Με την ευχή και την ελπίδα ότι η ανόθευτη και αδιαίρετη αγάπη θα αντισταθμίσει τα λάθη και τις παραλήψεις μας ως γονιών, καλό αγώνα και αποτελέσματα ανάλογα των προσπαθειών σας σ΄αυτήν την πρώτη κρίσιμη αναμέτρηση με τις φιλοδοξίες και τα όνειρά σας. Και να θυμόσαστε ότι οι εξετάσεις στη ζωή αρχίζουν κάποτε και δεν τελειώνουν ποτέ...
(ΥΓ: Η προσδοκία μιας επιτυχίας ανάλογης των προσπαθειών μας, μας κάνει μετρημένους. Η επίγνωση ότι οι εξετάσεις δεν τελειώνουν ποτέ, μας κάνει καρτερικούς.)
Πάρθεν
Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Στη σεπτή μνήμη των αθώων θυμάτων της γενοκτονίας και σε αιώνιο μνημόσυνο εκείνων που έπεσαν μαχόμενοι στο βωμό της απατηλής υπόσχεσης για την ανεξαρτησία τους. Ανάμεσά τους και οι αντάρτες Βασίλειος και Παρασκευάς Παράσογλου από το Mahmutlu της επαρχίας Μερζιφούντας, οι οποίοι εκτελέστηκαν στις 18 Αυγούστου 1921 στην Αμάσεια του Κεντρικού Πόντου απο τα περιβοήτα İstiklâl Mahkemeleri (Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας).
Προχωρώντας σε μια έρημο, που τη δημιούργησαν ονομάζοντάς την ειρήνη1, βλέπουμε και επικροτούμε το καλύτερο. Ακολουθούμε όμως το χειρότερο2. Και όπως όλοι γνωρίζουν η ευπιστία, όσο είναι χαρακτηριστική αδυναμία εκείνων που αγαπούν την αλήθεια, άλλο τόσο είναι και άλλοθι για τους νωθρούς.
Στην επικεφαλίδα το έργο του Βασίλι Καντίνσκι, Μπλε ουρανός, 1940.
Για τον Τσίπρα, το να μείνει στην εξουσία ως ασπίδα απέναντι στη λιτότητα, ήταν προτιμότερο από το να παραδώσει την εξουσία πίσω, σε ένα τσούρμο πολιτικών μαφιόζων, που υποστηρίζονται από μια μαφία πλουσιόπαιδων fashionistas που γαυγίζουν!
Στη θέα των εικόνων αυτών οποιαδήποτε περιγραφή φαντάζει μιαρή και βέβηλη. Ας αναλογιστούμε μόνο σιωπηρά το εξής:
Αριστερά, η εποχή,
Σε μια ακατάσχετη επιφοίτηση χρωμάτων.
Κι εκεί, προσκυνητάρι κατηφές,
έναν Χριστό, μη αναστάντα προφανώς, εγκλείει.
Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»
Κωνσταντίνος Καβάφης, Κρυμμένα Ποιήματα, 1921
Στην επικεφαλίδα ο χάρτης της διεκδικούμενης Δημοκρατίας του Πόντου, 1918-1922.