Αρμόδιο Εικαστικό Σχόλιο Προϋπολογισμού 2016.Η ρακένδυτη Ελλάς, ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα. (Δημιουργία του αμίμητου Μποστ 1958) Σ' αυτόν τον τόπο όμως ακόμη και οι θρήνοι είναι αισιόδοξοι:Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο,αντηχεί κι επαληθεύεται η ραψωδία της Ποντιακής Μούσας ανά τους αιώνες.
Ο ÇiprAndréas περιοδεύων προς άγραν1επενδύσεων, αφού πρώτα κατετρόπωσε τους διεθνείς καπιταλιστές ή μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά. Οι αφελείς, έχοντας απωλέσει το 94% των κεφαλαίων, που τοποθέτησαν στις συστημικές τράπεζες της χώρας, αδημονούν να εξιλεωθούν αυτοπυρπολούμενοι στην αγορά του Çipristan, πρώην Samaristan.
1.άγρα, η: επίμονη αναζήτηση, κυνήγι, κυρίως στην έκφραση προς άγραν.
Γελοιογραφία του Μεγάλου Χρύσανθου Μποσταντζόγλου, 1958.
Πάρε το δύσκο τούτονε που γράφη τ’ όνομά μου, κε πέστους να σου δόσουναι να φάναι τα πεδγιά μου.
Κε παρακάλα Παναή με δάκρηα στα μάτια, κτηπόν αράδα μέγαρα κε μπένον εις παλάτια.
Πήτε μπίτε1, μπήτε βγήτε κι εν ανάγκη κσαναμπήτε. Κι αν δεν λάβετε των μάρκων αποκεί μην ξεκολείτε.
(Όπου Παναής Αλέξιος. Όπου Βόνη Βερολίνο. Όπου μάρκα ευρώ. 1. μπίτε: φωνολογική απόδοση του γερμανικού ρήματος bitten, που σημαίνει κυρίως παρακαλώ.)
Η περί πολλά σκωπτική και επίκαιρη αυτή δημιουργία χρονολογείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Χρύσανθος (Μέντης) Μποσταντζόγλου, (Μπόστ),1918-1995. Αμίμητος, Διαχρονικός, Καίριος.
Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα.
Χρόνης Μίσσιος,1930−2012, Αντιστασιακός & Συγγραφέας
Ο Καραγκιόζης διαρκώς πεινάει. Αυτό είναι το κύριο γνώρισμα του. Η κλεπτομανία, η θρασυδειλία, η βρομιά, η πονηριά, η απιστία, η ανηθικότητα, η ανειλικρίνεια και οι λοιπές ιδιότητες του Καραγκιόζη έπονται. Ο Καραγκιόζης θεωρείται και ενδεχομένως είναι ο πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου σκιών. Αλλά στα λεγόμενα ηρωικά και πατριωτικά έργα ο Καραγκιόζης αποβαίνει ένας ασήμαντος τύπος: εκεί παριστάνει τον υπηρέτη, τον τσοπάνο, τον μικροσυγγενή, τον τυχαίο κάτοικο του χωριού κτλ. Ο Καραγκιόζης δεν τρέφει όνειρα. Η μόνη φιλοδοξία του είναι η σάλτσα. Ο Καραγκιόζης πάντα τρώει ξύλο απ’ τους ανθρώπους της εξουσίας. Ο Καραγκιόζης, όταν μπορεί, δίνει ξύλο.
Ηλίας Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Σελ 96.
Ώστε θέλετε ψωμί…είπε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς.
Και είναι κακό αυτό κύριε; Θα μπορούσα να φάω κι ολόκληρο βόδι!
Θα θέλετε και λίγο κρέας, ε;
Κι ότι άλλο έχετε ευχαρίστηση, κύριε!
Ώστε το κρέας είναι καλύτερο από το ψωμί, έ;
Δεν χωρούν ιδιοτροπίες όταν πεινάς, τα πάντα είναι καλοδεχούμενα, κύριε!
(Πως τσακώθηκε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς με τον Ιβάν Νικηφόροβιτς)
Νικολάι Γκόγκολ, 1809-1852, Μείζων Ρώσος Συγγραφέας.
Μετά τη νίκη του επί των Ρωμαίων στο Άσκλον (σημερινό Άσκολι) της Ιταλίας το 279 π.Χ. ο Πύρρος, 318 π.Χ.-272 π.Χ., βασιλιάς των Μολοσσών, ελληνικού φύλου της Ηπείρου, λέγεται ότι σχολίασε σε κάποιον που τον συνεχάρη για την επικράτησή του: ἄν ἔτι μίαν μάχην Ῥωμαίους νικήσωμεν, ἀπολούμεθα παντελώς (Μια ακόμα νίκη εναντίον των Ρωμαίων και θα χαθούμε εντελώς) Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι: Πύρρος και Μάριος, ΧΧΙ, 9.
Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
Απόσπασμα από το ποίημα Ας φρόντιζαν, 1930.
Κ.Π. Καβάφης, 1863-1933, Αλεξανδρινός Ποιητής.
Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;
Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!
(Σκλάβοι Πολιορκημένοι,1927)
Κώστας Βάρναλης, 1884 – 1974, Βραβείο Ειρήνης Lenin 1959.
Όποιος απέτυχε
Όποιος απέτυχε, όποιος ξεπέσει
τι δύσκολο να μάθει της πενίας
την νέα γλώσσα και τους νέους τρόπους.Εις τ’ άθλια ξένα σπίτια πώς θα πάει! —
με τι καρδιά θα περπατεί στον δρόμο
κι όταν στην πόρτα εμπρός βρεθεί πού θά ’βρει
την δύναμι ν’ αγγίξει το κουδούνι.
Για του ψωμιού την ποταπήν ανάγκη
και για την στέγη, πώς θα ευχαριστήσει!
Πώς θ’ αντικρίσει τες ματιές τες κρύες
που θα τον δείχνουνε που είναι βάρος!
Τα χείλη τα υπερήφανα πώς τώρα
θ’ αρχίσουν να ομιλούνε ταπεινά·
και το υψηλό κεφάλι πώς θα σκύψει!
Τα λόγια πώς θ’ ακούσει που ξεσκίζουν
τ’ αυτιά με κάθε λέξι — κ’ εν τοσούτω
πρέπει να κάμνεις σαν να μην τα νιώθεις
σαν να ’σαι απλούς και δεν καταλαμβάνεις.
Κ Π Καβάφης,Κρυμμένα Ποιήματα,1877