"Ανήκω σε μια χαμένη γενιά, και βρίσκω τον εαυτό μου μόνο αν παρίσταμαι ομαδικά στη μοναξιά των ομοίων μου."
Αυτός ο συγκλονιστικός αυτοπροσδιορισμός ενός πρωταγωνιστή από το Εκκρεμές του Φουκώ1 του Ουμπέρτο Έκο μου θύμισε έναν αφορισμό του επικούρειου Κολώτη ή Κωλώτη του Λαμψακηνού (320 – 268 π.Χ): Μηδὲν οὕτως ἄχρηστον εἶναι μηδὲ φορτικὸν ὡς τὸ ζητεῖν αὑτόν. (21 p. 1119: Tίποτε δεν είναι πιο άγονο και πιο βαρετό από αυτό που λένε ερευνώ τον εαυτό μου.)
Το δελφικό και δήθεν μυσταγωγικό ρητό "γνῶθι σαὐτόν", που ήδη η προέλευσή του από ένα μαντείο, που η μαυραγορίτικη2 συμπεριφορά του την περίοδο των περσικών πολέμων στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ., θα έπρεπε να το καθιστά τουλάχιστον ύποπτο, αν όχι άκυρο, το ακολουθούν ακόμη και σήμερα πολλοί. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους βυθίζονται και χάνονται στη φλύαρη και αντιπαραγωγική θολούρα των υπαρξιακών εκζητήσεων.
Πρόκειται για μια κομψή και ωστόσο κενόδοξη φράση που γεμίζει το στόμα και κοιμίζει το μυαλό. Το απόλυτο σύνθημα μιας εποχής, της εποχής μας, των πολλαπλών και ποικίλων κρίσεων, που ευνοεί και ενθαρρύνει την απομόνωση και την αποστασιοποίηση. Όποιος χάνεται με τέτοια τι άλλο είναι παρά μικρολόγος και ξιπασμένος.
Δεν υπάρχει κανένα Εγώ στην απομόνωση, θεωρούμενο αφηρημένα. Πρόκειται για επικίνδυνη φαντασιοκοπία και ψευτοδίλλημα. Υπάρχουμε σε σχέση και συνάρτηση με τους άλλους και με τα έργα των άλλων. Με τους συνανθρώπους μας. Εκεί, στο κοινωνικό σύνολο, μετράμε τα όρια μας, χωρίς να ετεροπροδιοριζόμαστε. Η αναζήτηση αυτής της δυναμικής και λεπτής ισορροπίας είναι η τέχνη της ζωής.
Η χειραφέτηση της προσωπικότητας και η ενθουσιαστική ανάδειξη του ατομισμού από τους Έλληνες της Ιωνίας του 6ου π.Χ αιώνα, της πιο προοδευτικής ελληνικής χώρας3, που ορμούσαν ζητώνας ξαστεριά και αλήθεια, πλαισιώθηκε από το αίσθημα του μέτρου. Το πάθος του θυμικού χαλιναγωγήθηκε από το διπλό νόμο της δημοκρατικής πολιτείας - που πολεμήθηκε ασίγαστα από τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη, τον Αριστοφάνη, ακόμη και τον Αριστοτέλη και τους μιμητές τους- και της καλλιτεχνικής μορφής.
Έξω λοιπόν. Με τους Ομοίους μας. Στην διακριτά ατομική και συνεργατικά συλλογική αναζήτηση μιάς αμοιβαίας και ιλαρής Ξαστεριάς.
1. Σελ. 108.
2. Στη δεύτερη περσική εισβολή, το 480 π.Χ., οι προφήτες και όσιοι - έτσι ονομάζονταν το ιερατικό προσωπικό που διερμήνευε το ακατάληπτο παραλήρημα της Πυθίας - του Μαντείου των Δελφών δέχτηκαν να αλλάξουν τον αρχικό χρησμό τους, που παρότρυνε σε εγκατάλειψη, μετά την υπόσχεση των αμυνομένων ότι σε περίπτωση νίκης θα τους κατέβαλαν το 10% των λαφύρων και της περιουσίας των πόλεων που είχαν μηδίσει. Μόνο τότε μίλησαν για τα ξύλινα τείχη.
3. Hermann Bengston, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, Σελ. 115.