικές Ταξιαρχίες Πεζικού, δύναμης 9.000 αντρών, μια Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία 2.000 αντρών και μια Ταξιαρχία Τεθωρακισμένων 1.000 αντρών. Ο κύριος όγκος του ΕΔΕΣ, που έφτανε τις 10.000, βρισκόταν στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Μονάδες του ΕΛΑΣ ανέλαβαν να εμποδίσουν την κάθοδό τους στην Πρωτεύουσα. Αν και οι αριθμοί ποικίλουν, το άθροισμα των Κυβερνητικών και Βρετανικών Δυνάμεων ήταν σχεδόν διπλάσιο και αρτιότερα εξοπλισμένο από το αντίστοιχο του ΕΑΜ. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ, που είχαν ήδη καταλάβει περί τα 15 Αστυνομικά Τμήματα στην Αθήνα και κάποια στον Πειραιά, εξαπολύουν επίθεση και εξουδετερώνουν τη βάση της Οργάνωσης Χ στην περιοχή του Θησείου. Στο κέντρο της Αθήνας, όπου έχει αρχίσει να διασκορπίζεται μετά την κηδεία το πλήθος, ακροβολιστές κτυπούν επιλεκτικά πολίτες, τους οποίους εκλαμβάνουν ως κομουνιστές. Ο Στρατηγός Ρ Σκόμπι απευθύνει τελεσίγραφο με το οποίο καλεί τον ΕΛΑΣ να εγκαταλείψει την Πρωτεύουσα το αργότερο μέχρι τα μεσάνυχτα της 6ης Δεκεμβρίου. Αργότερα μέσα στη μέρα Βρετανοί Αλεξιπτωτιστές συγκρούονται στη Λεωφόρο Συγγρού με τμήματα του ΕΛΑΣ. Την ίδια μέρα ο Γ Παπανδρέου εξαναγκάζεται να αντιληφθεί ότι η έκταση και η βαρύτητα των γεγονότων δεν του επιτρέπουν να παραμείνει στη θέση του και ανακοινώνει την πρόθεσή του να παραιτηθεί, υποδεικνύοντας τον 84χρονο Θεμιστοκλή Σοφούλη, Αρχηγό των Φιλελευθέρων, ως αντικαταστάτη του. Στο Λονδίνο ο Ουίνστων Τσώρτσιλ, θεωρώντας ‘γελοία, μάταιη ή και επικίνδυνη την αλλαγή ηγεσίας υπό τις παρούσες συνθήκες’ (Κοινοβουλευτικές Συζητήσεις, Βουλή των Κοινοτήτων, 406-1944-45,908-1020, Ι Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα, Σελ196) απορρίπτει την εισήγηση του Πρεσβευτή του σχετικά με την ‘αναπόφευκτη’, όπως τη χαρακτηρίζει, αντικατάσταση του Έλληνα Πρωθυπουργού, τον οποίο ο Ρ Λήπερ θεωρεί πλέον ‘καθαρό παθητικό’ και αναλαμβάνει προσωπικά τον χειρισμό των Ελληνικών υποθέσεων. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Δεκεμβρίου στέλνει τη μνημειώδη εκείνη διαταγή του προς τον Ρόναλντ Σκόμπι, όπου σε οξείς τόνους, όπως παραδέχεται και ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του, μεταξύ άλλων διαμηνύει χωρίς περιστροφές ‘Θα ήτο καλόν βεβαίως εάν αι διαταγαί σας ενισχύοντο με το κύρος κάποιας Ελληνικής Κυβερνήσεως’ και συνεχίζει ‘Μη διστάζετε να ενεργήτε ωσάν να είσθε εις κατακτηθείσαν πόλιν, όπου αναπτύσεται μια εξέγερσις τοπικώς. Πρέπει να κρατήσωμεν και να κυριαρχήσωμεν εις τας Αθήνας. Θα είναι μεγάλη επιτυχία δια σας να πραγματοποιήσετε τούτο χωρίς αιματοχυσίαν ει δυνατόν, αλλά και με αιματοχυσίαν εν ανάγκη’ Το ίδιο αυστηρές είναι οι οδηγίες του και προς τον Πρέσβη Ρέτζιναλτ Λήπερ ‘Δεν είναι καιρός να εμπλέκεται κανείς εις την Ελληνικήν πολιτικήν ή να φαντάζεται ότι Έλληνες πολιτικοί διαφόρων αποχρώσεων θα ημπορούσαν να επηρεάσουν την κατάστασιν. Πρέπει να υποχρεώσετε τον Γ Παπανδρέου να κάνει το καθήκον του και να τον διαβεβαιώσετε ότι, αν το κάνει, θα υποστηριχτεί μ’ όλες μας τις δυνάμεις. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά ν’ αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς. Έχει περάσει ο καιρός που η οποιαδήποτε ομάδα Ελλήνων πολιτικών θα μπορούσε να επηρεάσει αυτή την εξέγερση του όχλου’ και παρακάτω ‘ Έθεσα το όλο ζήτημα της αμύνης των Αθηνών και της τηρήσεως του νόμου και της τάξεως εις χείρας του Στρατηγού Ρ Σκόμπι, αφού διαβεβαίωσα αυτόν ότι θα τύχει υποστηρίξεως κατά τη χρησιμοποίηση οιωνδήποτε βιαίων μέσων παραστεί ανάγκη. Κατά συνέπειαν από δω και στο εξής εσείς (Ρ Λήπερ) και ο Γ Παπανδρέου θα συμμορφώνεστε προς τας οδηγίας του εφ’ όλων των θεμάτων, που αφορούν την δημόσιαν τάξιν και την ασφάλειαν’(Ουίνστων Τσώρτσιλ, VI, 289-290) Η εξευτελιστική συμπεριφορά και ο απαξιωτικός τόνος του Βρετανού Πρωθυπουργού ενθουσίασαν τον Γ Παπανδρέου, ο οποίος, βλέποντας ότι θα παρέμενε στη θέση του, έσπευσε περιχαρής να ενημερώσει τηλεφωνικά τον Γεώργιο Β΄ στο Λονδίνο λέγοντας ότι ‘ Κυβερνητική κρίσις δεν υφίσταται πλέον’ Την ίδια ώρα στη Βρετανία σχεδόν όλος ο τύπος (Guardian, BBC, Economist, Daily Chronicle) καταφέρονταν εναντίον των χειρισμών του Ουίνστων Τσώρτσιλ στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τους ΝΥ Times της 3ης Δεκεμβρίου 1944, Βουλευτής του Εργατικού Κόμματος ζητούσε να μάθει κατά πόσο ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας ‘διεκδικούσε το δικαίωμα να διορίζει Πρωθυπουργούς σε Συμμαχικά Κράτη, όπως θα διόριζε μερικούς κοινοβουλευτικούς γραμματείς ή όπως ο Α Χίτλερ διόριζε γκάουλαϊτερ στις διάφορες χώρες που περιέρχονταν στην κυριαρχία του’ και συμπλήρωνε παρακάτω ‘ θα προτιμούσα να μου καιγόταν το χέρι παρά να υπογράψω μια διαταγή προς τον Βρετανικό Στρατό να πυροβολεί εναντίον εργατών της Ελλάδος’ Ωστόσο επειδή στη Βρετανία ‘υπήρχε δημοκρατία εις τας πλέον προχωρημένας μορφάς της’ και ο κοινοβουλευτισμός είχε μακρά παράδοση, ο Πρωθυπουργός, που δήλωνε ότι ‘δεν ενέδιδε εις παροδικάς φωνασκίας’, όπως χαρακτήριζε την επιχειρηματολογία της αντιπολίτευσης, έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση της Βουλής. Επισημαίνοντας όμως ότι, ‘εάν δεν καταψηφισθώ θα επιμείνωμεν εις την πολιτικήν της εκκαθαρίσεως των Αθηνών και της περιοχής των από όλους όσους έχουν στασιάσει κατά της εξουσίας της συνταγματικής κυβερνήσεως της Ελλάδος. Εις τας Αθήνας, όπως και παντού το σύνθημά μας είναι: όχι ειρήνη χωρίς νίκη’ (Κοινοβουλευτικές Συζητήσεις 406 1944-45 & Ουίνστων Τσώρτσιλ VI Σελ 296) Σε ατμόσφαιρα ‘απελπισμένης σύγχυσης’ και ‘έντονης οργής’ (Χάρολντ Νίκολσον, Τα πολεμικά χρόνια,1939-1945) η Βουλή επαναβεβαίωσε την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο του Ουίνστων Τσώρτσιλ με ευρύτατη πλειοψηφία, 279 έναντι 30, ενώ οι περισσότεροι Εργατικοί και μερικοί Συντηρητικοί απείχαν. Στην Αθήνα οι Βρετανικές δυνάμεις, γνωστές ως Arkforce, από το επώνυμο του Άγγλου Αξιωματικού Harry Arkwright, στον οποίο ο Ρ Σκόμπι έχει αναθέσει την άμυνα της πόλης, πιεζόμενες από τον ΕΛΑΣ αρχίζουν να συμπτύσσονται. Ενδεικτικό της σύγχυσης που επικρατεί, ειδικά όσον αφορά στις σχέσεις Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος και ΕΛΑΣ, σε τοπικό τουλάχιστον επίπεδο, είναι το γεγονός ότι στις 5 Δεκεμβρίου στα Μέγαρα ελασίτες και νοτιοαφρικανοί αναμετρώνται σε φιλικό ποδοσφαιρικό αγώνα. Ανήσυχος ο Στρατηγός, που έχει παγιδευτεί στις εισηγήσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης, που προέβλεπαν επιπόλαιες και σύντομες συγκρούσεις με έναν αδύναμο ΕΛΑΣ, απευθύνει δεύτερο τελεσίγραφο, πριν την εκπνοή του πρώτου, προς τις αντάρτικες δυνάμεις να εγκαταλείψουν την πόλη και παράλληλα διατάσσει τις Βρετανικές δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και στο Βόλο να κατευθυνθούν προς την Αθήνα. Στις 7 του μήνα οι Βρετανοί περιορίζονται στο κέντρο της πόλης και ελέγχουν ουσιαστικά τις φυλακές Αβέρωφ, την Αγγλική Πρεσβεία, τα Παραπήγματα, μια περιοχή της Ακρόπολης και της Ομόνοιας, το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Ο Πειραιάς ελέγχεται σχεδόν πλήρως και ο ανεφοδιασμός των Βρετανών έχει ουσιαστικά αποκοπεί. Το πρωί μια κόκκινη σημαία κυμάτιζε στο βράχο και η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ ανήγγειλε με προκήρυξή της ότι ‘η γενική μάχη για τη λευτεριά και την ολοκληρωτική ανεξαρτησία της Ελλάδας άρχισε’ Ο Α Σβώλος ζητά να διαπραγματευθεί με τον Άγγλο Στρατηγό, αλλά η προσπάθειά του δεν έχει συνέχεια, όπως άκαρπη αποβαίνει και η συνάντηση Γ Καρτάλη, της ΕΚΚΑ, με τον Ρ Σκόμπι. Ήταν όμως αργά. Ο Ουίνστων Τσώρτσιλ, αν και θορυβημένος από τις διαστάσεις των γεγονότων, δηλώνει ότι ‘η Δημοκρατία δεν είναι πόρνη του πεζοδρομίου για να μαζευτεί από κάποιον άνδρα οπλισμένο με αυτόματο’ επιμένοντας να χαρακτηρίζει την εξέγερση ‘νόμο του όχλου’ που ‘αποκλείει τη Δημοκρατία’. Οι αηδείς και απαξιωτικές δηλώσεις του Βρετανού Πρωθυπουργού παρά την προκλητικότητά τους, δεν έπαυαν παρόλα αυτά να συνιστούν μια σκληρή και πικρή υπενθύμιση της αθλιότατης πολιτικής ειλωτείας στην οποία είχε περιέλθει η χώρα. Δηλαδή μιας κατάστασης η οποία προκλήθηκε με την απόλυτη ευθύνη των εθελόδουλων ηγεσιών των αποκαλουμένων αστικών κομμάτων και τις αλλοπρόσαλλες τακτικές της ηγεσίας του ΕΑΜ, που με τη στάση της κυρίως στο Λίβανο και την Καζέρτα είχε καθοσιώσει το σύστημα εναντίον του οποίου τώρα εξεγείρονταν. Αυτήν τη νομιμότητα υπερασπίζονταν ο Ουίνστων Τσώρτσιλ δηλώνοντας μάλιστα το ίδιο εμφατικά, όπως και προηγουμένως ότι ‘ Ήτο μεγάλη απογοήτευσις δι εμέ να υποστώ επίθεσιν υπό του ΕΛΑΣ κατ’ αυτόν τον τρόπον, την στιγμήν μάλιστα που εφθάναμε κατάφορτοι με καλά δώρα και ενδιαφερόμεθα μόνον δια την δημιουργίαν μιας ηνωμένης Ελλάδος, η οποία θα ελάμβανε την τύχη της εις τας χείρας της’ (Ουίνστων Τσώρτσιλ, VI, Σελ 297) Την ίδια περίοδο ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ ευρισκόμενος στο εξωτερικό και απολαμβάνοντας την αμέριστη στήριξη του Βρετανού Πρωθυπουργού κυρίως, σύμφωνα με τον Ρ Λήπερ ‘συμπεριφέρονταν σαν βρίσκονταν απλώς σε ταξίδι στο Λονδίνο, που κατά κανένα τρόπο δεν επιδρούσε στη βασιλική του εξουσία’ Μη προβαίνοντας σε κάποια δήλωση για το θέμα του δημοψηφίσματος, ως προϋπόθεσης της επιστροφής του και αποστέργοντας την ενδιάμεση λύση της Αντιβασιλείας, επικαλούμενος το Σύνταγμα, για το οποίο ο ίδιος ο Βασιλιάς, όπως παρατηρούσε ο Χ ΜακΜίλαν (Σελ 517), ‘δεν έδωσε ούτε δεκάρα, όταν έκανε τον Ι Μεταξά Δικτάτορα, πυροδοτούσε την αντιπαράθεση, λειτουργώντας αν όχι ως ουσιαστικός λόγος, χρησίμευε τουλάχιστον ως πειστικό άλλοθι και από τις δύο πλευρές των εμπλεκομένων. Στον απόηχο της απόρριψης της προσφοράς για κατάπαυση των εχθροπραξιών από την ηγεσία του ΕΑΜ και παρά τα τελεσίγραφα του Ρ Σκόμπι η ηγεσία του ΕΑΜ, που από τη σκοπιά των Βρετανών καθοδηγούνταν πλέον από το ΚΚΕ, ο ΕΛΑΣ ενισχύθηκε με την άφιξη μιας Ταξιαρχίας από την Πελοπόννησο, δυνάμεως 2.000 αντρών. Οι υπόλοιπες δυνάμεις κρατούνταν εκτός Αττικής και ένα μέρος τους, υπό τους Σ Σαράφη και Άρη Βελουχιώτη, εξαπέλυε επίθεση κατά των θέσεων του Ν Ζέρβα στην Ήπειρο διαλύοντας σχεδόν τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ. Στην πόλη των Αθηνών οι συμπλοκές συνεχίζονται ακόμη και στους δρόμους και οι ένοπλες δυνάμεις των Ανταρτών αποφεύγοντας όσο μπορούσαν τις απευθείας συμπλοκές με τους Βρετανούς, στρέφονται κατά των Κυβερνητικών Κτηρίων. Η ενέργεια αυτή, που σχεδιάστηκε μάλλον πρόχειρα και σίγουρα όχι ομόφωνα δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς τα εν λόγω κτήρια φρουρούνταν από Βρετανούς και οι ελασίτες είχαν εντολές να μην πυροβολούν εναντίον τους. Ωστόσο οι συγκεκριμένες εντολές ακυρώθηκαν στην πράξη, δεδομένου ότι οι Βρετανικές δυνάμεις βρίσκονταν σχεδόν μόνιμα μεταξύ των αντιμαχομένων παρατάξεων. Στη Θεσσαλονίκη η κατάσταση παρέμενε διαφορετική. Αν και οι Βρετανοί ήταν περικυκλωμένοι, ο ΕΛΑΣ, που τελούσε υπό τις διαταγές του Ευριπίδη Μπακιρτζή της ΕΚΚΑ, φανατικού δημοκρατικού, αλλά και ανθρώπου των Άγγλων (Σπ Μαρκεζίνης, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος, Τόμος Β΄, Σελ 31) προέβη σε επιλεκτικές εκκαθαρίσεις αξιωματικών και ανδρών άλλων οργανώσεων. Ο περιβόητος στην Αν Μακεδονία Ταγματασφαλίτης Αντών Τσαούς μόλις διασώθηκε από Βρετανούς Καταδρομείς και ο Στρατηγός Αβραμίδης, Στρατιωτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης κατόρθωσε να διαφύγει στην Αθήνα. Στην Αθήνα ο ΕΛΑΣ που έχει περιορίσει σημαντικά τους Βρετανούς απειλεί το Μετοχικό Ταμείο και την Αγγλική Πρεσβεία. Το αεροδρόμιο στο Τατόι με τους 800 Βρετανούς Στρατιώτες έχει αποκλειστεί, εκείνο στο Καλαμάκι δεν είναι ασφαλές. Στις 9 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ επιτίθεται στο Βρετανικό Σύνταγμα Τεθωρακισμένων στην Παλιά Σχολή Ευελπίδων το οποίο υπό την κάλυψη της RAF υποχωρεί στο Κέντρο της πόλης. Ο Χ ΜακΜίλαν σημειώνει στο ημερολόγιό του ‘κρατούμεν περί τα 5-10 τετραγωνικά μίλια της περιοχής Αθηνών-Πειραιώς και δεν διαθέτομεν ασφαλείς βάσεις πουθενά από όπου θα ηδυνάμεθα να ενεργήσωμεν’ (Σελ 505) Ο Ουίνστων Τσώρτσιλ, έχοντας επίσης υποτιμήσει τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και αποκρούσει τα αιτήματα για διαπραγματεύσεις με το σκεπτικό ‘ δεν παραχωρούμεν από καλωσύνην όσα έχουν κερδηθεί ή είναι δυνατόν να κερδηθούν ακόμη από τα στρατεύματά μας’ και δηλώσει ‘δεν θα πρέπη να γίνη αποδεκτόν τίποτε το ολιγώτερον ικανοποιητικόν των όρων επί των οποίων είχαμε συμφωνήσει προτού λάβει χώραν η εξέγερσις’ αιφνιδιάζεται και ανησυχεί. Γνωρίζοντας όμως ότι μια ταπεινωτική ήττα στην Αθήνα θα έχει ευρύτερες επιπτώσεις και εξηγώντας στον Ρ Σκόμπι ότι ‘σαφής αντικειμενικός μας στόχος είναι η ήττα του ΕΑΜ’ και ακόμη ότι ‘ο τερματισμός των εχθροπραξιών είναι δευτερεύων εν σχέσει με αυτό το θέμα’ διατάζει σημαντικές ενισχύσεις. (Ουίνστων Τσώρτσιλ, VI, Σελ 291) Ο Στρατάρχης Harold Alexander παίρνει εντολή να μεταβεί άμεσα στην Ελληνική Πρωτεύουσα για να αξιολογήσει επιτόπου τα στρατιωτικά προβλήματα. Την 11η του μήνα διανύει με τον Χ ΜακΜίλαν το αποκαλούμενο ‘the mad mile’ της λεωφόρου Συγγρού, πάνω σε θωρακισμένο όχημα και οι διαπιστώσεις και εκτιμήσεις του είναι αποκαρδιωτικές και γίνονται απογοητευτικές ή και εφιαλτικές από το γεγονός ότι ο ΕΛΑΣ μάχεται ακόμη σχεδόν μόνο με το ένα πέμπτο της συνολικής τακτικής δύναμής του. ‘Η κατάστασίς σας είναι σοβαρά’ ενημερώνει ο Στρατάρχης τους Ρ Λήπερ και Ρ Σκόμπι. ‘Ο θαλάσσιος λιμήν έχει αποκοπή, εις τον αερολιμένα σας δύναται να φθάση κανείς με άρμα μάχης ή τεθωρακισμένον όχημα, αριθμητικώς υστερείτε, αι αποθήκαι σας έχουν περικυκλωθεί και έχετε πυρομαχικά δια τρείς ημέρας’ Αποφασίζει ότι θα χρειαστούν δύο μαχητικές Μεραρχίες από την Ιταλία. Στο μεταξύ την εικόνα του επίσημου ενδιαφέροντος της Σοβιετικής Ένωσης για τα γεγονότα στην Αθήνα δίνει η περιγραφή του δημοσιογράφου Kenneth Mathews του BBC ‘ Οι Ρώσοι είχαν τον άνθρωπό τους στην Αθήνα, έναν Συνταγματάρχη G Popov, που αποτελούσε τη ζωντανή εικόνα της μη επεμβάσεως. Καθόταν σ’ ένα τραπέζι της Μεγάλης Βρετανίας μασώντας το περιεχόμενο των αγγλικών κονσερβών, απρόσιτος, σιωπηλός, απαθής’ (Ελλάδα 1944-49, Σελ 82) Παρόμοια ήταν και η στάση των ευρείας κυκλοφορίας Σοβιετικών εφημερίδων, οι οποίες δεν είχαν καν δημοσιογραφικές αποστολές στην Ελληνική Πρωτεύουσα. Η Πράβδα περιοριζόταν σε σύντομες ειδήσεις υπό τον ουδέτερο τίτλο ‘Η κατάσταση στην Ελλάδα’, όπου αναμετέδιδε σύντομες ειδήσεις, βάσει ανταποκρίσεων από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη και χωρίς δικά της σχόλια. Ίδια ήταν και η ποιότητα της ειδησιογραφίας που παρείχε η Ιζβέστια. Ικανοποιημένος ο Βρετανός Πρωθυπουργός σημείωνε ‘ούτε μία λέξις επιπλήξεως δεν εικούσθη από την Πράβδα ή την Ιζβέστια’ Στον αντίποδα όμως κινούνταν οι αντιδράσεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οργισμένος ο Πρόεδρος F D Roosevelt δήλωνε στο κύκλο του: ‘Πως είναι δυνατόν οι Βρετανοί να αποτολμήσουν ένα τέτοιο πράγμα! Σε ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν για να διατηρήσουν το παρελθόν! Δεν θα εκπλησσόμουν καθόλου αν ο Ουίνστων είχε απλώς δηλώσει ότι υπεράσπιζε τους Έλληνες βασιλόφρονες! Αυτό θα ταίριαζε στον χαρακτήρα του! Αλλά να σκοτώνει Έλληνες αντάρτες! Και μάλιστα χρησιμοποιώντας Βρετανούς στρατιώτες για την υπόθεση αυτή!’ (Έλιοτ Ρούσβελτ, Όπως τα έβλεπε, Σελ 2220-23, στο Ι Ο Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα, Σελ 201) Ήδη με την έναρξη των συγκρούσεων η ‘Φωνή της Αμερικής’ μετέδιδε δήλωση του Αμερικανού Υπουργού των Εξωτερικών Edward Stetinius, στην οποία τονίζονταν ότι ‘Πολιτική των ΗΠΑ ήταν πάντοτε να απέχη από οιανδήποτε επέμβασιν εις τας εσωτερικά υποθέσεις άλλων εθνών. Εφόσον δεν εκτίθεται εις κινδύνους η στρατιωτική ασφάλεια των συμμαχικών στρατιών αι ΗΠΑ δεν θα καταβάλουν προσπάθειαν να επηρεάσουν την σύνθεσιν οιασδήποτε κυβερνήσεως εις οιανδήποτε φιλικήν χώραν. Ο αμερικανικός λαός μετά συμπαθείας βεβαίως αντιμετωπίζει τας προσδοκίας των κινημάτων αντιστάσεως και των αντιφασιστικών στοιχείων εις τας απελευθερωθείσας χώρας’ και συνέχιζε ‘ ο αμερικανικός λαός γνωρίζει ότι αι ομάδες αυταί, που επολέμησαν τόσον θαρραλέως κατά των Γερμανών, δεν προτίθενται να παρεμποδίσουν τας τόσον σημαντικάς παρούσας επιχειρήσεις κατά της Γερμανίας’ (State Department, FR, 1944,148) Ο Ουίνστων Τσώρτσιλ απάντησε ότι ‘εάν επιτραπεί να λέγεται στους δρόμους των Αθηνών ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι εναντίον μας, τότε θα χυθεί περισσότερο βρετανικό αίμα και ακόμη περισσότερο ελληνικό’ δεν παρέλειψε επίσης να υπενθυμίσει ότι οι ενέργειές της Βρετανίας είχαν αποφασιστεί στη Διάσκεψη του Κεμπέκ στον Καναδά από τις 17 έως τις 24 Αυγούστου του 1943.Παράλληλα δήλωνε ότι λυπόταν που και ο Βασιλιάς του Καναδά, William Mackenzie, αποστασιοποιούνταν δηλώντας ότι επροτίθετο να αρνηθεί τη χρησιμοποίηση καναδικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Σε συνέχεια της επίσημης στάσης της βρετανικής ηγεσίας ο Ρ Σκόμπι στις 12 Δεκεμβρίου στην Αθήνα απέρριπτε και την τρίτη προσπάθεια προσέγγισης αντιπροσωπείας του ΕΑΜ υπό τον Μ Πορφυρογένη, ο οποίος μετέφερε συμβιβαστική πρόταση, με προϋπόθεση τον αφοπλισμό της Χωροφυλακής, την απόσυρση της Ορεινής Ταξιαρχίας και την κατάπαυση της δράσης των βρετανικών δυνάμεων στην Αθήνα. Τις μέρες αυτές η επιθετικότητα και των δύο πλευρών προσεγγίζει το απόγειό της. Βρετανικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν την περιοχή του Αρδηττού και του Παναθηναϊκού Σταδίου καταστρέφοντας εκτός των πιθανολογούμενων υπόγειων οχυρών του ΕΛΑΣ και αρκετά σπίτια. Ο ΕΛΑΣ, που έχει στο μεταξύ καταλάβει το Δημαρχείο Αθηνών, επιτίθεται ύστερα από βαρύ βομβαρδισμό με όλμους τις πρωινές ώρες της 15ης Δεκεμβρίου με 1.000 άντρες εναντίον βρετανικών δυνάμεων στα Παραπήγματα (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), τις οποίες εξαναγκάζουν σε υποχώρηση. Οι Αμερικάνοι εξακολουθούν να παραμένουν αυστηρά ουδέτεροι, ‘στα όρια του απάνθρωπου’ εκτιμά ο Σπ Μαρκεζίνης (Τόμος 2ος , Σελ 42) αρνούμενοι κάποιες φορές ακόμη και τη μεταφορά τραυματιών. Επιπρόσθετα προβληματίζονται για τη διάθεση πλοίων που θα μετέφεραν τις βρετανικές ενισχύσεις. Ανταποκριτής του Times μεταφέρει ειδήσεις που ανεβάζουν τους νεκρούς σε χιλιάδες. Οι Βρετανοί έχουν μεταφέρει την 5η Ταξιαρχία της IV Ινδικής Μεραρχίας από τη Δωδεκάνησο και τις Κυκλάδες, στην οποία περιλαμβάνονται οι γνωστοί μαχητές Gurkhas με τα περίφημα σπαθιά τους, τα Kuwris. Καταλαμβάνουν την Καστέλα με σκοπό να διασφαλίσουν την εκφόρτωση των βρετανικών αρμάτων και τη μετακίνηση των βρετανικών δυνάμεων προς το αεροδρόμιο. Το ΕΑΜ κυκλοφορεί αφίσες όπου παρουσιάζονται ο Γ Παπανδρέου και ο Ου Τσώρτσιλ με δάχτυλα που στάζουν αίμα και τους Γκούρκας να απειλούν το λαό. Η επιγραφή έγραφε ‘ούτε οι Γερμανοί δεν έφεραν μαύρους για να σκοτώνουν’ Η επίσκεψη του Στρατάρχη Harold Alexander έμελλε να θέσει τέλος στο τεχνητό αδιέξοδο που δημιουργούσε η εμμονή του Βασιλιά Γεωργίου Β΄ και οι παλινωδίες της Κυβέρνησης. Στην έκθεσή του της 21ης Δεκεμβρίου προς τον Βρετανό Πρωθυπουργό καθιστούσε σαφές ότι η αισιοδοξία του δεν υποστηρίζονταν από τα γεγονότα και επέμενε ότι ‘το ελληνικόν πρόβλημα δεν είναι δυνατόν να λυθή με στρατιωτικά μέτρα. Η λύσις πρέπει να ευρεθή εις τον πολιτικόν τομέα’ και συνέχιζε ‘ καθ’ όσον είμαι πεπεισμένος ότι στρατιωτική δράσις, μετά την εκκαθάρισιν της περιοχής Αθηνών – Πειραιώς, είναι πέραν της παρούσης ισχύος μας’. Λίγες μέρες πριν, στις 16 του μήνα, οι Γερμανοί είχαν εξαπολύσει λυσσαλέα αντεπίθεση στις Αρδένες με σκοπό να αποκόψουν τα Συμμαχικά στρατεύματα από τις βάσεις ανεφοδιασμού και να τα κυκλώσουν. Ο Επικεφαλής των Συμμαχικών Δυνάμεων Dwight (Ike) Eisenhower αιφνιδιάστηκε, οι Αμερικάνοι πλήρωσαν βαρύτατο φόρο αίματος, αφήνοντας στα πεδία των μαχών πάνω από 80 χιλ στρατιωτών. Ο Ουίνστων Τσώρτσιλ αναγκάστηκε να ζητήσει από τους Σοβιετικούς να κλιμακώσουν την αντεπίθεση στο Ανατολικό Μέτωπο για να περισπάσουν τις γερμανικές δυνάμεις. Μόνο έτσι μπόρεσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους οι Σύμμαχοι. Η απόσπαση Μεραρχιών από το Δυτικό, συγκεκριμένα Ιταλικό, Μέτωπο ώστε να επικρατήσουν οι Βρετανοί στις συνοικίες των Αθηνών και μάλιστα για να ικανοποιήσουν τις διαθέσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης και του Βασιλιά γινόταν πλέον δυσβάστακτη. Επιπλέον οι Ρ Λήπερ και Χ ΜακΜίλαν, που είχαν από τις 14 Δεκεμβρίου ανακινήσει το θέμα της Αντιβασιλείας τηλεγραφούσαν στον Ουίνστων Τσώρτσιλ ότι ‘εάν ο εμφύλιος συνεχισθή επί πολύ ακόμη, οι Έλληνες ίσως δυσκολευθούν πολύ να ξανακερδίσουν την Μακεδονία, που είναι ο παράδεισος για Σλάβους επαναστάτες διαφόρων ειδών και τις διεισδύσεις των οποίων οι Βρετανοί δεν είναι σε θέση να ελέγχουν, ενώ το Κρεμλίνο δεν φαίνεται διατεθειμένο να ελέγξη’(Χ ΜακΜίλαν, Σελ 517) Για τη βασιμότητα της θέσης αυτής αρκεί να υπενθυμίσω, πέραν της προηγούμενης αναφοράς στη στάση του γνωστού Τέμπο, ότι στις 26 Δεκεμβρίου 1944 ο Αμερικανός Υπουργός των Εξωτερικών, E Stetinius, διεμήνυε με εγκύκλιο προς τις διπλωματικές του αποστολές στα Βαλκάνια ότι ‘ οποιαδήποτε συζήτηση περί μακεδονικού έθνους, μακεδονικής μητέρας πατρίδας ή μακεδονικής εθνικής συνείδησης αποτελεί αθεμελίωτη δημαγωγία, που δεν αντιστοιχεί σε εθνική ή πολιτική πραγματικότητα και δεν είναι παρά ο μανδύας για την εκπλήρωση επεκτατικών διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδος’(FR, Vol III, Dec 1944) Ήταν γνωστό ότι πριν την μετονομασία της περιοχής σε Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, έφερε την ονομασία Vardarska Banjovina. Όσον αφορά τη στάση του Κρεμλίνου και την μέχρι τότε τήρηση των όρων της Συμφωνίας των Ποσοστών στη Μόσχα, δεν είναι σίγουρο πως θα αντιδρούσε στη δημιουργία τετελεσμένων στη