12:50  Παρασκευή, 26  Απριλίου  2024 
elendetr

Η Δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα.

Παρασκευή, 05 Φεβρουαρίου 2021 12:36
Διαβάστηκε 2048 φορές

Το σχέδιο του Ελ. Βενιζέλου μεταξύ 1928-1932, που έμεινε ημιτελές εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929 και της ελληνικής πτώχευσης που ακολούθησε το 1932.

Η απόπειρα του Σπ. Δοξιάδη μετά το 1978 και έως το 1980, που αν και ενθαρρύνθηκε από τον ίδιο τον Κ. Καραμανλή, ματαιώθηκε εξολοκλήρου από τον κομματικό μηχανισμό της ΝΔ ήδη στο αρχικό στάδιο της επεξεργασίας της.

Και η τρίτη ολοκληρωμένη προσπάθεια του 1983 από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με πρωτεργάτες τον Παρ. Αυγερινό στην κατάρτιση του Νόμου 1397/1983 και τον Γ. Γεννηματά στην εφαρμογή του. Σύμφωνα με τον Παρ. Αυγερινό ο νόμος μπόρεσε να υλοποιηθεί, επειδή ο Αν. Παπανδρέου και ο κομματικός μηχανισμός της περιόδου εκείνης στήριξαν το ίσως σημαντικότερο από πλευράς ουσίας κοινωνικό έργο της μεταπολίτευσης, εξισορροπώντας τις εξωθεσμικές παρεμβάσεις και τις εσωτερικές αντιδράσεις στην πρώτη Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Και επίσης μια ακτινογραφία της σημερινής κατάστασης, όπως αποτυπώθηκε στην έρευνα του τμήματος Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ υπό τον καθηγητή Γιάννη Τούντα.

Ωστόσο η επικαιρότητα επιβάλλει μια αλλαγή στη σειρά της παρουσίασης.

Ο Σπύρος Δοξιάδης & Η Νέα Δημοκρατία.

Σε μια επιστολή του στις 20 Ιουνίου 1980 ο Σπύρος Δοξιάδης, γιατρός και πολιτικός με τη Νέα Δημοκρατία, απαντούσε στην Κλαδική Οργάνωση των Ιατρών της ΝΔ Πειραιώς: Πρέπει όμως, ελπίζω, να συμφωνήσετε μαζί μου, ότι εάν υπάρξει δίλημμα μεταξύ προαγωγής της υγείας του Ελληνικού λαού και διατήρησης των πλεονεκτημάτων ορισμένων ομάδων, για ένα κόμμα όπως η Νέα Δημοκρατία το πρώτο να έχει μεγαλύτερο βάρος.  

Ο Σπυρίδων Δοξιάδης, 1917 – 1991, υπήρξε από τις αξιολογότερες παρουσίες στο Υπουργείο Υγείας και γενικότερα στο χώρο της ιατρικής1. Μετά τη Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του Π.Ο.Υ. από τις 6 έως τις 12 Σεπτεμβρίου του 1978 στην Alma Ata είχε ξεκινήσει την προσπάθεια να ανταποκριθεί στις διακηρύξεις για “Υγεία σε όλους το 2000”.

Ο Σπύρος Δοξιάδης βρισκόταν σε λάθος πολιτικό χώρο2. Πάλευε μόνος· δεν τον στήριζε κανείς.

Η σημερινή συνέπεια στην ανυποχώρητη αποφασιστικότητα της απαξίωσης του εθνικού συστήματος υγείας από τη Νέα Δημοκρατία δεν περιορίζεται μόνο στην ουσία του ζητήματος3. Η φρασεολογία των επιχειρημάτων και κατ’ επέκταση η ποιότητα και το ιδεολογικό στίγμα τους παραμένουν επίσης διαχρονικά αναλλοίωτα και προσηλωμένα στη θατσερική4 εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού.

Σε επιστολή του στις 28 Φεβρουαρίου 1980 ο Τομέας Υγείας της ΝΔ καταγγέλλει το νομοσχέδιο “Μέτρα Προστασίας της Υγείας” του Σπ. Δοξιάδη, που είχε σαν στόχο την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Περίθαλψης: Η εφαρμογή του θα σημάνει οπισθοδρόμηση στα θέματα της υγείας και θα προκαλέσει έντονη αντίδραση του λαού και των φορέων της υγείας. Με δεύτερη επιστολή στις 16 Μαΐου 1980 επανέρχονται, εκφράζοντας: τη ριζική διαφωνία μας στο νομοσχέδιο γιατί δεν εκφράζει την πολιτική φιλοσοφία του κόμματος της Ν.Δ. Και συνεχίζουν, τονίζοντας: Θεωρούμε ακατάλληλη προς το παρόν και για μια τουλάχιστον γενιά τη δημιουργία πολυδύναμων κέντρων υγείας και της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Περίθαλψης για τη νοοτροπία και την ψυχοσύνθεση του Ελληνικού λαού. Ζητούσαν να αποσυρθεί το νομοσχέδιο προκειμένου: να διασωθεί το γόητρο της Κυβέρνησης και το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας.    

Δέκα μέρες αργότερα, στις 25 Μαΐου 1980, η Κλαδική Οργάνωση των Ιατρών της ΝΔ Πειραιώς λοιδορούσε και κατήγγελλε τον Υπουργό Σπ. Δοξιάδη και τους συμβούλους του ως “μη ειδικούς”5 και κυρίως “ως εκπροσώπους του τοπικού παρεμβατισμού”. Επίσης προειδοποιούσε: Με το Ν/Σ εισάγονται δομές διοίκησης για την υγεία μαρξιστικού χαρακτήρα και με παραβίαση ακόμα των συντεχνιακών ενοτήτων.

Η ενθάρρυνση του ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή για την πρωτοβουλία, όπως υποστήριζε ο Σπ. Δοξιάδης, δεν στάθηκε ικανή να κάμψει την εσωκομματική αντίδραση, η οποία τελικά επικράτησε και οδήγησε στην ακύρωση του νομοσχεδίου για την υγεία. Μετά την εκλογή του Κ. Καραμανλή στην ΠτΔ στις 5 Μαΐου 1980 και την ψήφιση του Γεωργίου Ράλλη στη θέση του Πρωθυπουργού από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ στις 9 Μαΐου 1980, την επόμενη κιόλας ημέρα, στις 10 Μαΐου 1980, ο Σπύρος Δοξιάδης, απομακρύνθηκε από τη θέση του Υπουργού των Κοινωνικών Υπηρεσιών.

