Στις ερήμους της Αριζόνα και του Νέου Μεξικού ο Yaqui Ινδιάνος Μάγος Don Juan Matus δίδαξε τη δεκαετία του 1960 στον Αμερικανό Ανθρωπολόγο Carlos Castañeda τον επαναπρογραμματισμό των ενεργειακών αντιληπτικών ικανοτήτων, που επιτρέπουν τη μετάβαση από την πύλη του απείρου. Πρακτικά ο επαναπρογραμματισμός αποσκοπεί σ’ ένα πρώτο στάδιο στην απαλλαγή του ανθρώπου από τον τρόπο αντίληψης του αρπακτικού. Το συγκεκριμένο είδος αντίληψης περιορίζεται κυρίως στην ταξινόμηση της τροφής και την αξιολόγηση του κινδύνου. Στο επόμενο στάδιο αρχίζει να γίνεται δυνατή η κατανόηση της πραγματικής ουσίας των πραγμάτων. Πρέπει εδώ να επισημάνω εδώ τη συγγένεια των απόψεων αυτών με τη διδασκαλία του Ιωάννη της Κλίμακος, Πατέρα του Χριστιανικού Μυστικισμού. Η διαδικασία, που έγινε γνωστή ως Τέχνη του Ονείρου, είναι ο πρακτικός τρόπος με τον οποίο ένας Μάγος χρησιμοποιεί τα συνηθισμένα όνειρα, μετέχοντας συνειδητά και επηρεάζοντας σταδιακά τη δραματουργική εξέλιξη. Ως Μάγο, και όχι ως Σαμάνο, όπως λανθασμένα αναφέρεται (Wikipedia), ο Δον Χουάν Μάτους προσδιόριζε τον εαυτό του σαν μεσάζοντα ανάμεσα στη σφαίρα του φυσικού και του υπερφυσικού. Ανάμεσα στην αισθητή πραγματικότητα και στο υπερβατικό επίπεδο, του οποίου η ύπαρξη είναι ανεξάρτητη από την ασυνείδητα περιορισμένη επίγνωσή μας. Όπως υποστήριξε ο Κάρλος Καστανιέδα, σύμφωνα με το Δάσκαλό του, αλλά και τις προσωπικές του εμπειρίες, τα όνειρα στον υπερβατικό κόσμο βιώνονται ως αληθείς εμπειρίες, ωστόσο με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας διαφορετικής πραγματικότητας. Εκεί τα όντα παρουσιάζονται με ποικίλες μορφές ενεργειακών φορτίων, των οποίων η υπόσταση είναι αναλλοίωτη. Για την αυστηρά δομημένη, ίσως και αλαζονική ορθολογική σκέψη του δυτικού κόσμου οι απόψεις αυτές, αν και γνώρισαν ευρεία διάδοση, θεωρήθηκαν αφελή παραληρήματα ψυχεδελικής φαντασιοπληξίας. Όμως αυτός ο ίδιος αυστηρός και αλαζονικός ορθολογισμός έρχεται να αμφισβητήσει ή και να άρει την προηγούμενη διάψευση. Τρέχουσες επιστημονικές έρευνες σχετικά με την ονειρική διαδικασία διαπιστώνουν πειραματικά τη δυνατότητα του ονειρευτή να συμπράξει στην εξέλιξη του ονείρου, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι ονειρεύεται. Τα ευρήματα της ψυχολόγου Ursula Voss στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης εκτιμώνται από τους συναδέλφους της ως εντυπωσιακά και ικανά να επηρεάσουν τις δυνατότητες θεραπείας των μετατραυματικών παθήσεων ή βελτίωσης σ’ ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων. Στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης αθλητές υποβάλλονται στη συγκεκριμένη διαδικασία με σκοπό την ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους. Η έρευνα των ονείρων, που πλέον έχει απαλλαγεί από τις κατηγορίες για εσωτερισμό, προσελκύει όλο και περισσότερους επιστήμονες, δεδομένου ότι τα συμπεράσματά της αλλάζουν άρδην το σχετικό τοπίο. Μέχρι πριν λίγα χρόνια η ονειρική διαδικασία θεωρούταν μια μορφή