βόρεια Ελλάδα, που θα του επέτρεπαν έμμεσα την έξοδο στο Αιγαίο. Ίσως είναι χρήσιμο να υπομνήσω ότι το Δεκέμβριο του 1941 ο ίδιος ο Στάλιν είχε προτείνει την κατάληψη της Δωδεκανήσου, που ακόμη τελούσε υπό ιταλική κατοχή, από την Τουρκία ως επιβράβευση για τη μέχρι τότε στάση της. Ο Ουίνστων Τσώρτσιλ είχε αρνηθεί θεωρώντας τη χειρονομία ως υπερβολικό δώρο για μια ουδετερότητα (Α Συρίγος, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Σελ 92) Την επόμενη μέρα της λήψης της έκθεσης του Χ Αλεξάντερ ο Βρετανός Πρωθυπουργός συνοδευόμενος από τον Υπουργό του των Εξωτερικών Α Ήντεν επισκέφτηκε τον Έλληνα Μονάρχη στον οποίο, αφού επαναβεβαίωσε την υποστήριξη και συμπάθειά του, υπενθύμισε ότι ‘ο Κάρολος Α΄ έχασε το κεφάλι του πολεμώντας, αλλά διαιώνισε το Στέμμα’. Ο Γεώργιος Β΄ παρέμενε ανένδοτος στην άρνησή του για Αντιβασιλέα, θεωρώντας ότι ‘ο λαός του θα εξελάμβανε τον διορισμό Αντιβασιλέως ως εγκατάλειψιν της υποθέσεως του και των καθηκόντων του’. Στο μεταξύ υπήρχαν ενδείξεις ότι ο Γ Παπανδρέου είχε αρχίσει να αναγνωρίζει πλεονεκτήματα στην πρόταση. Στον κυκεώνα των άθλιων βυζαντινισμών που έσερνε τη χώρα το φίλαυτο πολιτικό και πολιτειακό προσωπικό παρενέβη μέχρι και ο Νοτιοαφρικανός πολιτικός Ίαν Σμάτς, ως ‘αυτόκλητος πάτρων’ (Ιατρίδης, Σελ 215) της Ελληνικής Μοναρχίας. Αυτός προέτρεπε τον Ουίνστων Τσώρτσιλ να απορρίψει τις προτάσεις των υφισταμένων του ‘ καθ’ όσον ήταν δυνατόν αργότερον να χρησιμοποιηθή ως επιχείρημα εναντίον σας δι’ ανάρμοστον επέμβασιν εις τας υποθέσεις της Ελλάδος’ και πρότεινε ότι ‘ο Βασιλεύς έπρεπε να επιστρέψη δια να αναλάβει τα ανήκοντα εις αυτόν συνταγματικά δικαιώματα μετά την ήττα των κομουνιστών’ (Τσώρτσιλ, VI,302) Κατά τη συνήθη τακτική του ο Γ Παπανδρέου άλλαζε πάλι την άποψή του υποστηρίζοντας τώρα ότι η αποδοχή της Αντιβασιλείας ‘θα εξελαμβάνετο ως ένδειξη αδυναμίας σε κομουνιστικές πιέσεις’ και επέμενε ότι ‘ο κομουνισμός έπρεπε να συντριβή κατά κράτος’. Όταν αντελήφθη ότι η αμερικανική κυβέρνηση έβλεπε θετικά το διορισμό του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στη θέση του Αντιβασιλέα στην προοπτική της εκτόνωσης της κρίσης, συμφώνησε επαυξάνοντας. Κατ’ αυτόν η Αντιβασιλεία θα μπορούσε να ήταν μια λύση, θα έπρεπε όμως να περιλαμβάνει τρείς προσωπικότητες. Κατά τη γνώμη του η Τριανδρία θα μπορούσε να περιλαμβάνει τους Δαμασκηνό, Δραγούμη και Πλαστήρα. ‘ Επίστευε ότι με τον τρόπο αυτό και τον Βασιλέα εν μέρει ικανοποιούσε και απέτρεπε τον κίνδυνο να τον διαδεχθεί στην Πρωθυπουργία ο Πλαστήρας, ο οποίος είχε φθάσει ήδη στην Αθήνα’ (Σπ Μαρκεζίνης, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος, Τόμος 2ος , Σελ 43) Εν πάση περιπτώσει παρέμενε στη διάθεση των Βρετανών προς αξιοποίηση. Το αργότερο κάπου εκεί ο Γ Παπανδρέου απέκτησε τον χαρακτηρισμό παπατζής. Η ανεκδιήγητη και ποταπή αυτή συμπεριφορά δεν αιτιολογείται επαρκώς από τη ματαιόδοξη σκοπιά του εγωκεντρισμού και της αρχομανίας. Πιο κοντά στην πραγματικότητα θα ήταν μια εξήγηση που θα συνεκτιμούσε τα διαχειριστικά προνόμια του μυθώδους ποσού των συνολικά 450 χιλ χρυσών λιρών, που μετρήθηκαν σε δύο δόσεις των 250 χιλ και 200 χιλ στην κυβέρνηση Γ Παπανδρέου από τους Βρετανούς. Ενός ποσού, που μετά τη νομισματική μεταρρύθμιση του Νοεμβρίου του 1944 (50 δισεκατομμύρια ισοδυναμούσαν με 1 νέα δραχμή και 2.800 νέες δραχμές μια χρυσή λίρα), έφτανε στο κολοσσιαίο ποσό των 12,7 δισεκατομμυρίων νέων δραχμών. Δηλαδή σχεδόν ένα ΑΕΠ της εποχής. Ο Αμερικανός Πρέσβης, Λ ΜακΒή, κατέγραφε ότι ‘οι Ρ Λήπερ και Χ ΜακΜίλαν ανησυχούν έντονα και έχουν αηδιάσει από τους πολιτικούς ελιγμούς στην κρίσιμη αυτή περίοδο’ (FR,1944,158) Ιδιαίτερα ο Χ ΜακΜίλαν, που κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων έγραφε προς τον Α Ήντεν ότι ‘δεν είμαι και τόσον βέβαιος ότι υπάρχει τόσον μεγάλη αντίθεσης κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, όπως πολλοί υποθέτουν’ και συνέχιζε ‘είμαι βέβαιος ότι είναι πολλοί οι συμπαθούντες το ΕΑΜ εις την Ελλάδα και ότι μια μετριοπαθής, λογική και προοδευτική πολιτική θα ημπορούσε να αποσπάση το ακαθορίστου προσανατολισμού αλλά ριζοσπαστικόν στοιχείον από τον σκληρόν κομουνιστικόν πυρήνα’ παρατηρήθηκε αυστηρά από τον Βρετανό Πρωθυπουργό επειδή είχε ασκήσει πιέσεις υπέρ της Αντιβασιλείας, με επιχειρήματα σχετικά με την εσωτερική πολιτική κατάσταση και τις αγγλοαμερικανικές σχέσεις (ΜακΜίλαν 518) Παράλληλα ο Χ ΜακΜίλαν προσπαθούσε να ενθαρρύνει τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ώστε να μην αποδεχτεί τους όρους και περιορισμούς που προσπαθούσαν να του επιβάλουν κυρίως οι Γ Παπανδρέου, Π Κανελλόπουλος, Θ Σοφούλης και Ν Πλαστήρας. Ένας τέτοιος όρος ήταν πως κανένας οπαδός του ΕΑΜ, άσχετα πόσο αδρανής ήταν κατά την παρούσα κρίση, δεν θα έπρεπε ποτέ να προσληφθεί σε δημόσια υπηρεσία ή στις ένοπλες δυνάμεις. Ο Βρετανός σχολίασε στον Αρχιεπίσκοπο ότι η Κυβέρνηση φαινόταν να τον θεωρεί όχι σαν προκαθήμενο της Εκκλησίας, αλλά σαν τον Άγιο Πέτρο. Εκείνος απάντησε ‘Όχι. Αυτοί δεν θέλουν τους Ουρανούς, αλλά τη Γη’ (ΜακΜίλαν,513) Αξίζει να συγκριθούν οι δηλώσεις και οι ενέργειες του επιφανούς στελέχους του βρετανικού συντηρητικού μάλιστα κόμματος, με την πολιτική πρακτική των ‘πατέρων’ της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας. Η στάση τους στο ζήτημα της στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού υπήρξε εμβληματική του τρόπου που αντιλαμβάνονταν την οικοδόμηση της μεταπολεμικής κοινωνίας. Με την έννοια αυτή η εναρκτήρια ομιλία του Γ Παπανδρέου στο Συνέδριο του Λιβάνου, ηχούσε πλέον προγραμματικά. Το εύσημο ‘Γέρος της Δημοκρατίας’ για τον συγκεκριμένο πολιτικό συνιστά ιστορική διαστροφή και πολιτισμική χυδαιότητα. Αφού πλέον και ο Α Ήντεν είχε πεισθεί ότι ‘ο διορισμός Αντιβασιλέως μαζί με μίαν δήλωσιν του Βασιλέως ότι δεν θα επέστρεφε προ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος θα απεμάκρυνε τον φόβον ότι η πρόθεσις μας είναι να επιβάλωμεν τον Βασιλέα επί του λαού του’ (Ήντεν ΙΙΙ,589) ο Ουίνστων Τσώρτσιλ στράφηκε προς τον Φ Ρούζβελτ και εκφράζοντας ‘απόγνωσιν και αμηχανίαν’ γνώρισε στον Πρόεδρο ότι ούτε ο Βασιλεύς, ούτε ο Γ Παπανδρέου δεχόταν την Αντιβασιλεία Δαμασκηνού. Προς τον Φ Ρούζβελτ είχε στραφεί εκείνες τις ημέρες και συγκεκριμένα την 19η Δεκεμβρίου και ο Μονάρχης. Ενδιαφερόταν ‘δια την διάλυσιν των παρανοήσεων που διαπιστώνω ότι υπάρχουν εις τας Ηνωμένας Πολιτείας εις βάρος της εθνικής πολιτικής την οποία προσπαθώ να εφαρμόσω, εν μέσω απείρων δυσκολιών, εις την Ελλάδα’ και συνέχιζε αμετροεπώς υποστηρίζοντας ότι ‘η καταστολή των ανταρτών, εφ’ όσον εξωπλίσθηκαν υπό των Συμμάχων, αποτελεί συμμαχικήν ευθύνην’. Εξέφραζε ακόμη ‘βαθυτάτην απογοήτευσιν, όταν ακούω να εκτοξεύεται η κατηγορία εδώ και εις τας Ηνωμένας Πολιτείας, ότι τόσον εγώ όσον και η βρετανική κυβέρνησις επιδιώκομεν την επιβολήν ωρισμένης μορφής κυβερνήσεως εις την Ελλάδα’. Απέφευγε ωστόσο να αναφερθεί στην πρόταση περί της Αντιβασιλείας. (FR 1944, 155-58-,165) Αυτή τη φορά όμως ο Πρόεδρος δεν σκόπευε να παρηγορήσει τον Βασιλιά. Αφού υπενθύμιζε ότι προσπαθούσαν να μην αναμειγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας ή οποιασδήποτε άλλης από τις απελευθερωμένες χώρες, δεχόταν τις διαβεβαιώσεις ότι θα δίνονταν η πλήρης