Το Σχέδιο του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Η πρώτη προσπάθεια για την οργάνωση υπηρεσιών υγείας στη χώρα έγινε από την Κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου της περιόδου 1928-1932. Η Ελλάδα μαστίζονταν από επιδημίες, κυρίως ελονοσίας και φυματίωσης. Ο Ελ. Βενιζέλος ζήτησε από την Κοινωνία των Εθνών να σταλεί επιτροπή του Διεθνούς Οργανισμού Υγείας. Η επιτροπή ήρθε, εργάστηκε και συμπέρανε ότι: Η Ελλάδα είναι επικίνδυνη χώρα από άποψη υγιεινής. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού λιμοκτονούσε, σχεδόν 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, το 80% του λαού δεν διέθετε τα απαραίτητα για την επιβίωσή του.

Οι προτάσεις της επιτροπής εστίαζαν στις ανάγκες έργων κοινής ωφέλειας, όπως ύδρευσης, αποχέτευσης, κατοικιών, μεταφορών κ.ά. Διαπίστωναν επίσης υπερκορεσμό γιατρών στις πόλεις και ελλείψεις στην περιφέρεια. Αυτό που υπήρχε είχε χαρακτηριστεί ως μη σύστημα.

Η επιτροπή του Διεθνούς Οργανισμού Υγείας πρότεινε τη δημιουργία μιας συγκεντρωτικής υπηρεσίας υγείας που θα συντόνιζε τις αποκεντρωμένες στη χώρα δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες. Αυτό το κέντρο, που θα ήταν ο ιθύνων νους του συστήματος, θα συγκροτούνταν από πέντε τμήματα: 1. Υγιεινής και Προληπτικής Ιατρικής, 2. Ελονοσιολογίας, 3. Υγειονομικής Μηχανικής, 4. Φαρμακολογίας και 5. Βιοχημείας και Έρευνας. Την κινητήρια δύναμη του συστήματος θα την αποτελούσαν τα Κέντρα Υγείας.

Τα προηγούμενα στοιχειοθετούσαν τον κοινωνικό χαρακτήρα της υγείας, η οποία μέχρι τότε ήταν ιδιωτική υπόθεση απ’ όλες τις απόψεις.

Το πρόγραμμα προβλέπονταν να ολοκληρωθεί το 1933. Το ετήσιο κόστος υπολογίζονταν στα 25 εκατομμύρια δραχμές. Οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης του 1929, που στο μεταξύ είχαν εξαπλωθεί και στην Ελλάδα, απειλούσαν σοβαρά της οικονομία της. Οι διεθνείς αιτήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου για την στήριξη της Ελλάδας στις δανειακές της υποχρεώσεις δεν είχαν θετικό αποτέλεσμα. Ακολούθησε η εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού, η ραγδαία υποτίμηση και αναπόφευκτα η χρεωκοπία. Τον Μάιο του 1932 η Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου κήρυττε παύση πληρωμών.

Πριν τη χρεωκοπία όμως είχε εκδηλωθεί η απροκάλυπτη εχθρότητα των ιατρικών συλλόγων και η πεισματική άρνηση της πανεπιστημιακής κοινότητας να συμπράξει στο εγχείρημα της οργάνωσης των υπηρεσιών της υγείας. Το τόσο σημαντικό εκείνο σχέδιο ναυάγησε. Πρόλαβε ωστόσο να αφήσει την Υγειονομική Σχολή και μια Σχολή Νοσοκόμων, που είχαν στο μεταξύ ιδρυθεί. Το Λαϊκό κόμμα υπό τον Παναγή Τσαλδάρη, που είχε διαδεχθεί το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελ. Βενιζέλου, όπως και όσοι ακολούθησαν δεν ασχολήθηκαν με το ζήτημα της υγείας και της περίθαλψης του ελληνικού λαού ή το έπραξαν περισσότερο επιφανειακά και αποσπασματικά. (Όπως το 1952 με το νόμο 259352 της Κυβέρνησης Αλ. Παπάγου, ο οποίος έθετε τις θεσμικές βάσεις για την οργάνωση των μονάδων υγείας, μετατρέποντας τα νοσοκομεία σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, καθιερώνοντας τα νοσήλια. Είχε προηγηθεί επίσης η ίδρυση του ΙΚΑ το 1935 και ακολούθησαν η ίδρυση του ΟΓΑ το 1961 και η υποχρέωση των γιατρών σε υπηρεσία υπαίθρου το 1968)

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έως το 1980.

Μετά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου συζητήθηκαν τα συστήματα της υγειονομικής περίθαλψης και οι υποχρεώσεις των κρατών στην οργάνωση υπηρεσιών προστασίας και πρόνοιας. Τα προηγούμενα κατέληξαν σ’ αυτό που ονομάστηκε Κοινωνικός Συμβιβασμός 1946-1948. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν το πρόβλημα παρέμενε οξύ. Οι προτεραιότητες ήταν στη διασφάλιση της ποιότητας παράλληλα με την ορθολογική κατανομή των πόρων. Αυτό σήμαινε υπηρεσίες υγείας με βέλτιστες σχέσεις κόστους – αποτελέσματος.

Η Ελλάδα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70 δεν παρακολούθησε τις εξελίξεις στον τομέα της υγείας. Το αποτέλεσμα ήταν να μεγαλώσει η απόσταση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν ακολούθησε τους ρυθμούς και κυρίως τις προτεραιότητες της Ευρώπης στην ανασυγκρότηση. Έτσι δεν αναπτύχθηκε η αναγκαία και απαραίτητη νοσοκομειακή υποδομή. Την περίοδο που, παράλληλα με τη γενίκευση της κοινωνικής ασφάλισης και την ανάπτυξη των θεσμών της υγείας, η Ευρώπη προχώρησε στην αύξηση των νοσοκομειακών κλινών, η Ελλάδα αρκέστηκε στη μετατροπή των φυματιολογικών κρεβατιών, σανατορίων, σε γενικά. Μικρός αριθμός νέων νοσοκομείων και μεγάλος αριθμός ιδιωτικών κλινικών έδιναν στην ιδιωτική πρωτοβουλία την κυριαρχία στο χώρο της υγείας.

Η περίπτωση των ιδιωτικών κλινικών είναι χαρακτηριστική των θεσμικών επιλογών της εποχής. Είναι η εποχή που η Ελλάδα αποτελεί μοναδική περίπτωση χώρας, όπου το 45% των νοσηλευτικών κρεβατιών ανήκαν σε ιδιωτικά ιδρύματα κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Πρέπει και αξίζει να αναφερθεί ότι την περίοδο 1975-1981 το δημόσιο ανανέωσε 1.505 κρεβάτια, ενώ χτίστηκαν με δάνεια από το κρατικό τραπεζικό σύστημα 4.780 κρεβάτια ιδιωτικών κλινικών.