κώματος. Έχει εξακριβωθεί ότι ο εγκέφαλος κι όταν ακόμη κάποιος κοιμάται συνεχίζει να δραστηριοποιείται στο 80%, ενώ και κατά τη διάρκεια του ξύπνιου έχει αποδειχτεί ότι ένα μεγάλο μέρος του χρόνου, ίσως και στο μισό, ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει πλήρως τη σχεδόν αυτόνομη τάση του εγκεφάλου να ονειροπολεί. Έχει μετρηθεί ότι στη φάση του βαθέος ύπνου οι συχνότητες του εγκεφάλου περιορίζονται στα 0,5 έως 3,5 Hertz (Κύματα δ), ενώ κατά τη διάρκεια της έντονης ονειρικής διαδικασίας (ύπνος REM) φτάνουν στα 40 Hertz. Κατά τη διάρκεια του ξύπνιου, ειδικά όταν απαιτείται έντονη πνευματική δραστηριότητα οι συχνότητες που μετρούνται φτάνουν από τα 31 έως τα 70 Hertz (Κύματα γ). Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι ερευνητές είναι ότι η εγρήγορση, που ερμηνεύεται ως απόδραση του νου στη δημιουργικότητα, δραστηριοποιείται ανεξάρτητα από την αισθητική λειτουργία. Αποδεικνύεται ότι η συγκεκριμένη κατάσταση, γνωστή ως Default Mode, διαμορφώνει την αντίληψή μας περισσότερο απ’ ότι θέλουμε πιστεύουμε. Εκείνο που επίσης αμφισβητείται ή και απορρίπτεται πλέον από τους σύγχρονους ερευνητές (George Domhoff, Allan Hobson) είναι η θεωρία του Sigmund Freud για τους συμβολισμούς και την ερμηνεία των ονείρων. Για την σημασία των ονείρων ως οιωνών οι απόψεις διίστανται. Σ’ ένα άλλο επίπεδο ο σουηδικής καταγωγής φυσικός του MIT, Max Tegmark, επιμένει στην ύπαρξη των παράλληλων κόσμων, όσο κι αν τα εργαλεία της επιστήμης του δεν επαρκούν ακόμη για την απόδειξή τους. Υποστηρίζει ότι όταν οι εξισώσεις των James Maxwell, Albert Einsteinκαι Erwin Schrödinger, που χωράνε σε μια κόλα χαρτί, επαρκούν για να εξηγήσουν τον κόσμο μας, δεν έχουμε τα περιθώρια να υποτιμούμε τις δυνατότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Στο πρόσφατο έργο του (Our Mathematical Universe) παραπέμπει στην αρχική ιδέα των Πυθαγόρα και Πλάτωνα για τη μαθηματική υπόσταση του σύμπαντος και την κβαντομηχανική (Max Plank), που ακόμη και σήμερα προκαλεί απορίες με τη δυνατότητα που περιγράφει των σωματιδίων να βρίσκονται σε διαφορετικούς χώρους ταυτόχρονα (Werner Heisenberg). Ισχυρίζεται ακόμη ότι είτε ισχύει ο γενικός συμπαντικός τύπος Gαβ+Λgαβ=κΤαβ είτε όχι το σύμπαν δεν μπορεί να περιορίζεται στον κολοσσιαίο, αλλά παρ’ όλ’ αυτά πεπερασμένο κόσμο μας, ούτε ότι μ’ αυτόν τελείωσε και η δημιουργία (Big Bang). Ήδη από το 1957 ο καθηγητής του Princeton Hugh Everett είχε προτείνει την ιδέα των πολλαπλών κόσμων (many-worlds interpretation). Ας ελπίσουμε ότι δεν θα αργήσει η ώρα που κάποια φωτισμένα μυαλά θα μπορέσουν να συζεύξουν τα συμπεράσματα και τους νόμους της κβαντομηχανικής και της γενικής θεωρίας της σχετικότητας για το επόμενο βήμα της ανθρωπότητας στην πραγματική και απρόσιτη γνώση. Μια γνώση που κάποιοι, σιωπηλά ευτυχώς, ίσως πάντα κατείχαν. Ο σκοτεινός φιλόσοφος από την Έφεσο (Ηράκλειτος 535 π.Χ.- 475 π.Χ.) δίδασκε ότι ‘φύσις κρύπτεσθαι φιλεί’ (η φύση αρέσκεται στην κρυπτότητα).