δυνατότητα στον ελληνικό λαό να αποφασίσει για το συνταγματικό θέμα. Παρατηρούσε όμως ότι υπήρχε ‘ ευρέως διαδεδομένη σύγχυσις επ’ αυτού του θέματος εις την χώραν και από την σύγχυσιν αυτήν θα πρέπη να απαλλαγή δια να αποκατασταθή η ενότης και η τάξις’ Κατέληγε παροτρύνοντας τον Γεώργιο Β΄ να αναλάβει ‘θαρραλέαν και πατριωτικήν δράσιν εξετάζων ευνοϊκώς τας προτάσεις δια την ονομασίαν του Αρχιεπισκόπου ως Αντιβασιλέως’ (FR 1944,155-58,177) Στον στρατιωτικό τομέα μετά την εισροή των ενισχύσεων οι συσχετισμοί άλλαζαν. Στο διάστημα από τις 15 έως τις 25 Δεκεμβρίου οι Βρετανική Βασιλική Αεροπορία είχε πραγματοποιήσει 1.650 πτήσεις από την Ιταλία προς την Ελλάδα μεταφέροντας πολεμικό υλικό και προσωπικό. Ακολούθησε η σταδιακή ανακατάληψη των συνοικιών της πόλης της Αθήνας. Ο ΕΛΑΣ, που αντιμετώπιζε πρόβλημα με τις λιποταξίες και δυσκολίες στην επάνδρωση των μάχιμων μονάδων, συνέχιζε τις επιθέσεις στου Μακρυγιάννη, στις φυλακές Αβέρωφ και είχε καταλάβει το Μέγαρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης, όπου προέβη και σε επιτόπου εκτελέσεις ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας. Σταδιακά όμως άλλαζαν και οι διαθέσεις των πολιτών, για τους οποίους ούτως ή άλλως η πολιτική, όπως είχε ήδη καταγραφεί, ήταν δευτερεύουσας σημασίας, δεδομένου ότι για τους περισσότερους από αυτούς συνέχιζαν να υφίστανται τα πιεστικά προβλήματα της επιβίωσης. ‘Τα αίτια των δυσκολιών και της αθλιότητος για τους πολλούς φαινόταν πως ήταν προωρισμένα να γίνουν μόνιμα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οικονομίας του έθνους’ σημείωνε ο Ι Ιατρίδης. Συνειδητοποιώντας τη μετατόπιση των ισορροπιών με την κλιμακούμενη εμπλοκή των Βρετανών και το διαφαινόμενο αδιέξοδο, που στην πράξη σήμαινε την παράταση της αβεβαιότητας, κουρασμένοι οι πολίτες αποστασιοποιούνταν από το ΕΑΜ. Οι δυσχερείς οικονομικές συνθήκες ευνοούσαν την ελληνική κυβέρνηση. ‘Εδημιουργείτο έτσι ένας φαύλος κύκλος. Η σοβαρή οικονομική κρίση οδηγούσε σε μια τεταμένη πολιτική κατάσταση, που με τη σειρά της αφαιρούσε από την Κυβέρνηση τη δυνατότητα να ασχοληθή αποδοτικά με την οικονομία’. (Ι Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα, Σελ 144) Εξάλλου η πρακτική των συλλήψεων και εκτοπίσεων, που είχε ξεκινήσει η βρετανική διοίκηση σε αγαστή συνεργασία με τις ελληνικές αρχές παρόξυνε την ένταση και συνέβαλε σημαντικά στην κατεύθυνση αυτή. Σίγουρα πάνω από 5 χιλ ίσως και 7 χιλ, δυνητικά επικίνδυνοι Έλληνες, κάθε ηλικίας μεταφέρθηκαν και κρατήθηκαν σε στρατόπεδα στην El Dabaa, 180 χλμ δυτικά της Αλεξάνδρειας, στο διάστημα μεταξύ της 18ης Δεκεμβρίου και της 4ης Ιανουαρίου1945, όπου και κρατήθηκαν για ένα τρίμηνο. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι εκεί κανένας, εκτός από ελάχιστους αντάρτες του ΕΛΑΣ, δεν είχε στρατιωτική ιδιότητα. Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν πολίτες, εκτοπισμένοι στην αιγυπτιακή έρημο προληπτικά. Στη συγκεκριμένη ενέργεια το ΕΑΜ αντέδρασε σπασμωδικά, επιλέγοντας ως αντίμετρο τον ίδιο βάρβαρο τρόπο των ομηριών. Και εδώ οι αριθμοί των πολιτών κάθε φύλου, ηλικίας και κοινωνικής θέσης, που υπέστησαν τις βάναυσες ταλαιπωρίες της ομηρίας και των εκτελέσεων ποικίλουν σε ένα εύρος λίγων χιλιάδων έως και δεκάδων χιλιάδων. Οι περισσότεροι των μελετητών της περιόδου δεν αναφέρονται σε τεκμηριωμένα ή έστω λογικά αξιόπιστα στοιχεία. Οι αριθμοί που παρουσιάζονται (Κούσουλας Σελ 215, ΜακΝήλ Σελ 189) ανεβάζουν τους ομήρους στην Αττική μόνο στις 30 χιλ και τους εκτελεσμένους σε 4 χιλ Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ανέφερε στον Βρετανό Πρωθυπουργό οκτώ χιλιάδες ομήρους του ΕΛΑΣ. Όποιο όμως και να είναι το πραγματικό μέγεθος χωρίς να αφαιρεί από την αναίτια αθλιότητα της πράξης, επιβεβαίωνε την εκδικητική διάθεση ενός μέρους της ηγεσίας του ΕΑΜ, κυρίως κομουνιστικής προέλευσης. Αρκεί να θυμηθούμε έναν προγενέστερο απειλητικό αφορισμό του Γ Σιάντου ‘ Όποιος δεν προσχωρεί στο ΕΑΜ θα θεωρείται γκεσταπίτης’(Σπ Μαρκεζίνης, Τόμος Α΄, Σελ 303) Εκ των υστέρων η ηγεσία του ΚΚΕ προσπάθησε, μ’ έναν κρύο, αδέξιο και όχι ομόφωνο τρόπο να καταδικάσει τη συγκεκριμένη δράση.

Ο Ουίνστων Τσώρτσιλ στην Αθήνα - Αντιβασιλεία Δαμασκηνού - Βάρκιζα

Η κατανόηση από την Βρετανική Πρωθυπουργία της ανάγκης για εξεύρεση πολιτικής λύσης και η παρέμβαση του Λευκού Οίκου Δ Τπρος αυτή την κατεύθυνση επιτάχυναν τις διαδικασίες. Η απ’ όλες τις πλευρές υπόδειξη του Αρχιεπισκόπου ως του καταλληλότερου για το σκοπό αυτό προσώπου οδήγησαν τον Βρετανό Πρωθυπουργό στην απόφαση να επισκεφτεί την ελληνική πρωτεύουσα, ώστε να σχηματίσει άποψη για τον άνθρωπο, στον οποίο όπως όλα έδειχναν θα έπρεπε να εμπιστευτεί την άρση του αδιεξόδου. Η μέχρι τότε εικόνα που είχε ο Ουίνστων Τσώρτσιλ για τον προκαθήμενο της ελληνικής εκκλησίας ήταν απαγορευτικά αρνητική. ‘Ο Βρετανός Πρωθυπουργός κατείχετο από την έμμονη ιδέα ότι, αν ο Δαμασκηνός ορίζετο Αντιβασιλεύς, θα απέβαινε Δικτάτωρ της Αριστεράς. Τον αποκαλούσε Κουίσλιγκ (Vidkun Quisling, 1887-1945, δωσίλογος Πρωθυπουργός της Νορβηγίας, τον οποίο οι συμπατριώτες του εκτέλεσαν αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών) και τον θεωρούσε κομμουνιστή’ (Σπ Μαρκεζίνης, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος ,Τόμος Α΄, Σελ 52) Την παραμονή των Χριστουγέννων, ακολουθούμενος από στενούς συνεργάτες του, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού του γιατρού, λόρδου Μόραν, και συνοδευόμενος από τον Υπουργό των Εξωτερικών Α Ήντεν, παρά την επισφαλή του υγεία, αναχώρησε για την Αθήνα. Το πολυτελές Skymaster, που διέθεσε ο Αμερικανός Πρόεδρος προσγειώθηκε το μεσημέρι της 25ης Δεκεμβρίου στο Καλαμάκι. Τον υποδέχτηκαν οι Αλεξάντερ, ΜακΜίλαν, Σκόμπι και Λήπερ. Μετά την ενημέρωση αποφασίστηκε σύσκεψη για το απόγευμα στο πολεμικό Ajax στον όρμο του Φαλήρου, στην οποία προσκλήθηκαν να πάρουν μέρος και οι Γ Παπανδρέου και Δαμασκηνός. Μετά τις πρώτες αυτές επαφές αποφασίστηκε ευρεία σύσκεψη των πολιτικών παραγόντων με σκοπό τον τερματισμό των εχθροπραξιών και τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Ο Αρχιεπίσκοπος θα προέδρευε στη σύσκεψη και θα κατεύθυνε τις εργασίες της. Είχε προκαλέσει σπουδαία εντύπωση στον Ουίνστων Τσώρτσιλ με το επιβλητικό παρουσιαστικό του και είχε εκτιμηθεί ως ικανός, αδίστακτος, αλλά και συνεργάσιμος. Στις αρχικές συναντήσεις, που υπήρξαν άκαρπες και θυελλώδεις, έλαβαν μέρος, πέραν των προαναφερθέντων, και οι Πρέσβεις της Γαλλίας και των ΗΠΑ καθώς και ο απεσταλμένος των Σοβιετικών Γ Ποπώφ, ως εκπρόσωποι των Συμμαχικών Κυβερνήσεων. Έπειτα από χωριστές συνεδρίες με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και παρά την εχθρότητα και τη σύγχυση ο Δαμασκηνός κατόρθωσε να επεξεργαστεί ένα βασικό σχέδιο, σύμφωνα με το πλαίσιο που είχε θέσει η Βρετανική ηγεσία και το παρουσίασε στις 27 Δεκεμβρίου. Ο ίδιος θα αναλάμβανε Αντιβασιλέας το συντομότερο δυνατό και ο Ουίνστων Τσώρτσιλ θα αναλάμβανε να αποσπάσει την ταχεία και ανεπιφύλακτη συγκατάθεση του Βασιλιά για το μέτρο αυτό. Ακολούθως θα σχηματίζονταν νέα Κυβέρνηση από την οποία θα αποκλείονταν οι κομμουνιστές και ο δυσφημισμένος Γ Παπανδρέου. Αν το ΕΑΜ και κατ’ επέκτασιν ο ΕΛΑΣ δεν συμφωνούσε σε άμεση και επίσημη εκεχειρία και επέμενε σε