Στο μεταξύ στην Ευρώπη των αρχών της δεκαετίας του ’70 η επιβράδυνση της ανάπτυξης και η στασιμότητα της οικονομίας (Nixon Shock 1971 & πρώτη πετρελαϊκή κρίση 1973) οδηγούσε την κοινωνική ασφάλιση σε αδυναμία να ανταπεξέλθει στη συνεχιζόμενη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας, με τους ίδιους τρόπους και τις ίδιες μεθόδους που ακολουθούσε μέχρι τότε. Η ζήτηση όμως συνεχιζόταν και μάλιστα με αυξανόμενο ρυθμό λόγω της αύξησης των καρδιαγγειακών, νεοπλασματικών και χρόνιων νοσημάτων, αλλά και λόγω της ανισότητας στη χρησιμοποίηση των υπηρεσιών υγείας από τις διάφορες κοινωνικές ομάδες.

Η προσπάθεια να ξεπεραστεί η κρίση οδήγησε στην αναζήτηση νέων τρόπων ορθολογικής και δικαιότερης οργάνωσης των υγειονομικών υπηρεσιών και νέων μεθόδων αντιμετώπισης της αρρώστιας. Η Σουηδία ολοκλήρωσε την υγειονομική της μεταρρύθμιση το 1970, η Δανία το 1973, η Βρετανία αναδιοργάνωσε τις εθνικές υπηρεσίες της υγείας το 1974, η Πορτογαλία δημιούργησε εθνικό σύστημα υγείας το 1977. Την περίοδο εκείνη η Ιταλία καταργούσε όλα τα ταμεία υγείας και ενοποιούσε όλες τις υπηρεσίες υγείας.

Η αναζήτηση αποτελεσματικών μεθόδων πρόληψης, διάγνωσης, θεραπείας και αποκατάστασης οδήγησε τη διεθνή υγειονομική κοινότητα στη διατύπωση μιας νέας φιλοσοφίας για την υγεία, την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, η οποία υιοθετήθηκε στη Γενική Συνέλευση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας το 1978 στην Alma Ata, που αναφέρθηκε παραπάνω.

Και την περίοδο αυτή η Ελλάδα έμεινε έξω από τη δυναμική της προσαρμογής στις νέες αντιλήψεις. Δεν σχεδίασε την αποκέντρωση των υπηρεσιών, δεν προγραμμάτισε τη δημιουργία μονάδων πρωτοβάθμιας περίθαλψης, δεν προσαρμόστηκε στη διεθνή συγκυρία και στις νέες αντιλήψεις. Παρέμεινε στο καταδικασμένο πρότυπο του αγροτικού γιατρού ή, όπως ονομάστηκε, γιατρού υπόχρεου θητείας.

Τα τριάντα χρόνια καθυστέρησης είχαν δημιουργήσει ένα μεγάλο κοινωνικό έλλειμμα στην Ελλάδα. Στην πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, καθώς οι ανάγκες αυξάνονταν, η υστέρηση διευρύνονταν. Το πρόβλημα έθιγε τον πυρήνα της έννοιας της δημοκρατίας, δημιουργώντας τουλάχιστον όσο αφορούσε την ποιότητα της ζωής πολίτες δυο κατηγοριών.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της κατάστασης στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν η εμπορευματοποίηση της υγείας και η κυριαρχία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ενώ μεγάλο πρόβλημα παρέμενε η άνιση κατανομή των υπηρεσιών υγείας που ευνοούσε το κέντρο σε βάρος της περιφέρειας, τους ισχυρούς σε βάρος των αδυνάτων. Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν τα ποσοτικά μεγέθη και οι διαστάσεις των συνθηκών αυτών.

Όλα αυτά και ιδιαίτερα η χαμηλή αποδοτικότητα του συστήματος, που απέρρεε τη στασιμότητα στην εξέλιξη των υπηρεσιών, οδήγησαν τους πολίτες στην αμφισβήτηση και την απόρριψη των αξιών του χώρου της υγείας: του γιατρού, του νοσοκομείου, του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Αυτά εκδηλώθηκαν με τη μορφή του μοναδικού φαινομένου στην Ευρώπη της μαζικής μετανάστευσης των ασθενών στο εξωτερικό.

Μόνο το 1981 ο αριθμός των νοσηλευθέντων σε ξένες χώρες με δαπάνες του δημοσίου και των μεγάλων ασφαλιστικών οργανισμών έφτασε τους 3.555 έναντι 476 το 1974, αυξημένος κατά 650%. Ο αριθμός όσων κατέφυγαν στο εξωτερικό για νοσηλεία είχε φτάσει τους 30.000. Στις 29.1.1983 οι Times στο Λονδίνο απορούσαν: Η Τράπεζα της Ελλάδος έδωσε άδειες εξαγωγής συναλλάγματος για ιατρικούς λόγους που αντιπροσωπεύουν 1,1 δις δραχμές, 10 φορές περισσότερο από αυτό που εξήλθε, πριν 5 χρόνια. Η Harley Street εξυπηρετούσε αποκλειστικά Άραβες και Έλληνες. Στο Νοσοκομείο Wellington από 1.1.1982 μέχρι 3.8.1982 είχαν νοσηλευτεί 2.050 άτομα, από τους οποίους οι μισοί ήταν αλλοδαποί, με πρώτους τους Άραβες, δεύτερους τους Έλληνες και τρίτους τους Νιγηριανούς. Πλήθος αλλοδαπών έφτανε καθημερινά και στη Μόσχα. Πρώτοι ανάμεσα στους ξένους οι Έλληνες, ακολουθούμενοι από τους Μογγόλους με τρίτους τους Σύριους.

Αυτήν την κατάσταση είχε αποπειραθεί να βελτιώσει ο Σπύρος Δοξιάδης. Αντιμετώπισε την ανυποχώρητη εχθρότητα και προκλητική υποκρισία του κόμματος που ήταν ενταγμένος και κυρίως των συναδέλφων του από τον Τομέα Υγείας της ΝΔ. Στην επιστολή τους της 28ης Φεβρουαρίου 1980, που προαναφέρθηκε, αποσιωπώντας την οικονομική επιβάρυνση της χώρας και αδιαφορώντας για τις ταλαιπωρίες των ασθενών και των οικείων τους, παρατηρούσαν: Το νομοσχέδιο που προτείνεται τορπιλίζει την συγκεκριμένη πολιτική της Κυβέρνησης και διογκώνει τη γραφειοκρατία. Και κατάγγελλαν ότι: Τα Κέντρα Υγείας δεν προσθέτουν τίποτε πέρα από τις υπέρογκες δαπάνες του εξοπλισμού τους.

