Ως επιτομή της μη ανατάξιμης παρακμής του εγχώριου κομματικού συστήματος γενικά και ως ορισμός των εσωτερικών αντιφάσεων και των ιδεολογικών αδιεξόδων της δήθεν αριστεράς ειδικά, ο Ν Φίλης, η Κυβέρνηση και οι όμοιοί τους, αν εκπλήσσουν για κάτι, αυτό δεν είναι η υποβάθμιση των γεγονότων με σκοπό την αλλοίωση της Ιστορίας. Είναι απελπιστικά ασήμαντοι κι αμελητέοι για κάτι τέτοιο. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η συνέπεια τους με το θρασύδειλο πνεύμα των ηγετών του ΕΑΜ στη Συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945, οι οποίοι ‘εξήρεσαν με τον αμαρτωλό ελιγμό της ηθικής αυτουργίας, βάσει του επακολουθήσαντος νόμου τα πρόσωπα και το περιβάλλον της ηγεσίας, ενώ κατά χιλιάδες οι αγωνιστές χαρακτηρίστηκαν αυτουργοί και εγκληματήσαντες χωρίς να θεωρείται αναγκαίο για την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος’ (Τάσος Βουρνάς, Τόμος Γ΄ Σελ 460) ‘Η παράγραφος αυτή σύντομα θα γινόταν όπλο στα χέρια των αρχών κατά των μελών των ομάδων αντιστάσεως της Αριστεράς’. (Ι Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα, Σελ 233)
Σε συνέχεια του επικίνδυνου σκεπτικού τους, διερωτώμαι τι θα εμπόδιζε την επαναφορά της εξίσου διεστραμμένης άποψης ότι οι διωγμοί και οι εξορίες των αριστερών δεν ήταν παρά ένα είδος δωρεάν κοινωνικής αναμόρφωσης, απλώς χωρίς τη συναίνεση των συμμετεχόντων για το περιεχόμενο και τις συνθήκες της διαδικασίας. Υπενθυμίζω ότι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε αποκαλέσει εν έτει 1946 το κολαστήριο της Μακρονήσου Νέο Παρθενώνα. Απέδειξε όμως την εντιμότητά του, έστω και αργά, κάνοντας την αυτοκριτική του και καταδικάζοντας τις προηγούμενες απόψεις του.
Οι πρόγονοί μου, τουρκόφωνοι χριστιανοί, από το Mahmutlu της επαρχίας Αμάσειας του Δυτικού Πόντου, που άφησαν νεκρούς επαναστάτες συγγενείς τους πίσω στο memleket (γενέτειρα) κι ακόμη περισσότερους στο muhacirlik yolu (δρόμος της αποδημίας) προς την αρχαία Βέροια (Aleppo) της Συρίας το 1921, πριν έρθουν στην Ελλάδα μετά το 1923, με τα περιορισμένα ελληνικά τους και την αμφισβητούμενη ελληνικότητά τους, έκλειναν συχνά τις μακρόσυρτες και πένθιμες ιστορίες τους, που διηγούνταν στα τούρκικα, με μια ωμή κατακλείδα: suç ölenin (το φταίξιμο είναι του νεκρού). Κάποτε ζήτησα μια ερμηνεία. Ήταν το ίδιο ωμή: ο νικημένος δεν έχει φίλους. Η ζωή τους είχε διδάξει ότι το δίκιο ακολουθεί πάντα και παντού τη δύναμη και όχι την ηθική. Εξάλλου υπήρχαν και τότε φίληδες και φιλελέδες .
Ο πίνακας της προμετωπίδας, Τυφλοί οδηγούν Τυφλούς, είναι έργο του Pieter Bruegel the Elder, 1526-1569.