απαράδεκτα πολιτικά αιτήματα, οι μάχες θα συνεχίζονταν σφοδρότερες, αλλά οι Βρετανοί δεν θα έπαιρναν, στην πραγματικότητα δεν άντεχαν πλέον να πάρουν, στρατιωτικές πρωτοβουλίες πέρα από την περιοχή της Αττικής. Έτσι στην περίπτωση που δεν καθίστατο δυνατή μια συμφωνία, άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο να τεθεί η χώρα προσωρινά υπό διεθνή ευθύνη και εποπτεία. Οι Βρετανικές δυνάμεις δεσμεύονταν ότι θα παρέμεναν για να βοηθήσουν στην οργάνωση και εκπαίδευση του εθνικού στρατού. Ο ίδιος ο Ουίνστων Τσώρτσιλ ενημέρωσε τον Αμερικανό Πρόεδρο ότι θα ασκούσε ‘την εντονότερη δυνατή πίεση’ στο Βασιλιά για το διορισμό του Δαμασκηνού και δήλωνε ότι περίμενε πως και ο Πρόεδρος θα έκανε το ίδιο. Τόνιζε ακόμη ότι σε περίπτωση άρνησης του Γεωργίου Β΄ ‘η κυβέρνησις της Αυτού Μεγαλειότητος θα συνιστούσεν εις τον Αρχιεπίσκοπον να αναλάβη Αντιβασιλεύς και θα τον διαβεβαίωνε ότι θα τον αναγνωρίζαμε, όπως και την κυβέρνησιν που θα εσχημάτιζεν’. Πληροφορούσε ακόμη ότι στον Βασιλέα θα λεγόταν ‘να δεχθή την συμβουλή του Πρωθυπουργού του, κ Γ Παπανδρέου, ο οποίος άλλαζε γνώμην περί τα τρείς φοράς την ημέρα, αλλά έχει υποσχεθή τώρα να στείλη τηλεγράφημα με ιδικά του λόγια’. Εξέφραζε όμως επιφυλάξεις για το κατά πόσο αυτό το τελευταίο όντως θα συνέβαινε ( Τσώρτσιλ, VI,319-312). Η διάσκεψη ορίστηκε για το απόγευμα της 26ης Δεκεμβρίου στο Υπουργείο των εξωτερικών. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός και ο Υπουργός των Εξωτερικών έφτασαν στις 5μμ με δύο θωρακισμένα αυτοκίνητα. Τους περίμεναν οι αντιπρόσωποι των Συμμαχικών χωρών, ο Δαμασκηνός, ο Γ Παπανδρέου και πολιτικοί παράγοντες: Ν Πλαστήρας, Στ Γονατάς, Ι Θεοτόκης, Γ Καφαντάρης, Π Κανελλόπουλος, Δ Μάξιμος, Π Ράλλης, Θ Σοφούλης, Στ Στεφανόπουλος, Κ Τσαλδάρης. Οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Δ Παρτσαλίδης, Γ Σιάντος και ο Στρατηγός Ε Μάντακας, έφτασαν καθυστερημένοι και οπλισμένοι. Τους υποδείχτηκε να παραδώσουν τα όπλα τους στο βεστιάριο, ο Έλληνας Πρωθυπουργός είχε αρχίσει την ομιλία του, οι πυροβολισμοί στην πόλη ήταν συνεχείς. Ο Ουίνστων Τσώρτσιλ δήλωσε ότι η άφιξή του υπό τις δυσχερείς συνθήκες υποδηλώνει ‘το έντονο ενδιαφέρον της Βρετανίας για την έξοδο της Ελλάδας από τον τραγικό κλοιό στον οποίο ευρίσκεται και την επάνοδο στο δρόμο της ομαλότητος’ Πρόσθεσε ότι θα άφηναν τους Έλληνες να συζητήσουν μόνοι τους υπό την προεδρία του Δαμασκηνού. Οι ίδιοι θα αποσύρονταν και θα επανέρχονταν, αν τους χρειάζονταν. Επισήμανε όμως ότι επείγονταν διότι ο πόλεμος συνεχίζονταν και απαιτούνταν η παρουσία τους. Εξέφρασε την ελπίδα ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ώστε οι Έλληνες να ασχοληθούν με τη διασφάλιση της πατρίδας τους από τον Βορρά και την ενίσχυση των Συμμάχων. Τόνισε ακόμη ότι η επέμβαση των Βρετανών στην Αθήνα είχε την υποστήριξη του Στρατάρχη Στάλιν και άφησε να εννοηθεί ότι είχε ασπαστεί και ο Πρόεδρος Ρούζβελτ (ΜακΜίλαν, Σελ 523) Ακολούθησε ο Στρατάρχης Αλεξάντερ τονίζοντας ότι ‘αντί να τροφοδοτώ εγώ την Ελλάδα με δυνάμεις, θα έπρεπε εσείς να τροφοδοτείτε το μέτωπο της Ιταλίας με άνδρες, οι οποίοι θα ενίσχυαν τα στρατεύματά μου εναντίον του κοινού εχθρού’ Ο Δ Μάξιμος καλωσόρισε τον Βρετανό Πρωθυπουργό, μίλησαν επίσης ο Γ Παπανδρέου και ο Δ Παρτσαλίδης, που εξήρε την προσωπικότητα του Ουίνστων Τσώρτσιλ. Εκείνος σηκώθηκε λέγοντας ‘Θα ήθελα να φύγω τώρα. Έχουμε αρχίσει τη δουλεία. Κοιτάξτε να την τελειώσετε’ Χαιρέτησε με χειραψία τα μέλη της Κυβέρνησης. Σταμάτησε στους εκπροσώπους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Είχε πει ότι δεν θα τους χαιρετούσε, όπως θα αναφέρει αργότερα ο προσωπικός γιατρός του, λόρδος Μόραν. Ρώτησε, ποιος θα του σύστηνε τους κυρίους, και έτεινε χειραψία. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν έκδηλα ικανοποιημένοι με υπόκλιση. Όλες αυτές οι χειρονομίες είχαν μια ιδιαίτερη συμβολική αξία εκείνη τη στιγμή και κυρίως για τον Βρετανό Ηγέτη, ο οποίος ήταν ενήμερος για την απόπειρα εναντίον του. Τα χαράματα εκείνης της ημέρας η υπηρεσία ασφάλειας του Στρατηγείου είχε ανακαλύψει και εξουδετερώσει την τρομακτική ποσότητα του ενός τόνου των εκρηκτικών, με τα οποία ο ΕΛΑΣ είχε παγιδεύσει τους αποχετευτικούς αγωγούς του ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρετανίας. Είχαν τοποθετηθεί από επιδέξια χέρια με γερμανικό μηχανισμό πυροδότησης, όπως έγραφε ο ίδιος ο Ουίνστων Τσώρτσιλ στη σύζυγό του, στο χρονικό διάστημα μεταξύ της ημέρας που έγινε γνωστή η άφιξή του και των Χριστουγέννων, συμπληρώνοντας πως δεν νόμιζε ότι ήταν για το καλό του. Η παράφρων αυτή επιχείρηση, όπως τη χαρακτηρίζει ο Τ Βουρνάς, εκτός του ανυπολόγιστου πλήγματος που θα επέφερε στην πλευρά των Συμμάχων, αφαιρούσε κάθε αξιοπιστία από την ηγεσία της αριστεράς ως προς τους απώτερους στόχους της και των τρόπων που ήταν αποφασισμένη να μετέλθει για να τους επιτύχει. Η σύσκεψη συνεχίστηκε και συμφώνησε στην πρόταση της Αντιβασιλείας. Στα υπόλοιπα ζητήματα δημιουργήθηκε αδιέξοδο. Η ηγεσία του ΕΑΜ, αγνοώντας τις νουνεχείς εισηγήσεις των στρατιωτικών υπευθύνων του ΕΛΑΣ και παραβλέποντας την ήττα που βρίσκονταν επί θύραις, απεμπόλησε την ευκαιρία για έναν συμβιβασμό, που θα εστίαζε στα θεμελιώδη και ουσιαστικά αιτήματα του λαϊκού κινήματος. Δηλαδή στην απονομή και αποκατάσταση της οικονομικής δικαιοσύνης και στον εκδημοκρατισμό με την καταδίκη και αποπομπή των συνεργατών των κατακτητών. Επιμένοντας ανυποχώρητα στη γνωστή θέση των έξι σημείων προφανώς ερμήνευε την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα των Βρετανών στα θέματα της Αντιβασιλείας και της αντικατάστασης του Πρωθυπουργού ως υποχωρητικότητα και αδυναμία. Επιγραμματικά τα έξι αυτά σημεία ήταν τα εξής. Πρώτο: Συμμετοχή του ΕΑΜ στη νέα Κυβέρνηση με ποσοστό 40% ή 50%. Δεύτερο: Ανάληψη των Υπουργείων Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και των Υφυπουργείων Στρατιωτικών και Εξωτερικών. Τρίτο: Διάλυση της Χωροφυλακής. Τέταρτο: Διάλυση της Ορεινής Ταξιαρχίας, του Ιερού Λόχου και της Εθνοφυλακής. Πέμπτο: Δημοψήφισμα για το πολιτειακό την πρώτη Κυριακή του Φεβρουαρίου και Έκτο: Εκλογές για Συντακτική Εθνοσυνέλευση τον Απρίλιο. Την αντιφώνηση και απόρριψη των απαιτήσεων του ΕΑΜ για λογαριασμό των εκπροσώπων των αστικών κομμάτων ανέλαβε ο Ν Πλαστήρας. Αυτός είχε κάνει την εμφάνισή του στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου και είχε διαπιστευτεί στις ηγεσίες της αντίδρασης δηλώνοντας ότι ‘Μια ολιγάριθμος κακοποιός σπείρα εξ αναρχικών στοιχείων παρεσκεύασε από μακρού χρόνου και εξαπέλυσε κατά του έθνους άγριον εμφύλιον πόλεμον, αφού παρέσυρε ένα αριθμόν πατριωτών Ελλήνων είτε δια δόλου, είτε δια της βίας’ Έως τότε εγκαταβίωνε στη Γαλλία σιτιζόμενος από τις προσφορές των εύπορων φίλων του. Πολιτικός Αρχηγός του ΕΔΕΣ, γνωστός για τις δηλωμένες φιλοφασιστικές του αντιλήψεις και την επιστολή συμπάθειας προς την ναζιστική ηγεσία το 1938, την οποία γνώριζε το Βρετανικό Υπουργείο των Εξωτερικών. Είχε διακριθεί στη Μικρασιατική Εκστρατεία για την οργανωμένη υποχώρηση και την επιτυχή διαφυγή του προς τα ασφαλή νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπου είχε μετάσχει ως ένας από τρεις επικεφαλής του κινήματος, που οργανώθηκε εκεί μετά την κατάρρευση του μετώπου. Από