Αυτό υπήρξε το τέλος της δεύτερης προσπάθειας. Αν μπορεί να ονομαστεί έτσι ένα σχέδιο που καταπνίγηκε, πριν καν ξεπεράσει το στάδιο των προθέσεων.

Ο Νόμος 1397/1983 του ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Η τρίτη προσπάθεια έγινε και ολοκληρώθηκε από την πρώτη Κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Η δημιουργία Εθνικού Συστήματος Υγείας εξαγγέλλονταν στην Ιδρυτική Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ. Επίσης αποτελούσε μια από τις θεμελιώδεις δεσμεύσεις του κυβερνητικού του προγράμματος.    

Ο νόμος 1397 για την ίδρυση του ΕΣΥ ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1983 και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α΄143/07.10.1983. Στο πρώτο άρθρο διατυπώνονταν η φιλοσοφία του νόμου με βάση τις ακόλουθες θεμελιώδεις αρχές:

1. Το κράτος έχει την ευθύνη για την παροχή υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πολιτών.

2. Οι υπηρεσίες υγείας παρέχονται ισότιμα σε κάθε πολίτη ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση, μέσα από ενιαίο και αποκεντρωμένο εθνικό σύστημα υγείας, που οργανώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.

Οι πολιτικές αντιλήψεις στις οποία στηριζόταν το Εθνικό Σύστημα Υγείας ήταν οι ακόλουθες:

* Η υγεία είναι κοινωνικό αγαθό που δεν υπακούει στους νόμους του κέρδους.

* Κάθε πολίτης, ανεξάρτητα από την κοινωνική και οικονομική του θέση και τον τόπο διαμονής του, έχει το δικαίωμα για ίση και υψηλού επιπέδου περίθαλψη και κοινωνική φροντίδα.

* Η προστασία της υγείας είναι αποκλειστική ευθύνη του κράτους και υλοποιείται μέσα από ένα ενιαίο, αποκεντρωμένο και δημοκρατικό σύστημα υγείας.

Στην Ελλάδα του 1980 υπήρχαν 370 φορείς κοινωνικής ασφάλισης με 80 διαφορετικά Ταμεία Υγείας. Το 1980 οι δαπάνες για την υγεία απορροφούσαν το 3,4% του ΑΕΠ των 56,83 δις δολαρίων. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος στις αρχές της δεκαετίας του ’80, σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ. ξεπερνούσε το 6%. Ωστόσο παρά την υστέρηση το μέγεθος ήταν βελτιωμένο σε σχέση το 1960, όταν οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία αντιστοιχούσαν στο 1,9% του ΑΕΠ και το 1970 στο 2,2%.

Τα Ταμεία παρείχαν διαφορετικές καλύψεις υγείας, ποσοτικά και ποιοτικά, με αποτέλεσμα να υφίστανται σημαντικές ανισότητες ανάμεσα στους ασφαλισμένους των λεγομένων ευγενών Ταμείων (τράπεζες, ΔΕΚΟ) και των φτωχών Ταμείων (ΟΓΑ, ΙΚΑ). Το 1982 το κατά κεφαλήν κόστος φαρμάκου για τους ασφαλισμένους της Εθνικής Τράπεζας έφτανε στις 8.000 δρχ., όταν για τον ασφαλισμένο του ΙΚΑ βρισκόταν στις 1.100 δρχ.

Την ίδια εκείνη χρονιά, το 1980, μόνο το 44% των νοσοκομειακών κρεβατιών ήταν δημόσια, το 14% ανήκε σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα και το 42% ήταν ιδιωτικά. Η αναλογία των νοσοκομειακών κλινών την περίοδο 1960-1980 κυμαινόταν στα έξι ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο αντίστοιχος αριθμός για την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία ήταν περίπου οκτώ και όταν η σωστή αναλογία, σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, ήταν 10 ανά 1.000 κατοίκους. Οι ελλείψεις σε κρεβάτια ήταν ιδιαίτερα σημαντικές στην περιφέρεια. Από το σύνολο των κρεβατιών το 50% ήταν συγκεντρωμένο στην Αθήνα και το 20% στη Θεσσαλονίκη. Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ήταν υποτυπώδης και αποσπασματική. Οι δημόσιοι φορείς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας ήταν τα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, τα αγροτικά ιατρεία στην ύπαιθρο και τα υποκαταστήματα του ΙΚΑ, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των πρωτοβάθμιων υπηρεσιών να παρέχεται στα ιδιωτικά ιατρεία.

Το 1980 οι δαπάνες για την υγεία απορροφούσαν το 3,4% του ΑΕΠ των 56,83 δις δολαρίων. Όταν παρέδωσε το ΠΑΣΟΚ το 1989 οι δαπάνες για την υγεία είχαν φτάσει στο 4,8% του ΑΕΠ, το οποίο όμως είχε αυξηθεί στα 79,17 δις δολάρια και έφτασε στο 5,3% το 1998 του ΑΕΠ των 144,4 δις δολαρίων.

Σε ό,τι αφορά την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, η δημιουργία 190 Κέντρων Υγείας με 1.311 περιφερειακά ιατρεία βοήθησε σημαντικά στην περίθαλψη των μη αστικών πληθυσμών, παρά το γεγονός ότι στην πρώτη αυτή φάση λειτουργούσαν με σοβαρές ελλείψεις προσωπικού, που υπολογίζονταν στο 30%-40% των προβλεπόμενων θέσεων.

Αυτή, με το νόμο 1397/1983, ήταν η πρώτη προσπάθεια για την ίδρυση και εναρμόνιση του συστήματος με τα δεδομένα της εποχής. Ωστόσο παρόλο που αναφερόταν στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και όχι στην ευρύτερη έννοια της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, την άφηνε κατά ένα μέρος συμβιβαστικά έξω από την περιοχή ευθύνης του συστήματος και υπέρ των παρόχων του ιδιωτικού τομέα. Υιοθετήθηκε ως επίκεντρο το νοσοκομείο και τα Κέντρα Υγείας λειτούργησαν ως μονάδες εξαρτημένες από τα νοσοκομεία.

Οι απολογητές της χρόνιας εγκατάλειψης του ελληνικού λαού και της τριακονταετούς υστέρησης του υποτυπώδους - αν μπορεί να ονομαστεί έτσι - συστήματος, ασκούσαν κριτική στο ότι το επίπεδο ικανοποίησης του ασθενούς ήταν χαμηλότερο σε σχέση με εκείνο της Ευρώπης. Εσκεμμένα και προκλητικά υποβάθμιζαν τη σημαντική βελτίωση, κυρίως όμως το αποφασιστικό βήμα που είχε γίνει σε σύγκριση με ότι προϋπήρχε.

