Στη θέα των εικόνων αυτών οποιαδήποτε περιγραφή φαντάζει μιαρή και βέβηλη. Ας αναλογιστούμε μόνο σιωπηρά το εξής:
Η τίσις τοποθετείται στο τέλος της νομοτελειακής αλυσίδας ὕβρις → ἄτη → νέμεσις → τίσις και δηλώνει την αντάξια πληρωμή, την ευθύδικη τιμωρία, την παραδειγματική συντριβή των αλαζόνων.
Στα διαλαμβανόμενα του παρόντος σχολίου η τίσις παίρνει τη μορφή ενός φαινομενικά δίκαιου φόρου, ο οποίος αν τελικά επιβληθεί, ο περιβόητος ενφια, για κάποιες τουλάχιστον κατηγορίες ιδιοκτητών, θα μοιάζει μάλλον αστείος.
Η αντιπαραβολή του χάρτη των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου 2017 στην Τουρκία, με την έκταση που αναγνωρίστηκε στη χώρα με τη συνθήκη των Σεβρών της 28ης Ιουλίου 1920 δείχνει σ’ ένα ικανοποιητικό βαθμό αυτό που θα ήταν η Τουρκία, αν αποτύγχανε ο Mustafa Kemal και το Εθνικό Κίνημα των Τούρκων. Με μια διαφορετική διατύπωση οι περιοχές του evet, με εξαίρεση τον Ανατολικό Πόντο, ταυτίζονται εν πολλοίς με τα υπολείμματα της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα συνιστούσαν το νέο κράτος.
Αριστερά, η εποχή,
Σε μια ακατάσχετη επιφοίτηση χρωμάτων.
Κι εκεί, προσκυνητάρι κατηφές,
έναν Χριστό, μη αναστάντα προφανώς, εγκλείει.
Η αναμενόμενη και δικαιολογημένη ικανοποίηση της κυβέρνησης μετά την κατ’ αρχάς συμφωνία με τους θεσμούς, αφού αποτράπηκαν τα χειρότερα (όριο απολύσεων, lock out) και οι αισιόδοξες εκτιμήσεις της JP Morgan για την ελληνική οικονομία (ποσοτική χαλάρωση), θυμίζουν τηρουμένων των αναλογιών μια περίσταση του 1920 με πρωταγωνιστή τον Georgi Tšitšerin.
Αιτιολογώντας την ανάγκη ουσιαστικής αποδοχής της Συνθήκης του Brest-Litovsk (3 Μαρτίου1918) χωρίς μεμψιμοιρίες και αγκυλώσεις υποστήριζε ο Ρώσος Διπλωμάτης ότι: Μπορεί να υπάρχουν διαφορές απόψεων για τη διάρκεια ζωής του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά τη στιγμή αυτή το καπιταλιστικό σύστημα υπάρχει, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να βρεθεί ένα modus vivendi1.
Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»
Κωνσταντίνος Καβάφης, Κρυμμένα Ποιήματα, 1921
Στην επικεφαλίδα ο χάρτης της διεκδικούμενης Δημοκρατίας του Πόντου, 1918-1922.
Οι δηλώσεις των πρώην Πρωθυπουργών Κ Καραμανλή και Κ Σημίτη πρωτίστως κατέδειξαν ότι το πλέον σοφό που έπραξαν μετά την αποχώρησή τους και μέχρι τώρα ήταν το γεγονός ότι δεν μιλούσαν. Τουλάχιστον αυτοπροσώπως. Ωστόσο το σημαντικότερο και θλιβερότερο συμπέρασμα που εξάγεται από τις πρόσφατες τοποθετήσεις τους είναι το ότι αυτό που η χώρα βιώνει και αντιλαμβάνεται ως κρίση και κυρίως ως γενεσιουργό της αιτία, δηλαδή τη διαφθορά και μάλιστα σε ποσοστά περί το 85%, για τους εν λόγω είτε δεν υπάρχει καν, είτε συνιστά μια κανονικότητα.
Εμπρός, Ελλάς επαναστάτισσα, στάσου όρθια
κράτα με τα γερά τα όπλα την δύναμίν σου.
Δεν εγέρθηκε ένας Όλυμπος του κάκου
η Πίνδος σου και οι Θερμοπύλες, η τιμή σου.