τους πολιτικά υπεύθυνους της εκτέλεσης των έξι, όπως και αργότερα του Νίκου Μπελογιάννη. Θεωρούμενος οικονομικά αδιάφθορος και προσωπικά ακέραιος, χαρακτηρίζονταν ως απλοϊκός άνθρωπος περιορισμένης πολιτικής αντίληψης, όπως μαρτυρά ο Ι Σοφιανόπουλος, Υπουργός Εξωτερικών της Κυβέρνησης του Ν Πλαστήρα. Ίσως έτσι εξηγείται και η έντονη ροπή του προς τον πνευματισμό. Είναι γνωστό ότι το 1952 ο Αμερικανός Πρέσβης John Purifoy τον οδήγησε έμμεσα στην αποδοχή της πρότασης του Α Παπάγου για το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα χρησιμοποιώντας κατάλληλα γνωστή Αθηναία, ειδική στην καφεμαντεία, την οποία εμπιστεύονταν ιδιαίτερα ως Πρωθυπουργός. (Σπ Μαρκεζίνης, Τόμος Β΄, Σελ 407) Την επομένη της συνάντησης, 27η Δεκεμβρίου, ο Ουίνστων Τσώρτσιλ επιθεώρησε τις Βρετανικές θέσεις συνοδευόμενος από τον Ρ Σκόμπι και ενώ οι συγκρούσεις συνεχίζονταν. Στη Βρετανική Πρεσβεία συναντήθηκε με τον Αμερικανό Πρέσβη Λ ΜακΒή, στον οποίο ανακοίνωσε τις εκτιμήσεις και τις αποφάσεις του. Όταν ο Πρέσβης ρώτησε αν επιθυμεί να διαβιβάσει κάποιο ιδιαίτερο μήνυμα στον Πρόεδρο του είπε ‘Πείτε του πως ελπίζω ότι θα μπορέσει να μας βοηθήσει κατά κάποιο τρόπο. Δεν θέλουμε τίποτε από την Ελλάδα. Δεν θέλουμε τ’ αεροδρόμιά της, ούτε τα λιμάνια της. Μόνο μια δίκαιη συμμετοχή στο εμπόριό της. Δεν θέλουμε τα νησιά της. Την Κύπρο την έχουμε ούτως ή άλλως. Ήρθαμε εδώ ύστερα από συμφωνία με τους Συμμάχους μας, για να διώξουμε τους Γερμανούς και τότε ανακαλύψαμε ότι έπρεπε να πολεμήσουμε για να προστατέψουμε το λαό της Αθήνας από τη σφαγή. Αν μπορέσουμε να το κάνουμε, και θα το κάνουμε, το μόνο που θέλουμε είναι να φύγουμε από τον καταραμένο αυτό τόπο’ (DSR 868.00/12-2844 – Ι Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα, Σελ 217) Ακολούθως παραχώρησε συνέντευξη τύπου στους ξένους ανταποκριτές, στην οποία χαρακτήρισε τις θέσεις του ΕΑΜ ως αδιάλλακτες Στη συνέχεια συναντήθηκε με τον Δαμασκηνό, από τον οποίο ενημερώθηκε για την εξέλιξη της Διάσκεψης και τον οποίο διαβεβαίωσε ότι μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο θα ρύθμιζε το θέμα του διορισμού του ως Αντιβασιλέως και τον πρότεινε να προχωρήσει εν ανάγκη και χωρίς το ΕΑΜ. Την επομένη αναχώρησε έχοντας εξασφαλίσει την αδιαμαρτύρητη παραίτηση-αποπομπή του Γ Παπανδρέου και την ομόφωνη αποδοχή του Δαμασκηνού, τουλάχιστον ως επίδοξου, Αντιβασιλέα. Το ίδιο βράδυ συνοδευόμενος από τον Α Ήντεν, επισκέφτηκε τον Βασιλιά. Τα χαράματα, στις 4.30΄ της 30ης Δεκεμβρίου, μετά από πολύωρη και επίπονη συζήτηση με τον Γεώργιο Β΄, στην οποία πλέον ανοιχτά τον προειδοποίησε, ότι σε περίπτωση διαφωνίας το θέμα θα ρυθμίζονταν ερήμην του, εξασφάλισε την αποδοχή της πρότασής του από τον Έλληνα Μονάρχη. Είχε προηγηθεί και ανάλογη επιστολή-παρέμβαση του Αμερικανού Προέδρου προς τον Βασιλιά, η οποία είχε κοινοποιηθεί στον Βρετανό Πρωθυπουργό. Ακούστηκε και μια όψιμη και υποκριτική διαμαρτυρία από το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο Ν Αβραάμ του εν λόγω κόμματος είχε δηλώσει ότι ‘δεν ηθέλαμεν βασιλείαν και ιδού ότι εφθάσαμεν εις την ελέω Θεού Μοναρχίαν’, επαληθεύοντας την άποψη ότι η ηλιθιότητα είναι ο μανδύας της πανουργίας. Με την ορκωμοσία του Δαμασκηνού ως Αντιβασιλέως, την περαιτέρω όξυνση των συγκρούσεων, μετά την απόρριψη των έξι σημείων, λήγει ημερολογιακά το 1944. Το νέο έτος άρχιζε με την είδηση, μέσω του Έλληνα Πρέσβη στη Μόσχα, ότι η Σοβιετική Ένωση ήδη από την 30η Δεκεμβρίου είχε ορίσει Πρέσβη στην Αθήνα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με προηγούμενη δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ, όπου εξέφραζε την προσωπική του ευχή ‘όπως ανεξαρτήτως των αιτίων, τα οποία προκάλεσαν την επέμβασιν των βρετανικών στρατευμάτων, αποκατασταθή η ομαλότης στην Ελλάδα το ταχύτερον δυνατόν’ θορύβησε έντονα τους αριστερούς ηγέτες. Είχε επίσης προηγηθεί τηλεγράφημα της Εαμικής ηγεσίας προς τον Βρετανό Πρωθυπουργό, όπου παρά τα όσα είχαν μεσολαβήσει, επαναλαμβάνονταν οι γνωστές προτάσεις των έξι σημείων, ως προϋπόθεση για την εκεχειρία. Προτάσεις για τις οποίες η Βρετανική ηγεσία δήλωσε αναρμόδια, υποδεικνύοντας ως υπεύθυνη την Ελληνική Κυβέρνηση. Κρούση προς τον Ρ Σκόμπι έγινε τις ίδιες μέρες και από τον Γιάννη Ζέβγο, ανώτατο στέλεχος του ΚΚΕ για συνδιαλλαγή, επίσης χωρίς αποτέλεσμα. Το δράμα και η αγωνία των ομήρων και των εκτοπισμένων συνεχίζονταν, όπως επίσης και των εκτελέσεων, ειδικά μετά την ομαδική ‘απόδραση’ των εγκλείστων, στην πράξη όμως φρουρούμενων, δοσιλόγων των φυλακών Αβέρωφ. Στις 3 Ιανουαρίου ορκίστηκε η νέα Κυβέρνηση με εντολοδόχο Πρωθυπουργό τον Ν Πλαστήρα, ο οποίος ανέλαβε και το Υπουργείο Στρατιωτικών. Τα βασικά Υπουργεία στελεχώθηκαν από τους Ιωάννη Σοφιανόπουλο (Εξωτερικών), Περικλή Ράλλη (Εσωτερικών), Γεώργιο Σιδέρη (Οικονομικών) και Νικόλαο Κολιβά (Δικαιοσύνης). Ο Ν Πλαστήρας δεν δέχτηκε καμία συμμετοχή από το ΕΑΜ, εκτός των άλλων και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι θεωρούσε την ηγεσία του αποκλειστικά υπεύθυνη για τα βίαια γεγονότα. Η παρατεινόμενη διάρκεια και η εντεινόμενη σφοδρότητα των συγκρούσεων μετά τον διορισμό του Αντιβασιλέως, την απομάκρυνση του Γ Παπανδρέου και την εξαγγελία του Βασιλιά είχαν προκαλέσει την αγανάκτηση των Ρ Λήπερ και Ρ Σκόμπι. Ο Έλληνας Μονάρχης στο διάγγελμά του τις 30ης Δεκεμβρίου τόνιζε μεταξύ άλλων καθυστερημένα, αλλά χρήσιμα για τις συντηρητικές Ελληνικές Παρατάξεις, αφού η κοινή γνώμη μετατοπίζονταν, ‘δηλώνομεν την επιθυμίαν μας να εξασφαλισθή δια της διαδικασίας δημοκρατικής κυβερνήσεως η ελευθέρα έκφρασις της θελήσεως του ελληνικού λαού ευθύς ως παρέλθουν αι θύελλαι αύται και γεφυρωθεί το χάσμα εις την αγαπημένην μας χώραν’.(Ουίνστων Τσώρτσιλ,VI,322) Έτσι η τακτική του ΕΑΜ, που οι προαναφερθέντες Βρετανοί χαρακτήριζαν παρελκυστική, προκάλεσε την οργή τους σε σημείο ώστε να θεωρούν ως μόνη λύση την απόσυρση των όρων της εκεχειρίας και την επίδοση τελεσιγράφου όπου ο ΕΛΑΣ θα απειλούνταν με συντριβή. Την εξέλιξη αυτή που θα σήμαινε την καθολική πλέον ρήξη, απέτρεψε ο Χ ΜακΜίλαν με την έγκριση του Ήντεν. Ίσως όμως η ανυποχώρητη στάση των Εαμικών να είχε και μια άλλη ανάγνωση. Σε μια ύστατη προσπάθεια αναστήλωσης του ηθικού των ανδρών του ΕΛΑΣ εκλήθη ο Άρης Βελουχιώτης, ο οποίος διέταξε μάχη μέχρι θανάτου και έδωσε εντολές να εκτελούνται αμέσως όσοι αντιστέκονταν. Ήταν όμως αργά. Το ίδιο αργά ήταν πλέον και για τον Σ Σαράφη, που επέμενε να κατευθυνθεί νότια. Στην περιοχή των Θηβών αντιμετώπισε τους άνδρες του ΕΛΑΣ, που είτε παραδίνονταν, είτε λιποτακτούσαν. Την ίδια μέρα, 3 Ιανουαρίου 1945, μια νέα εκκαθαριστική επιχείρηση των Βρετανών και της Εθνοφυλακής αποκάλυψε την απελπιστική θέση που βρίσκονταν ο ΕΛΑΣ.