Στον ίδιο νόμο εισάγονταν και ο θεσμός του οικογενειακού - γενικού γιατρού ως βασικό προσωπικό για τη στελέχωση των κέντρων υγείας. Με τον νόμο 1579/1985, που συμπλήρωνε τον προηγούμενο, θεσπίστηκε η ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής και απαγορεύτηκε η χρήση της επωνυμίας Κέντρο Υγείας-Ιατρικό Κέντρο από ιδιώτες. Με τον ίδιο νόμο ιδρύθηκε και το Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας (ΕΚΑΒ) με αρμοδιότητες την παροχή άμεσης φροντίδας σε έκτακτες περιπτώσεις, την επείγουσα ιατρική αρωγή και τη διακομιδή και μεταφορά των επειγόντων περιστατικών στις μονάδες υγείας.

Παρά τις συμβιβαστικές παραχωρήσεις του νόμου 1397/1983 οι αντιδράσεις στο σύστημα υπήρξαν σφοδρές και αφορούσαν πρωτίστως στον κοινωνικό έλεγχο. Επίσης στο θεσμό του γιατρού πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και όπως προαναφέρθηκε στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και στον ενιαίο φορέα υγείας.

Ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος και ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος ήταν επίσης ανυποχώρητα αρνητικοί. Η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν απαντούσε.

Αντιδράσεις υπήρξαν και στο χώρο του ΠΑΣΟΚ. Ενδεικτικά μόνο ας αναφέρω: Ο Μένιος Κουτσόγιωργας κατηγορούσε τον Παρ. Αυγερινό ως διασπαστή της κυβερνητικής ενότητας. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1983, όταν συζητιόταν το νομοσχέδιο στη Βουλή ο Γιάννης Αλευράς απειλούσε ότι θα εγκατέλειπε τη βουλευτική του έδρα και θα αγωνιζόταν με την ΟΤΟΕ, αν καταργούνταν οι κλάδοι υγείας των ταμείων. Το βασικό, όχι όμως και απαραίτητα αβάσιμο για την ελληνική εμπειρία, επιχείρημα ήταν ότι: με την εφαρμογή του θεσμού το Ε.Σ.Υ. θα αρπάξει την περιουσία των κλάδων υγείας των ταμείων. (Ας θυμηθούμε τι συνέβαινε με τα αποθεματικά των ταμείων από το 1950 και τι ακολούθησε την τριετία 1990-1993 της διακυβέρνησης από τον Κων. Μητσοτάκη) Η Σύλβα Ακρίτα σε μια επιστολή δέκα σελίδων προς τον Ανδρέα Παπανδρέου εξηγούσε γιατί δεν δεχόταν το νομοσχέδιο, το οποίο όπως υποστήριζε δεν κάλυπτε τις ανάγκες και κρινόταν ως ανεπαρκές, ενώ επισήμαινε ιδιαίτερα τα κατά τη γνώμη της αντικίνητρα του Ν/Σ για την προσέλκυση γιατρών. Ο Γιάννης Φλώρος, γιατρός επίσης και Υφυπουργός Υγείας και Πρόνοιας την επίμαχη περίοδο, ήταν επίσης αρνητικός, όπως και αρκετοί άλλοι. Οι μόνιμες επωδοί των αρνητών ήταν: που θα βρείτε τα λεφτά…αφήστε το για αργότερα…θα χάσουμε τους γιατρούς, τους φαρμακοποιούς, τους πανεπιστημιακούς, τους φαρμακοβιομηχάνους.

Οι προηγούμενοι και αρκετοί άλλοι που προεκλογικά κραύγαζαν το περίφημο Εδώ και Τώρα έστελναν τις “ανησυχίες” με τη μορφή πολυσέλιδων απορριπτικών επιστολών στον Πρωθυπουργό. Ο Αντρέας Παπανδρέου για καλή τους τύχη τις μεταβίβαζε χωρίς να τις διαβάσει στον Παρ. Αυγερινό. Ένας επιπρόσθετος λόγος για την απόρριψη υπήρξε και το γεγονός ότι ο Παρασκευάς Αυγερινός την περίοδο σύνταξης του νομοσχεδίου ήταν εξωκοινοβουλευτικός.

Με δεδομένη την τότε αμελητέα ή περιορισμένη διείσδυση του κόμματος στο χώρο της υγείας συνολικά, οι ανησυχίες ήταν προσχηματικές. Εμμέσως αποκαλύπτονταν ότι, καθώς από το 1977 το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε αναδειχτεί σε αξιωματική αντιπολίτευση και επέλαυνε προς την εξουσία, το ισχυρό πολιτικό-οικονομικό σύμπλεγμα του χώρου της υγείας είχε ακροβολιστεί και καταλάβει κρίσιμες θέσεις ακόμη και στο περιβάλλον του ίδιου του Πρωθυπουργού.

Ωστόσο τις αρχές και τις θέσεις για το Ε.Σ.Υ. της είχε επεξεργαστεί και τις είχε συμπεριλάβει στο πρόγραμμα “Για την Οικονομία και την Κοινωνία” ήδη από το 1978-79 η Επιτροπή Ανάλυσης και Προγραμματισμού υπό τον Απόστολο Λάζαρη, καθηγητή οικονομικών και πρώην διευθυντή του οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης του ΟΗΕ. (Μέλη της επιτροπής υπήρξαν μεταξύ άλλων και οι Κώστας Σημίτης, Γεράσιμος Αρσένης και Παναγιώτης Ρουμελιώτης)

Ο Γεράσιμος Αρσένης, ο Λευτέρης Βερυβάκης, η Ρούλα Κακλαμανάκη, ο Φραγκλίνος Παπαδέλης, η Μαρία Κυπριωτάκη, ο Γιώργος Κασιμάτης τασσόταν θετικά. Ο Γιώργος Γεννηματάς προσπαθούσε να συμβιβάσει και να εξισορροπήσει.

Με την έναρξη της συζήτησης του νομοσχεδίου στη Βουλή, που άρχισε στις 23 Αυγούστου και ολοκληρώθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1983, η Ν.Δ. με εκπρόσωπο τον Ιωάννη Βαρβιτσιώτη δήλωνε ότι το Ν/Σ: είναι ένα πυροτέχνημα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για τον αποπροσανατολισμό του λαού από την οικονομική κρίση και την ικανοποίηση της αριστερής πτέρυγας που δυσφορεί για τις βάσεις. Άλλοι εισηγητές της Ν.Δ. ωρύονταν ότι: φέρνετε ένα σοβιετικό νομοσχέδιο…τάζετε έναν σοβιετικό παράδεισο…ο κόσμος δεν γνώριζε τις μαρξιστικές προθέσεις σας και ξεγελάστηκε ψηφίζοντάς σας…η επιστημονική ιατρική τελείωσε στην Ελλάδα, τώρα αναλαμβάνουν δράση οι κομπογιαννίτες.

Αν και περιττεύει ως ευκόλως εννοούμενη, είναι χρήσιμη η υπενθύμιση της δέσμευσης του τότε εκπροσώπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά την ψήφιση του νόμου, ο οποίος δήλωνε ότι όταν έρθει η Ν.Δ. στην Κυβέρνηση θα καταργήσει τον νόμο.

Αποφεύγω να χαρακτηρίσω τα επιχειρήματα. Για ένα σημαντικό, ενδεχομένως και πλειοψηφικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας, τέτοιας ποιότητας και επιπέδου αιτιάσεις ήταν και παραμένουν αποδεκτές, πιστευτές, ίσως να θεωρούνται και επίκαιρες. Όπως είναι γενικότερα αποδεκτό και έχει εξηγηθεί και σε προηγούμενες αναρτήσεις η άγνοια των γεγονότων αναπληρώνεται με δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις και ευσεβείς πόθους.

Μερικούς μήνες πριν, στις αρχές εκείνης της χρονιάς, όταν ολοκληρωνόταν η επεξεργασία της αρχικής πρότασης του νομοσχεδίου, η ομάδα βουλευτών που εκπροσωπούσε τη Ν.Δ. με επικεφαλής τον Γιάννη Κεφαλογιάννη δήλωσε ότι δεν πρόκειται να το δεχτεί και αρνήθηκε κάθε διάλογο. Στις 10 Ιανουαρίου 1983 ο αντιπολιτευόμενος τύπος που πρόσκεινταν στη Ν.Δ. προσβλητικά και θρασύτατα απορούσε: γιατί ανακόπτεται η προσπάθεια που είχε αρχίσει από την προηγούμενη Κυβέρνηση.

Το Κ.Κ.Ε. με κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο τον Κώστα Κάππο είχε δηλώσει εξαρχής ότι θα στηρίξει και το έπραξε γιατί: βάζει τις βάσεις για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος προστασίας της υγείας…βέβαια δεν θεωρούμε τις μεταρρυθμίσεις αυτές σαν στοιχεία ουσιαστικού μετασχηματισμού. Τούτο φαίνεται από το γεγονός ότι σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης έχουν εφαρμοστεί ανάλογα συστήματα… και προκαλεί εντύπωση η αντίδραση της Ν.Δ., η οποία φαίνεται ότι είναι πιο συντηρητική και αντιδραστική από τις αντίστοιχες παρατάξεις των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.

Η Ε.Δ.Α., που ερωτήθηκε, αν και δεν εκπροσωπούνταν στη Βουλή, διατηρούσε τις επιφυλάξεις της, τις οποίες ωστόσο δεν κατέθετε.

Ο νόμος του Ε.Σ.Υ. του 1983 είχε αδυναμίες και προβλήματα. Οι πυλώνες που θα στήριζαν το σύστημα ήταν η Π.Φ.Υ. (Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας) και ο Ε.Φ.Υ. (Ενιαίος Φορέας Υγείας). Σ’ αυτά επικεντρώθηκε η πολεμική των κατεστημένων συμφερόντων που δρούσαν ανεξέλεγκτα και ανενόχλητα στο χώρο της υγείας και στο μεταξύ επηρέαζαν και τις αποφάσεις του κυβερνητικού ΠΑ.ΣΟ.Κ. Οι εκπρόσωποί τους επικαλούνταν το μόνιμο άλλοθι της αντίδρασης σ’ οποιαδήποτε πρόοδο. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από το λεγόμενο πολιτικό κόστος. Οι πιο προχωρημένοι κουτοπόνηροι από αυτούς πασάλειβαν την πολεμική τους με το γελοίο ψευτο-επιχείρημα του παθολογικά κρατικοδίαιτου νεοφιλελευθερισμού ότι οι σχέσεις οικονομίας και η υγείας είναι εξ ορισμού εχθρικές. Άλλοι πάλι συνοδοιπορούσαν από ασύγγνωστη αφέλεια.

Η μερική εφαρμογή τους απετέλεσε την κύρια αιτία του ανολοκλήρωτου Ε.Σ.Υ. Από την κατάθεση ακόμη του νομοσχεδίου άλλωστε στα τέλη καλοκαιριού του 1983 ο βασικός εισηγητής τόνιζε ότι θα έπρεπε να εκτιμάται η πορεία εφαρμογής του νόμου κάθε τετραετία και να διορθώνεται. Στις δεκαετίες που παρήλθαν στο μεταξύ δεν πραγματοποιήθηκε καμία ουσιαστική αποτίμηση της απόδοσης της πιο ρηξικέλευθης και πιο ριζοσπαστικής τομής στο χώρο της υγείας. Ωστόσο όλοι ανεξαιρέτως χρησιμοποιούν τα ευεργετήματα του συστήματος. Οι πιο επιτήδειοι μάλιστα, όπως συμβαίνει τώρα με την πανδημία και θα παρουσιαστεί παρακάτω, αξιοποιούν τις κυβερνητικές επιλογές και το εκμεταλλεύονται για να διαχειριστούν την παρακμή τους και να παρατείνουν την πτώση τους.

Κάτι ανάλογο, μάλλον εντονότερο από πλευράς παρεμβάσεων, συνέβη και με τη διαδικασία δημιουργίας του Εθνικού Συνταγολογίου. Η πολυμελής επιτροπή των 126 ειδικών επιστημόνων που είχε συσταθεί άρχισε τις εργασίες της τον Μάρτιο του 1982. Το 1983 στα πλαίσια του Εθνικού Συστήματος Υγείας ιδρύθηκε με τον νόμο 1316 ο Ε.Ο.Φ. (Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων). Οι βασικές προτεραιότητες της επιτροπής ήταν η σύνταξη του Εθνικού Συνταγολογίου, η διαρκής ενημέρωσή του και οι προτάσεις για τη σωστή εφαρμογή του. Η υποχρέωσή της επιτροπής, που συνεργαζόταν με τον Ε.Ο.Φ. και ακολουθούσε τα πρότυπα του Π.Ο.Υ., τα συνταγολόγια των σκανδιναβικών χωρών και τις ετήσιες εκδόσεις του βρετανικού British National Formulary, ήταν να ταξινομήσει τις δραστικές ουσίες κατά κατηγορίες: στις αναγνωρισμένα δραστικές, στις πιθανά δραστικές, σ’ εκείνες που δεν υπήρχε επαρκής εμπειρία και στις αναποτελεσματικές ή και επικίνδυνες. Η επιτροπή εισηγήθηκε να περιληφθούν στο Ε.Σ. (Εθνικό Συνταγολόγιο) μόνον οι δραστικές ουσίες αποδεδειγμένης αποτελεσματικότητας και όλες τις χρήσιμες πληροφορίες για τον γιατρό.