Η Διοίκησή του αποφάσισε ότι η συνέχιση των μαχών δεν ήταν δυνατή. Ο Α Σβώλος επισκέφτηκε τον Ν Πλαστήρα, ο οποίος τον απέπεμψε προσβλητικά, δηλώνοντας του ότι θα εξέδιδε ένταλμα σύλληψης εις βάρος του, όπως και σε βάρος άλλων παραγόντων του ΕΑΜ. Ο Βρετανός Πρέσβης Ρ Λήπερ παρενέβη και ματαίωσε την έκδοση των ενταλμάτων. Ο Πρωθυπουργός δήλωσε δύσθυμα ‘Καλά, εγώ τι χρειάζομαι’. Ήταν ο τελευταίος που είχε κατανοήσει ότι η πολιτική της Κυβέρνησής του καθορίζονταν από τους Βρετανούς δια των Ι Σοφιανόπουλου και Δαμασκηνού. Μετά από αυτά, στις 4 Ιανουαρίου, ο Δαμασκηνός απεύθυνε εκκλήσεις για ενότητα και άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών. Η αποχώρηση του ΕΛΑΣ από τις περιοχές Αθηνών – Πειραιώς που έλεγχε πραγματοποιήθηκε στις 5 και 6 Ιανουαρίου και συνοδεύτηκε από εκτελέσεις και μεταφορά των ομήρων, που ακόμη κρατούνταν. Στις 10 Ιανουαρίου δύο ανώτεροι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ, συνοδευόμενοι από αξιωματικούς του ΕΛΑΣ επισκέφτηκαν το Στρατηγείο του Ρ Σκόμπι, εξουσιοδοτημένοι να διαπραγματευτούν την εκεχειρία, η οποία υπεγράφη την επομένη, 11 Ιανουαρίου και τέθηκε σε ισχύ την 1η πρωινή της 15ης του μήνα. Ο Βρετανός Στρατηγός, παρερμηνεύοντας τηλεγράφημα από το Λονδίνο και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Αντιβασιλέα Δαμασκηνού, και μελών της Κυβέρνησης δεν επέμενε στην απελευθέρωση των ομήρων, από τον φόβο της αναζωπύρωσης των ταραχών και των συγκρούσεων. Στον Αντιβασιλέα παρενέβη Ρ Λήπερ, ώστε να αποδεχτεί την Συμφωνία κατάπαυσης του πυρός αποδεσμεύοντάς την, προσωρινά έστω, από το ζήτημα της απελευθέρωσης των ομήρων του ΕΛΑΣ. Η επίσημη πράξη που σήμανε το τέλος του Δεύτερου Γύρου ήταν η συμφωνία μεταξύ της νέας Κυβέρνησης και του ΕΑΜ, η οποία υπεγράφη στις 12 Φεβρουαρίου στη θέση Βάρκιζα, στο δρόμο Αθήνας – Σουνίου. Η διάσκεψη άρχισε την 1η Φεβρουαρίου στην έπαυλη του Πέτρου Κανελλόπουλου. Ο Αντιβασιλέας Δαμασκηνός, που ίσως ήταν η ηγετική φυσιογνωμία, της οποίας την απουσία ελεεινολογούσε ο Σπ Μαρκεζίνης, κάλεσε τους Γ Σιάντο, Δ Παρτσαλίδη, Η Τσιριμώκο και Σ Σαράφη. Την Κυβέρνηση εκπροσώπησαν οι Ι Σοφιανόπουλος, Π Ράλλης και Ι Μακρόπουλος. Ως παρατηρητής μετείχε και ο Ι Γεωργάκης, Διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Αντιβασιλέως. Οι εργασίες υπήρξαν επίπονες και ταραχώδεις, ο Χ ΜακΜίλαν, όπως ο ίδιος αναφέρει (The blast of War, 1939-1945), χρειάστηκε να παρέμβει. Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν την 12η Φεβρουαρίου, οπότε και υπεγράφη η σχετική Συμφωνία, η οποία απέβλεπε στην κατάπαυση του εμφύλιου, τη λαϊκή συμφιλίωση και περιελάμβανε εννιά άρθρα. Προβλέπονταν η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το καθεστωτικό, που θα το ακολουθούσαν εκλογές για τη σύγκλιση Συντακτικής Συνέλευσης, με την παρουσία συμμαχικών παρατηρητών. Διασφαλίζονταν οι κύριες ατομικές ελευθερίες, όπως αυτή του λόγου, του τύπου και του συνεταιρίζεσθαι. Αποφασίζονταν επίσης η άμεση αποστράτευση και ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ και των ελεγχόμενων από αυτό ομάδων και η συγκρότηση Εθνικού Στρατού με την καθιερωμένη στρατολογία. Δεν γινόταν αναφορά στην Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος θα παρέμενε και θα συγχωνεύονταν με το νέο στράτευμα. Στην πράξη και οι δύο μονάδες αποτέλεσαν τον πυρήνα των μελλοντικών εθνικών ένοπλων δυνάμεων. Παραχωρούνταν αμνηστία για τα πολιτικά εγκλήματα, που είχαν διαπραχτεί κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά όχι για ‘εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήταν απολύτως αναγκαία δια την πραγματοποίησιν των εν λόγω πολιτικών εγκλημάτων’ Η παράγραφος αυτή σύντομα θα γινόταν όπλο στα χέρια των αρχών κατά των μελών των ομάδων αντιστάσεως της Αριστεράς. (Ι Ιατρίδης, Σελ 233) ‘εξήρεσαν με τον αμαρτωλό ελιγμό της ηθικής αυτουργίας, βάσει του επακολουθήσαντος νόμου τα πρόσωπα και το περιβάλλον της ηγεσίας, ενώ κατά χιλιάδες οι αγωνιστές χαρακτηρίστηκαν αυτουργοί και εγκληματήσαντες χωρίς να θεωρείται αναγκαίο για την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος’ (Τάσος Βουρνάς, Τόμος Γ΄ Σελ 460) Άνδρες του ΕΛΑΣ που δεν θα είχαν παραδώσει τα όπλα έως την 15η Μαρτίου 1945 δεν θα καλύπτονταν από την αμνηστία. Όσοι πολίτες είχαν συλληφθεί θα έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι αμέσως. Τέλος η Κυβέρνηση ανελάμβανε να εκκαθαρίσει το συντομότερο δυνατό τα σώματα ασφαλείας και τις δημόσιες υπηρεσίες με κριτήρια ‘την επαγγελματικήν καταλληλότητα, τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα ή την συνεργασίαν με τον εχθρόν ή την χρησιμοποίησιν του αξιώματος ως μέσου προς επιβολήν δικτατορίας’ Ο Λίνκολν ΜακΒή σχολίαζε ‘ αι προοπτικαί δια το μέλλον δεν ημπορούν να είναι παρά αμφίβολοι’ Τις ημέρες εκείνες τελείωνε και η Διάσκεψη στη Γιάλτα της Κριμαίας. Ένα μέρος του περιεχομένου και των πρακτικών των εκεί συμφωνιών δημοσίευσαν οι Αμερικάνοι το 1955. Όπως προκύπτει από αυτά στη διάρκεια των συνομιλιών ο Στάλιν ενδιαφέρθηκε και για την κατάσταση στην Ελλάδα, διευκρινίζοντας ότι δεν είχε πρόθεση να κρίνει τους Βρετανούς. Ο Τσώρτσιλ απάντησε ότι έλπιζε πως η ειρήνη σύντομα θα έρχονταν στη χώρα και δήλωσε φιλόφρονα ότι η Βρετανική Κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη στον Στρατάρχη για τη στάση του στις Ελληνικές υποθέσεις. Σε κάποια φάση της συζήτησης συμπλήρωσε ότι ‘οι αετοί πρέπει να αφήνουν τα πουλάκια να κελαηδούν’ Μετά τη διάσκεψη στη Γιάλτα οι Ουίνστων Τσώρτσιλ και Άντονι Ήντεν επισκέφτηκαν την Ελλάδα και μίλησαν σε λαϊκή συγκέντρωση. Στο σημείο που ο Άγγλος Υπουργός των Εξωτερικών αναφέρθηκε στη νέα ηγεσία αποδοκιμασίες του κοινού ανάγκασαν τον Υπουργό να διακόψει την ομιλία του. Ο Ουίνστων Τσώρτσιλ επέμενε να του μεταφράζεται αμέσως κάθε αίτημα των ακροατών. Η διακοπή του Α Ήντεν προκάλεσε έντονη αίσθηση. Εντονότερη αίσθηση όμως είχε προκαλέσει το ότι ο Βρετανός Πρωθυπουργός δεν είχε αναφερθεί ούτε τυπικά στον παριστάμενο Πρωθυπουργό ή την Κυβέρνηση. Ζήτησε όμως από τον Υπουργό του να αναφερθεί στον Δαμασκηνό, τον οποίο είχε λησμονήσει στην ομιλία του, όπως παραδέχτηκε. Η παράλειψη όμως του Ν Πλαστήρα ήταν σκόπιμη, αφού και στο τηλεγράφημα προς τον Αρχιεπίσκοπο είχε αγνοηθεί. Αντιθέτως ευχαρίστησε τον Ι Σοφιανόπουλο ‘δια την αισίαν έκβασιν της Διασκέψεως της Βάρκιζας’. (Σπ Μαρκεζίνης, Τόμος Β΄ Σελ 98) Την επομένη ακολούθησε γεύμα προς τιμήν του Α Ήντεν από τον Αντιβασιλέα. Ο Ν Πλαστήρας, που ήταν απελπισμένος, δεδομένου ότι ‘είχε μειωθεί το κύρος του παρά τω λαώ, όστις ήρχισεν έκτοτε να προσανατολίζεται εις την ιδέαν ότι ολίγαι αι ημέραι του Στρατηγού, επί του οποίου εφαίνετο ότι οι Άγγλοι δεν υπελόγιζαν πλέον’ και επιπρόσθετα ήταν φανερό ότι δεν γνώριζε τίποτε για τη Διάσκεψη της Γιάλτας, παραπονέθηκε για την καθυστέρηση του εξοπλισμού. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός απάντησε ψυχρά ότι ο εξοπλισμός χρειάζεται μόνο για την εσωτερική ασφάλεια, τα σύνορα τα εγγυόνταν ο ίδιος και ο Στάλιν. Όταν η συζήτηση περιστράφηκε στα οικονομικά, ο Υπουργός Γ Σιδέρης έδινε εξηγήσεις και ζητούσε ενισχύσεις. Ο Α Ήντεν υπήρξε τραχύς και αρνητικός στις απαντήσεις του, κατηγορώντας την Κυβέρνηση και τον Υπουργό ότι δεν έκαναν ότι έπρεπε και πάντως ότι δεν πρέπει να περιμένουν τίποτε. Ο Γ Σιδέρης αντέτεινε ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες οδηγούμαστε στην καταστροφή. Ο Βρετανός Υπουργός απάντησε ‘Je men fous’. Ο Γ Σιδέρης και ο Ν Πλαστήρας δήλωσαν ότι θα παραιτηθούν, ωστόσο μεταπείστηκαν την επόμενη μέρα. Ο Ι Σοφιανόπουλος συγκατένευσε σιωπηλά και εξήγησε ότι ως προς τα οικονομικά οι Άγγλοι είχαν το δίκιο τους.

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(2 ψήφοι)
Copyright Κυριάκος Παράσογλου - CrashNews.gr © 2020. Design by Kostas Tsampalis