Το έργο της επιτροπής είχε ολοκληρωθεί το 1984. Ο Γιώργος Γεννηματάς ενημέρωνε τον Παρ. Αυγερινό που βρισκόταν στη Φινλανδία: δεν το αφήνουν να δημοσιευτεί. Εφημερίδες που αυτοπροσδιορίζονταν ως “προοδευτικές”, όπως η Ελευθεροτυπία στις 2 Φεβρουαρίου 1984 σε άρθρο του Γιώργου Μασσαβέτα, που ήταν και μέλος της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ την περίοδο εκείνη, ή σαν τέτοιες που “γκρέμισαν τον καραμανλισμό”, όπως η Αυριανή, επιτίθενταν “βρώμικα”, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του ίδιου του Παρ. Αυγερινού.

Τα μέλη της επιτροπής προς τιμήν τους αντιστάθηκαν στις πιέσεις και στους εκβιασμούς υψηλόβαθμων παραγόντων της Κυβέρνησης, των φαρμακοβιομηχάνων και στην παραπληροφόρηση μερίδας του τύπου να συμπεριλάβουν στο Εθνικό Συνταγολόγιο (Ε.Σ.) ανύπαρκτης ή αμφίβολης δραστικότητας ιδιοσκευάσματα: Αν το Υπουργείο επιμένει θα πρέπει να αναγράφεται ότι περιελήφθησαν με άνωθεν εντολή και παρά την αντίθεση της Επιτροπής Συνταγολογίου. Όπως σημείωνε στο βιβλίο του ο επικεφαλής της επιτροπής, ο περιώνυμος στο χώρο της ιατρικής καθηγητής Κωνσταντίνος Γαρδίκας: Ο μεγάλος κίνδυνος είναι να νομίζουν οι ασφαλισμένοι ότι αυτά που δεν περιλαμβάνονται στο Ε.Σ. είναι τα καλύτερα. Σ’ αυτό θα υποκινούνται από ανθρώπους που έχουν συμφέροντα και ο άκριτος Έλλην θα το πίστευε και το Ε.Σ. θα αποτύγχανε. Το μέγεθος και η έκταση των παρεμβάσεων αποκαλύπτεται και από το γεγονός ότι το Ε.Σ. τέθηκε τελικά σε κυκλοφορία το 1987.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η πρώτη επίσημη προσπάθεια σύνταξης Εθνικού Συνταγολογίου είχε γίνει από τον Σπύρο Δοξιάδη. Ως Υπουργός στην Κυβέρνηση του Κων. Καραμανλή είχε συστήσει επιτροπή υπό τον καθηγητή Σπύρο Μουλόπουλο. Αυτή κατάρτισε κατάλογο στον οποίο περιέλαβε περίπου 600 δραστικές ουσίες με τη σχετική πληροφόρηση, αποκλείοντας όμως και σημαντικό αριθμό δραστικών ουσιών λόγω των αντιδράσεων των φαρμακευτικών εταιριών. Εννοείται πως και αυτή η πρωτοβουλία του Σπ. Δοξιάδη ακυρώθηκε από το κόμμα της Ν.Δ. του οποίου υπήρξε στέλεχος. Το συνταγολόγιό του δεν κυκλοφόρησε ποτέ.

Η Σημερινή Κατάσταση στο Χώρο της Υγείας.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας του οργανισμού Έρευνας και Ανάλυσης ΔιαΝεοσις για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, την όποια όπως αναφέρεται στο σχετικό δελτίο τύπου εκπόνησε ομάδα έμπειρων ειδικών από τον χώρο της υγείας υπό τον συντονισμό του Καθηγητή Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ Γιάννη Τούντα:

- Η χώρα μας έχει τον μεγαλύτερο αριθμό γιατρών και τον μικρότερο αριθμό νοσηλευτών αναλογικά με τον πληθυσμό της στην ΕΕ - περίπου 1,3 νοσηλευτές ανά γιατρό.

- Την 15ετία 2001-2016 το ιατρικό δυναμικό της χώρας υπερδιπλασιάστηκε, παρά την "ιατρική μετανάστευση". Το 2017 είχαμε στην Ελλάδα πάνω από 65.000 γιατρούς.

- Διαθέτουμε υπερπληθώρα χειρουργών, γυναικολόγων και παθολόγων, αλλά το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη γενικών ιατρών - για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα χρειαζόμαστε υπερδιπλάσιους.

- Την ίδια ώρα 1 στους 4 γιατρούς - μέλη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών είναι άνεργος ή αυτοαπασχολούμενος.

- Μόνο το 5,4% του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται στον χώρο της υγείας. Το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες του ΟΟΣΑ ξεπερνά το 10%.

Σήμερα στη χώρα, όπως σημειώνεται, υπάρχουν συνολικά 277 νοσοκομεία τα οποία διαθέτουν 45.267 κλίνες. Τα 147 είναι ιδιωτικές κλινικές, 5 είναι νοσοκομεία που έχουν τη μορφή ΝΠΙΔ, και 125 είναι τα ΝΠΔΔ. Αυτά είναι και τα νοσοκομεία που ανήκουν στο Ε.Σ.Υ.

Υπάρχουν ακόμα 1.487 περιφερειακά ιατρεία στις αγροτικές περιοχές και 127 Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤοΜΥ) σε αστικές περιοχές, που ιδρύθηκαν πρόσφατα. Όλες οι μονάδες υπάγονται σε 7 Υγειονομικές Περιφέρειες, οι οποίες έχουν κυρίως εποπτικό και συντονιστικό ρόλο.

Έως και το 1/3 των εισαγωγών έκτακτης ανάγκης στα γενικά νοσοκομεία για πολλά περιστατικά, καθώς και το 40% των ορθοπεδικών θα μπορούσαν να αντιμετωπίζονται από υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.

Πάντως, κατά τη διάρκεια της κρίσης οι δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν. O "μνημονιακός" στόχος, σημειώνει η έρευνα, ήταν ο περιορισμός των δημόσιων δαπανών στο 6% του ΑΕΠ, και ειδικότερα της δημόσιας δαπάνης για φάρμακα στο 1% του ΑΕΠ. Το πιάσαμε αυτό το όριο από το 2011 κιόλας -πλέον η δημόσια δαπάνη βρίσκεται περίπου στο 5%, την ώρα που ο μέσος όρος στις χώρες της Ε.Ε. είναι 7%. Οι δε συνολικές δαπάνες υγείας το 2016 έφτασαν το 8,45% του ΑΕΠ, από 9,47% που ήταν το 2009 (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 15,3%). Μόνο την περίοδο 2012-2016 η μείωση έφτασε τα 14,7 δισ. ευρώ.

Το φορτίο της πανδημίας αντιμετωπίστηκε από ένα σκόπιμα αποδυναμωμένο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Η στοχευμένη απαξίωσή του οφείλεται στην πολιτική της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της Κυβέρνησης που είναι αποφασιστικά και αταλάντευτα προσηλωμένη στην ελληνική εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού.

Όπως παρουσιάστηκε στην πιο πάνω έρευνα στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετά ιδιωτικά θεραπευτήρια, που διατείνονται ότι είναι υψηλών προδιαγραφών. Στο βαθμό που ισχύει αυτό, θα μπορούσαν να αποδειχτούν ένα σημαντικό όπλο στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυτό βέβαια θα απαιτούσε την επίταξη τους. Η Κυβέρνηση όμως επέλεξε να μην το κάνει. Αντί να ενισχύσει οικονομικά το δημόσιο σύστημα υγείας προτίμησε να δώσει τα χρήματα στους μεγάλους κλινικάρχες χωρίς αυτοί να μετάσχουν ουσιαστικά στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Αντιθέτως κράτησαν τις θεραπευτικές τους μονάδες μακριά από την πανδημία και ωφελήθηκαν άμεσα με τον διπλασιασμό των νοσηλίων για τις ΜΕΘ και έμμεσα γιατί τα περισσότερα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία έγιναν νοσοκομεία αναφοράς για τον κορονοϊό.

Σε μια πρόσφατη έρευνά του το έγκριτο διεθνές πρακτορείο Bloomberg κατέταξε την Ελλάδα στη διαχείριση της πανδημίας “στον πάτο του βαρελιού”, στην 50η θέση από τις 53 χώρες που έχουν προσβληθεί από τον κορονοϊό σε αντίθεση με την ωραιοποιημένη εικόνα που παρουσιάζουν τα κυρίαρχα ελληνικά ΜΜΕ.

Όπως σημειώνει ο Παρασκευάς Αυγερινός στη σελίδα 151 του βιβλίου του: Στον τομέα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης είναι τα λεφτά, τα πολλά λεφτά, και δεν θα τον άφηναν στην ευθύνη του δημοσίου.

Παραπομπές:

1-2: Παρασκευάς Αυγερινός, Η Αλλαγή Τελείωσε Νωρίς, Εστία 2013, Σελ 150, 201.

3. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2021 περικόπτονται 570 εκατ. ευρώ από τις δαπάνες για τη δημόσια Υγεία. Το μεγαλύτερο μέρος της περικοπής αφορά την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ). Τα 249 εκατ. ευρώ με τα οποία ενισχύθηκε την τρέχουσα χρονιά, περιορίζονται στα 152 εκατ. ευρώ το 2021. Δηλαδή υφίσταται μείωση κατά 39%.

4. Η Margaret Thatcher αντιμετώπισε δύο φορές, το 1983 και το 1985, την αποφασιστική άρνηση των συνέδρων του Συντηρητικού κόμματος στις προθέσεις της να καταργήσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας. Σύμφωνα με την τότε Πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ το Εθνικό Σύστημα Υγείας: κόστιζε πολύ. Το NHS είχε θεσπιστεί και οργανωθεί από το Εργατικό κόμμα της Βρετανίας υπό τον Κλέμεντ Άττλη το 1948 και τη δεκαετία του ’80 απορροφούσε από 6,3% (1983) έως και 8,5% (1985) του Α.Ε.Π. Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο Clement Attlee παραμένει σταθερά στην πρώτη θέση των προτιμήσεων των Βρετανών ακαδημαϊκών, ως ο σημαντικότερος Πρωθυπουργός του 20ου αιώνα. Ωστόσο η Μ. Θάτσερ, τέταρτη στη σειρά των προτιμήσεων, βρήκε τον τρόπο να αντιδράσει, απαξιώνοντας όσο της ήταν δυνατό το θεσμό. Περιόρισε σταδιακά, αλλά δραστικά το προσωπικό και περιέκοψε σημαντικά τις οικονομικές παροχές προς το σύστημα. Το αποτέλεσμα ήταν η ραγδαία, κατά χιλιάδες πολίτες, αύξηση στους χρόνους αναμονής για τα χειρουργεία με τις ανάλογες επιπτώσεις όχι απλώς για την ποιότητα της ζωής, αλλά και για την επιβίωση αυτή καθ’ αυτή των ασθενών.  

Έχει και μια ιδιαίτερη σημειολογική αξία το γεγονός ότι η Μ. Θάτσερ υπήρξε η μοναδική απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, όπου, πριν τα νομικά στο City University του Λονδίνου, είχε σπουδάσει χημεία, στην οποία το κορυφαίο και ιστορικό αυτό ίδρυμα, εξαιτίας και των περικοπών στην παιδεία, αρνήθηκε να της απονείμει τον τίτλο της τιμής ένεκεν διδάκτορος, με τον οποίο παραδοσιακά τιμά κάθε απόφοιτό του που εκλέγεται στο αξίωμα του Πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου.

5. Ο Σπύρος Δοξιάδης είχε σπουδάσει Ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Durham και είχε ειδικευτεί στην παιδιατρική. Διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Sheffield σε ηλικία 32 ετών και εν συνεχεία, το 1952, υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ανέλαβε τη διεύθυνση του μαιευτηρίου "Αλεξάνδρα", ίδρυσε το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού το 1965, του οποίου υπήρξε διευθυντής ως το 1982 και διατέλεσε σύμβουλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε το "Ίδρυμα Μελετών για το Παιδί", το 1982 και ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών Παιδιών, το 1972. Ο Σπύρος Δοξιάδης συμμετείχε στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ως Υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών από τις 9 Οκτωβρίου 1974 ως τις 21 Νοεμβρίου 1974 και ακολούθως στην Κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή από τις 28 Νοεμβρίου 1977 ως τις 10 Μαΐου 1980. Στις εκλογές του 1977 είχε εκλεγεί βουλευτής Επικρατείας με τη Νέα Δημοκρατία.

Αυτός σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τον Τομέα Υγείας της Νέας Δημοκρατίας, ήταν ο “μη ειδικός” και ο “ εκπρόσωπος του τοπικού παρεμβατισμού”.

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)
Copyright Κυριάκος Παράσογλου - CrashNews.gr © 2020. Design by Kostas Tsampalis